Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Β’)- Τη Κυριακή των Βαίων


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος,
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν
τῇ Ἀναστάσει σου,
καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· 
Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, 
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο ύμνος ούτος του Ρωμανού πρέπει να εξετασθή εις το πραγματικόν του πλαίσιον. Να τοποθετηθή δηλαδή εις εποχήν κατά την οποίαν πολλαί ομιλίαι πατέρων είχαν διασαφήσει το γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου, είχαν συνανευφημήσει μετά των παίδων το ωσαννά, είχαν συνεορτάσει μετά των χριστιανών της Ιερουσαλήμ την αναπαράστασιν του γεγονότος, καθ’ άς έχομεν σαφείς ιστορικάς μαρτυρίας. 



Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Α’)- εις την ανάστασιν του Λαζάρου

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους
 πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον
 Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ
 τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
 εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο Ρωμανός θα αφιερώση δυο ύμνους εις το γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου. Εις τον α’ ύμνον εκτός του βασικού προβλήματος της πίστεως, το βάρος πίπτει εις την ήτταν των σκοτεινών δυνάμεων του Άδου και του θανάτου. Γίνεται μνεία όλων των αναστάσεων που αναφέρονται εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Εξαίρεται η μορφή του Ιησού νικητού του θανάτου.

Tήν κοινήν ανάστασιν πρό τού σού πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τόν Λάζαρον, Xριστέ Θεός

Φυσικά ευκαιρίας δεδομένης ο ποιητής σχολιάζει ποικιλοτρόπως την ευαγγελικήν διήγησιν περί του Λαζάρου. Αναφέρεται εις τας αδελφάς του Μαρίαν και Μάρθαν, αποτιμά την προσφοράν εκάστης και θεολογεί ελαφρώς με την παντοδυναμίαν και την παντογνωσίαν του θεανθρώπου.

«1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν· 12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. 16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. 17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεὸν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Οὐκ ἐδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.»

Εις τον β’ υμνον έχομεν τα ίδια σκηνικά. Ο Ιησούς κατανοεί τον ανθρώπινον, αδελφικόν πόνον, συγκινείται και δακρύει. Επιτίθεται κατά των Ιουδαίων, οι οποίοι εθελοτυφλούν. Βλέπουν τα θαυμάσια, τον υποδέχονται μετά βαίων και κλάδων και τελικώς τον θανατώνουν δια του σταυρού. Ευκαιρία να τονισθή η διπλή φύσις του Ιησού. Πάσχει ως άνθρωπος και φίλος, αλλ’ ανιστά ως θεός. Προλέγει τι θα συμβή, γνωρίζει τι θα επακολουθήση.
Ο ποιητής λαμβάνει ευκαιρίαν να ομιλήση και περί αναστάσεως των πιστών εκ του τάφου της αμαρτίας, να παρακαλέση, να διδάξη, να θεολογήση και να επιδείξη τας ιατρικάς του γνώσεις με τας λεπτομέρειας της περιγραφής του αναστάντος σώματος του Λαζάρου.
Ο Ρωμανός διδάσκει με δύο τρόπους,
ή α) απ’ ευθείας διατυπώνων τα ηθικά του παραγγέλματα,
ή β) εμμέσως εκ των διαλόγων των προσώπων των ύμνων του ή της διηγήσεως του εσωτερικού μονολόγου των, των διαλογισμών των και διλημμάτων των.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Β’)-Η οκνηρία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Θανάσιμη αμαρτία
είναι εκείνη,
για την οποία δεν μετανοεί ο
άνθρωπος»
(άγιος Μάρκος ο Ασκητής)

Ο Νάσος ήταν γυιός ενός ράφτη στα Γιάννενα. Ο πατέρας του φρόντισε να τον στείλη στο σχολείο. Μα ήταν τόσο αμελής κι έδινε τόσα κακά παραδείγματα στ’ άλλα παιδιά με τον κακό του τρόπο, ώστε ο δάσκαλος αναγκάστηκε να τον διώξη. Έτσι ο πατέρας του τον πήρε στο ραφείο του, να μάθη την τέχνη. Μα εκείνος ήτανε τεμπέλης. Το ‘ριχνε στον ύπνο, κι όταν δεν κοιμότανε δεν ήθελε να κάνη την παραμικρή δουλεία. Του κάκου ο πατέρας του τον παρακινούσε να δουλέψη, τον συμβούλευε, τον τιμωρούσε.
Στο τέλος, είδε κι αποείδε και τον έστειλε στα ξένα να δή πω βγαίνει το ψωμί. Μα ούτε η ξενητειά, ούτε ο κίνδυνος να πεινάση έκαμαν τον Νάσο να συνέλθη. Έφαγε όσα λεφτά πήρε από τον πατέρα του κι απόμεινε χωρίς πεντάρα. Μέρες πεινούσε, έρημος, χωρίς στέγη και χωρίς προστασία. Έτσι αναγκάστηκε να πάη υπηρέτης.
Ήτανε πια εικοσιδύο χρονών και με πόνο σκεφτότανε το μαγαζάκι του πατέρα του, όπου θα μπορούσε να ‘ναι αφέντης, αν ήθελε. Μα ούτε και σαν υπηρέτης επρόκοψε. Τεμπέλης, κακομαθημένος και βρωμιάρης, όπως ήτανε, γρήγορα έχασε την δουλειά.
Έτσι βρέθηκε στον δρόμο. Ζήτησε να δανειστή, μα κανείς δεν του ‘δωσε. Και κατάντησε, μ’ όλα του τα νειάτα, να γίνη ζητιάνος. Εγκαταστάθηκε στα σκαλιά της εκκλησιάς και γύρευε ελεημοσύνη. Μα όλοι τον ξέρανε πως και νέος ήτανε και γερός και κανείς δεν τον βοηθούσε. Η πείνα τον βασάνιζε. Τότε τον λυπήθηκε κάποιος και τον πήρε να του βόσκη γουρούνια. Σ’ αυτήν τη δουλειά ο Νάσος τα βρήκε καλά. Ξάπλα και ύπνος! Μα κι αυτή η δουλειά ακόμη ήθελε τον κόπον της. Έπρεπε να προσέχη μην του φύγουνε τα γουρούνια και τα κλέψουνε.
Αλλά να θυσιάση τον ύπνο του για την δουλειά; Ποτέ! Όπως έπρεπε να το περιμένη λοιπόν, μια ημέρα χαθήκανε μερικά γουρούνια. Τ’ αφεντικό του τον φοβέρισε πως θα τον πάη στην αστυνομία. Κι αυτός το ‘σκασε από εκείνο το σπίτι. Για να οικονομάη το ψωμί του, άρχισε να κάνη μικροκλοπές από δώ κι από κεί. Στο τέλος έκανε και την μεγάλη κλεψιά, να πάρη τα σκεύη της εκκλησιάς.
Έκανε στην φυλακή σαν τον πιάσανε πολλά χρόνια.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


Το τέλος της σταυροφορίας

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Το σώμα μου χτυπήθηκε με σώματα εχθρικά.
Μέρες ατέρμονες βρέθηκε να πολεμά
Σε νερά, λάσπες, βουνά και πεδιάδες.
Η τροφή ήταν λιγοστή, το μυαλό κενό,
Γεμάτο μόνο απ’ έναν σκοπό,
Να βρεθή εκείνη. Η κόρη του ήλιου.
Και κάποτε την είδαν τα μάτια αυτά
Που σώματα είχαν δεί ακέφαλα
Και όρνια να τα κατασπαράζουν
Και βάλθηκαν να κάνουν το πάν
Να την πλησιάσουν.
Τα πάντα υπέστησα, εγώ ο σταυροφόρος
Τα μάτια μου να μην την χάσουν.
Πέρασα από δρεπάνια που θερίζανε τον Χάρο,
Σπαθιά πυρακτωμένα απ’ αίμα
Πού ‘τρεχε καυτό
Και από δρόμους με ασπαλάθους
Που έκαναν τ’ άλογό μου να
Ματώνη σιωπηλό.
Μα εκείνη βγήκε ψεύτικη
Κι όλα μείνανε να αιωρούνται
στην αιώνια αλυσίδα του χρόνου.
Και πήρα ξανά τον δρόμο του γυρισμού.
Ένας δρόμος δίχως τέλος και δίχως λυτρωμό.
Μόνο τα μάτια αυτά που κάποτ’ είδαν
Την «κόρη του ήλιου»
Μένανε ζωντανά και αναζητούσαν την ζωντάνια
Καθώς όλα τ’ άλλα ήτανε νεκρά.
Και αυτά τα μάτια σταμάτησαν
Σ’ εκείνο το χωριουδάκι
Με τ’ όνομα «ανάξιος να ζής»,
Το πρώτο χωριό μετ’ απ’ την περιπλάνησι
Πέντε μηνών
Από τότε που τ’ άλογο με άφησε
Σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, νεκρό πέφτωντας
Σε μιαν έρημη πλευρά της ζωής.
Τελείωσε η σταυροφορία. Τελείωσε.

Το τραγουδι:
http://www.youtube.com/watch?v=7SBjpG6xuxQ


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Α’)- Η λαιμαργία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Η εγκράτεια μας δίδει και υγείαν και ευτυχίαν,
ηδονάς η ακρασία, πλήν συγχρόνως ατιμίαν,
ασθενείας και πτωχείαν»




Υπήρχε κάποτε κάποιος Φαγόνδιος. Ήταν ένας αριστοκράτης της Βενετίας πολύ πλούσιος, αλλά και με πολλά ελαττώματα. Το κυριότερό του ελάττωμα ήταν η λαιμαργία, που, καθώς ήταν φυσικόν, του κατέστρεψε το στομάχι. Κι όχι μόνον αυτό έπαθε, μα έχασε και τον ύπνο του, γιατί δεν μπορεί να κοιμηθή βέβαια κανείς με στομάχι φορτωμένο. 

Δούλος όμως στο πάθος του, καθώς ήτο, όχι μόνον δεν έκοβε την πολυφαγία, μα και για να ικανοποιή την λαιμαργία του έτρωγε φαγητά κι έπινε ποτά, που του ερέθιζαν την όρεξι κι έτσι η καταστροφή προχωρούσε. Τα δόντια του σάπισαν, η κοιλιά του μεγάλωσε, όλο του το σώμα χόντρηνε πολύ, δεν μπορούσε να κινηθή εύκολα και στο τέλος τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στα πόδια. Αφού του κάκου πάσκισαν να τον γιατρέψουν οι καλύτεροι γιατροί της Βενετίας, πήγε να βρή έναν περίφημο καθηγητή, σ’ άλλην πόλι.

«Μάλιστα» είπε αυτός, όταν τον άκουσε και τον εξέτασε. «Θα σε κάνω καλά, φτάνει να μείνης ένα μήνα στο σπίτι μου και να κάνης ό,τι σου ζητώ».Και η θεραπεία άρχισε αμέσως μ’ αυτόν τον ωραίον τρόπο. Ο καθηγητής είπε στον Φαγόνδιο να περάση για λίγην ώρα στο διπλανό δωμάτιο κι όταν μπήκε του ‘κλεισε την πόρτα απ’ έξω. Δεν υπήρχε μέσα εκεί τίποτ’ άλλο από τους τέσσερεις τοίχους. Κι ο κακομοίρης ο Φαγόνδιος, που δεν ήξερε παρά να τρώη και να ξαπλώνη, άρχισε να χτυπάη την πόρτα και να φωνάζη. Μα κανείς δεν του απαντούσε. Και καθώς τα πόδια του ήταν πρισμένα και δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν, ακούμπησε στον τοίχο. Μα πράγμα παράξενον!! Ο τοίχος ήτανε ζεστός κι όσο πήγαινε ζέσταινε πιο πολύ ακόμα. Κι από τα πόδια του ανέβαινε άλλη ζέστη.

Κάνει ν’ ακουμπήση στο πάτωμα και είδε πως ήταν ζεστό κι εκείνο. Με πολλή δυσκολίαν κινήθηκε να πάη παραπέρα. Μα του κάκου. Όπου κι αν στεκότανε η ίδια ζέστη τον έπαιρνε. Και το χειρότερο είναι που όσο πήγαινε  μεγάλωνε. Προσέχοντας καλύτερα τώρα, είδε πως  τοίχοι και πάτωμα ήσαν από σίδερο… Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και μεγάλωνε η ζέστη, όλα έκαιγαν εκεί μέσα…Ν’ ακουμπήση πουθενά δεν μπορούσε. Να σταθή στα δυό του πόδια ούτε…Με την ελπίδα ν’ ανακουφιστή, άλλαζε ολοένα θέσι και στεκότανε πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο…

Κι ήταν για τον ίδιο ακατανόητο, πως αυτός, που δεν μπορούσε να κάνη βήμα, τώρα έτρεχε με τόσην σβελτάδα σαν παλληκάρι είκοσι χρονών. Λαχανιάζοντας και καταϊδρωμένος παραπατούσε πότε από δώ, πότε από κεί, φωνάζοντας ολοένα: «Βοήθεια! Ψήνομαι!». Αφού έτσι ψήθηκε αρκετά, είδε επί τέλους ν’ ανοίγη η πόρτα και τον γιατρό να μπαίνη μ’ ένα κάθισμα.

-Πως πέρασες; Του λέει αυτός ήσυχα. Κάτσε τώρα να ξεκουραστής.
Ο Φαγόνδιος άφησε το πελώριο κορμί του στην καρέκλα, που έτριξε κάτω από το βάρος του. Κί όταν συνήρθε, άρχισε να κάνη στον γιατρό πικρά παράπονα.
-Τι ήταν αυτό που μού ‘κανες γιατρέ;
-Η θεραπεία….
-Αρχίσαμε;
-Και πάμε περίφημα…
-Πεινάω! Τι θα μου δώσεις;
-Έξι πιάτα…


Σε λίγο πραγματικά ωδηγήσανε τον Φαγόνδιο στην τραπεζαρία. Μα ποια ήταν η απελπισία του, όταν ξεσκεπάζοντας τα έξι πιάτα, που του υποσχέθηκε ο γιατρός, είδε, αντί για τα εκλεκτά φαγητά που ωνειρευόταν, μισή πατάτα βραστή στο ένα, μισή ψητή στο άλλο, στο τρίτο λίγα χόρτα βραστά και στ’ άλλα δύο ένα κομματάκι ψωμί και μια φτερούγα πουλί. Υπήρχε ακόμη κι ένα έκτο πιάτο μ’ ένα μήλο ψητό.

-Δυστυχία μου; ξεφώνισε ο Φαγόνδιος, θα πεθάνω από την πείνα εδώ μέσα.

Μα πεινασμένος καθώς ήταν, τι να κάνη, έφαγε και το φτωχικό αυτό φαγητό του. Δεν έβλεπε την ώρα να πάη να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι, μα ο γιατρός ήρθε και τον προσκάλεσε ευγενικά να πάη στον κήπο του.

Τι να κάνη ο Φαγόνδιος πήγε. Εκεί ο γιατρός άρχισε να καλλιεργή ο ίδιος, μα με την πρόφασιν πως θέλει πότε την μια βοήθεια, πότε την άλλη κρατούσε τον Φαγόνδιο σε αδιάκοπη κίνησιν. Τέλος ήρθε το βράδυ, η ώρα του ύπνου, μα και τότε ο καημένος ο άνθρωπος βρήκε καινούργιους λόγους να παραπονεθή. Αυτός που ήταν συνηθισμένος να κοιμάται σε στρώματα και μαξιλάρια πουπουλένια, είδε τον εαυτόν του υποχρεωμένον να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι σκληρό.

-Δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ, είπε αναστενάζοντας.


Μα έγινε ίσα- ίσα το αντίθετον! Κουρασμένος καθώς ήτανε και με το στομάχι ελαφρύ, μπόρεσε να κοιμηθή, όπως ποτέ. Αυτή η ζωή κράτησε έναν μήνα. Στο τέλος ο γιατρός, αφού τούβγαλε και τα σάπια δόντια, τον έστειλε πίσω στην Βενετία, άλλον άνθρωπο.

-Κοίταξε μόνο, του είπε γελώντας, μην ξαναρχίσης τα ίδια! Αν μου ξανάρθης, θα σε βάλω στην σχάρα να σε ψήσω.

Αυτός έκτοτε δεν ξέχασε ποτέ όσα έπαθε και τον γιατρό που τον έσωσε κι έκανε μιαν συγκρατημένη ζωή.


ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ





Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’) (τελευταίον)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Συγκεντρώθησαν λοιπόν, με πρωτοβουλία κυρίως των δύο μεγάλων οικογενειών, ήτοι του Π. Μαυρομιχάλη και των Δεληγιανναίων, με αμοιβαίες συνεννοήσεις, πρόκριτοι και αρχιερείς, το τρίτο δεκαήμερον του Μαίου του 1821 στην μονή των Καλτετζών δια να συσκεφθούν δια τα κοινά της πατρίδος ζητήματα. Έτσι συστήσανε την Πελοπονησιακή Γερουσία. Οι φιλικοί, οι στρατιωτικοί και περισσότερο οι χωρικοί, στους οποίους έπεφτε το μεγαλύτερον βάρος της φορολογίας ησθάνθησαν δυσφορία και αγανάκτησιν. Οι στρατιωτικοί έτσι μαζί με τους φιλικούς περιστοίχισαν και ενίσχυσαν τον Δημ. Υψηλάντη στην διεκδίκησιν της εξουσίας που ήθελαν να αφαιρέσουν από τους προκρίτους, όταν αυτός ως εκπρόσωπος της Αρχής έφτασεν στην επαναστατημένην Ελλάδα στις 8 Ιουνίου 1821. Απειλήθησαν και επεισόδια, πρώτα στα Βέρβενα κι έπειτα στην Ζαράκοβα, όταν οργισμένοι στρατιώτες που εμπιστεύονταν τον Υψηλάντη, κινήθησαν να σκοτώσουν τους προκρίτους. Και τις δυό φορές καταπράυνε τα πνεύματα ο Κολοκοτρώνης που ασκούσε μεγάλην επιρροήν σ’ αυτούς.


Δήμου κατάλυσις


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Άξιον θαυμάζειν
ότι οίεσθε μεν δημοκρατίαν είναι,
γίγνεται δε ότι αν ούτοι βούλωνται»
(Λυσίου, Δήμου καταλύσεως απολογία, 32-34)

Καθώς η διεξαγωγή των εκλογών λαμβάνει συνεχώς αναβολή και η κήρυξίς των τίθεται εν αορίστω χρόνω, αφορμή δίδεται εις τον καθένα πολίτην της χώρας ταύτης, να αναλογισθή δια το κατάντημα της δημοκρατίας στον τόπο που την γέννησε και να προβληματισθή και ούτως να ετοιμασθή εσωτερικώς και να πράξη αναλόγως, όταν έλθη η στιγμή, καθ’ ήν ως υποχρεούται και εκ του καταστατικού χάρτου, θα κληθή να υπερασπίση το μέλλον. Ο Λυσίας σε μιαν ανάλογην περίπτωσιν μετά την πτώσιν των τριάκοντα τυράννων τω 403 π.Χ, βλέποντας το κατάντημα της β’ αθηναϊκής δημοκρατίας με την επικράτησιν των συκοφαντών και της λογικής του προσωπικού συμφέροντος, αντί της προκρίσεως του δικαίου και του καλού της πατρίδος, αγανακτήσας εξαπέλυε γραπτούς μύδρους.
«Φαντάζεσθε» κραυγάζει «και ζείτε με την αυταπάτην ότι έχετε δημοκρατίαν, αλλά δεν γίνεται τίποτ’ άλλο απ’ ό,τι θέλουν εκείνοι, αυτοί που σας απομυζούν, οι μη επιθυμούνες το καλόν της πατρίδος. Και αν και έκαναν πολλά, αν και την πρόδωσαν και την παρέδοσαν ιταμή και υπόδουλη εις ξένα κέντρα δεν δίδουν δίκην, δεν σύρονται να πληρώσουν δια το έγκλημά των αυτό. Αλλά ξέρετε ποιοί την πληρώνουν; Όχι βέβαια αυτοί που σας αδίκησαν, εσάς τους πολλούς, αν και αυτοί λίγοι, αλλά απεναντίας όσοι αρνούνται να δώσουν σ΄αυτούς και ό,τι τους έχει απομείνει ακόμα». Αυτά τα ολίγα, τα απαραίτητα για να ζήσουν; Αυτήν την ελάχιστη τιμή και αξιοπρέπεια; Πείτε ό,τι και όπως σας αρέσει αυτό. Αλλά αυτή η δίψα των δια αίμα, να λάβωσι ακόμη έως εσχάτων και ό,τι έχει απομείνει και να το κυνηγούν με λύσσα διεκδικώντας το νομιμοφανώς, έχοντας ως άλλοθι την επίπλαστην εξουσίαν που τους παρεδόθη, πως άλλως μπορεί να ειπωθή από θρασύτητα και αδίστακτη τάσις σκυλεύσεως νεκρών άρα ιεροσυλία; Διότι ο έχων έστω και λίγην ευσυνειδησίαν ανθρώπου, ανθρωπιά μέσα του, φόβον θεού, πόνον δια τον αδελφόν του, δεν επιθυμεί έως τον θάνατον του να τον απομυζά, να το κάνη τούτο δίχως οίκτο έως ότου αφήση την τελευταίαν του πνοήν. Τούτο το κάμνουν τα σαρκοφάγα ζώα και όχι οι άνθρωποι.
 Και λέγει ο Λυσίας, τόσους αιώνες πρίν πράγματα κορυφαία, ισχύοντα τώρα στο έπακρον, δια να παοδειχθή ούτως ότι ανθέλληνες, κακόβουλοι της πατρίδος των υπήρχον πάντοτε, απάνθρωποι και αδίστακτοι φονείς του έθνους των αενάως. Και τούτο ίσως είναι το δυστύχημα, ότι ως έθνος ουδέποτε κατορθώσαμε τις βδέλες αυτές να τις αποσυγκολλήσωμε πανωθέν μας και να τις ρίψωμεν εις τον βούρκον εξ ού προέρχονται. Λέγει λοιπόν ο αγαθός ρήτωρ : «Αυτοί οι παλιάνθρωποι θα δεχόντουσαν να καταστή η πατρίδα των μικρά και ασήμαντος πολύ περισσότερον παρά δια μέσου άλλων γνησίων πατριωτών μεγάλη και ελευθέρα… δια τούτο αν φαίνεται κάτι ωφέλιμον σε εσάς από άλλους, αυτοί αποβλέποντας στο δικό τους προδοτικό προς την πατρίδα συμφέρον, όλοι τους –και έχει μεγάλη σημασία αυτό το όλοι τους- είναι εμπόδιον».
Το σπουδαιότερον όλων αυτών; Το κατάληγμα του ρήτορος, το οποίο πρέπει να μας ρίψη πιο πολύ εις σκέψιν; Όσα λέγει. «Όλα αυτά δεν είναι δύσκολα να τα ιδή και κατανοήση όποιος θέλει!!! Γιατί και οι ίδιοι δεν επιθυμούν να κρύπτονται αλλά ντρέπονται εάν δεν φαίνονται ότι είναι πονηροί και εσέις άλλα τα βλέπετε οι ίδιοι και άλλα τα ακούτε από πολλούς άλλους που μόνοι των έμειναν να σας τα φωνάζουν». Δεν θέλουμε να τα κατανοήσωμεν όλα αυτά. Δεν επιθυμούμε να διώξωμεν τους ξεδιάντροπους που στα φανερά μας προδώσαν, μας ξεπούλησαν και μας παρέδοσαν σκλάβους στα δεσμά μας σε άλλους. Διότι αν είχαμε την θέλησιν να τα δούμε, εάν δεν είμασταν τόσο διαβρωμένοι, θα ήταν εύκολον να έχουμε πράξει άλλως. Είναι λοιπόν της μοίρας μας να σβήσωμε; Σύντομα θα το μάθωμεν