Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ζ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ένας νέος που γλύτωσε από τους τούρκους, μετά την καταστολή της επαναστάσεως στην Κρήτη, παλεύει τώρα με τα κύματα ως ναυαγός, κρατώντας στο ένα χέρι την μνηστή του. Εκεί, στη θάλασσα και με το φώς του φεγγαριού αντικρίζει μια θεική γυναικεία μορφή, την φεγγαροντυμένη, που τον συναρπάζει, ώστε να μην καταλαβαίνη πώς η αγαπημένη του είναι νεκρή. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή με την φεγγαροντυμένη που καθαγιάζει όλην την φύσι.
«Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει, κι ανεί τα αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξεν πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη»[(21)1-6].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Δ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



Οι άνδρες μπήκαν μέσα.
«-Αυτή είναι η οικογένειά μου αφέντη Γκερές. Πάρτε ό,τι θέλετε απ’ το σπίτι, μόνο μη μας κάμετε κακό. Στην παλιά μας γνωριμία.»
Ο Γκερές έριξε μιαν άγρια ματιά στον γύρω χώρο και στο τέλος σταμάτησαν τα μάτια του πάνω στην Μαρία.
«-Τούτη μπρε είναι η κυρά σου;» ρώτησε
«-Νέσκε αφέντη. Και αυτά τα δύο, τα μικρά παιδιά μου.»
«-Όμορφη γυναίκα έχεις ωρέ Γιουνάν»
Ο Ευγένης κοίταξε την γυναίκα του. Εκείνη κατακόκκινη χαμήλωσε το βλέμμα πάνω στα μικρά και τα σφιξε αντάμα. Τα μαλλιά της αχτένιστα ρίχτηκαν μπροστα. Τώρα που την κοίταζε κι αυτός την είδε σαν πρώτη φορά. Νέα και ωραία. Πιο πολύ από τότε στο Ζάππειο.
«-Σαλίμμ. Κράτα τον άπιστο». Οι λέξεις του τούρκου σαν αιφνίδιος ηλεκτρισμός, διαπέρασαν το κορμί του.
«-Γιατί αφέντη; Δεν είπαμε…»
Ο Σαλίμ όμως πριν προλάβη να καταλάβη, τον έπιασε και δίνοντάς του μιάν γερή γροθιά στο στομάχι τον ανάγκασε να διπλωθή στα γόνατα. Έφερε τα χέρια του Ευγένη πίσω απ’ την πλάτη και τά δεσε μ’ ένα σχοινί πού ‘βγαλε απ’ το λιγδιασμένο γιλέκο του πρίν εκείνος πάρη ανάσα. Σαν ανάσανε κι άρχισε να διαμαρτύρεται ήταν αργά. Ο τούρκος είχε βάλει σε εφαρμογή το ανοσιούργημά του.
«-Τεμπέκο; Κόψε τα μικρά»
Στο άκουσμα αυτής της διαταγής η Μαρία ούρλιαξε. Ο Ευγένης φώναξε εκλιπαρώντας και βρίζοντας τον τούρκο εκεί στα γόνατα πεσμένος. Απειλούσε θεούς και δαίμονες. Τα μικρά βλέποντας την βαβούρα άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα. Ο τούρκος με το όνομα Τεμπέκος πλησίασε την Μαρία. Αυτή με τα χέρια στους ώμους των μικρών, όπως η κλώσσα απλώνει τις φτερούγες και βάζει από κάτω τα δικά της, γύρισε κι έκανε να τρέξη απάνω. Ούρλιαζε. Ο τούρκος αγανακτισμένος σήκωσε το τουφέκι του και με τον υποκόπανο χτύπησε την δύστυχη Μαρία στο κεφάλι. Εκείνη αμέσως θόλωσε κι έπεσε ανάσκελα, εν ώ πριν λιποθυμήση πρόλαβε και είδε τον τσέτη να βγάζη ένα μαχαίρι. Ένα ακόμα ξέπνοο όμως ουρλιαχτό,βγήκε απ’ τα στήθη της και μετά τίποτα. Λιποθύμησε. Τα παιδιά σφαγιάστηκαν σαν αρνιά, εν ώ το αίμα τους πότισε την μακρά σμυρνέικια κουρελού. Ο Ευγένης δεν πίστευε στα μάτια του. Αφρούς έβγαζε απ το στόμα ανάκατα με βλαστήμιες. Τα μάτια του πονούσαν απ’ την υπερένταση, όπως και τα χέρια του πίσω στην πλάτη που τα μάτωσε προσπαθώντας να λυθή. Μα ο Σαλίμ τον κράταγε γονατιστόν. Ο Τεμπέκος γελώντας σκούπισε την λάμα του μαχαιριού του και πλησίασε τον Σαλίμ, ο οποίος στο μεταξύ είχε πιάσει και γρονθοκοπούσε τον Ευγένη ασταμάτητα. Ο Γκερές από την άλλη είχε λάβει τις αποφάσεις του.
«-Σηκώστε τον…θέλω να βλέπη»
Και λέγοντας αυτά ξεκούμπωσε την ζώνη του, έμεινε γυμνός από την μέση και κάτω και με πεσμένη την βράκα και σηκωμένο αοιδίον αφ’ ού γονάτισε, έσκισε το φόρεμα της δύστυχης κοπέλας. Αμέσως δυο κάτασπρα στήθη πετάχτηκαν μπρός στα ρυπαρά του μάτια, ο οποίος με βουλιμία έπεσε να τα κατασπαράξη. Η Μαρία άρχισε να συνέρχεται νοιώθοντας έναν βαρύ όγκο πάνω της. Μεμιάς διεπίστωσε τι συνέβαινε.
«-Πάψε πια σκύλε. Παλιάνθρωπε. Σταμάτα επιτέλους. Δεν έχεις θεό εσύ;» φώναξε πίσω του ο Ευγένης με δάκρυα στα κατακόκκινα μάτια του εν ώ κι από τις δύο μεριές του, οι άλλοι τούρκοι γελάγανε κοιτώντας και τον φτύνανε.
Η Μαρία προσπάθησε ν’ αποφύγη μάταια το βάρος του τούρκου από πάνω της. Η ανάσα του βρωμερή, όπως και τα χέρια του της έφεραν αηδία και πόνο. Τσίριξε, έκανε να σηκώση τα δικά της χέρια μα τίποτα δεν κατάφερε. Ο άντρας πάνω της βαρύς σαν βόδι της κρατούσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι με το ένα του χέρι. Της άνοιξε τα πόδια με το άλλο και μεμιάς αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στα σκέλια. Ξεφώνησε. Ο άντρας μούγκριζε σαν τραυματισμένο ζώο πάνω της. Σε λίγο διάστημα ένιωσε υγρά να κυλούν από κάτω της. Δάκρυα κύλησαν απ΄τα μάτια της, εν ώ άκουγε τον άνδρα της να κλαίη πια σαν μωρό παιδί. Είχε έλθει η καταστροφή.
Ο τούρκος, όταν τελείωσε έτρεξε κοντά στους δυό δικούς του και κουμπώνοντας την βράκα του προέτρεψε έναν απ’ αυτούς να δοκιμάση κι αυτός την γυναίκα. Εκείνος με το όνομα Σαλίμ έτρεξε γρήγορα προς αυτήν, την γύρισε μπρούμητα και βάλθηκε να ασελγή στο παραδωμένο κορμί. Έξω οι αλαλαγμοί και οι ιαγχές από βάρβαρες φωνές ακούγονταν ολοένα και πιο δυνατά, εν ώ ένα βουητό απ’ την πυρκαγιά, η οποία ήδη είχε αρχίσει να κατακαίη τα πάντα μεγάλωνε συνεχώς. Άνθρωποι απαίσιοι στην όψη, σαν δαίμονες που ξεχύνονταν απ’ την κόλαση έτρεχαν στους δρόμους, εν ώ οι σκιές τους, καθώς ο ήλιος βούταγε στην δύση, έμοιαζαν με χορό που κάνουν τα τριβόλια στην χαρά τους για το κακό που κατακυρίευε την γή.

(συνεχίζεται)


Ελλάς δαφναία

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Ταύτην την κόμην οία δη
παρθένος πλεξάμενος
και εσθήτα ενδύς γυναικείαν
αφίκετο ως την Δάφνην»

Ο Αμύκλας, ήταν βασιλεύς στην Λακωνία κι είχε γιό τον Υάκινθο, ευνοούμενον του Απόλλωνα και κόρη την Δάφνη, που ο ίδιος θεός ερωτεύθηκε σφόδρα. Αυτή η Δάφνη ήταν μία ατίθασος παρθένα, που της άρεσε να ζή ελεύθερα, κυνηγώντας σαν την Άρτεμη. Γι’ αυτό άλλωστε είχε γίνει πολύ αγαπητή στην θεά αυτήν του κυνηγιού.
Την Δάφνη ερωτεύθηκε ο Λεύκιππος, ο γιός του Οινόμαου, του βασιλέως της Πίσας στην Ήλιδα, που όπως και το όνομά του σημαίνει ήταν άνθρωπος μέθυσος. Από τέτοιον πατέρα, ο Λεύκιππος δεν είχε ίχνος αρετής. Για να μπορέση να μπή στην κυνηγετική συντροφιά της Δάφνης, που αποτελείτο μόνον από νεαρά κορίτσια, ο αθεόφοβος μετεμφιέσθηκε σε κορίτσι κι αυτοσυστήθηκε στην Δάφνη, ως θυγατέρα του βασιλιά Οινόμαου.
Ο Παυσανίας περιγράφει ξεκάθαρα την δολιότητά του: «Αυτός ο Λεύκιππος, αφ’ ού ερωτεύθηκε την Δάφνη, εν ώ προσπαθούσε να την κερδίση με ευθύν τρόπον και να την κάνη γυναίκα του, έχασε κάθε ελπίδα γι’ αυτήν, επειδή αυτή απέφευγε κάθε αρσενικόν γένος. Του ήλθε τότε στο νού να χρησιμοποιήση το εξής τέχνασμα… Ο Λεύκιππος έτρεφεν κόμη προς τιμήν του Αλφειού. Την κόμην αυτήν αφ’ ού έπλεξε σαν κορίτσι κι αφ’ ού φόρεσε γυναικεία ρούχα, πλησίασε την Δάφνη κι αφ’ ου πήγε κοντά της, της έλεγε ότι είναι κόρη του Οινόμαου κι ότι τάχα ήθελε να κυνηγά μαζί τους» (Παυσανία, Αρκαδικά, ΧΧ).
Η ατυχία του όμως ήταν να ερωτευθή την Δάφνη κι ο Απόλλων. Αυτός κινούμενος από αντιζηλία προς τον Λεύκιππο, έβαλε στο μυαλό της Δάφνης να πάη για λούσιμο μαζί με τις ακόλουθές της σε μια βρύση. Τότε απεκαλύφθη ο Λεύκιππος, όταν του αφηρέθησαν τα ρούχα με την βίαν. «Μόλις όμως είδαν ότι δεν είναι κορίτσι, χτυπώντας τον με τα ακόντιά τους και τα μαχαίρια τους, τον σκότωσαν».
Η Δάφνη δεν είναι παρά ο κάθε άνθρωπος που έχει κάνει μιαν επιλογή στην ζωή του και είναι αμετακλήτως αποφασισμένος να ζήση σύμφώνως μ’ αυτήν. Ποια ήταν η επιλογή ζωής των Ελλήνων, των προγόνων και πατέρων μας; Η ελευθερία κι ο πόθος για αυτήν συμπυκνούται στον λόγο τους, που τον πότισαν με αίμα: «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Δυστυχώς όμως πολλοί επόθησαν να κερδίσουν την ελευθερία αυτή των Ελλήνων κι αφ’ ού δεν το κατόρθωσαν με ευθύ τρόπο, προσπάθησαν να την καρπωθούν σαν τον Λεύκιππο. Πλησίασαν το γένος των Ελλήνων σαν φίλοι, ότι τάχα έχουν τους ίδιους σκοπούς κι επιδιώξεις μ’ αυτούς και κέρδισαν την εμπιστοσύνη τους. Ο Λεύκιππος «επειδή τον θεωρούσαν κορίτσι μεταξυ των κι επειδή ξεπερνούσε τα άλλα κορίτσια και ως προς την ευγένεια, την αξιοσύνη του φύλου των και ως προς την πανουργία, τέχνη στα κυνήγια κι επιπλέον επειδή ήταν πολύ περιποιητικός ωδήγησεν την Δάφνη σε δυνατή φιλία μαζί του».
Τι παθαίνει όμως ο δόλιος, όταν αποκαλυφθή; Ό,τι έπαθε κι ο Λεύκιππος. Η Ελλάς δεν έχει φίλους. Όταν η ελευθερία της απειλείται τότε με δόρατα και μαχαίρια πρέπει να φονεύση τους υστερόβουλους, που την πρόδωσαν «φίλους» της. Η ίδια θα γλυτώση; Ούτε η Δάφνη γλύτωσε. Χωρίς η ίδια να έχη καμμιάν ευθύνη, υπέστη ακουσίως δραματική παρέμβαση στην ζωή της από ανώτερες δυνάμεις, με αποτέλεσμα ν’ ανατραπή τραγικά η πορεία του βίου της. Αυτή είναι η τραγική μοίρα των μικρών αλλά συνάμα των σπουδαίων ηρώων. Όταν την κυνήγησε ο Απόλλων, μεγάλη θεική δύναμη, που ήταν αδύνατον να τα βάλλη μαζί του κι άρχισε να την σφικταγκαλιάζη, η Γή άκουσε τις γοερές κραυγές της, την λυπήθηκε και την έκλεισε μέσα στα σπλάχνα της και στην θέση εκείνη ξεπρόβαλε αμέσως το γνωστό δένδρο της δόξης, η δάφνη. Για να στεφανωθή κανείς το στεφάνι αυτό της δόξης, οφείλει να μείνη ανέγγιχτος από τα μιαρά χέρια που ποθούν να τον σφιχταγκαλιάσουν. Η σύγχρονη Ελλάς φευ, ουδεμίαν δείχνει αντίσταση σ’ αυτά. Και η δόξα μάλλον χάνεται και η νίκη παραμένει όνειρο νυχτός.



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η φεγγαροντυμένη
Η παρουσία της δίδει το ύψιστον παράδειγμα της δράσεως του φωτός και της φανερώσεως αυτού επι των πραγμάτων στην ποίησιν του Σολωμού. Το θνητό (=το υπαρκτόν) θνήσκει στην επαφήν του –σύγκρισίν του- με το ιδεατό, το πέραν από την πραγματικότητα, το μεταφυσικόν. Η αγαπημένη του Κρητικού πεθαίνει ευθύς αμέσως μόλις προβάλλει το θείον φάσμα της φεγγαροντυμένης. Είναι αυτό το φάσμα η ψυχή της αγαπημένης, όπως θέλουν μερικοί; Δεν έχει σημασίαν. Σημασίαν έχει η πίστις του Σολωμού, ότι το σώμα μόνον μέσω του έρωτος ή του θανάτου αποκτά το κάλλος του, που γίνεται τότε ορατό. Εκεί προς το τέλος του ορίου, μεταξύ υπαρκτού και μη υπαρκτού, η φύσις σε διαφωτίζει δια την μεταφυσικήν, το επέκεινα, το αθέατον, την ζωή μετά. Οι μορφές του Σολωμού έχουν τελικώς τρείς υποστάσεις: α) την υλικήν-φυσικήν β) την ανθρώπινην-ηθικήν και γ) την θείαν-ιδεατήν. Και υπερέχει εις εκάστην φάσιν της ζωής, η μία έναντι των υπολοίπων.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Γ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Εφές μπέη! Θα κάψουμε κι αυτόν τον μαχαλά;»
«-Γιατί ρωτάς μπρε; Ιτσά κι εδώ» είπε ο αγάς. «-Δές μπας κι ίσα υπάρχουν ασημικά, αλλοιώς κάψτε τα όλα»
Ο διάλογος ήλθε στ’ αυτιά του Ευγένη, ο οποίος μέσα στο σπίτι, κρυμμένος πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα είχε στήσει αυτί, ν’ ακούη τι γίνεται στον δρόμο. Στον διάλογο ανασκίρτησε. Στην απάντησι εκείνου, τον οποίον ο άλλος είχε προσφωνήσει «μπέη», αναγνώρισε την φωνή του τούρκου μαγαζάτορα και παντοπώλου, δίπλα στο προξενείο των Γάλλων, του Μουσταφά Γκερές. Ο Μουσταφά ήταν άλλοτε γνωστός του, όταν ο Ευγένης σύχναζε στο κατάστημά του για ν’ αγοράση τυρί κυρίως και άλλα διάφορα. Είχε το καλύτερο γιδοτύρι της Μ. Ασίας. Ο τούρκος διατηρούσε πριν το 1919 ένα φημισμένο κατάστημα σ’ όλους τους δυτικούς μαχαλάδες. Είχε όμως ξαφνικά χαθεί με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού. Να λοιπόν που είχε πάει. Στους ομόφυλούς του, και φαίνεται μάλιστα είχε λάβει και αξίωμα. Μάλιστα! Ο κος Μουσταφά ήταν πάντοτε αναψοκοκκινισμένος σαν μιλούσε για τους νεοτούρκους. Η τύχη μάλλον χαμογελούσε στον Ευγένη. Εάν έβγαινε να του μιλήση, ασφαλώς θα τον αναγνώριζε και τότε ίσως και με κάποιο ποσόν…ίσως
«-Γυναίκα, τα παιδιά το νού σου» ήσαν οι τελευταίες λέξεις του και δίχως να περιμένη απάντησι χύθηκε στον δρόμον έξω. Η Μαρία δεν πρόλαβε να τον συγκρατήση, να του μιλήση. Πού πήγαινε μεσ’ την κοσμοχαλασιά; Πού τους άφηνε;
 Στον δρόμο εξελίσσονταν σκηνές φρίκης. Στρατιώτες άτακτοι, τσέτες βρωμεροί κι απαίσιοι στην όψι τράβαγαν με την βία ανθρώπους, όσους έβρισκαν, έξω απ’ τα σπίτια τους κι αλλού έβαζαν φωτιά. Φλόγες ξεπηδούσαν ως τον ουρανό απ τα δεξιά, εκεί στον μαχαλά της Αγιά Τριάδος. Άλλοι απ’ αυτούς τους σιχαμερούς εκράδαιναν κοσμήματα στα χέρια, κολλιέδες κι έτρεχαν με σατανικά χαμόγελα βγαλμένα απ’ την κόλασι, εν ώ άλλοι αλαφιασμένοι κρατώντας χατζάρες και με τις βράκες τους να ξεχειλίζουν από χρυσές λίρες που σκορπίζονταν στους δρόμους έτρεχαν εδώ κι εκεί. Κάπου εκεί, στην άκρη του δρόμου, δέκα βήματα απ’ το σπίτι του Ευγένη και της Μαρίας ο Γκερές Μουσταφά επέβλεπεν την καταστροφή με μιάν λάμψιν ηδονής στα μάτια, την οποίαν ο Ευγένης πλησιάζοντας δεν πρόφτασε να δή. Είχε και δύο τσιράκια μαζύ του.
«-Κύριε Γκερές…κύριε Γκερές…..»
Στο άκουσμα του ξεχασμένου ονόματός του ο τούρκος αλάφιασε. Γύρισε πίσω να κοιτάξη κι ανεπαίσθητα το χέρι του χούφτωσε την λαβή του πιστολιού του, ενός γαλλικού ρεβόλβερ, δώρο των Γάλλων συμμάχων στον κεμαλικό στρατό. Στην θέα του Ευγένη ησύχασε. Κάθησε και περίμενε να δή τι τον ήθελε αυτός ο ελεεινός. Το θρασίμι! Από πού ξεφύτρωσε μεσ’ την κοσμοχαλασιά! Φυσικά θα τον σκότωνε επι τόπου. Σαν το σκυλί. Ήθελε μόνον ν’ ακούση πως εγνώριζεν το όνομά του.
Στο μεταξύ η Μαρία γεμάτη αγωνία πλησίασε το παράθυρο κι έβλεπε απ τις γρύλλιες, εν ώ η καρδιά της ετυμπάνιζε με δύναμι. Τα μικρά παιδιά, τα οποία μόλις και είχαν μάθει να περπατούν, της τραβούσαν το φουστάνι. Ξαφνικά είδε τον Ευγένη να δείχνη το σπίτι τους στον τούρκο κι αυτός να κάνη νόημα στους δυό δικούς του και να κατευθύνονται όλοι μαζί προς το σπίτι.
«-Τους φέρνει μέσα! Τους φέρνει μέσα!» είπε στον εαυτό της και τρέχοντας προς την εσωτερική σκάλα με τα παιδιά, γύρισε προς την πόρτα και περίμενε.

(συνεχίζεται)


Η αιτία της πτώσεως

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«ο θεός, ο θεός μου, πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλιπές με;
Μακράν της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου»
Ψαλμός, ΚΑ’

Τι είναι μεταφυσική; Κάθε γνώσις, που αναφέρεται πέρα από την φύσιν ή τα φαινόμενα, για την εξηγησιν εκείνου που κρύβεται πίσω απ’ αυτά και τα προσδιορίζει. Κάθετί εν τέλει που ανασκευάζεται και δεν εξηγείται με την εμπειρία, την λογική ανήκει στην μεταφυσική…….

Στις 4 Ιανουαρίου 1454 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δίδει την άδεια του κι ενθρονίζεται πατριάρχης ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Ούτος ησθάνθη την ανάγκη να εξηγήση στο ποίμνιό του τους λόγους για τους οποίους έπεσεν η Πόλη. Τα επιχειρήματα του πατριάρχου συνοψίζονται στα εξής:
α) Η άλωσις ήταν αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως των βυζαντινών από τον θεό, γιατί είχαν αμαρτήσει
β) Η άλωσις ήταν ένα αναγκαίον γεγονός, προιόν της θείας καταδίκης. Ο θεός είχε αφήσει να εξοπλιστή με στρατιωτικήν ισχύν και δύναμιν το οθωμανικόν ασκέρι.
γ) Ήταν άφευκτον η αποφυγή της αλώσεως από τους ανθρώπους
δ) Ο θεός ως φιλεύσπλαχνος, μη θέλοντας να χαθή κάθε ελπίδα σωτηρίας των ορθοδόξων, επέτρεψε την διατήρησι της ορθής πίστεως
ε) Ο θεός ήταν εκείνος, ο οποίος ανασυνέστησε το πατριαρχείον εκ του μη όντος, εμπνέοντας τον Πορθητή να αποφασίση, ώστε να επανιδρυθή ο οικουμενικός θρόνος.

Όπως αφίεται να εννοηθή από την δ’ αιτίαν, οι Βυζαντινοί είχαν απωλέσει την ορθήν πίστιν των κι ο θεός τους εγκατέλειψεν ως αμαρτωλούς. Το κύριον αμάρτημα αυτών κατά τον Γεννάδιον αναφέρεται ρητώς απ’ τον στενόν πατριαρχικόν φίλον του, τον Θεόδωρον Αγαλλιανόν: «ήταν η ένωσις των εκκλησιών που είχε συμφωνηθεί στη σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας τω 1438». Λέγει δε χαρακτηριστικά: «όλοι ηκολουθούσαν το ρεύμα της ενώσεως των εκκλησιών εκτός από εμάς τους ανθενωτικούς, είτε θεωρώντας εσφαλμένα τα άγια δόγματά μας είτε από άγνοια είτε αναστατωμένοι από τον φόβον, διότι οι τούρκοι ολοένα ζυγώνανε, είτε συρμένοι με την βία. Αλλά γι’ αυτό ήρθε η οργή του θεού επάνω στους υιούς της απωλείας κι ανέτρεψε τα πάντα».
 …………………….

Αι απανωταί συμφοραί του Βυζαντίου έπεισαν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο πως μόνον από τη Δύση μπορούσε να περιμένη βοήθεια. Έτσι παραβλέποντας την αντίδρασι απεφάσισε να προχωρήση στην ένωσιν των εκκλησιών….Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να γίνη γρήγορα η ένωσις, ώστε να αποσπάση βοήθειαν από τους Ευρωπαίους, όμως η συμπεριφορά των δυτικών ήταν σκληρή κι έμοιαζε συμπεριφορά νικητού προς ηττημένον…

Γράφει η εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος: «αι κεφαλαί της ορθοδόξου εκκλησίας ανα τον κόσμον, υπο την καθοδήγησιν του οικουμενικού πατριάρχου αποδεικνύονται βασιλικότεροι του πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος ησπάσθη την διπλωματίαν της αγάπης του Βατικανού κι έθεσε τας βάσεις δια την προσέγγισιν ή ένωσιν της ορθοδόξου εκκλησίας μετα των παππικών... ο οποίος είχεν ειπεί, να βάλωμεν τα δόγματα εις την αποθήκην!!!... ας μη λάβωμεν υπ’ όψιν μας την αληθεία, την οποίαν ομολογεί η ορθόδοξος εκκλησία κι ας μην ελέγχωμεν τας αιρετικάς καινοτομίας της εκκλησίας της Ρώμης.»
……………………..

Αν ισχύει η σκέψις του Γενναδίου, ότι η επιχειρούμενη ένωσις των εκκλησιών και η εγκατάλειψις της πίστεως ήμων των ορθοδόξων ήτο τόσον βαρύ αμάρτημα, ώστε ο θεός να τιμωρήση τόσον σκληρά την Πόλιν, κι αν τώρα η επιχειρούμενη πάλι ένωσις μετα του παπικού καθεστώτος , ο οικουμενικός πατριάρχης έκανε συλλείτουργον κι αυτός με τον αιρεσιάρχην Πάπαν, αποτελεί πάλιν αιτία ίνα ο θεός αποστρέψη το βλέμμα του από εμάς, τότε τι θέλει να περιμένη το έθνος σήμερα, να το εύρη καταστροφή; Τι μας περιμένει; Όχι τίποτα άλλο, απ’ ό,τι ήδη είναι εμφανές…….

Ο θεός μας εγκατέλειψεν, διότι ημείς πρώτοι υιοθετήσαμεν την ασέβειαν, ως είπεν κι ο Γεννάδιος. Τελικώς ας ανακράξωμεν όλοι ό,τι μας λέγει ο ψαλμωδός Δαυίδ: «τα παραπτώματά μου είναι η αιτία που είμαι μακράν από την οδόν της σωτηρίας μου».


απόσπασμα από το άρθρο
«η αιτία της πτώσεως-μια μεταφυσική εξήγησις της παρακμής των νεοελλήνων»
 που εδημοσιεύθη εις την εφημερίδαν «Ελεύθερος»
τη Τρίτη 31 Αυγούστου 2010 



Το πεπρωμένο που αλλάζει

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Μέσ’ απ’ το άπειρο που υπήρχαμε κι οι δυό
Δυό κόσμοι δύο, σε παλάτ’ αλαβάστρινο
Η ψυχή σου η λαμπρή, κι η ψύχή μου η φτωχή,
Στης Μοίρας το σκαλί κι οι δυό γονατιστοί

Ακούσαμε ταπεινά του θεού την εντολή
Να φύγουμε μεσ’ την θολή αυγή για παντοτινά,
Ωσάν χρυσές ακτίνες, ωσάν κάτασπρα πουλιά
Μ’αγάπη στην καρδιά σε θάλασσες γαλήνιες.

Οι δρόμοι μας ενωθήκανε κάτω απ’ το φώς
Της σελήνης κι αγαπηθήκανε, ως το θέλησ’ ο θεός
Μα το τίποτ’ ήταν δυνατό και το πάν εχάθη,
Ενίκησε έν’ αόρατο κακό κ’ η Μοίρα π’ εγράφη

Άλλαξε, το γραφτό απ’ το μελάνι της εμαράθη,
Ξεθώριασε το καλό, στην καρδιά σου τα λάθη
Τη ζωή σου σκοπό ‘βάλανε να γεμίσουν πάθη,
Πάθη που μας ‘κάψαν και τους δυό κ’ έμεινα μόνος να πονώ.

Κ’ ήρθε η στιγμή, π’ η καρδιά μ’ έκλαψε
Γιατί δεν μπόρεσε π’ έχασε τη δική της διαδομή
Κι ωσάν περαστική, σε σταυρωμένο σταυροδρόμ’
Αντάλλαξ’ αγάπη που πόνοι την κάνανε μαρτυρική

Κ’ ύστερα ένα τίποτ’ ούτε ένα γεία
Λές και δεν ήτανε παντοτινά τα φιλιά, τα’ ανείπωτα
Σου λόγια γι’ αγάπη αιώνια, λές κ’ ουχί μαζί
Δεν μας ώρισεν η Μοίρα η τρανή να ζήσωμε τα χρόνια.

Τώρα πια μοναχικές οι καρδιές γυρίζουνε γυμνές,
Το πεπρωμέν’ εχάθη, γλαύκες κρώζουν στις ψυχές,
Θάνατος κυκλώνει από παντού, οργή θεού
Με περιμένει στα γύρω μέρη και ζωή τρελλού

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=4rjqKpyJ8Gw