Όνειρο στο κύμα (ΜΕΡΟΣ Α’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
 όπου και να θολώνει ο νούς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
(Οδυσσέας Ελύτης «Άξιον Εστί» ΨΑΛΜΟΣ ΙΑ΄)

 Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας εκ των δύο -ο άλλος είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας- κατ’ εξοχήν εργατών του ηθογραφικού διηγήματος. Είχε παρουσιαστεί από νωρίς (1879) με μυθιστορήματα ιστορικά και περιπετειώδη, πέρασε όμως κι αυτός υστερότερα στο ηθογραφικόν διήγημα, που το καλλιέργησε πια σχεδόν αποκλειστικά για μίαν ολόκληρην εικοσιπενταετία. 



Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο άνθρωπος δύναται να ζήση μόνος του ή εις κοινωνίαν. Με το πρώτον οδηγείται εις κατάστασιν θηριωδίας ή θεώσεως. Με το δεύτερον στοχοθετείται τι το ενδιάμεσον, ήτοι ένας καλλιεργημένος βίος. Η δομή της κοινωνίας δεν είναι μόνον η οικογένεια αλλά εις την ουσίαν η μεγαλυτέρα μονάδα που αποβλέπει εις το τέλειον και μη ελλείπον, την πόλιν. Δομήτωρ αυτής είναι η πολιτική η οποία έχει ένα όραμα και το θέτει εις τους πολίτες, οι οποίοι ακολουθούν ως ψήφοι ή αντιδρούν ως ενάντιοι. Τούτο καλείται και βουλή της πολιτικής και απήχησις εις το πλήθος.
Οι πολίτες ιεραρχούνται βάσει της αξίας των -το τίμιον-, της περιουσίας των κι ούτως επέρχεται η διάκρισις των ολίγων και των πολλών. Οι ολίγοι έχουσι «τίμιον» μεγαλύτερον όμως τούτο αντισταθμίζεται με το μικρόν αλλά πολυπληθές «τίμιον» των πολλών και υπάρχει ισοψηφία ή ισοσθένεια. Η ιστορία είναι πράξις δράσεως των δυο αυτών ομάδων, των πολλών και των ολίγων.
Η πολιτεία είναι φυσικόν τι τέλος. Πόλωσις δυο μερίδων ισοδυνάμων, ισοσθενών. Εις περιπτώσεις συγκρούσεων η ισοσθένεια δημιουργεί επιμήκυνση των συμφορών και των δεινών. Ωστόσο η ισοσθένεια μεταφράζεται με αρμονίαν εις την πολιτείαν εις περιόδους ειρήνης. Διότι σώζεται ως σώμα αφ ού υπάρχουν ισορροπημένες αντινομίες. Το πολιτειακόν σώμα είναι ιδανικόν όταν όλοι συστρατεύονται προς αυτήν την κατεύθυνσι και την αυτήν πορείαν. Χάσκει δε όταν δεν βαδίζουν όλοι επι της αυτής πορείας και υπάρχει ούτως απόκλισις και σύγκρουσις όταν εναντιώνονται. Διάλυσις τέλος υπάρχει όταν άπαντες βαδίζουν εις αντίθετην κατεύθυνσιν. Ουδέν πολιτειακόν σύστημα υπήρξεν ιδανικόν πάρεξ εις την θεωρίαν.

Β. ΚΑΤΑ ΗΣΙΟΔΟΝ

Ενθάδε αναφέρονται οι τάσεις του πολιτισμού, οι οποίες είναι και πολιτειακές τάσεις. Η τάσις είναι καθοδική για τον Ησίοδον. Πρώτα υπήρχεν το χρυσόν, μετά το αργυρόν, και ακολούθησαν το χάλκινο, το ηρωϊκον και το σιδηρούν γένος των ανθρώπων. Όμως υπάρχει ελπίς παλινδρομήσεως. Διότι εις πάν θρησκευτικόν αίσθημα υπάρχει η ελπίς της επανόδου εις τον παράεισον. Άρα η πολιτειολογία είναι ένα όραμα προς την επανόρθωσιν των αμαρτημάτων (πρβλ και την βουλή των πολιτικών άνωθεν). Αν και κάθε πολιτειακόν κατασκεύασμα είναι εφήμερον υπάρχει η ελπίς, κάτι που πηγάζει εκ του θυμικού και του λογικού, δια την έλευσιν της ουρανίου πολιτείας. Την δυνατότητα παλινδρομήσεως προς την ουράνιον αυτήν πολιτείαν εξάλλου την υπονοεί η ύπαρξις του ηρωϊκού γένους μεταξύ των καταπεπτοκότων ολόεν γενών

Γ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ

Το αν οδηγούμεθα από το καλύτερο στο χειρότερο απήσχόλησε και τον Ηρόδοτον. Και αυτό απεδείχθη με τους λόγους του Οτάνη, Μεγαβύζου και Δαρείου. Το κακόν της  δημοκρατίας οδηγεί εις την βασιλείαν. Το κακόν της ολιγαρχίας πάλι οδηγεί εις την μοναρχίαν. Άρα κατά τον Ηρόδοτον αφ’ ού εις την εποχήν του η Ελλάς από την βασιλεία που απόλλυται φθάνει εις την ολιγαρχίαν, π.χ στην Σπάρτη και την δημοκρατίαν, π.χ στην Αθήνα, αυτή κακοπαθεί.
Ο ανήρ βασιλεύς με την γνώσιν του γίγνεται επίτροπος του πλήθους και δύναται να κρατήση τα μυστικά του κράτους κατά των εναντίων. Υπουν δε η φιλαρχία καθ’ ενός εκάστου από τους ολίγους και ο φατριασμός των πολλών, εως ότου κάποιος του επιβληθεί. Η μοναρχία του Δαρείου επεβλήθη δια αγώνος, εν ώ εδύνατο και δια της εκλογής. Ούτος απέβη μέγας ως βασιλεύς κατά τον Ηρόδοτον.

(συνεχίζεται)


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Δ’) (τελευταίον)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Γ’ ΦΑΣΙΣ)
(ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙ.)

Γύρω στα 1900 οι λόγιοι της γενιάς του 1880 ήταν πια ώριμοι άντρες και είχαν αναλάβει θέσεις υπεύθυνες στην πνευματική ζωή. Η δημοτική είχε επικρατήσει στην ποίησιν και άρχιζε να κατακτά και την πεζογραφία και δοκίμαζε να εισχωρήση σε πιο απόκρυφες περιοχές (ιδέ 1901 «Ευαγγελικά»).
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιτελέσει ήδη μιαν αλλαγή και το πνεύμα τους ήτο ανοικτό στην πρόοδον και την ανανέωσιν και ο πόλεμος του 1897 εστάθη ένα ισχυρό κτύπημα, που άφησε σημάδια στην πνευματική και πολιτική ζωή. Οι παλιές ιδέες, η άγονη προγονοπληξία, η καθαρεύουσα ηυρέθησαν ως υπεύθυναι δια την εθνικήν παρακμήν, εν ώ υπήρξεν εν τω άμα έφεσις δια το καινούργιο, μια έφεσις που ολοένα δυνάμωνε μ’ ένα αίσθημα ευθύνης, συνδυασμένον με σοβαρότητα στο αντίκρυσμα των προβλημάτων. Η προοδευτική αυτή έφεσις δια αλλαγήν αγκάλιασεν και τον νευραλγικόν τομέαν της παιδείας, όπου η κυριαρχία της καθαρευούσης και δη εν τω δημοτικώ σχολείω ήτο ιδιαιτέρως βλαβερή.
Τω 1902 ο ιατρός της Πόλης Φώτης Φωτιάδης με το βιβλίον του «το γλωσσικόν ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννησις» άνοιξε πρώτος τον δρόμο. Την ίδιαν εποχή σπουδάζουν στην Γερμανίαν τρείς άνθρωποι, οι Δ. Γληνός, Α. Δελμούζος και Μ. Τριανταφυλλίδης, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα γίνουν στελέχη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», του ιστορικού σωματείου, ιδρυθέντος αυτού τω 1910, το οποίο ηγωνίσθη δια την προπαρασκευήν και εφαρμογήν της εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως.
Ο Δ. Γληνός έχοντας βαθύν φιλοσοφικόν στοχασμόν και καθαράν σκέψιν ήρθε αργότερα τω 1926 εις διάστασιν με τους υπολοίπους του Ομίλου καθώς εζήτα την λύσιν του προβλήματος εις την αριστεράν ιδεολογίαν και την πολιτικήν. Ο Α. Δελμούζος κατ’ εξοχήν εκπαιδευτικός, διαθέτοντας φωτισμένην σκέψιν και ενθουσιαμόν θα ζητήση να θεμελιώση την εκπαιδευτικήν προσπάθεια όχι μόνον στον δημοτικισμόν αλλά εις μίαν βαθυτέραν συνείδησιν νεοελληνικήν. Τας ιδέας του εφήρμοσε στο ανώτερον δημοτικόν παρθναγωγείον του Βόλου (1908-1911), στο Μαράσλειο Διδασκαλείον Αθηνών (1923-1925) και στο Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης. Αι αντιδραστικαί δυνάμεις ανέκοπταν κάθε φορά την προσπάθειά του.
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης επιστήμονας γλωσσολόγος, σπούδασε γλωσσολογία και βυζαντινή φιλολογία στην Γερμανία. Την εκπαιδευτικήν του και επιστημονικήν του κατάρτισιν την έστρεψεν στην εξυπηρέτησιν του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Είναι αυτός που έβαλεν τάξι και σύστημα στην γραφομένη δημοτική και στην διδασκαλία της στο σχολείον. Μετά τον Ψυχάρη είναι εκείνος που πρωτοστάτησεν στο κίνημα του δημοτικισμού στην Ελλάδα. Κατήρτισεν ένα σχολικόν γλωσσικόν πρόγραμμα και παρηκολούθησε από κοντά την εφαρμογή του στο δημοτικόν σχολείο, όπου εισήλθε η δημοτική ως γλώσσα των αναγνωστικών και ως όργανον διδασκαλίας για πρώτη φορά τω 1917.
Η επαναστατική κυβέρνησις Βενιζέλου κάνει τω 1917 το αποφασιστικόν βήμα και εφαρμόζει «εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν». Η δημοτική (μητρική) γλώσσα εισάγεται και διδάσκεται στις τρείς πρώτες τάξεις του δημοτικού και νέα ζωντανά αναγνωστικά έρχονται ν’ αντικαταστήσουν τα άθλια παλαιότερα. Το πρόγραμμα προέβλεπεν σταδιακή εισαγωγή της μητρικής γλώσσης και στις ανώτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου, αλλά η μεταπολίτευσις του 1920 κατήργησεν την μεταρρύθμισιν κι ανέκοψεν για πολλές δεκαετίες την ολοκλήρωσίν της.

ΤΕΛΟΣ


Ένας πανηγυρικός των εικόνων

(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)
(η ανάγκη της αναστηλώσεως των εικόνων)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



  «Quam multas imagines
fortissimorum virorum
nobis reliquerunt
scriptores,
non solum ad intuendum,
verum etiam ad imitandum»
(Κικέρων)

Ο Κικέρωνας τω 62 π.Χ υπερασπιζόμενος τον Αρχία τον ποιητή δημοσίως αναφωνεί με θαυμασμό, «πόσες πολλές εικόνες γενναιοτάτων ανδρών μας κληροδότησαν οι συγγραφείς, όχι μόνον δια να τις κοιτάζουμε αλλά και δια να τις μιμούμεθα»! Ιδού το νόημα της υπάρξεως των εικόνων εν συνόψει. Ο λόγος υπάρξεώς των, ο τελικός σκοπός τόσων και τόσων συγγραφέων δεν φαίνεται κανένας άλλος απ’ την αιώνια διδαχή των επομένων γενεών. Τόσες γενεές ανθρώπων μπήκαν σε τέτοιον αγώνα, ώστε να δημιουργήσουν και διατηρήσουν εικόνες γενναίων ως προς τον νού και την ψυχή ανθρώπων, για να μπορούμε εμείς που ήρθαμε μετά, όχι μόνον απλώς να τις κοιτάμε και να τις θαυμάζουμε ή να τις λατρεύουμε επιφανειακώς, αλλά και να προσπαθούμε με δέος να τις μιμούμαστε.
Ο Κικέρωνας συνεχίζει να λαλή μεσ’ την καρδιά μας: «Quas ego, cupidus bene gerendi et administrandi vitam, semper mihi proponebam». «Αυτάς εγώ», λέει «επιθυμώντας την καλήν διοίκησιν και διαχείρισιν της ζωής, πάντοτε έβαζα μπροστά μου, ως παράδειγμα». Τι κατάφερε; Τα σπουδαιότερα. «Colendo et cogitando hominess excellentes animum et mentem meam conformabat» ήτοι «Με το να λατρεύω και με το να σκέπτομαι τους εξόχους των ανθρώπων, διέπλαθα την ψυχήν και τον νού μου». Και αυτή η διάπλασις ψυχής τε και πνεύματος εις τι συνετέλεσεν; Ο ίδιος ο αγαθός ρήτωρ θα προλάβη να μας ειπή: «Sic enim ducendo esse parvi omnes cruciatus corporis et omnia pericula mortis» δηλαδή «με το να θεωρώ έτσι, ότι είναι μικρής αξίας όλα τα βάσανα του σώματος και όλοι οι κίνδυνοι του θανάτου», «potui obicere me in tot ac tantas dimicationes», «εδυνήθην να ριχθώ εις τόσους πολλούς και τόσο μεγάλου αγώνες».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας δίδει σαν σε συνέχεια αυτήν την ευεργεσίαν της υπάρξεως των εικόνων των εξόχων ανθρώπων μέσα μας, των αγίων, των γενναίων, των σπουδαίων ενώπιον του θεού, με τα εξής λόγια: «Ό,τι και να μας συμβή», λέγει «είτε μας αρπάσουν την περιουσίαν μας, είτε μας συκοφαντήσουν και μας περιφρονήσουν, είτε μας φυλακίσουν, είτε μας μαστιγώσουν, είτε οτιδήποτε άλλο από τα δεινά μας κτυπήση, γρήγορα θα κατορθώσωμεν να συνέλθωμεν από την δοκιμασίαν και να ενισχυθώμεν. Το παράδειγμα των δικαίων ανδρών, οι οποίοι έπαθον τα ίδια και καρτερικώς υπέμειναν τας δοκιμασίας, θα είναι δια ημάς πηγή δυνάμεως… Τούτο θα συμβή, όχι μόνον διότι θα παρηγορούμεθα, ενθυμούμενοι, ότι κι άλλοι ενωρίτερα από ημάς έπαθον και υπέφεραν τα ίδια, αλλά και διότι θα σπουδάζωμεν και θα μανθάνωμεν τον τρόπον με τον οποίον θα απαλλαγώμεν από τα δεινά. Ακόμη θα μάθωμεν από τα άγια εκείνα παραδείγματα… ούτε εις ραθυμίαν και οκνηρίαν πνευματικήν να πίπτωμεν, ούτε να χάνωμεν το θάρρος μας και να φθάνωμεν εις απελπισίαν και απόγνωσιν»(περι μετανοίας και ευχής, ομιλία 4η, ii, 357).
Αυτά τα λόγια των δυο ανδρών από σήμερα, ας γίνουν οδηγοί μας. Αι εικόναι των εξόχων και αγίων μορφών του παρελθόντος, ας αποκτήσουν το νόημα υπάρξεως που αληθώς έχουν. Υπάρχουν εκεί δια να λατρεύουμε τα πρόσωπα που απεικονίζουν αλλά και πιο πολύ δια να σκεπτόμεθα αυτά και να διαπλάθωμεν την ψυχήν και τον νού μας κατά μίμησίν των. Και τούτο το έχομεν σήμερα ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε.
Ας επαναθέσωμεν μπροστά μας τις εικόνες ως παράδειγμα ζωής.




Η επέλαση της πλεονεξίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«πολλάκις δε και όλας
πόλεις
χρημάτων ένεκα
εξανδραποδίζονται»
(Ξενοφώντος, Συμπόσιον, iv, 34-36)

Μερικές φορές απορεί κανείς και θαυμάζει βλέποντας ανθρώπους πάμφτωχους, να ευχαριστούν τον θεό δια άπαντα τα ελέη που τους δίδει και να θεωρούν εαυτούς πλουσίους εν ώ δεν έχουν παρά μόνον τα απαραίτητα. Πώς αλήθεια μπορούν και υπερηφανεύονται εν ώ έχουν τόσα λίγα; Το ίδιο ζήτησε και ο Σωκράτης από τον Αντισθένη να του το εξηγήση. Και τότε ο μεγάλος κυνικός φιλόσοφος του είπε: «Υπερηφανεύομαι, γιατί νομίζω, φίλοι, ότι οι άνθρωποι τον πλούτο και την φτώχεια δεν τα έχουν στο σπίτι, αλλά στην ψυχή»!
Σπουδαία λόγια, ενός μεγάλου στην ψυχή ανδρός. Ό,τι τελικώς κάνει φτωχόν έναν άνθρωπο, μιαν οικογένεια, μιαν πόλιν, μια χώρα δεν είναι η έλλειψις υλικών πόρων, αλλά η άδεια των ψυχή. Πάει καιρός τώρα, που οι δύσμοιροι εμείς παραπονούμαστε, και δικαίως, διότι κάποιοι ανάλγητοι εμείωσαν το εισόδημά μας και τω όντι δεν έχουμε να θρέψωμε ούτε τους εαυτούς μας, ούτε τις οικογένειές μας. Αλλά απορίας άξιον είναι ότι ούτε ένας από εμάς δεν ηυρέθη να βγή, να διαμαρτυρηθή, να κραυγάση γιατί τόσα χρόνια κάποιοι μας αδειάζουν πάρεξ του κορβανά και την ψυχή μας.
Και ποιοι είναι οι άδειοι στην ψυχή; Πώς μας άδειασαν την ψυχή; Ας θαυμάσουμε τις πράξεις μας και τους εαυτούς μας. «Γιατί βλέπω πολλούς απλούς ανθρώπους, οι οποίοι εν ώ έχουν πάρα πολλά χρήματα, νομίζουν ότι είναι τόσο φτωχοί, ώστε υποβάλλονται σε κάθε κόπο και κάθε κίνδυνο με τον όρο να αποκτήσουν περισσότερα. Γνωρίζω δε και αδέρφια, που εν ώ έχουν κληρονομήσει τα ίδια, ο ένας απ’ αυτούς έχει όσα του αρκούν δια τις ανάγκες του και περισσότερα, εν ώ ο άλλος στερείται τα πάντα». Μας κάνανε ή γίναμε μοναχοί μας δυο τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κάνουμε τα πάντα δια την ύλη κι αυτοί που εν ώ την βρήκαμε δεν την ευχαριστιόμαστε και ζούμε μες την μίζερη αθλιότητα.
Οι πρώτοι από εμάς δουλεύουμε ωςδούλοι μέρα και νύχτα στο κυνήγι αυτής, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την προσωπική σωματική και ψυχική υγεία μας ή και πηγαίνοντας ενάντια σε γραπτούς και αγράφους νόμους, στο όριον της παρανομίας απέναντι σε ανθρώπους και θεό δια να μπορούμε να απολαύσωμε όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι άλλοι, κι αυτοί δυστυχισμένοι, αν και έχουν να συντηρηθούν, θεωρούν τον εαυτόν τους πάμφτωχο, ότι τίποτα δεν κατόρθωσαν κι εν ώ θα μπορούσαν να ζούν ευτυχισμένοι, το σαράκι της ψυχής των τους κατατρώγει και δεν τους αφίει να ηρεμήσουν, να ασχοληθούν με κάτι το ανώτερο, αλλά πεθαίνουν έτσι, σαρακοφαγωμένοι. Τι λείπει και στους δύο τύπους, κατηγορίες ανθρώπων από εμάς; Η γνώσις της υπάρξεως κάτι σπουδαιότερου της ύλης, κάτι περισσότερου θεϊκού, ανώτερου πνευματικού, στο οποίον αυτή μπροστά του είναι και μοιάζει με το τίποτα.
Η ύπαρξις του φωτός, του κόσμου των ιδεών.
Αυτό το φώς  δεν το κυνηγήσαμε όταν μπορούσαμε. Δεν μας έμαθαν τον τρόπο να το δούμε, να το ζητούμε, όταν ευκαιρήσαμε. Στοιχεία κυνικής φιλοσοφίας ούτε για δείγμα δεν μας δώσαν στα σχολεία μας και τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος του χριστιανισμού, του καταλληλοτέρου της διδαχής των εννοιών της εγκρατείας και ολιγαρκίας μας τον αλλοίωσαν. Γιατί η θέασις του φωτός, κατ’ ανάγκην προυποθέτει εν μέρει την επάρκεια και των ολίγων υλικών αγαθών, τα οποία τω όντι μοιάζουν απαραίτητα δια να αποσυγκολληθώμε από την μέριμνα της επιβιώσεως. Και αυτήν την προϋπόθεσιν μας την στερήσαν οι ηγεμονίσκοι, δια το ίδιο ακριβώς μικρόβιον της ψυχής που κύκλους κάνει σ’ όλους, κι έτσι μας απόκοψαν απ’ το φώς δια παντός. «Αυτοί οι τύραννοι, έχουν τέτοιαν δίψα δια τα χρήματα, ώστε κάνουν πολύ χειρότερα απ’ τους πιο φτωχούς. Από φτώχεια δηλαδή άλλοι κλέβουν, άλλοι λεηλατούν τάφους, άλλοι εμπορεύονται ανθρώπους. Αυτοί όμως οι τύραννοι εξοντώνουν ολόκληρες οικογένεις, σκοτώνουν ομάδες ανθρώπων και πολλές φορές υποδουλώνουν ολόκληρους λαούς με σκοπό τα χρήματα».
Και πιστεύουμε τώρα πια εμείς οι κλέπτες απ’ ανάγκη για να ζήσουμε, οι ιερόσυλοι, οι σωματέμπορες αλλά και οι τύραννοι που μας ηγεμονεύουν, που μας ξεπουλήσανε σταδιακώς, που σκοτώσανε τις οικογένειές μας, και πολλούς συνάνθρώπους μας  έριξαν στον δρόμο, ότι είναι δυνατόν να ζήσωμεν ανώτερα, να δούμε έστω κατ’ ολίγον το θείο φώς;


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Γ’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Β’ ΦΑΣΙΣ)
(Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880)

Με την μεταβολή του 1880 η δημοτική είχε ολοκληρωτικά επικρατήσει στην ποίησι. Η πεζογραφία όμως εξακολουθούσε να γράφεται στην καθαρεύουσα.
Τω 1882 ο Κωνσταντίνος Κόντος εκδίδει το βιβλίον του «γλωσσικαί παρατηρήσεις», ως συγκεντρωτικόν άρθρων του και μελετών του περι της γλώσσης. Όντας φιλόλογος και μαθητής του ολλανδού Cobet και απ’ το 1868 εν τω πανεπιστημίω Αθηνών καθηγητής, είναι μία περίεργη αναβίωσις στον 19ον αι. των «αττικιστών» της ύστερης αρχαιότητος. Η γλωσσική του διδασκαλία αποτελεί το αποκορύφωμα της τάσεως του εξαρχαϊσμού της περιόδου 1830-1880.
Η απάντησις ήρθε απ’ έναν πανεπιστημιακόν φιλόλογον και πάλι αλλά και λογοτέχνη τον Δημ. Βερναρδάκη με το «ψευδαττικισμού έλεγχος». Ούτος εχτύπησεν τον «αττικισμόν» του Κόντου κι εζήτησεν την βαθμιαίαν επιστροφήν στην λαϊκήν γλώσσα. Στην συζήτησιν παρενέβη ο γλωσσολόγος Γ.Ν. Χατζιδάκις. Η θέσις αυτού στην αρχή ήτο διφορούμενη, εχτύπησεν τον Βερναρδάκη και υπεστήριξεν τον Κόντο αλλά και αναγνώρισεν και δίκαια της δημοτικής. Αργότερα ρητώς εκδηλώθηκε αντίπαλος του δημοτικιστικού κινήματος.
Η διαμάχη οξύνθηκε και από τις δυο πλευρές, ώσπου ενεφανίσθη ο Ψυχάρης με το «ταξίδι μου» (1888), αυτήν την επαναστατικήν του προκήρυξιν δια την δημοτικήν γλώσσα. Ο Ψυχάρης με απόλυτην αφοσίωσιν και εμμονήν εις τας ιδέας του, με αποφύγην οιουδήποτε συμβιβασμού, που έφθανε ως το πείσμα και τον φανατισμόν, λαμβάνει δια το γλωσσικόν στάσιν τολμηρά, αποφασιστικήν και με καθόλην έλλειψιν συμβιβασμού. Εκήρυττεν πως δεν εχρειάζετο να περιμένουμε και πως έπρεπε η δημοτική να γραφή αμέσως και παντού, στην ποίησιν, πεζογραφίαν αλλά και να γραφή με όλους τους κανόνες της, την γραμματικήν και το τυπικόν της, χωρίς καμμίαν υποχώρησιν στα καθιερωμένα. Με αυτήν την τολμηράν και αδιάλλακτην στάσιν του προχώρησεν αποφασιστικά το γλωσσικόν ζήτημα και εγένετο ο αρχηγός του «δημοτικισμού».
Τω 1888 έτος εκδόσεως του «ταξίδι μου», ο Αλέξ. Πάλλης ευρίσκεται με τον Αργ. Εφταλιώτη εν ώ εργαζόντουσαν στην Βομβάη. Ο Πάλλης γρήγορα το τάλαντό του το έστρεψε στις μεταφράσεις, όπου και μετέφρασεν Ευριπίδη, Θουκυδίδη και Σαίξπηρ και Κάντ, και τον τελευταίον δε για να δείξη τις ικανότητες της δημοτικής εις ένα τόσον δύσκολον έργον.
Τα δυο μεγάλα του επιτεύγματα όμως είναι η μετάφρασις των Ευαγγελίων, που ξεσήκωσεν ταραχές στην αντιδραστικήν Αθήνα  του 1901, τα περιβόητα «Ευαγγελικά» και προπάντων της Ιλιάδος, κάτι που εστάθη δια αυτόν έργον ζωής. Ξεκινώντας απ’ την αντίληψιν πως τα ομηρικά ποιήματα ήταν δημιουργίες λαϊκές, προχώρησεν με τόλμη να μεταπλάση το ομηρικόν έπος εις σύγχρονον δημοτικόν τραγούδι, αξιοποιώντας την γλώσσα και τα στοιχεία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Ο Παλαμάς είπεν ότι το έργον τούτο απετελείτο από «αψαγαδιάστους 15σύλλαβους». Η μετάφρασι αυτή του Πάλλη απετέλεσεν το σημαντικότερον επίτευγμα της γενιάς των πρώτων δημοτικιστών.

(συνεχίζεται)




Το κεντρί που πονάει πιο πολύ

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«έρως ποτ’ εν ρόδοισι
κοιμωμένη μέλιτταν
ουκ είδεν, αλλ’ ετρώθη
και ωλόλυξε»
(Ανακρεόντεια, 3ος π.Χ αι)

Ήταν κάποια στιγμή, όταν είχε παρέλθει το μεγαλείον της κλασσικής εποχής, όπου εβασίλευεν η παρακμή. Οι άνθρωποι αυτής της δυσώδους εποχής δεν είχαν στο νού τους τίποτα άλλο παρά τα συμπόσια, τα γλέντια και τα μεθύσια. Ένας παρατεταμένος καιρός μέσα στην παράλυσι, το όνειρο, την παραζάλη, την αμεριμνησιά και την έλλειψι κάθε είδους προβληματισμού. Σε μια τέτοια κατάστασι τέλματος, το πνεύμα ζεί μιμούμενο τις δάφνες των προγόνων και επαναπαύεται σ’ αυτές και αν και δεν δρά και δεν παράγη τίποτα, ζεί με την αυταπάτη, ότι τα θέλγητρα της ζωής ανήκουν αποκλειστικά σ’ αυτούς που έχουν προγονικούς θριάμβους να επιδείξουν. Η ζωή στην παρακμή είναι μια ζωή μέσα σε ροδοπέταλα. Αλλά εκεί τότε μέσα στα τριαντάφυλλα, συμβαίνει το απροσδόκητο.
«Ο Έρως κάποτε μέσα σε τριαντάφυλλα, μιαν μέλισσα που κοιμόταν δεν είδε και πληγώθηκε απ’ το κεντί της κι επειδή τρυπήθηκε στο δάκτυλο του χεριού, έβαλε τις φωνές». Αυτός ο μικρός, ο κατεργάρης, που ζούσε ωραία κι ένοιθε θεός, δεν είχε ξανανοιώσει τόσον δυνατό πόνο. Δεν γνώριζε, ότι η ζωή δεν έχει χαρές μόνον αλλά και δάκρυα. Ποιος του δίδαξε την θλίψι; Κάτι ασήμαντο, κάτι που ούτε τι ήταν δεν ήξερε. Το κεντρί μιας μικρής μέλισσας. Πέταξε ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο προς την μητέρα του την Αφροδίτη κι εκεί της είπε με δάκρυα στα μάτια: «Χάθηκα μητέρα. Χάθηκα και πεθαίνω. Φίδι με δάγκωσε μικρό φτερωτό, που το ονομάζουν μέλισσα οι γεωργοί».
Αυτό που τον δάγκωσε και δεν ήξερε τι είναι, θεώρησε ότι ήταν κάτι τρομερό, ένα φίδι που το δάγκωμά του θα του επέφερε τον θάνατον. Ο αμάθητος στους πόνους, στην πρώτη θλίψι, θεωρεί ότι αυτή είναι αξεπέραστη και ότι χάνεται, ότι ήρθε το τέλος του και αμέσως βαρυγκομά και δυσανασχετεί. Αυτός που μέχρι εκείνην την στιγμή ήταν ανέμελος και ωραίος θα έπρεπε τώρα να πεθάνη; Ήταν δυνατό να γίνη αυτό; Αλλά και πάλι δεν έφθανε η δύναμι του νού του να κατανοήση ότι το δάγκωμα δεν ήταν θανατηφόρο, ότι απλώς ήταν ένα ταρακούνημα δια να βγή απ’ τον λήθαργο της ξεγνοιασιάς. Ήρθε η μητέρα του, να του το διδάξη.
«Παιδί μου» του είπε «αν το κεντρί μιας μέλισσας σου προξενεί τόσον μεγάλον πόνο, φαντάσου πόσο πολύ πονάει το κεντρί που εσύ μπήγεις στους ανθρώπους». Οι άμυαλοι εμείς! Αλλά κι αυτοί που διαλέξαμε να μας κυβερνούν. Κοιτούσαμε τις χαρές μας και ο πόνος των διπλανών μας δεν μας ένοιαζε. Για μας η ζωή ήταν χαρά, αλλά τα δάκρυα των άλλων δεν τα βλέπαμε. Και οι ήγέτες μας δεν είχαν ιδέα για το ποια είναι η αληθινή ζωή. Για αυτά που λένε οι «γεωργοί» θα νοιαζόντουσαν; Την γλώσσα του λαού τους και δεν την γνώριζαν. Αυτοί είχαν μάθει σε μια ζωή στρωμένη με άνθη.
Τώρα όμως που κάτι μας κέντρισε, ήρθε η στιγμή κι εμείς να συναισθανθούμε, ότι πονάμε, όπως όλοι οι θνητοί, αλλά και οι δυνατοί, οι ηγεμόνες να αισθανθούν τι σημαίνει ο πόνος που τόσον καιρό έμπηγαν στους ανθρώπους, στον λαό τους, αυτόν που απαξιωτικά αποκαλούν «γεωργό», ταπεινό, όχλο, μάζα. Διότι και έμεις ξυπνήσαμε και είδαμε ποια είναι η αληθινή πλευρά της ζωής αλλά και οι υψηλά στάντες τώρα ζούν με τον φόβο, ότι θα εκδικηθούν εκείνοι, που τόσον  καιρό τώρα τους αδικούσαν.