Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Θ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο Θείος έλεγχος της ψυχής

«Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλήν ώρα, Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, Που έτρεμαν και δεν μ’ άφηναν να βγάλω την μιλιά μου. Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου, Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νού μου» [(21) 21-27]. Μπορεί απ’ τα δάκρυα που αναβρύζανε σαν βρύση να τον έκανε να χάση την οπτικήν επαφήν με το θεϊκον πρόσωπον της φεγγαροντυμένης, όμως ένιωθε την ματιά της μέσα του κι ούτε να μιλήση δεν μπορούσε και ήξερε πως είχεν απέναντί του κάποιον που μπορούσε και τον γνώριζε καλά. Ο ίδιος το λέει πως έτσι είναι οι θεοί. Βλέπουν διεισδυτικά ακόμη και μές την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Άρα ιδού ποια ήτο εκείνη η παλαιά γλυκιά ανάμνησι που αρχικά τον βασάνισε! Η μορφή του θείου.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Ακούς εκεί η πόρνη να πηδιέται με τους αλήτες του λιμανιού!»
«-Ηρέμησε ρε συ Ευγένη. Δεν είναι όπως τα λές»
Ο δραπέτης Περικλής Καραμαλέγκος, προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του Ευγένη, καθώς αυτός μόλις είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει στις τάξεις των ιεροδούλων και ήταν έξαλλος. Ο διάλογος γινόταν σε μιαν ελεεινήν ταβέρνα, της οποίας η βρώμα απ’ το κρασί και την τσίκνα ήταν υποφερτή μόνο στα αλάνια, τους κουρελήδες και τους μεθύσους του λιμανιού της Σμύρνης.
«-Και τι να πώ ρε Περικλή; Ύστερα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε και πάθαμε, αυτή να καταντήση μια ελεεινή; Μια τσούλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ σάπιζα στη φυλακή κι αυτή…
«-Αλλάζουν τα πράγματα αδερφέ. Κοίτα πως αλλάξαμε εμείς! Δεν ήμασταν κάποτε νοικοκυραίοι, μορφωμένοι, κάποιοι μέσα στην κοινωνία; Κοίτα φίλε πως καταντήσαμε! Εγώ κουρελής κυνηγημένος κι εσύ βρωμιάρης να ‘χης να πλυθής τρίς μήνες φοβούμενοι κι οι δυό και την σκιά μας. Δραπέτες. Το τελευταίο έσκυψε να του το ψιθυρίση στ’ αυτί. Εκείνη η παντέρμη τι ήθελες να κάμη ε; Μόνη μέσα στους απίστους, δίχως άντρα σαν σε πήρανε οι χωροφυλάκοι;»
«-Παράτα με μωρέ. Εμείς μπήκαμε φυλακή. Εκείνη όμως; Εγω σου λέω πως της αρέσει. Μετά από τότε…»
«-Σώπα δύστυχε και δεν ξέρεις τι λές. Αναγκεμένη είναι η γυναίκα. Και άμα τη βρής και της μιλήσης θα το δής».
«-Σίγουρα θα την βρώ. Μα απ’ εκείνο το γιόμα αυτής της αρέση. Εγώ στο λέω ο Ευγένης…»
Συνέχισαν να πίνουν και να ελεεινολογούν, εν ώ η μέρα μόλις άρχιζε να φωτίζη τα πλοιάρια και τις βάρκες που ταν δεμένες στην προβλήτα της ωραίας Σμύρνης.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Η’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μυστηριακή, θεϊκή «γυναίκα»

Η μυστηριακή γυναίκα κοίταξε προς τ’ αστέρια κι εκείνα παίρνοντας χαρά από το κοίταγμά της, έλαμψαν περισσότερο, αλλά παρά την λαμπρότητά τους, που τα έλουσε, δεν ξεπέρασαν στην λάμχη και το δικό της φώς. Ύστερα, σαν άλλη αναδυομένη Αφροδίτη, που πατούσε τόσον ανάλαφρα πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να ρυτιδιάση το νερό –ως άυλη μορφή που ήταν- ύψωσεν το ανάστημά της, εμφανίστηκε ψηλή κι αέρινη σαν κυπαρίσσι κι άνοιξε την αγκαλιά της ερωτικά αλλά και ταπεινά, για ν’ αγκαλιάση την κτίση. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»[(21),8].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ε’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(περιφερειακές φυλακές Αιδινίου, δέκα χρόνια μετά)

«Νο 22757, φεύγεις κι εσύ αύριο γι’ αλλού. Νο …..»
Η ψυχρή φωνή του δεσμοφύλακα, τον έκανε να ξυπνήση. Αλήθεια ήταν λοιπόν, ότι θα τους μετέφεραν αλλού; Αλλά πού; Ο ισοβίτης, πριν δυο μέρες του είχε πεί, ότι τα λατομεία στο Κιρκούκ ήταν γεμάτα από Έλληνες φυλακισμένους. Εκεί θα τους πήγαιναν! Απ’ εκεί μάλλον δεν θα μπορούσαν να ξαναδούν το φώς του ήλιου. Εκεί ολημερίς θα έσπαγαν πέτρες. «Εκεί είναι η κόλαση». Έτσι είχε πεί ο ισοβίτης. Κι αυτός γνώριζε καλά. Έπρεπε λοιπόν να κάνη κάτι πρίν τον μεταφέρουν. Αν ήθελε να παραμείνη ζωντανός.
Ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στο σανίδι πού ‘χε για προσκεφάλι και βάλθηκε να μελετά διόδους διαφυγής. Όμως σε μια στιγμή ο νούς του θόλωσε και γύρισε πάλι στο παρελθόν. Εκείνο το δειλινό θα έμενε για πάντα στην μνήμη του. Τότε που αφ’ ού άφησε τον κήπο του που ξεχόρτιαζε, ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού κι αφ’ ού πλησίασε το τριών χρονών παιδί, το μαχαίρωσε αφ’ ού του κλεισε το στόμα και δεν έβγαλε άχνα. Έπειτα επέστρεψε στον κήπο και στο ξεχόρτιασμά του.
Η Μαρία έπλενε στην κουζίνα της τα κουζινικά της. Ακόμα θυμάται το ουρλιαχτό της μετα από λίγην ώρα, όταν μάλλον θα αντίκρυσε το παιδάκι μέσ’ τα αίματα, στο κρεβατάκι του. Θύμήθηκε ακόμα και πως το έθαψε σαν σκυλί σε μιάν γωνιά του κήπου, εν ώ πίσω του η Μαρία μοιρολογούσε. Ήταν νύχτα και δεν είχε φεγγάρι.
«-Αλήθεια τι σου έφταιξε το παιδί;» τον είχε ρωτήσει με αναφιλητά. Μα εκείνος ήξερε. Ήταν το μούλικο. Η σπορά εκείνης της βρωμιάς, εκείνου του σούρουπου, τότε που η Σμύρνη καιγόταν. Έπρεπε κι αυτό να έχη την ίδια τύχη με τα δικά του παιδιά. Έτσι έπρεπε να κάνη κι έτσι έκανε. Ακόμα και τώρα δεν αισθανόταν κανέναν οίκτο για εκείνο, την ντροπή του δράματός του, την σπορά εκείνου του βρωμιάρη.
Μα έγνοια σου κι εκείνος δεν είχε καλό τέλος. Χα! Ένα βράδυ πάλι, μπήκε στο σπίτι του αποστράτου ταγματάρχου της τουρκικής εθνοφυλακής Γκερέ Μουσταφά και σαν τον πέτυχε, είχε καιροφυλαχτήσει όχι και λίγο, κοντά στην αποθήκη, στου σπιτιού του την αυλή, τον κοπάνησε στο κεφάλι μ’ ένα ξύλο κι αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ασέλγησε πάνω στο σώμα του. Κι όταν άρχισε να συνέρχεται κι αφ’ ού τον κοίταξε στα μάτια, του είπε το όνομά του και τον έσφαξε, χαράσσοντάς του τον λαιμό. Θυμήθηκε και τι είχαν γράψει οι εφημερίδες για το συμβάν. Θυμήθηκε τους τίτλους τους κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκοτεινό, υγρό κελί του, που δεν το είδε κανείς….
«Διεστραμμένος αφήρεσε την ζωήν αξιοτίμου αποστράτου αξιωματικού του τουρκικού έθνους, προφανώς λόγω διασαλεύσεως των φρένων».
Μα εκείνος ήξερε. Κι αφ’ ού επανήλθε στο τώρα, ξαναβάλθηκε να σχεδιάζη την απόδρασή του.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ζ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ένας νέος που γλύτωσε από τους τούρκους, μετά την καταστολή της επαναστάσεως στην Κρήτη, παλεύει τώρα με τα κύματα ως ναυαγός, κρατώντας στο ένα χέρι την μνηστή του. Εκεί, στη θάλασσα και με το φώς του φεγγαριού αντικρίζει μια θεική γυναικεία μορφή, την φεγγαροντυμένη, που τον συναρπάζει, ώστε να μην καταλαβαίνη πώς η αγαπημένη του είναι νεκρή. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή με την φεγγαροντυμένη που καθαγιάζει όλην την φύσι.
«Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει, κι ανεί τα αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξεν πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη»[(21)1-6].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Δ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



Οι άνδρες μπήκαν μέσα.
«-Αυτή είναι η οικογένειά μου αφέντη Γκερές. Πάρτε ό,τι θέλετε απ’ το σπίτι, μόνο μη μας κάμετε κακό. Στην παλιά μας γνωριμία.»
Ο Γκερές έριξε μιαν άγρια ματιά στον γύρω χώρο και στο τέλος σταμάτησαν τα μάτια του πάνω στην Μαρία.
«-Τούτη μπρε είναι η κυρά σου;» ρώτησε
«-Νέσκε αφέντη. Και αυτά τα δύο, τα μικρά παιδιά μου.»
«-Όμορφη γυναίκα έχεις ωρέ Γιουνάν»
Ο Ευγένης κοίταξε την γυναίκα του. Εκείνη κατακόκκινη χαμήλωσε το βλέμμα πάνω στα μικρά και τα σφιξε αντάμα. Τα μαλλιά της αχτένιστα ρίχτηκαν μπροστα. Τώρα που την κοίταζε κι αυτός την είδε σαν πρώτη φορά. Νέα και ωραία. Πιο πολύ από τότε στο Ζάππειο.
«-Σαλίμμ. Κράτα τον άπιστο». Οι λέξεις του τούρκου σαν αιφνίδιος ηλεκτρισμός, διαπέρασαν το κορμί του.
«-Γιατί αφέντη; Δεν είπαμε…»
Ο Σαλίμ όμως πριν προλάβη να καταλάβη, τον έπιασε και δίνοντάς του μιάν γερή γροθιά στο στομάχι τον ανάγκασε να διπλωθή στα γόνατα. Έφερε τα χέρια του Ευγένη πίσω απ’ την πλάτη και τά δεσε μ’ ένα σχοινί πού ‘βγαλε απ’ το λιγδιασμένο γιλέκο του πρίν εκείνος πάρη ανάσα. Σαν ανάσανε κι άρχισε να διαμαρτύρεται ήταν αργά. Ο τούρκος είχε βάλει σε εφαρμογή το ανοσιούργημά του.
«-Τεμπέκο; Κόψε τα μικρά»
Στο άκουσμα αυτής της διαταγής η Μαρία ούρλιαξε. Ο Ευγένης φώναξε εκλιπαρώντας και βρίζοντας τον τούρκο εκεί στα γόνατα πεσμένος. Απειλούσε θεούς και δαίμονες. Τα μικρά βλέποντας την βαβούρα άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα. Ο τούρκος με το όνομα Τεμπέκος πλησίασε την Μαρία. Αυτή με τα χέρια στους ώμους των μικρών, όπως η κλώσσα απλώνει τις φτερούγες και βάζει από κάτω τα δικά της, γύρισε κι έκανε να τρέξη απάνω. Ούρλιαζε. Ο τούρκος αγανακτισμένος σήκωσε το τουφέκι του και με τον υποκόπανο χτύπησε την δύστυχη Μαρία στο κεφάλι. Εκείνη αμέσως θόλωσε κι έπεσε ανάσκελα, εν ώ πριν λιποθυμήση πρόλαβε και είδε τον τσέτη να βγάζη ένα μαχαίρι. Ένα ακόμα ξέπνοο όμως ουρλιαχτό,βγήκε απ’ τα στήθη της και μετά τίποτα. Λιποθύμησε. Τα παιδιά σφαγιάστηκαν σαν αρνιά, εν ώ το αίμα τους πότισε την μακρά σμυρνέικια κουρελού. Ο Ευγένης δεν πίστευε στα μάτια του. Αφρούς έβγαζε απ το στόμα ανάκατα με βλαστήμιες. Τα μάτια του πονούσαν απ’ την υπερένταση, όπως και τα χέρια του πίσω στην πλάτη που τα μάτωσε προσπαθώντας να λυθή. Μα ο Σαλίμ τον κράταγε γονατιστόν. Ο Τεμπέκος γελώντας σκούπισε την λάμα του μαχαιριού του και πλησίασε τον Σαλίμ, ο οποίος στο μεταξύ είχε πιάσει και γρονθοκοπούσε τον Ευγένη ασταμάτητα. Ο Γκερές από την άλλη είχε λάβει τις αποφάσεις του.
«-Σηκώστε τον…θέλω να βλέπη»
Και λέγοντας αυτά ξεκούμπωσε την ζώνη του, έμεινε γυμνός από την μέση και κάτω και με πεσμένη την βράκα και σηκωμένο αοιδίον αφ’ ού γονάτισε, έσκισε το φόρεμα της δύστυχης κοπέλας. Αμέσως δυο κάτασπρα στήθη πετάχτηκαν μπρός στα ρυπαρά του μάτια, ο οποίος με βουλιμία έπεσε να τα κατασπαράξη. Η Μαρία άρχισε να συνέρχεται νοιώθοντας έναν βαρύ όγκο πάνω της. Μεμιάς διεπίστωσε τι συνέβαινε.
«-Πάψε πια σκύλε. Παλιάνθρωπε. Σταμάτα επιτέλους. Δεν έχεις θεό εσύ;» φώναξε πίσω του ο Ευγένης με δάκρυα στα κατακόκκινα μάτια του εν ώ κι από τις δύο μεριές του, οι άλλοι τούρκοι γελάγανε κοιτώντας και τον φτύνανε.
Η Μαρία προσπάθησε ν’ αποφύγη μάταια το βάρος του τούρκου από πάνω της. Η ανάσα του βρωμερή, όπως και τα χέρια του της έφεραν αηδία και πόνο. Τσίριξε, έκανε να σηκώση τα δικά της χέρια μα τίποτα δεν κατάφερε. Ο άντρας πάνω της βαρύς σαν βόδι της κρατούσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι με το ένα του χέρι. Της άνοιξε τα πόδια με το άλλο και μεμιάς αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στα σκέλια. Ξεφώνησε. Ο άντρας μούγκριζε σαν τραυματισμένο ζώο πάνω της. Σε λίγο διάστημα ένιωσε υγρά να κυλούν από κάτω της. Δάκρυα κύλησαν απ΄τα μάτια της, εν ώ άκουγε τον άνδρα της να κλαίη πια σαν μωρό παιδί. Είχε έλθει η καταστροφή.
Ο τούρκος, όταν τελείωσε έτρεξε κοντά στους δυό δικούς του και κουμπώνοντας την βράκα του προέτρεψε έναν απ’ αυτούς να δοκιμάση κι αυτός την γυναίκα. Εκείνος με το όνομα Σαλίμ έτρεξε γρήγορα προς αυτήν, την γύρισε μπρούμητα και βάλθηκε να ασελγή στο παραδωμένο κορμί. Έξω οι αλαλαγμοί και οι ιαγχές από βάρβαρες φωνές ακούγονταν ολοένα και πιο δυνατά, εν ώ ένα βουητό απ’ την πυρκαγιά, η οποία ήδη είχε αρχίσει να κατακαίη τα πάντα μεγάλωνε συνεχώς. Άνθρωποι απαίσιοι στην όψη, σαν δαίμονες που ξεχύνονταν απ’ την κόλαση έτρεχαν στους δρόμους, εν ώ οι σκιές τους, καθώς ο ήλιος βούταγε στην δύση, έμοιαζαν με χορό που κάνουν τα τριβόλια στην χαρά τους για το κακό που κατακυρίευε την γή.

(συνεχίζεται)


Ελλάς δαφναία

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Ταύτην την κόμην οία δη
παρθένος πλεξάμενος
και εσθήτα ενδύς γυναικείαν
αφίκετο ως την Δάφνην»

Ο Αμύκλας, ήταν βασιλεύς στην Λακωνία κι είχε γιό τον Υάκινθο, ευνοούμενον του Απόλλωνα και κόρη την Δάφνη, που ο ίδιος θεός ερωτεύθηκε σφόδρα. Αυτή η Δάφνη ήταν μία ατίθασος παρθένα, που της άρεσε να ζή ελεύθερα, κυνηγώντας σαν την Άρτεμη. Γι’ αυτό άλλωστε είχε γίνει πολύ αγαπητή στην θεά αυτήν του κυνηγιού.
Την Δάφνη ερωτεύθηκε ο Λεύκιππος, ο γιός του Οινόμαου, του βασιλέως της Πίσας στην Ήλιδα, που όπως και το όνομά του σημαίνει ήταν άνθρωπος μέθυσος. Από τέτοιον πατέρα, ο Λεύκιππος δεν είχε ίχνος αρετής. Για να μπορέση να μπή στην κυνηγετική συντροφιά της Δάφνης, που αποτελείτο μόνον από νεαρά κορίτσια, ο αθεόφοβος μετεμφιέσθηκε σε κορίτσι κι αυτοσυστήθηκε στην Δάφνη, ως θυγατέρα του βασιλιά Οινόμαου.
Ο Παυσανίας περιγράφει ξεκάθαρα την δολιότητά του: «Αυτός ο Λεύκιππος, αφ’ ού ερωτεύθηκε την Δάφνη, εν ώ προσπαθούσε να την κερδίση με ευθύν τρόπον και να την κάνη γυναίκα του, έχασε κάθε ελπίδα γι’ αυτήν, επειδή αυτή απέφευγε κάθε αρσενικόν γένος. Του ήλθε τότε στο νού να χρησιμοποιήση το εξής τέχνασμα… Ο Λεύκιππος έτρεφεν κόμη προς τιμήν του Αλφειού. Την κόμην αυτήν αφ’ ού έπλεξε σαν κορίτσι κι αφ’ ού φόρεσε γυναικεία ρούχα, πλησίασε την Δάφνη κι αφ’ ου πήγε κοντά της, της έλεγε ότι είναι κόρη του Οινόμαου κι ότι τάχα ήθελε να κυνηγά μαζί τους» (Παυσανία, Αρκαδικά, ΧΧ).
Η ατυχία του όμως ήταν να ερωτευθή την Δάφνη κι ο Απόλλων. Αυτός κινούμενος από αντιζηλία προς τον Λεύκιππο, έβαλε στο μυαλό της Δάφνης να πάη για λούσιμο μαζί με τις ακόλουθές της σε μια βρύση. Τότε απεκαλύφθη ο Λεύκιππος, όταν του αφηρέθησαν τα ρούχα με την βίαν. «Μόλις όμως είδαν ότι δεν είναι κορίτσι, χτυπώντας τον με τα ακόντιά τους και τα μαχαίρια τους, τον σκότωσαν».
Η Δάφνη δεν είναι παρά ο κάθε άνθρωπος που έχει κάνει μιαν επιλογή στην ζωή του και είναι αμετακλήτως αποφασισμένος να ζήση σύμφώνως μ’ αυτήν. Ποια ήταν η επιλογή ζωής των Ελλήνων, των προγόνων και πατέρων μας; Η ελευθερία κι ο πόθος για αυτήν συμπυκνούται στον λόγο τους, που τον πότισαν με αίμα: «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Δυστυχώς όμως πολλοί επόθησαν να κερδίσουν την ελευθερία αυτή των Ελλήνων κι αφ’ ού δεν το κατόρθωσαν με ευθύ τρόπο, προσπάθησαν να την καρπωθούν σαν τον Λεύκιππο. Πλησίασαν το γένος των Ελλήνων σαν φίλοι, ότι τάχα έχουν τους ίδιους σκοπούς κι επιδιώξεις μ’ αυτούς και κέρδισαν την εμπιστοσύνη τους. Ο Λεύκιππος «επειδή τον θεωρούσαν κορίτσι μεταξυ των κι επειδή ξεπερνούσε τα άλλα κορίτσια και ως προς την ευγένεια, την αξιοσύνη του φύλου των και ως προς την πανουργία, τέχνη στα κυνήγια κι επιπλέον επειδή ήταν πολύ περιποιητικός ωδήγησεν την Δάφνη σε δυνατή φιλία μαζί του».
Τι παθαίνει όμως ο δόλιος, όταν αποκαλυφθή; Ό,τι έπαθε κι ο Λεύκιππος. Η Ελλάς δεν έχει φίλους. Όταν η ελευθερία της απειλείται τότε με δόρατα και μαχαίρια πρέπει να φονεύση τους υστερόβουλους, που την πρόδωσαν «φίλους» της. Η ίδια θα γλυτώση; Ούτε η Δάφνη γλύτωσε. Χωρίς η ίδια να έχη καμμιάν ευθύνη, υπέστη ακουσίως δραματική παρέμβαση στην ζωή της από ανώτερες δυνάμεις, με αποτέλεσμα ν’ ανατραπή τραγικά η πορεία του βίου της. Αυτή είναι η τραγική μοίρα των μικρών αλλά συνάμα των σπουδαίων ηρώων. Όταν την κυνήγησε ο Απόλλων, μεγάλη θεική δύναμη, που ήταν αδύνατον να τα βάλλη μαζί του κι άρχισε να την σφικταγκαλιάζη, η Γή άκουσε τις γοερές κραυγές της, την λυπήθηκε και την έκλεισε μέσα στα σπλάχνα της και στην θέση εκείνη ξεπρόβαλε αμέσως το γνωστό δένδρο της δόξης, η δάφνη. Για να στεφανωθή κανείς το στεφάνι αυτό της δόξης, οφείλει να μείνη ανέγγιχτος από τα μιαρά χέρια που ποθούν να τον σφιχταγκαλιάσουν. Η σύγχρονη Ελλάς φευ, ουδεμίαν δείχνει αντίσταση σ’ αυτά. Και η δόξα μάλλον χάνεται και η νίκη παραμένει όνειρο νυχτός.