Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Β’)- Τη Κυριακή των Βαίων


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος,
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν
τῇ Ἀναστάσει σου,
καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· 
Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, 
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο ύμνος ούτος του Ρωμανού πρέπει να εξετασθή εις το πραγματικόν του πλαίσιον. Να τοποθετηθή δηλαδή εις εποχήν κατά την οποίαν πολλαί ομιλίαι πατέρων είχαν διασαφήσει το γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου, είχαν συνανευφημήσει μετά των παίδων το ωσαννά, είχαν συνεορτάσει μετά των χριστιανών της Ιερουσαλήμ την αναπαράστασιν του γεγονότος, καθ’ άς έχομεν σαφείς ιστορικάς μαρτυρίας. 



Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Α’)- εις την ανάστασιν του Λαζάρου

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους
 πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον
 Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ
 τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
 εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο Ρωμανός θα αφιερώση δυο ύμνους εις το γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου. Εις τον α’ ύμνον εκτός του βασικού προβλήματος της πίστεως, το βάρος πίπτει εις την ήτταν των σκοτεινών δυνάμεων του Άδου και του θανάτου. Γίνεται μνεία όλων των αναστάσεων που αναφέρονται εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Εξαίρεται η μορφή του Ιησού νικητού του θανάτου.

Tήν κοινήν ανάστασιν πρό τού σού πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τόν Λάζαρον, Xριστέ Θεός

Φυσικά ευκαιρίας δεδομένης ο ποιητής σχολιάζει ποικιλοτρόπως την ευαγγελικήν διήγησιν περί του Λαζάρου. Αναφέρεται εις τας αδελφάς του Μαρίαν και Μάρθαν, αποτιμά την προσφοράν εκάστης και θεολογεί ελαφρώς με την παντοδυναμίαν και την παντογνωσίαν του θεανθρώπου.

«1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν· 12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. 16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. 17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεὸν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Οὐκ ἐδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.»

Εις τον β’ υμνον έχομεν τα ίδια σκηνικά. Ο Ιησούς κατανοεί τον ανθρώπινον, αδελφικόν πόνον, συγκινείται και δακρύει. Επιτίθεται κατά των Ιουδαίων, οι οποίοι εθελοτυφλούν. Βλέπουν τα θαυμάσια, τον υποδέχονται μετά βαίων και κλάδων και τελικώς τον θανατώνουν δια του σταυρού. Ευκαιρία να τονισθή η διπλή φύσις του Ιησού. Πάσχει ως άνθρωπος και φίλος, αλλ’ ανιστά ως θεός. Προλέγει τι θα συμβή, γνωρίζει τι θα επακολουθήση.
Ο ποιητής λαμβάνει ευκαιρίαν να ομιλήση και περί αναστάσεως των πιστών εκ του τάφου της αμαρτίας, να παρακαλέση, να διδάξη, να θεολογήση και να επιδείξη τας ιατρικάς του γνώσεις με τας λεπτομέρειας της περιγραφής του αναστάντος σώματος του Λαζάρου.
Ο Ρωμανός διδάσκει με δύο τρόπους,
ή α) απ’ ευθείας διατυπώνων τα ηθικά του παραγγέλματα,
ή β) εμμέσως εκ των διαλόγων των προσώπων των ύμνων του ή της διηγήσεως του εσωτερικού μονολόγου των, των διαλογισμών των και διλημμάτων των.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Β’)-Η οκνηρία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Θανάσιμη αμαρτία
είναι εκείνη,
για την οποία δεν μετανοεί ο
άνθρωπος»
(άγιος Μάρκος ο Ασκητής)

Ο Νάσος ήταν γυιός ενός ράφτη στα Γιάννενα. Ο πατέρας του φρόντισε να τον στείλη στο σχολείο. Μα ήταν τόσο αμελής κι έδινε τόσα κακά παραδείγματα στ’ άλλα παιδιά με τον κακό του τρόπο, ώστε ο δάσκαλος αναγκάστηκε να τον διώξη. Έτσι ο πατέρας του τον πήρε στο ραφείο του, να μάθη την τέχνη. Μα εκείνος ήτανε τεμπέλης. Το ‘ριχνε στον ύπνο, κι όταν δεν κοιμότανε δεν ήθελε να κάνη την παραμικρή δουλεία. Του κάκου ο πατέρας του τον παρακινούσε να δουλέψη, τον συμβούλευε, τον τιμωρούσε.
Στο τέλος, είδε κι αποείδε και τον έστειλε στα ξένα να δή πω βγαίνει το ψωμί. Μα ούτε η ξενητειά, ούτε ο κίνδυνος να πεινάση έκαμαν τον Νάσο να συνέλθη. Έφαγε όσα λεφτά πήρε από τον πατέρα του κι απόμεινε χωρίς πεντάρα. Μέρες πεινούσε, έρημος, χωρίς στέγη και χωρίς προστασία. Έτσι αναγκάστηκε να πάη υπηρέτης.
Ήτανε πια εικοσιδύο χρονών και με πόνο σκεφτότανε το μαγαζάκι του πατέρα του, όπου θα μπορούσε να ‘ναι αφέντης, αν ήθελε. Μα ούτε και σαν υπηρέτης επρόκοψε. Τεμπέλης, κακομαθημένος και βρωμιάρης, όπως ήτανε, γρήγορα έχασε την δουλειά.
Έτσι βρέθηκε στον δρόμο. Ζήτησε να δανειστή, μα κανείς δεν του ‘δωσε. Και κατάντησε, μ’ όλα του τα νειάτα, να γίνη ζητιάνος. Εγκαταστάθηκε στα σκαλιά της εκκλησιάς και γύρευε ελεημοσύνη. Μα όλοι τον ξέρανε πως και νέος ήτανε και γερός και κανείς δεν τον βοηθούσε. Η πείνα τον βασάνιζε. Τότε τον λυπήθηκε κάποιος και τον πήρε να του βόσκη γουρούνια. Σ’ αυτήν τη δουλειά ο Νάσος τα βρήκε καλά. Ξάπλα και ύπνος! Μα κι αυτή η δουλειά ακόμη ήθελε τον κόπον της. Έπρεπε να προσέχη μην του φύγουνε τα γουρούνια και τα κλέψουνε.
Αλλά να θυσιάση τον ύπνο του για την δουλειά; Ποτέ! Όπως έπρεπε να το περιμένη λοιπόν, μια ημέρα χαθήκανε μερικά γουρούνια. Τ’ αφεντικό του τον φοβέρισε πως θα τον πάη στην αστυνομία. Κι αυτός το ‘σκασε από εκείνο το σπίτι. Για να οικονομάη το ψωμί του, άρχισε να κάνη μικροκλοπές από δώ κι από κεί. Στο τέλος έκανε και την μεγάλη κλεψιά, να πάρη τα σκεύη της εκκλησιάς.
Έκανε στην φυλακή σαν τον πιάσανε πολλά χρόνια.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


Το τέλος της σταυροφορίας

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Το σώμα μου χτυπήθηκε με σώματα εχθρικά.
Μέρες ατέρμονες βρέθηκε να πολεμά
Σε νερά, λάσπες, βουνά και πεδιάδες.
Η τροφή ήταν λιγοστή, το μυαλό κενό,
Γεμάτο μόνο απ’ έναν σκοπό,
Να βρεθή εκείνη. Η κόρη του ήλιου.
Και κάποτε την είδαν τα μάτια αυτά
Που σώματα είχαν δεί ακέφαλα
Και όρνια να τα κατασπαράζουν
Και βάλθηκαν να κάνουν το πάν
Να την πλησιάσουν.
Τα πάντα υπέστησα, εγώ ο σταυροφόρος
Τα μάτια μου να μην την χάσουν.
Πέρασα από δρεπάνια που θερίζανε τον Χάρο,
Σπαθιά πυρακτωμένα απ’ αίμα
Πού ‘τρεχε καυτό
Και από δρόμους με ασπαλάθους
Που έκαναν τ’ άλογό μου να
Ματώνη σιωπηλό.
Μα εκείνη βγήκε ψεύτικη
Κι όλα μείνανε να αιωρούνται
στην αιώνια αλυσίδα του χρόνου.
Και πήρα ξανά τον δρόμο του γυρισμού.
Ένας δρόμος δίχως τέλος και δίχως λυτρωμό.
Μόνο τα μάτια αυτά που κάποτ’ είδαν
Την «κόρη του ήλιου»
Μένανε ζωντανά και αναζητούσαν την ζωντάνια
Καθώς όλα τ’ άλλα ήτανε νεκρά.
Και αυτά τα μάτια σταμάτησαν
Σ’ εκείνο το χωριουδάκι
Με τ’ όνομα «ανάξιος να ζής»,
Το πρώτο χωριό μετ’ απ’ την περιπλάνησι
Πέντε μηνών
Από τότε που τ’ άλογο με άφησε
Σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, νεκρό πέφτωντας
Σε μιαν έρημη πλευρά της ζωής.
Τελείωσε η σταυροφορία. Τελείωσε.

Το τραγουδι:
http://www.youtube.com/watch?v=7SBjpG6xuxQ


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Α’)- Η λαιμαργία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Η εγκράτεια μας δίδει και υγείαν και ευτυχίαν,
ηδονάς η ακρασία, πλήν συγχρόνως ατιμίαν,
ασθενείας και πτωχείαν»




Υπήρχε κάποτε κάποιος Φαγόνδιος. Ήταν ένας αριστοκράτης της Βενετίας πολύ πλούσιος, αλλά και με πολλά ελαττώματα. Το κυριότερό του ελάττωμα ήταν η λαιμαργία, που, καθώς ήταν φυσικόν, του κατέστρεψε το στομάχι. Κι όχι μόνον αυτό έπαθε, μα έχασε και τον ύπνο του, γιατί δεν μπορεί να κοιμηθή βέβαια κανείς με στομάχι φορτωμένο. 

Δούλος όμως στο πάθος του, καθώς ήτο, όχι μόνον δεν έκοβε την πολυφαγία, μα και για να ικανοποιή την λαιμαργία του έτρωγε φαγητά κι έπινε ποτά, που του ερέθιζαν την όρεξι κι έτσι η καταστροφή προχωρούσε. Τα δόντια του σάπισαν, η κοιλιά του μεγάλωσε, όλο του το σώμα χόντρηνε πολύ, δεν μπορούσε να κινηθή εύκολα και στο τέλος τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στα πόδια. Αφού του κάκου πάσκισαν να τον γιατρέψουν οι καλύτεροι γιατροί της Βενετίας, πήγε να βρή έναν περίφημο καθηγητή, σ’ άλλην πόλι.

«Μάλιστα» είπε αυτός, όταν τον άκουσε και τον εξέτασε. «Θα σε κάνω καλά, φτάνει να μείνης ένα μήνα στο σπίτι μου και να κάνης ό,τι σου ζητώ».Και η θεραπεία άρχισε αμέσως μ’ αυτόν τον ωραίον τρόπο. Ο καθηγητής είπε στον Φαγόνδιο να περάση για λίγην ώρα στο διπλανό δωμάτιο κι όταν μπήκε του ‘κλεισε την πόρτα απ’ έξω. Δεν υπήρχε μέσα εκεί τίποτ’ άλλο από τους τέσσερεις τοίχους. Κι ο κακομοίρης ο Φαγόνδιος, που δεν ήξερε παρά να τρώη και να ξαπλώνη, άρχισε να χτυπάη την πόρτα και να φωνάζη. Μα κανείς δεν του απαντούσε. Και καθώς τα πόδια του ήταν πρισμένα και δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν, ακούμπησε στον τοίχο. Μα πράγμα παράξενον!! Ο τοίχος ήτανε ζεστός κι όσο πήγαινε ζέσταινε πιο πολύ ακόμα. Κι από τα πόδια του ανέβαινε άλλη ζέστη.

Κάνει ν’ ακουμπήση στο πάτωμα και είδε πως ήταν ζεστό κι εκείνο. Με πολλή δυσκολίαν κινήθηκε να πάη παραπέρα. Μα του κάκου. Όπου κι αν στεκότανε η ίδια ζέστη τον έπαιρνε. Και το χειρότερο είναι που όσο πήγαινε  μεγάλωνε. Προσέχοντας καλύτερα τώρα, είδε πως  τοίχοι και πάτωμα ήσαν από σίδερο… Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και μεγάλωνε η ζέστη, όλα έκαιγαν εκεί μέσα…Ν’ ακουμπήση πουθενά δεν μπορούσε. Να σταθή στα δυό του πόδια ούτε…Με την ελπίδα ν’ ανακουφιστή, άλλαζε ολοένα θέσι και στεκότανε πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο…

Κι ήταν για τον ίδιο ακατανόητο, πως αυτός, που δεν μπορούσε να κάνη βήμα, τώρα έτρεχε με τόσην σβελτάδα σαν παλληκάρι είκοσι χρονών. Λαχανιάζοντας και καταϊδρωμένος παραπατούσε πότε από δώ, πότε από κεί, φωνάζοντας ολοένα: «Βοήθεια! Ψήνομαι!». Αφού έτσι ψήθηκε αρκετά, είδε επί τέλους ν’ ανοίγη η πόρτα και τον γιατρό να μπαίνη μ’ ένα κάθισμα.

-Πως πέρασες; Του λέει αυτός ήσυχα. Κάτσε τώρα να ξεκουραστής.
Ο Φαγόνδιος άφησε το πελώριο κορμί του στην καρέκλα, που έτριξε κάτω από το βάρος του. Κί όταν συνήρθε, άρχισε να κάνη στον γιατρό πικρά παράπονα.
-Τι ήταν αυτό που μού ‘κανες γιατρέ;
-Η θεραπεία….
-Αρχίσαμε;
-Και πάμε περίφημα…
-Πεινάω! Τι θα μου δώσεις;
-Έξι πιάτα…


Σε λίγο πραγματικά ωδηγήσανε τον Φαγόνδιο στην τραπεζαρία. Μα ποια ήταν η απελπισία του, όταν ξεσκεπάζοντας τα έξι πιάτα, που του υποσχέθηκε ο γιατρός, είδε, αντί για τα εκλεκτά φαγητά που ωνειρευόταν, μισή πατάτα βραστή στο ένα, μισή ψητή στο άλλο, στο τρίτο λίγα χόρτα βραστά και στ’ άλλα δύο ένα κομματάκι ψωμί και μια φτερούγα πουλί. Υπήρχε ακόμη κι ένα έκτο πιάτο μ’ ένα μήλο ψητό.

-Δυστυχία μου; ξεφώνισε ο Φαγόνδιος, θα πεθάνω από την πείνα εδώ μέσα.

Μα πεινασμένος καθώς ήταν, τι να κάνη, έφαγε και το φτωχικό αυτό φαγητό του. Δεν έβλεπε την ώρα να πάη να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι, μα ο γιατρός ήρθε και τον προσκάλεσε ευγενικά να πάη στον κήπο του.

Τι να κάνη ο Φαγόνδιος πήγε. Εκεί ο γιατρός άρχισε να καλλιεργή ο ίδιος, μα με την πρόφασιν πως θέλει πότε την μια βοήθεια, πότε την άλλη κρατούσε τον Φαγόνδιο σε αδιάκοπη κίνησιν. Τέλος ήρθε το βράδυ, η ώρα του ύπνου, μα και τότε ο καημένος ο άνθρωπος βρήκε καινούργιους λόγους να παραπονεθή. Αυτός που ήταν συνηθισμένος να κοιμάται σε στρώματα και μαξιλάρια πουπουλένια, είδε τον εαυτόν του υποχρεωμένον να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι σκληρό.

-Δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ, είπε αναστενάζοντας.


Μα έγινε ίσα- ίσα το αντίθετον! Κουρασμένος καθώς ήτανε και με το στομάχι ελαφρύ, μπόρεσε να κοιμηθή, όπως ποτέ. Αυτή η ζωή κράτησε έναν μήνα. Στο τέλος ο γιατρός, αφού τούβγαλε και τα σάπια δόντια, τον έστειλε πίσω στην Βενετία, άλλον άνθρωπο.

-Κοίταξε μόνο, του είπε γελώντας, μην ξαναρχίσης τα ίδια! Αν μου ξανάρθης, θα σε βάλω στην σχάρα να σε ψήσω.

Αυτός έκτοτε δεν ξέχασε ποτέ όσα έπαθε και τον γιατρό που τον έσωσε κι έκανε μιαν συγκρατημένη ζωή.


ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ





Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’) (τελευταίον)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Συγκεντρώθησαν λοιπόν, με πρωτοβουλία κυρίως των δύο μεγάλων οικογενειών, ήτοι του Π. Μαυρομιχάλη και των Δεληγιανναίων, με αμοιβαίες συνεννοήσεις, πρόκριτοι και αρχιερείς, το τρίτο δεκαήμερον του Μαίου του 1821 στην μονή των Καλτετζών δια να συσκεφθούν δια τα κοινά της πατρίδος ζητήματα. Έτσι συστήσανε την Πελοπονησιακή Γερουσία. Οι φιλικοί, οι στρατιωτικοί και περισσότερο οι χωρικοί, στους οποίους έπεφτε το μεγαλύτερον βάρος της φορολογίας ησθάνθησαν δυσφορία και αγανάκτησιν. Οι στρατιωτικοί έτσι μαζί με τους φιλικούς περιστοίχισαν και ενίσχυσαν τον Δημ. Υψηλάντη στην διεκδίκησιν της εξουσίας που ήθελαν να αφαιρέσουν από τους προκρίτους, όταν αυτός ως εκπρόσωπος της Αρχής έφτασεν στην επαναστατημένην Ελλάδα στις 8 Ιουνίου 1821. Απειλήθησαν και επεισόδια, πρώτα στα Βέρβενα κι έπειτα στην Ζαράκοβα, όταν οργισμένοι στρατιώτες που εμπιστεύονταν τον Υψηλάντη, κινήθησαν να σκοτώσουν τους προκρίτους. Και τις δυό φορές καταπράυνε τα πνεύματα ο Κολοκοτρώνης που ασκούσε μεγάλην επιρροήν σ’ αυτούς.


Δήμου κατάλυσις


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Άξιον θαυμάζειν
ότι οίεσθε μεν δημοκρατίαν είναι,
γίγνεται δε ότι αν ούτοι βούλωνται»
(Λυσίου, Δήμου καταλύσεως απολογία, 32-34)

Καθώς η διεξαγωγή των εκλογών λαμβάνει συνεχώς αναβολή και η κήρυξίς των τίθεται εν αορίστω χρόνω, αφορμή δίδεται εις τον καθένα πολίτην της χώρας ταύτης, να αναλογισθή δια το κατάντημα της δημοκρατίας στον τόπο που την γέννησε και να προβληματισθή και ούτως να ετοιμασθή εσωτερικώς και να πράξη αναλόγως, όταν έλθη η στιγμή, καθ’ ήν ως υποχρεούται και εκ του καταστατικού χάρτου, θα κληθή να υπερασπίση το μέλλον. Ο Λυσίας σε μιαν ανάλογην περίπτωσιν μετά την πτώσιν των τριάκοντα τυράννων τω 403 π.Χ, βλέποντας το κατάντημα της β’ αθηναϊκής δημοκρατίας με την επικράτησιν των συκοφαντών και της λογικής του προσωπικού συμφέροντος, αντί της προκρίσεως του δικαίου και του καλού της πατρίδος, αγανακτήσας εξαπέλυε γραπτούς μύδρους.
«Φαντάζεσθε» κραυγάζει «και ζείτε με την αυταπάτην ότι έχετε δημοκρατίαν, αλλά δεν γίνεται τίποτ’ άλλο απ’ ό,τι θέλουν εκείνοι, αυτοί που σας απομυζούν, οι μη επιθυμούνες το καλόν της πατρίδος. Και αν και έκαναν πολλά, αν και την πρόδωσαν και την παρέδοσαν ιταμή και υπόδουλη εις ξένα κέντρα δεν δίδουν δίκην, δεν σύρονται να πληρώσουν δια το έγκλημά των αυτό. Αλλά ξέρετε ποιοί την πληρώνουν; Όχι βέβαια αυτοί που σας αδίκησαν, εσάς τους πολλούς, αν και αυτοί λίγοι, αλλά απεναντίας όσοι αρνούνται να δώσουν σ΄αυτούς και ό,τι τους έχει απομείνει ακόμα». Αυτά τα ολίγα, τα απαραίτητα για να ζήσουν; Αυτήν την ελάχιστη τιμή και αξιοπρέπεια; Πείτε ό,τι και όπως σας αρέσει αυτό. Αλλά αυτή η δίψα των δια αίμα, να λάβωσι ακόμη έως εσχάτων και ό,τι έχει απομείνει και να το κυνηγούν με λύσσα διεκδικώντας το νομιμοφανώς, έχοντας ως άλλοθι την επίπλαστην εξουσίαν που τους παρεδόθη, πως άλλως μπορεί να ειπωθή από θρασύτητα και αδίστακτη τάσις σκυλεύσεως νεκρών άρα ιεροσυλία; Διότι ο έχων έστω και λίγην ευσυνειδησίαν ανθρώπου, ανθρωπιά μέσα του, φόβον θεού, πόνον δια τον αδελφόν του, δεν επιθυμεί έως τον θάνατον του να τον απομυζά, να το κάνη τούτο δίχως οίκτο έως ότου αφήση την τελευταίαν του πνοήν. Τούτο το κάμνουν τα σαρκοφάγα ζώα και όχι οι άνθρωποι.
 Και λέγει ο Λυσίας, τόσους αιώνες πρίν πράγματα κορυφαία, ισχύοντα τώρα στο έπακρον, δια να παοδειχθή ούτως ότι ανθέλληνες, κακόβουλοι της πατρίδος των υπήρχον πάντοτε, απάνθρωποι και αδίστακτοι φονείς του έθνους των αενάως. Και τούτο ίσως είναι το δυστύχημα, ότι ως έθνος ουδέποτε κατορθώσαμε τις βδέλες αυτές να τις αποσυγκολλήσωμε πανωθέν μας και να τις ρίψωμεν εις τον βούρκον εξ ού προέρχονται. Λέγει λοιπόν ο αγαθός ρήτωρ : «Αυτοί οι παλιάνθρωποι θα δεχόντουσαν να καταστή η πατρίδα των μικρά και ασήμαντος πολύ περισσότερον παρά δια μέσου άλλων γνησίων πατριωτών μεγάλη και ελευθέρα… δια τούτο αν φαίνεται κάτι ωφέλιμον σε εσάς από άλλους, αυτοί αποβλέποντας στο δικό τους προδοτικό προς την πατρίδα συμφέρον, όλοι τους –και έχει μεγάλη σημασία αυτό το όλοι τους- είναι εμπόδιον».
Το σπουδαιότερον όλων αυτών; Το κατάληγμα του ρήτορος, το οποίο πρέπει να μας ρίψη πιο πολύ εις σκέψιν; Όσα λέγει. «Όλα αυτά δεν είναι δύσκολα να τα ιδή και κατανοήση όποιος θέλει!!! Γιατί και οι ίδιοι δεν επιθυμούν να κρύπτονται αλλά ντρέπονται εάν δεν φαίνονται ότι είναι πονηροί και εσέις άλλα τα βλέπετε οι ίδιοι και άλλα τα ακούτε από πολλούς άλλους που μόνοι των έμειναν να σας τα φωνάζουν». Δεν θέλουμε να τα κατανοήσωμεν όλα αυτά. Δεν επιθυμούμε να διώξωμεν τους ξεδιάντροπους που στα φανερά μας προδώσαν, μας ξεπούλησαν και μας παρέδοσαν σκλάβους στα δεσμά μας σε άλλους. Διότι αν είχαμε την θέλησιν να τα δούμε, εάν δεν είμασταν τόσο διαβρωμένοι, θα ήταν εύκολον να έχουμε πράξει άλλως. Είναι λοιπόν της μοίρας μας να σβήσωμε; Σύντομα θα το μάθωμεν


Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Ύμνος άπας ηττάται
συνεκτείνεσθαι σπεύδων
τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου.
ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς
αν προσφέρωμέν σοι, βασιλεύ άγιε,
ουδέν τελούμεν άξιον
ων δέδωκας τοις σοι βοώσιν,
αλληλούια»

Ο καθηγητής μου Αθανάσιος Κομίνης, της Βυζαντινής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιον της Αθήνας, είχε ειπεί το εξής: «θα έλεγα ότι αν απ’ ολόκληρην την υμνογραφία μας είχεν σωθή μόνον ο παραπάνω οίκος του Ακαθίστου Ύμνου, θα ήταν δυνατόν να εκτιμήσωμεν την λογοτεχνικήν δύναμιν της εκκλησιαστικής ποιήσεως και κατ’ ακολουθίαν, να επιβεβαιώσωμεν την αξίαν της και προσδιωρίσωμεν την σημασίαν της μέσ’ την παγκόσμιαν λογοτεχνία».
Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου είναι μια ειδική ακολουθία της Εκκλησίας μας και η διαμόρφωσίς της δεν έγινε σε συγκεκριμένην εποχή, αλλά συνετελέσθη δια μέσου των αιώνων. Εις αυτήν κύρια ποιητικά κείμενα είναι δύο: α) ο Ακάθιστος Ύμνος και β) ο κανών του Ιωσήφ του Υμνογράφου, που συνετέθη ειδικώς για αυτήν την ακολουθίαν. Τα προβλήματα που παρουσιάζει ιδίως ο Ακάθιστος Ύμνος είναι πολλά. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ, ό,τι και με τα μεγάλα, αμφισβητούμενα έργα, π.χ τα ομηρικά έπη: Ποίος είναι ο ποιητής; Πότε συνετέθη το έργον; Για ποιόν λόγο εγράφη και εψάλη; Το πασίγνωστο προοίμιον «τη υπερμάχω» φαίνεται να έχη κάποια σχέσι με την λύτρωσι της Κων/πόλεως τω 626 από την πολιορκία των Αβάρων, όμως ο Ακάθιστος αποκλείεται να συνετέθη τότε. Προϋπήρχεν αναμφισβήτητα και ψαλλόταν προς τιμήν της θεοτόκου σε συγκεκριμένη εορτήν «των πιστών ισταμένων ορθίων» «και μη καθημένων» γι’ αυτό και Ακάθιστος Ύμνος ωνομάσθη.
Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη
Ειπείν τη θεοτόκω το «χαίρε»
Και συν τη ασωμάτω φωνή
Σωματούμενόν σε θεωρών, κύριε,
Εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα:
Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει.
Ύμνος είναι το πρώτο ωλοκληρωμένον ποιητικόν σύστημα στο Βυζάντιον και Κανών το δεύτερον ποιητικόν εκκλησιαστικόν είδος, μεταγενέστερον από τον ύμνον και πιο σύνθετον απ’ αυτόν. Και τα δύο αυτά ποιητικά και μελικά ταυτοχρόνως είδη έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) είναι γραμμένα σε ρυθμοτονικά μέτρα β) έχουν επενδύσει τον ρυθμικόν λόγον με μουσικόν μέλος ούτως ώστε να αποτελούν ένα αδιάσπαστο αρμονικόν σύνολον.
Χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις.
Χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς
Χαίρε, ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα.
Πρέπει να σημειωθή μιλώντας δια τον Ακάθιστον Ύμνον και γενικά δια τους ύμνους, ότι έχομεν σχεδόν χάσει την μουσικήν των, κυρίως γιατί δεν μπορούμε να διαβάσωμεν τα παλαιά βυζαντινά μουσικά σύμβολα, με εξαίρεσιν τον Ακάθιστον. Κι ενώ κανείς ύμνος δεν σώζεται ολόκληρος –αφ’ ού από τον Ζ’ αι. και μετά άρχισε να παρακμάζη το είδος και να αντικαθίσταται από τον κανόνα- ο Ακάθιστος όχι μόνον σώθηκε αλλά και αγαπήθηκε από τους πιστούς όσο κανένα άλλο χριστιανικόν ποιητικόν κείμενον και ακούγεται κοντά 15 αιώνες τώρα και το σιγοψέλνουν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων χείλη πιστών. Δεν ξέρομεν ούτε πότε εγράφη, ούτε πότε μπήκε στην λειτουργικήν πράξιν, ούτε σε ποια εορτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε. Το πιθανότερον είναι να είναι ύμνος γραμμένος που να εψάλλετο την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που την παλαιάν εποχήν εωρτάζετο με τα Χριστούγεννα.
Χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα τα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον.
Χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις.
Χαίρε, δι ής προσκυνείται ο πλάστης.
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε.
Από την άλλην ο Ιωσήφ ο υμνογράφος ζεί στον Θ’ αι και είναι ο πολυγραφώτερος απ’ όσους γνωρίζομεν. Ετίμησεν με την ποίησιν του όλους τους μέχρι της εποχής του αγίους και τις εορτές μς έναν ή περισσότερους κανόνες. Όμως Ο ίδιος δεν ήταν μελωδός, δεν είχε το χάρισμα της μουσικής εμπνεύσεως και γι’ αυτό εδανείζετο τα μέλη από τους μεγάλους μελωδούς των κανόνων. Ανάμεσα στις άλλες εορτές εποίησεν και κανόνα για να τιμήση την εορτήν κατά την οποίαν εψάλλετο ο Ακάθιστος Ύμνος.
Χριστού βίβλον έμψυχον εσφραγισμένην σε πνεύματι
Ο μέγας αρχάγγελος, αγνή, θεώμενος
Επεφώνει σοι. «Χαίρε, χαράς δοχείον,
Δι’ ής της προμήτορος αρά λυθήσεται».

Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε, παρθένε θεόνυμφε,
Του άδου η νέκρωσις, χαίρε, πανάμωμε,
Το παλάτιον του πάντων βασιλέως.
Χαίρε, θρόνε πύρινε του παντοκράτορος.
Ο Ιωσήφ έκανε μιαν νέαν ποιητικήν δημιουργίαν, ισάξια του Ύμνου, που σήμερα μας επιβάλλεται πιο πολύ με την ποικιλίαν της μελωδίας της. Διότι εν ώ ο Ακάθιστος απώλεσεν την μελωδίαν και σήμερον μόνον ραψωδείται υπό των ιερέων, αυτός αν και δανεισθείς το μέλος υμνεί και ψάλλει με απερίγραπτον τρόπον και κάλλος τους χαιρετισμούς και τον ενθουσιασμόν που αποπνέει ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα.
Το μήλον το εύοσμον, χαίρε, η τέξασα.
Το οσφράδιον του μόνου βασιλέως.
Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα.

Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε, δι’ ής εκ του πτώματος
Ημών εξανέστημεν. Χαίρε, ηδύπνοον
Κρίνον, δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον,
Θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον.




Στα παλάτια του Πρωτέα


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



-το παρόν αφιερούται εις όλους εκείνους
τους αυτόχειρες της πατρίδας μας, που
απονενοημένοι, προτίμησαν να
αναλάβουν το κόστος της αμαρτίας αυτής,
λόγω του ότι δεν αντέξαν να βλέπουν τον
αργό θάνατό τους, που κάποιοι τους
επιδαψιλεύσαν στανικώς.

Σαν βούτηξε εκεί στα καθαρά νερά
με μια πέτρα στο λαιμό του,
έκλεισε επώδυνα τα μάτια του
κι άρχισε να ζή το όνειρό του.

Νεράιδες της θάλασσας πολλές
αμέσως γλυκά τον εσηκώσαν
και τραγουδιστά, ονειρικά
μ’ ένα μαγικό φιλί τον εσώσαν.

Κι όλες μαζί μεσ’ τα μπουγάζια
άρχίσαν να τον οδηγουν στον Πρωτέα,
στα παλάτια του εκεί στα βάθη,
στων ωκεανών των, τον αρχιερέα.

Κολώνες αρχαίων ολυμπίων ρυθμών
και γυμνόστηθες σειρήνες,
με χαμόγελα εσώτερα τον σπρώχναν,
στου παλατιού των τους πυρήνες.

Ο Πρωτέας σαν εκείνον είδε,
τον έβαλε να καθίση δίπλα του,
φωνάζοντας πλάσματα του βυθού
να υπακούν σε κάθε ρήτρα του.

Και καθότανε και χαιρότανε εκεί
δίχως έγνοια του τον ανύπαρκτο χρόνο
σαν άλλοτε ο βασιλιάς Δυσσέας
στου Φαίακ’ Αλκινόου το θρόνο.

Και μέσ’ την απέραντη παραζάλη
και τα ονειρικά τοπία του βυθού
ένοιωθε πως εκεί του ήρμοζε
να ζή κάλλιο από γεννησιμιού

Το τραγούδι:



Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Ε’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Ι. ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ

Εις το Ε΄ βιβλίον των «πολιτικών» του ο Αριστοτέλης ομιλεί δια τας πολιτειακάς αλλαγάς, από ποία πολιτεύματα δηλαδή εκπηδούμε εις άλλα ή το ζήτημα του αιτήματος δια ισότητα, η φυσική εντολή, η τάσις δια διάκρισιν, η πολιτική διακήρυξις της ισότητος, το ίσον κατέχειν και ποίες οι αναλογίες αυτού. Η πόλις είναι διαρκώς εις πόλωσιν και ούτως υπάρχουν πάντοτε οι ζητούντες την ισότηταν και οι εναντίοι αυτών. Στην Σπάρτην υπήρχαν ως «όμοιοι» αλλά υπήρχεν και ομοιοκρατία;
Εις τηνουσίαν υπάρχουν οι γνώριμοι και οι αγνώτες, αυτοί που διακρίνονται, οι γνωστοί και οι άσημοι. Όπως εις τα άτομα υπάρχουν και οι δυο τύποι ανθρώπων απ’ αυτούς έτσι και εις τας πολιτείας. Υπάρχουν οι ίσοι αλλά και οι περισσότερο ίσοι μεταξύ των πολιτών. Εάν έλθη σύγκρουσις και υπάρχει το όντι ισοσθένεια τότε η πόλις θα καταστραφή. Όμως είτε οι ολίγοι νικήσουν και καταστή ολιγαρχία είτε οι πολλοί  και γίνει δημοκρατία η ισορροπία θραύει και η concordia ordinum παυεί να υφίσταται. Ωστόσο μια μορφή πολιτεύματος και εις τοιαύτην περίπτωσιν, ως μορφή παρεμβάσεως θα υφίσταται και τότε.
Η αταξία , ήτοι η αταξική κοινωνία είναι τι το αδιανόητον. Οι σοσιαλιστές δεν ανεγνώρισαν τον πρώτον εξ αυτών τον Πλάτωνα ως πρόγονό των. Με τον Αριστοτέλη έχομεν πραγματισμόν ως απομυθοποίησιν του μύθου. Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε εποχή αναγνωρίζει διαφορετικόν «τίμιον», καθ’ ό υπερέχουν οι εκάστοτε γνώριμοι, άλλοτε δηλαδή έχομεν τον πλούτον, άλλοτε και σπανίως την αρετή. «Τίμιον» είναι ότι ο Νούς ένειμεν ως πλέον πολύτιμον δια μιαν συγκεκριμένην εποχή και άρα τούτο , αφ’ ού ο νούς τίει, εκτιμά, το τίμιον καθιερώνεται, αποδίδεται υπό των εκάστοτε αρχόντων.
Εις την πολιτείαν συνήθως οι έχοντες κάπως αρετήν δεν επιθυμούν την αρχήν. Εν τέλει δυνάμεθα να έχομεν 36 δυνατάς μεταβάσεις από τα 6 βασικά πολιτεύματα. Οι περιπτώσεις αυξάνονται διότι εκτός των βασικών πολιτειακών μορφών υπάρχουν και οι παραλλαγές. Θα έφταναν αυτές τελικώς τας 158, όσες περιγραφές πολιτευμάτων έγραψεν και ο Αριστοτέλης; Άγνωστον. Η παθολογία του Αριστοτέλους ομοιάζει με ένα ισοσκελές τρίγωνον ένθα η «Πολιτεία» είναι ένα τραπέζιον εν τω μέσω αυτού. Προς τα άνω έχομεν μορφάς ολιγαρχίας εν ώ προς τα κάτω δημοκρατίας.
Προκειμένου λοιπόν να μην έλθωμεν εις ημαρτημένας μορφάς δέον να λαμβάνωμεν υπόψη την αριθμητικήν ισότητα, την αρχήν της πλειοψηφίας αλλά και την αξία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι άνισοι μεταξύ των και απαιτείται υποχώρησις των υπερεχόντων και ανύψωσις των υποδεεστέρων. Αύτη είναι η εκ των μέσων συγκείμενη «Πολιτεία». Παραδείγματα της κατά μόριον αλλαγής των πολιτευμάτων δυνάμεθα να αναλογισθώμεν την Σπάρτην πως ήτο επί εποχής ένθα εβασίλευεν ο Παυσανίας και πως επί εποχής Λυσσάνδρου ή την ύπαρξιν βουλής εις την Επίδαμνον κάτι ως μέσον μεταξύ ενός άρχοντος και του πλήθους.

ΙΑ. ΕΚ ΤΙΝΩΝ ΑΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ

Εναντίωσις εις τι το νόμιμον αποτελεί στάσιν. Απαιτείται η ψυχική προετοιμασία, η έφεσις δια να προχωρήση τις εις τι τοιούτον. Στασιάζουν οι εφιέμενοι, επειδή νομίζουν ότι έχουν λιγότερα απ’ άλλους αλλά και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν τους εαυτούς των υπέρτερους και όμως είναι ίσοι ή έλαττοι  των άλλων.
Σύγκρουσις επέρχεται τότε βάσει του «πλεονεκτείν» πέραν του νομίμου, τι όπερ δίδει υπεροχήν και εξούσιαν ανηθίκως. Οι πλέον αδικαιολόγητοι είναι οι δεύτεροι εκτός κι αν διακρίνονται τω όντι εξ αρετής. Εις τας συγκρούσεις αι επιδιώξεις είναι το κέρδος, η τιμή και τα αντίθετα αι συνέπειαι δια τους ηττημένους, ήτοι η ατιμία και η ζημία. Άπαντα συμπτύσσονται εις τον όρον «τίμιον». Εις τούτο ως όρον συγκλίνουν το κέρδος, η τιμή, η ύβρις, ο φόβος, η υπεροχή, η καταφρόνησις και η αύξησις παρά το ανάλογον (παράλογον κέρδος). Το «τίμιον» είναι το ηθικόν, το πνευματικόν, το οικονομικόν, το πολιτικόν ενάρετον μέγεθος.

ΙΒ. ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ

Αι στάσεις απορρέουν εκ του υβρισμού των αρχόντων, των αρχών και των πλεονεκτούντων, εκ της κλοπής εκ των κοινών. Εκ της διογκώσεως της δυνάμεως κάποιου πάνω απ’ τα όρια τα ανεκτά της πόλεως, διότι ασφαλώς εκάστη πόλις και πολιτεία επιτρέπει μέχρις ενός ορίου την «τιμήν» των πολιτών της. Η υπεροχή τινών επιτρέπει την ανάπτυξιν της μοναρχίας ή της δυναστείας. Δια τούτο και μερικοί συνηθίζουν να «οστρακίζουν», όπως η Αθήνα και το Άργος. Καλύτερον όμως κατά τον Αριστοτέλην του οστρακισμού ει΄ναι η εποπτεία και η πρόβλεψις ώστε αν υπάρξη υπεροχή κάπου να επέλθη ταχέως η ίασις.
Έχομεν από την μια κάποτε τους αδικηκότας και από την άλλην τους φοβουμένους να μην αδικηθούν οι οποίοι και στασιάζουν βουλόμενοι να προφθάσουν την αδικίαν και να μην αδικηθούν εν τέλει. Η τόλμη τελικώς νικά τον φόβον και επισωρρεύεται εις άλλους…

(συνεχίζεται)


Ὁ «ἀφορισμὸς» τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη


«Οι αρχιερείς και η επανάστασις του 1821»

 
Του 
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου



Τὸ δεύτερο βιβλίο τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ φέρει τὸν τίτλο Ὁ“ἀφορισμὸς” τοῦ ἈλεξάνδρουὙψηλάντη, (σελίδες 310), καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ἀφορισμὸ», ποὺ ἐξέδωσε τὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´. Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο διαιρεῖται σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο ἔχει τίτλο: «ἱστορικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ” τοῦ Μαρτίου 1821», καὶ τὸ δεύτερο μέρος τιτλοφορεῖται «ἐκκλησιαστικὸκανονικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ”». Στὰ δύο αὐτὰ μέρη τοῦ βιβλίου ὑπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα δίνουν πολλὲς πληροφορίες καὶ προσφέρουν πολύτιμο ὑλικὸ γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ παρατηρηθῆ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἀξιόλογου αὐτοῦ βιβλίου θέτει πάντοτε τὴν λέξη «ἀφορισμὸς» μέσα σὲ εἰσαγωγικά, γιατί δὲν ἀποδέχεται ὅτι τὸ κείμενο ποὺ ἐξεδόθη ἦταν ἀφοριστικό, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ θὰ ἐκτεθοῦν ἐν συντομία. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δίνονται πάρα πολλὰ στοιχεῖα γύρω ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν στὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ «ἀφορισμοῦ». 
 


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Ε’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Από το Πατριαρχείο άρχισε, η αργή αλλά σταθερή οργάνωσις του ελληνισμού. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί, στη συνοικία Φανάρι της Κων/πόλεως, όπου ευρίσκετο το Πατριαρχείο, πολλοί από τους παλαιούς βυζαντινούς άρχοντες, που δεν είχαν φύγει στην Δύση και εκεί πρωτοσχηματίσθηκε η κοινωνική ομάδα των αρχόντων, που είναι γνωστοί με το όνομα «Φαναριώτες». Μέσα από το Πατριαρχείο, που είχε και δικαστικές αρμοδιότητες, για ωρισμένες από τις διαφορές των Ελλήνων, εκπορεύτηκαν οι πρώτες ελληνικές ελπίδες για προστασία απέναντι στην αυθαιρεσία των Τούρκων, για να σταματήση το παιδομάζωμα, για να προστατευθή το δικαίωμα των υποδούλων να ζήσουν. Μέσα από την κοινωνικήν ομάδα των φαναριωτών πρωτοεξεπήδησαν κάποιες εμπορικές δραστηριότητες, η παιδεία και κυρίως η πρόσβασις στον τουρκικόν κρατικόν μηχανισμόν.


Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Κάποιο σκυλί μακρυά μεσ’ το σκότος
Με πόνο και παράπον’ αλυχτούσε.
Ο αγέρας δυνατός, αγέρωχος
Ψυχρός κι αδυσώπητος λυσσομανούσε.

Σε κάθε δένδρο ψηλό και αεικοίμητο
Μια ψυχή χανότανε πικρά.
Γέμισαν οι συνοικίες κ’ η πολιτεία
Όλη, κορμιά κρεμασμένα οικτρά.

Ο θάνατος ως ήχος αηδιαστικός σφύριζε
Μέσα απ’ τα ντουβάρια των σπιτιών.
Το δρεπάνι του Χάρου θέριζε φοβερά
Κεφάλια αθώα, αθώων πολιτών.

Και καθώς ο αποκρουστικός αγέρας
Συνέχιζε να γδέρνει αιματοβαμμένες καρδιές
Οι κρεμασμένοι πηγαινοέρχονταν
Απάνω στις ξεφτισμένες απ’ όνειρα θηλιές.


Το τραγούδι:



Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Δ’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





«Οι Έλληνες εξεγειρόμενοι μαζικά εναντίον του καταπιεστή τους –του σουλτάνου- θα ήταν δυνατόν να συγκριθούν με τους καρβονάρους, με τους Ιταλούς συνωμότες, που ο τσάρος Αλέξανδρος μισούσε το «ιακωβίνικο» τους πνεύμα και ζητούσε την συντριβή τους στις συνεδριάσεις του Λάυμπαχ; Κανένας δεσμός δεν είχε υπάρξει ποτέ μεταξύ των τριών χερσονήσων της Μεσογείου. Οι Έλληνες δεν είχαν κανέναν πράκτορα στην Ιταλία, ούτε στην Ισπανία. Το δημοκρατικόν πνεύμα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτούς. Αν αποκτούσαν την ελευθερία, θα ζητούσαν πιθανόν από την Ευρώπη έναν βασιλιά. Σ’ αυτούς το θρησκευτικό και εθνικόν ζήτημα είχεν την πρώτη θέσιν»
(Ιω. Καποδίστριας)


Η ιδέα της απελευθερώσεως

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Οι πρόγονοί μας και κατά τους πλέον σκοτεινούς χρόνους της δουλείας ποτέ δεν έστερξαν την τύχην των ούτε και επίστευσαν ότι η σκλαβιά των θα είναι παντοτινή. Αντιθέτως ευθύς μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης, η ιστορική μνήμη του έθνους, που είχεν διαποτισθή δια της συνεχούς παραδόσεως 3.000 ετών –αφ’ ού ενισχύθη και από τους σχετικούς με την Άλωσιν θρύλους- εγέννησεν την ελπίδαν της Αναστάσεως, όπως πολύ ζωηρώς την εκφράζει ο λαϊκός θρηνωδός με την πασίγνωστον δέησιν του:
«Σώπασε, Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζης.
Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι»
Οι υπόδουλοι είχον σαφή συνείδησιν περί της κοινής των καταγωγής, θρησκείας και γλώσσης, αλλά και περί της ιδεαλιστικής υπεροχής της Ορθοδοξίας απέναντι του Ισλάμ. Αυταί αι παραδόσεις από γενεάς εις γενεάν εσφυρηλάτησαν ενιαίον το εθνικόν φρόνημα και εγαλβάνισαν την ψυχήν του Γένους με τον πόθον της ώρας του Λυτρωμού.
Και ήτο τόσον δυνατός ο πόθος εκείνος και τόσον άσβεστον το μίσος εναντίον του κατακτητού, ώστε και όταν απετύγχανον αι κατά καιρούς εξεγέρσεις, όχι μόνον δεν κατελάμβανε τους υποδούλους προγόνους ημών απογοήτευσις, αλλά η πίστις της ελευθερώσεως εστάλαζεν εις την τραυματισμένην ψυχήν των γλυκύ το βάλσαμον της προσδοκίας και της υπομονής.
Ο θάνατος του τελευταίου αυτοκράτορος έμεινε ζωντανή παράδοσις εις το στόμα του λαού μας. Ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», ο οποίος δεν απέθανεν, αλλά εκοιμάτο, θα εξύπνα την ημέραν της αναστάσεως του Έθνους και «με το σπαθί στο χέρι» θα εξεδίωκεν τους μισητούς τυράννους έως τα βάθη της Ασίας, την Κόκκινην Μηλιάν.
Έτσι το Γένος κατά τους ζοφερούς αιώνας της δουλείας εγαλουχείτο με την «Μεγάλην Ιδέαν», ότι δηλαδή η πτώσις της Κων/λεως δεν ήτο το τέλος της Ιστορίας του, αλλά η απαρχή νέων αγώνων προς επανίδρυσιν της Ελληνικής Αυτοκρατορίας εις όλην της την δόξαν.


Η ανάμνησις της θυσίας του Αβραάμ

(Τη Κυριακή της Δ’ Εβδομάδος των Νηστειών)
Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
  
«Ξύπνα και γροίκησε, Αβραάμ, εκείνο
Όπου θέλει, Αφέντης οπού προσκυνού
Και τρέμουν οι αγγέλλοι. Θυσίαν άξαι
Και καλήν την σήμερον ημέρα.
Θέλει ο θεός και πεθυμά εκ τη δική σου
Χέρα. Δεν θέλει πλιό θυσίες αρνιώ ουδέ
Πράματα σφαγμένα, μα μια θυσία
Πεθυμά μεγάλην από σένα»
(Βιτσέντζου Κορνάρου, η θυσία του Αβραάμ, 5-10)

«Λάβε τον θιόν σου τον αγαπητόν, όν ηγάπησας, τον Ισαάκ και ανένεγκέ μοι αυτόν εις ολοκάρπωσιν εφ’ έν των ορέων, ών αν σοι είπω…Και λαβών ο Αβραάμ τον Ισαάκ απήει». Η υπόθεσις είναι γνωστή εκ της Γενέσεως και εκ του κρητικού θεατρικού έργου του Κορνάρου, το οποίον και αποκαλούμεν ημείς οι φιλόλογοι «μυστήριον». Μεταξύ όμως της Γραφής και του Κρητός ποιητού του ιζ αι. παρεμβάλλεται ο κατά τον στ’ αι. γραφείς ύμνος του Ρωμανού του μελωδού και συν αυτώ εμμέσως μια ολόκληρη αυτοκρατορία με βαθιά ποτισμένον εντός της του αισθήματος της πίστεως. Ο Αβραάμ πριν ανέλθη εις το όρος αλλά και κατά την ώραν της θυσίας, ζεί ένα δράμα.
Έν αρχή ο Αβραάμ βασανίζεται με την ανθρώπινην αδυναμίαν της υστεριφημίας που θα αφήση φονέως και ουχί πατρός, ανισορρόπου ανδρός, εκστάντος των φρενών, λόγω γήρατος. Κατόπιν τον παίρνει το παράπονον πως θα σκοτώση το παιδί που εσπαργάνωσεν, την ελπίδα των γηρατείων του, αυτόν που θα του έκλεινε κατά τον θάνατον τα βλέφαρα. Και μέσα σ’ όλα αυτά έρχεται και ο φόβος της αντιδράσεως της συζύγου. Ποια μάνα θ’ αφήση το παιδί της να σφαγιασθή; Ο Αβραάμ φέρεται συγκινούμενος και σχηματίζων εν εαυτώ τας αντιρρήσεις της Σάρρας, τας οποίας εν τούτοις δεν αφίει να κάμψουν την ευσεβήν καρδιάν του. Στην Γένεσιν ουδείς ρόλος ανετέθη εις την μητέρα Σάρρα. Αλλά ήτο δυνατόν ένας ποιητής σαν τον Ρωμανό να μην συμβιβάση την πιστότητα της ιεράς παραδόσεως με την ανθρώπινην ψυχολογίαν και να μην αποδώση το δράμα μιας μητέρας; Το μοιρολόι και το ξέσπασμα της Σάρρας δια τον Ισαάκ εις τον ύμνον του Ρωμανού, φανταστικώς ούτως όπως ο Αβραάμ εφαντάσθη τας αντιρρήσεις της είναι από τα πλέον συγκινητικά της εξάρσεως των μητρικών αισθημάτων του ανθρωπίνου πόνου.
Ιδού τι φαντάζεται ο γέρος Αβραάμ να του λέγη, ικετεύουσα να σφάξη αυτήν πρώτα και ύστερα το παιδί των: «Μη λείπη με και λύπη κτείνη με, σου αιτώμαι. Ροπήν εμού απόστηθι! Τούτον αγκάλαις λαμβάνω εγώ, πόνον γαστρός μου, κορεσθήναι γαρ ζητώ. Ει χρήζει θυσιών ο καλέσας σε, λάβη πρόβατον. Οίμοι τέκνον Ισαάκ, ει κατίδω σου επί γής αίμα εκχυνόμενον. Μη γένοιτο. Φονεύση με πρώτον, είθ’ ούτως σε φονεύσει. Πρό σου την τεκούσαν, μετ’ αυτήν σε τον τόκον».
Μήπως όμως το παιδί ηταν μόνον ιδικόν της; Ήτο και του Αβραάμ, αλλά ο θεός είναι ο ισχυρότερος των όλων. Τα υπόλοιπα μας τα παρουσιάζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εναργέστερα. «Και έθηκεν τα ξύλα επί τους ώμους του Ισαάκ και λαβών πύρ και μαχαίραν ανέβη επί το όρος…ο σοφός πρεσβύτης ποιεί βαστάζειν το θύμα τα ξύλα, ίνα το τύπον έχη του τον σταυρόν βασταζόντος Σωτήρος». Όπως ο Ισαάκ εφορτώθη τα ξύλα και εβάδισεν προς την θυσίαν εν γνώσει του πατρός Αβραάμ, ούτως και ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός έλαβεν τον σταυρόν του κατ’ εντολήν του Πατρός Αυτού. Και ιδού όλον το νόημα έμπροσθεν των οφθαλμών ημών. Όλοι, και οι πατέρες της εκκλησίας και οι υμνογράφοι και οι νεώτεροι ποιηταί εβάλθησαν να δείξουν τον ανθρώπινον πόνον, την βαρείαν ψυχικήν καταρράκωσιν των γονέων που τους εδόθη εντολή να σφαγιάσουν οι ίδιοι τον μονάκριβον υιόν των. Και τω όντι πονά κανείς αντικρύζων τον πόνον του Αβραάμ και της Σάρρας. Ας συλλόγισθή όμως κανείς τον πόνον του ιδίου του Πατρός και Θεού ημών να θυσιάση τον μονάκριβόν υιόν του, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν δια την σωτηρίαν μας. Ας ιδή τον πόνον του Αβραάμ και ας αναλογισθή την θυσίαν του ιδίου του θεού, πόσον απέραντος και άνευ ανθρωπίνου λογικής είναι εν συγκρίσει μεταξύ των. Διότι και ο Αβραάμ εν τέλει δεν επροχώρησεν εις την θυσίαν του, διότι ο Θεός φιλεύσπλαχνος ών δεν τον άφησεν αλλά ο ίδιος εθυσίασεν τον υιόν Του στον σταυρόν αν και μπορούσε απείρως να μην το πράξη ποτέ. Τοσούτως μας ηγάπησεν.Ταύτην την ευαγγελίαν τυγχάνει να εορτάζωμεν την σήμερον ομού, την αναγγελίαν ότι ο Θεός συγκατατέθη να γίνη άνθρωπος, και την άπειρον αγάπη του Πατρός και Θεού να άρη τας αμαρτίας του κόσμου ημών.
Και προχωρούσαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ μόνοι προς τον τόπον του μαρτυρίου και λέγει ο παίς τω πατρί αυτού: «Πάτερ ιδού το πύρ και τα ξύλα. Πού εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν;» δια να του απαντήση εκείνος «Ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον». Λέγει δια τούτο ο ιερός Χρυσόστομος: «Φαντάσου τι έπαθεν εσωτερικώς ο Αβραάμ. Πως δεν του εκόπησαν τα γόνατα; Πώς δεν του διελύθησαν τα μέλη; Παρ’ όλα αυτά «έλαβεν την μάχαιραν τη δεξιά χερί, ίνα σφάξη τον υιόν αυτού».
Δεν υπάρχουν λόγια με τα οποία να μπορεί κανείς να ειπή τα γεγενημένα ταύτα. Πού βρήκε δύναμη αυτό το χέρι να υψωθή, πώς δεν έπεσε αυτόχρημα κάτω ως μη δυνάμενο να πράξη ουδέν, ή πώς δεν έπεσε κάτω το μαχαίρι; Πώς δεν συνετρίβη όλος και δεν κατέρρευσεν ο Αβραάμ; Πώς ηύρεν δύναμιν να ιδή τον Ισαάκ δεδεμένον σαν αρνί; Πώς δεν έπεσεν κάτω νεκρός αίφνης; Πώς τα νεύρα του τον υπηρέτησαν; Υπάρχει άρα γε κανείς να φαντασθή την σκηνήν και να εξηγήση που ηύρεν την δύναμιν αυτήν ο Αβραάμ ή να περιγράψη τα όσα εσωτερικώς εβίωνε; Ας φαντασθή λοιπόν κανείς και τον ίδιον τον Θεόν να βλέπη τον πολυαγαπημένον του υιόν και θεόν και αυτόν, να πάσχη επί του σταυρού χάριν της ανθρωπότητος. Ασύλληπτον το αισθάνεσθαι το πρώτον πόσον μάλλον το δεύτερον. Φρίττει ο νούς!
 Ο Αβραάμ κατώρθωσε και νέκρωσεν τον άνθρωπον μέσα του. Διεκαίγετο από θείον πύρ. Επεθύμησεν να είναι αρεστός εις τον θεόν με κάθε κόστος ως δούλος αυτού παρά να απολαύση την όποιαν πρόσκαιρην ανθρώπινη ευδαιμονίαν του κόσμου τούτου του πρόσκαιρου. Η πληρωμή του; «Ήλθεν άνωθεν φωνή ελέου και φιλανθρωπίας γεμούσα και επέχει τον πατριάρχην όλον εγκείμενον όντα και έτοιμον προς την σφαγήν και φησί : Αβραάμ, Αβραάμ μη επιβάλης την χείρα σου επί το παιδάριον». Η φωνή του θεού η γεμούσα θείου ελέους και φιλανθρωπίας.
Ο στίχος του ποιητού της κρητικής αναγεννήσεως Βιτσέντζου Κορνάρου εις την προμετωπίδα είναι καθ’ όλα αποκαλυπτικός. Δεν θέλει πλέον ο Θεός θυσίες αρνίων ούτε πράγματα εσφαγμένα, μα επιθυμεί θυσίες μεγάλες από εμάς. Και ποιες είναι αυτές; Το να απαρνηθώμεν τον πεπτωκότα άνθρωπον εντός μας. Εφ’ όσον τούτο δεν πραγματοποιείται δεν πρόκειται να έλθη και το θείον έλεος εφ’ ημάς. Δεν θυσιάζομεν τίποτα την σήμερον παρά μηδαμινά. Και νομίζομεν ούτως, ότι αξίζομεν τα καλύτερα δια να διάγη το ανθρώπινον σαρκίον μας ευτυχές. Είθε ο φιλεύσπλαχνος θεός να μην αξιώση, απαιτήση κατ’ εντολήν Του μεγάλην θυσίαν και είθε να μακροθυμήση σπλαχνισθείς την αδυναμίαν μας μέχρις ότου αναζητήσομεν αφ’ εαυτού ημείς το έλεος Του.


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Γ’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





Η ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ

«Δεκαοκτώ μήνες παρήλθον αφ’ ού η Ελλάς μάχεται κατά των εχθρών του χριστιανικού ονόματος. Όλαι αι δυνάμεις των μωαμεθανών κατηυθύνθησαν εναντίον της και η Ευρωπαϊκή Τουρκία, η Ασία και η Αφρική εξοπλίζονται αμιλλώμενοι προς αλλήλας δια να υποστηρίξωσι την σιδηράν χείραν την καταπιέσασαν τοσούτον χρόνον το ελληνικόν έθνος και τείνουσαν όλης εις το να το εξολοθρεύση. Αφ’ ής ήρχισεν ο πόλεμος, ύψωσεν την φωνήν η Ελλάς δια των νομίμων αντιπροσώπων της εξαιτουμένη την βοήθειαν, ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των χριστιανικών δυνάμεων. Την σήμερον δε ότε συνέρχονται εις την ιταλικήν χερσόνησον οι δυνατοί δια να βάλωσιν εις τάξιν τα της Ευρώπης και συμβουλευθώσι πασιφανώς δια τα μεγάλα συμφέροντα της ανθρωπότητος και ότε όλα τα έθνη προσμένουσι απ’ αυτούς την διατήρησιν της ειρήνης, την εγγύησιν του δικαίου των εθνών και την διανομήν της δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνησις ήθελε να παραβή το χρέος της, αν δεν εξέθετε και αύθις εις τους αυγούστους συμμάχους μονάρχας την κατάστασιν της Ελλάδος, τα δίκαιά της και τας νομίμους επιθυμίας της, καθώς και την σταθεράν απόφασιν όλων των πολιτών της του να τύχωσι δικαιοσύνης από τας ανθρωπίνους δυνάμεις, καθώς εύρον χάριν ενώπιον του ουρανίου βασιλέως του διέποντος τα βασίλεια του κόσμου ή να αποθάνωσιν όλοι χριστιανοί και ελεύθεροι… είναι πασίδηλον εις όλους τους έχοντας γνώσιν της Τουρκίας ότι οι Ελληνες δεν ημπορούσι ν’ αφήσωσι τα όπλα πριν κατακτήσωσι ή πριν απολαύσωσι τας εγγυήσεις υπάρξεως χωριστής, ανεξαρτήτου και εθνικής, εις την οποίαν και μόνην θα εύρωσιν την ασφαλείαν της λατρείας, της ζωής, της ιδιοκτησίας και της τιμής των… Αν δεν εγκαταλειφθώσι οι Έλληνες, όντες μεν αδύναμοι, θα ελπίσωσιν εις τον θεόν των δυνάμεων, αλλά καταρτιζόμενοι με την παντοδύναμον χείραν του δεν θέλουσι κλίνει τον αυχένα ενωπίον της τυραννίας, όντες χριστιανοί και καταδιωκόμενοι, διότι εμείναμεν πιστοί εις τον Σωτήρα μας και Βασιλέαν και Κύριόν μας. Θέλωμεν δε υπερασπίσει έως ενός την Εκκλησίαν του, τας εστίας μας και τους τάφους μας. Είναι δε ευτυχίαμας ή να καταβώμεν εις αυτούς ελεύθεροι και χριστιανοί ή να νικήσωμεν καθώς άχρι τούδε ενικήσαμεν δια μόνης της θείας δυνάμεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια της θείας Του βοηθείας».


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Β’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΥΜΠΑΧ

«Χρήσιμοι ή αναγκαίαι μεταβολαί εν τη νομοθεσία ή εν τη διοικήσει των επικρατειών πρέπον είναι να πηγάζωσιν εκ της ελευθέρας θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως των θέοθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένων. Πάν ό,τι παρεκτρέπεται της αρχής ταύτης φέρει εξ ανάγκης τους λαούς εις αταξίαν, εις κλονισμούς και εις δεινά βαρύτερα παρ’ όσα προτίθεται να θεραπεύση. Οι άνακτες αισθανόμενοι βαθέως την αναλλοίωτον ταύτην αληθείαν, δεν εδίστασαν να κηρύξωσι παρρησία ότι σεβόμενοι τα δίκαια και την ανεξαρτησίαν όλων των νομίμων εξουσιών εθεώρησαν ως νομίμως μη υπάρχουσαν και ως μη συνάδουσαν προς τας αρχάς του δημοσίου δικαίου της Ευρώπης πάσαν λεγομένην μεταρρύθμισιν ενεργουμένην δι’ αποστασίας και δι’ όπλων. Ως τοιαύτης φύσεως εθεώρησαν όχι μόνον όσα συνέβησαν εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και Σαρδηνίας αλλά κι όσα –ήτοι τα της Ελλάδος- λαβόντα αρχήν εκ μηχανορραφίας επίσης εγκληματικής, αν και υπό πολλά διαφορετικάς περιστάσεις, κατέστησαν εσχάτως το ανατολικόν μέρος της Ευρώπης θέατρον απεράντων κακών».


Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού


Απεστάλη Άγγελος Γαβριήλ, ουρανόθεν εκ θεού, προς παρθένον
αμόλυντον, εις πόλιν της Γαλιλαίας Ναζαρέτ, ευαγγελίσασθαι
αυτή του ξένου τρόπου την σύλληψιν. Απεστάλη δούλος ασώματος,
προς έμψυχον πόλιν και πύλην νοεράν, μηνύσαι Δεσποτικής παρουσίας
την συγκατάβασιν. Απεστάλη στρατιώτης ουράνιος, προς το έμψυχον
της δόξης Παλάτιον, προετοιμάσαι τω Κτίστη κατοικίαν άληκτον, και
προσελθών προς αυτήν εκραύγαζε. Χαίρε θρόνε πυρίμορφε, των τε-
τραμόρφων υπερενδοξοτέρα, Χαίρε καθέδρα, Βασιλική ουράνιε, χαίρε
όρος αλατόμητον, δοχείον πανέντιμον. Εν σοί γαρ πάν το πλήρωμα
κατώκησε, της θεότητος σωματικώς, ευδοκία Πατρός αϊδίου, και συ-
νεργεία του Αγίου Πνεύματος, Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά
Σού.


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Α’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




«Η ιστορία, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η όρασις
εις τους οφθαλμούς… Η ιστορία είναι ένας καθρέπτης αψευδής
των ανθρωπίνων πραγμάτων, δι’ αυτής φωτίζεται ο αμαθής
και ο στοχαστικός, δι’ αυτής προβλέπει σχεδόν τα
μέλλοντα…Η ιστορία είναι ο πλέον σοφός δάσκαλος εις
τους ανθρώπους οπού αγαπώσι να μάθωσι την αληθείαν
και μάλιστα οι νύν Έλληνες οπού τοσαύτην έχουν
χρείαν…»

«Ελληνική Νόμαρχία» Ανωνύμου Έλληνος


Το συνέδριον της Βιέννης (Σεπ. 1814- Ιουν. 1815) συγκέντρωσε όλους τους ευρωπαίους ηγεμόνες νικητές του Ναπολέοντος. Αυτοί έπρεπε να οργανώσουν την νέαν ευρωπαϊκήν τάξιν, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την Γαλλικήν Επανάστασιν και τους πολέμους και την ήττα του Βοναπάρτη. Με εξαίρεσιν την Αγγλία, που ενδιαφερόταν δια την ενίσχυσιν της θέσεώς της εις το θαλάσσιον εμπόριον, οι ισχυροί του Συνεδρίου ήταν εκφραστές της αντεπανάστασης. Ο τσάρος της Ρωσίας, ο βασιλεύς της Πρωσίας και ο αυτοκράτορας της Αυστρίας.