Ορθόδοξη πίστη και φυσικές επιστήμες

Πρωτοπρεσβυτέρου 
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών





1. Στην Ορθοδοξία η αντίθεση -και σύγκρουση- πίστεως (ή Θεολογίας) και επιστήμης δεν είναι αυτονόητη. Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα διότι και η Ορθοδοξία στην αυθεντική της έκφραση και πραγμά­τωση είναι επιστήμη, με διαφορετικό όμως γνωστικό αντικείμενο.

Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι επιστήμη και μάλι­στα θετική, διότι έχει γνωστικό αντικείμενο και χρη­σιμοποιεί επιστημονική μέθοδο. Στην ορθόδοξη πα­ράδοση διακρίνονται δύο γνώσεις ή σοφίες (Απόστο­λος Παύλος, Ιάκωβος Αδελφόθεος ως τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρη κ.λπ.). Υπάρχει η γνώση του ακτίστου (= Θεός) και η γνώση του κτι­στού (= ο κόσμος ως κτίση και δημιουργία). Η γνώ­ση του Θεού (θεογνωσία) είναι υπερφυσική και επιτυγχάνεται με την συνέργεια του ανθρώπου με τον Θεό. Η γνώση του κόσμου είναι φυσική και αποκτά­ται με την επιστημονική έρευνα. Μέθοδος της θείας γνώσης είναι η νήψη - κάθαρση της καρδιάς (Ψαλμ. 50, 12 - Ματθ. 5, 8). Θεολογία λοιπόν είναι η γνωσιολογία και γνώση του ακτίστου. Επιστήμη η γνωσιο­λογία και γνώση του κτιστού. Η γνώση στην επιστήμη της πίστεως ονομάζεται θέωση και είναι ο μόνος σκοπός της Ορθοδοξίας. Όλα τα λοιπά είναι μέσα προς αυτό το τέλος.

Οι δύο γνωσιολογίες, κτιστού και ακτίστου, εργά­ζονται με διαφορετικά όργανα και γι' αυτό τα μεταξύ τους όρια είναι ευδιάκριτα. Όργανο της επιστήμης της πίστεως δεν είναι η διάνοια, αλλά η καρδιά, που μπορεί να δεχθεί την ενοίκηση του ακτίστου, όταν η καρδιά καθαρθεί από τα πάθη και μπορεί να αναπτύ­ξει, ως υπερφυσικό όργανο του ανθρώπου, την νοερή της λειτουργία ( = ενέργεια του νου στην καρδιά). Η παρατήρηση και το πείραμα, βασικές παράμετροι της επιστημονικής μεθόδου, υπάρχουν και στην επιστήμη της πίστεως.

Στην ησυχαστική μέθοδο θεογνωσίας υπάρχει η παρατήρηση ως θέα του ακτίστου φωτός - της θείας άκτιστης ενέργειας και το πείραμα ως δυνατότητα επα­νάληψης αυτής της εμπειρίας, που είναι κοινή σ' ό­λους τους επιστήμονες της πίστεως, δηλαδή τους Αγίους. Ό,τι συνεπώς είναι για τους φυσικούς επιστήμο­νες το τηλεσκόπιο ή το μικροσκόπιο, για τους επιστή­μονες της πίστεως είναι η «καθαρά καρδία», που γίνε­ται ένα είδος «θεοσκοπίου». Η Θεολογία, ως λόγος πε­ρί του Θεού, μ' αυτήν την προϋπόθεση, λειτουργεί ως θετική επιστήμη και όχι ως μεταφυσική, στοχαστική δηλαδή θεολόγηση. Οι φυσικές επιστήμες επιδιώκουν την θέαση του μακροκόσμου και του μικροκόσμου. Η επιστήμη της πίστεως στοχεύει στην θέα(ση) του Θε­ού, ως ακτίστου φωτός, δηλαδή στην θέωση.

2. Με δεδομένη λοιπόν την ύπαρξη κατά την Ορθοδοξία δύο γνώσεων είναι αδύνατη η σύγκρουση Ορθοδοξίας και Επιστήμης. Η σύγκρουση αποφεύγεται, διότι έργο της επιστήμης είναι η γνώση της ουσίας και των μηχανισμών λειτουργίας των όντων. Έργο ό­μως της Θεολογίας είναι η γνώση του Θεού, του δη­μιουργού τους. Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται με το πώς. η Θεολογία με το ποιος και γιατί (τελολογία). Έτσι η Αγία Γραφή και τα έργα των αγίων Πατέρων (των επιστημόνων της πίστεως) είναι δυνατόν να έ­χουν επιστημονικά λάθη, σε σχέση με τα συνεχώς ανανεούμενα πορίσματα των φυσικών επιστημών. Θεο­λογικά λάθη όμως δεν έχουν. Ο θεούμενος - ο Άγιος, γνωρίζει τους λόγους των όντων, την αιτία της ύπαρ­ξής τους και την εξάρτησή τους από τον Θεό. Η διε­ρεύνηση όμως, όπως είπαμε, της ουσίας και της λειτουργίας τους είναι έργο των φυσικών επιστημών. Η Θεολογία, λοιπόν, μας γνωρίζει τον Θεόν και τον κό­σμο ως δημιούργημά Του και όχι τις φυσικές επιστή­μες, που είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο Θεός στην Γραφή διδάσκει την αλήθεια για τον εαυτό Του και όχι την (επιστημονική γνώση) για την κτίση. Στην Γραφή μαθαίνουμε ποιος είναι ο Θεός, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Έτσι, στα επιστημονικά θέματα υπάρχει δυνατό­τητα αλλαγής γνώμης με βάση τα νέα πορίσματα. Στα σωτηριολογικά όμως θέματα ουδεμία αλλαγή είναι δυ­νατή, διότι η μέθοδος σωτηρίας - θέωσης είναι διαιώνια αμετάβλητη.

Οι Πατέρες (Προφήτες, Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι), όταν κατέχουν και την ανθρώπινη σοφία (π.χ. Μ. Βασίλειος), γνωρίζουν τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής τους, τις οποίες όμως ερευνούν μέσα από το πρίσμα της Θεολογίας τους, αφού σκοπός τους δεν είναι η φυσική επιστημονική γνώση, αλλά η καθοδή­γηση των πνευματικών τους τέκνων προς την σωτηρία και η προστασία τους από γνώση που είναι δυνα­τόν να εμποδίσει την πορεία τους προς την θεογνω­σία. Η διάθεση όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι a priori πολεμική και απορριπτική, αλλά απλώς ποι­μαντική και προστατευτική.

3. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι φυσικές επι­στήμες σε όλες τις εκφάνσεις και πραγματώσεις τους, συνιστούν αλληλοσυμπληρούμενες όψεις στην θέαση της φυσικής πραγματικότητας. Η οπτική όμως της πατερικής Θεολογίας είναι διαφορετική, όπως αποδεικνύει το πατερικό παράδειγμα.

Ο καθηγητής - επιστήμονας στην γνώση του ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγητής της ερήμου» ονομάζεται ορθόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία της θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παράδοση της Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους. Το πλήρωμα των πιστών εμ­πιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξιοπιστία των ειδικών του χώ­ρου τους. Σ' αυτή την συνάφεια φαίνεται και η ορθό­δοξη σημασία του δόγματος. Η διδασκαλία της πί­στεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επιστημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος της θεώσεως και λειτουργεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. Η Ορθόδοξη πίστη είναι τόσο δογματι­κή, όσο και η επιστήμη. Δόγματα της επιστήμης με την κοσμική κατανόησή τους είναι τα αξιώματά της. Με αυτή την έννοια, κατά τον Μarc Bloch, και η επι­στημονική έρευνα είναι «προκατειλημμένη», όχι μόνο η Θεολογία. Χωρίς όμως αυτή την εκατέρωθεν «προ­κατάληψη» δεν είναι δυνατή η πρόοδος της διπλής αυτής επιστήμης.

4. Η αγιότητα, έτσι, δεν είναι εμπόδιο στην επι­στημονική γνώση. Ακριβώς το αντίθετο. Άλλωστε ή­δη στην Παλαιά Διαθήκη (Σοφ. Σειρ. 38, 6) ομολογεί­ται: Ο Θεός «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού». Τίποτε δεν αποκλείει ορθόδοξα την δυνατότητα να είναι κάποιος κάτοχος και των δύο επιστημονικών γνώσεων, όπως συμβαίνει στους μεγάλους Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας. Αυτό ψάλλει η Ορθοδοξία στις 25 Νοεμβρίου για την μεγάλη μαθηματικό του 3ου αιώνα, αγία Αι­κατερίνη: «Την εκ Θεού σοφίαν λάβουσα παιδιόθεν η Μάρτυς, και την έξω σοφίαν καλώς πάσαν μεμάθηκε». Αντίθετα, εκεί που υπάρχει θρησκειοποιημένη η ιδεολογικοποιημένη πίστη (στα διάφορα θρησκεύμα­τα του κόσμου), Θρησκεία και Επιστήμες χρησιμο­ποιούν το ίδιο όργανο, την διάνοια-λογική, και έτσι αναπότρεπτα θα έλθουν σε σύγκρουση, διότι τις θέ­σεις της θρησκείας δεν μπορεί να δεχθεί, από ένα ση­μείο και πέρα, η λογική, ενώ τα πορίσματα της επι­στήμης δεν μπορεί να τα δεχθεί η θρησκεία, όταν αυ­τά συγκρούονται με θέσεις της θρησκείας ή της θρη­σκειοποιημένης πίστης, που θεωρούνται επιστημονι­κές. Το πρόβλημα δε για την θρησκεία ξεκινά από την αποδοχή των ιερών βιβλίων (π.χ. Αγίας Γραφής ή Κορανίου) ως επιστημονικού συγγράμματος.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό, γιατί στην Ορθοδο­ξία, όταν είναι Ορθοδοξία, δεν μπορεί ποτέ να υπάρ­ξει περίπτωση Γαλιλαίου. Η αρνητική στάση των ορ­θοδόξων λογίων κατά του κοπερνικείου συστήματος, τον 18ον αι. δεν ήταν απόρροια πνευματικότητας, αλλά δυτικών επιρροών (σχολαστικών τάσεων), βιβλικισμού ή αναμονής των εξελίξεων της επιστήμης (Ευγένιος Βούλγαρης). Αντίθετα η σύγκρουση Πίστεως και Επιστήμης είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και φυσιολογική, όταν τα πορίσματα της επιστήμης κρίνο­νται με μεταφυσικά κριτήρια, ή η διδασκαλία της Πί­στεως προσεγγίζεται με βάση τις αρχές και τα πορί­σματα των φυσικών επιστημών, δηλαδή με κριτήρια άλλου χώρου. Στην περίπτωση αυτή η μεν επιστήμη θεολογεί (οπότε αυτοκαταργείται), η δε πίστη μεταβάλλεται σε φυσική επιστήμη (οπότε αλλοτριώνεται). Αυτό συνέβη έντονα στην Δυτική Ευρώπη, όταν η ω­ρίμανση της Φυσικής και γενικά των Θετικών Επι­στημών εγκατέλειψε το αριστοτελικό κοσμοείδωλο και την μεθοδολογία του, ενώ η Δυτική Εκκλησία ε­πέμενε σ' αυτά. Προεκτάσεις του δυτικού προβληματι­σμού και συνεπώς και συγκρούσεις (μάλλον διενέξεις) είχαμε και στην δυτικά σκεπτόμενη Ανατολή.

5. Στην συνάντηση Θεολογίας και Επιστήμης έγι­ναν τραγικά λάθη και από τις δύο πλευρές, που οδή­γησαν στην εκατέρωθεν απολυτότητα και απομόνω­ση. Η Δυτική Εκκλησία επέμεινε στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής, χωρίς αναφορά στην πατερική ερμηνεία της. Μετά την περίπτωση του Γαλι­λαίου, εξάλλου, και από τις δύο πλευρές, η σύγκρου­ση θεωρείτο δεδομένη. Θύμα της αντίληψης αυτής τον 20όν αιώνα ο πάστορας-Lemaitre και η «περί Μεγάλης Εκρήξεως» θεωρία του, που αποκρούστηκε ως ανακάλυψη κληρικού! Συχνά, εξάλλου, στην σύγ­κρουση οδηγούσε η διαφορά στην χρησιμοποιούμενη εκατέρωθεν γλώσσα. Ο βιβλικισμός των εκκλησια­στικών ήλθε συχνά αντιμέτωπος με τον λογικισμό (λογοκρατία) των φυσικών επιστημόνων. Η θεμελίω­ση της νοησιαρχίας στην Ευρώπη αρχίζει με τον ιερό Αυγουστίνο («credo, ut intelligam») και κορυφώνεται με τον Καρτέσιο («cogito, ergo sum»). Η προτεραιό­τητα δίνεται στην διάνοια, ακόμη και στον χώρο της Πίστης. Ο Θεός, τελικά, νοείται ως γνωστικό «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» με την δύναμη της διάνοιας, η οποία καταξιώνεται σε κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης.

6. Είναι εν τούτοις γεγονός, ότι η επιστήμη στην Δυτική Ευρώπη προήλθε από την Θεολογία. Όχι μό­νο από τους δυτικούς Πατέρες, αλλά και από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Νεύτωνα, που ήσαν και θεολόγοι. Η πίστη στον Θεό, συνεπάγεται την ανα­γνώριση λογικότητας στην δημιουργία, που έτσι προσφέρεται για έρευνα. Αργότερα όμως το «παιδί» επαναστάτησε κατά της μητέρας και οι δρόμοι τους χώρισαν. Αυτό όμως δεν συνέβη στην πατερική παρά­δοση της Ανατολής, στην οποία όχι μόνο συμπορεύθηκαν επιστήμη και θεολογία, αλλά και η Θεολογία αποδείχθηκε ενισχυτική στην αληθινή πρόοδο της Ε­πιστήμης. Αρκούν μερικά παραδείγματα από τα έργα του Μ. Βασιλείου (Εις την Εξαήμερον, ΡG, 29, 3-208) και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Περί κατα­σκευής ανθρώπου, ΡG, 44, 124-256).

Ο Μ. Βασίλειος δέχεται αρχή του κόσμου και δη­μιουργό Θεό: «Ει ουν αρχήν έχει ο κόσμος και πεποίηται, ζήτει τις ο την αρχήν αυτήν δους και τις ο ποιη­τής». Αλλά σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί και η θεωρία του Big Bang.

Ο Γρηγόριος Νύσσης (ΡG 44, 77D) προσδιορίζει την «αρχή»: «Τα πάντα ην εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή ( = κίνηση), οιονεί σπερματικής τινος δυνάμεως προς την του παντός γένεσιν καταβλη­θείσης, ενεργεία δε τα καθ' έκαστον ούπω ην». Θα μπορούσε ο Γρηγόριος να ονομασθεί προφήτης της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, αφού η «σπερματική δύναμη» μπορεί να ταυτιστεί με την «υπερσυμπυκνωμένη μάζα» της σύγχρονης θεωρίας.

Ο Μ. Βασίλειος (ΡG 29, 36Β) δέχεται μια εξελι­κτική πορεία στην κτίση, παρουσιάζοντας την «πρώ­τη αρχή», «ωδίνουσαν μεν την πάντων γένεσιν, δια την εναποτεθείσαν αυτή παρά του δημιουργού δύναμιν», ανέμενε δε «τους καθήκοντας χρόνους ( = κα­τάλληλους καιρούς), ίνα τω θείω κελεύσματι προαγάγη εαυτής εις φανερόν τα κινήματα».

Αυτό δε διότι -κατά τον Γρηγόριο (ΡG 44, 72Β) «πάντων των όντων τας αφορμάς και τας αιτίας και τας δυνάμεις συλλήβδην (ταυτόχρονα) ο Θεός εν ακαρεί (ακαριαία) κατεβάλλετο».

Το σύμπαν, εξάλλου, κατά τον Μ. Βασίλειο (ΡG 29, 1164) έχει ζωή και πάλλει από κίνηση, αναπτυσ­σόμενο και διαμορφούμενο μέσα στον χρόνο. «Η της φύσεως ακολουθία εκ του πρώτου προστάγματος την αρχήν δεξαμενή, προς πάντα τον εφεξής διεξέρχεται χρόνον, μέχρις αν προς την κοινήν συντέλειαν του παντός καταντήση».

Και ο Γρηγόριος (ΡG 44, 148C) δέχεται μια εξελι­κτική πορεία στη φύση: «Καθάπερ δια βαθμών η φύ­σις, των της ζωής λέγω ιδιωμάτων, από των μικρότε­ρων επί το τέλειον ποιείται την άνοδον».

Ο Μ. Βασίλειος δεν περιμένει από τη Γραφή όλες τις απαντήσεις, θεωρώντας αναγκαία την επιστημονι­κή έρευνα: «...πολλά απεσιώπησεν (η Γραφή), τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν (διερεύνη­ση), εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθαι (να συναγάγει)...» (ΕΠΕ 4, 72/4). Όσοι Πατέρες είχαν επιστημονική-σχολική-κατάρτιση ασχολήθηκαν με τα φυσικά προβλήματα με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Γι' αυτό σ' αυτά τα θέματα μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, δεν έχουν όμως α­ντιφάσεις μεταξύ τους στα θεολογικά θέματα. Η ερ­μηνεία της Γραφής είναι έργο των θεοπνεύστων ερμη­νευτών και όχι των επιστημόνων. Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ πατερικής θεολογίας και επιστήμης δεν οδηγούν σε ρήξεις, διότι η αληθινή θεολογία αναμέ­νει υπομονετικά την πρόοδο της επιστήμης για την κατανόηση των θεολογικών θέσεων. Δύο παραδείγμα­τα: Η αρχή της απροσδιοριστίας (Heisemberg) βοή­θησε στην προσέγγιση της Φυσικής με την Θεολογία, και τον «αποφατισμό» της ( = αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού). Εξάλλου ένας αμερικανός αστρονό­μος έχει δηλώσει, ότι οι φυσικοί επιστήμονες μοιά­ζουν με ορειβάτες, οι οποίοι μόλις φθάσουν στην κορυφή του βουνού, βλέπουν τους θεολόγους να τους περιμένουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα τους!

Βέβαια και όταν βρίσκουμε συμπτώσεις σε καίρια φυσικά προβλήματα μεταξύ Θεολογίας και Επιστή­μης, σημαίνει ότι έχουμε ταύτιση προβληματισμών και όχι αναγκαστικά και των πορισμάτων. Η μη σύγ­κρουση δεν σημαίνει πάντα και συμφωνία. Αφού ό­μως ο σκοπός κάθε πλευράς είναι άλλος, η Θεολογία δεν αντικρούει την επιστημονική θέση, για την ηλι­κία λ.χ. του ανθρώπου στη γη. Αυτό που την ενδιαφέ­ρει είναι η δημιουργία του από τον Θεό και ο σκοπός της.

7. Όσον αφορά, συνεπώς, την Ορθόδοξη Θεολο­γία, με προϋπόθεση την πατερική παράδοση, βλέπει σήμερα την δυνατότητα συνεργασίας Θεολογίας και Φυσικών Επιστημών, ως προς τον εκσυγχρονισμό της Θεολογίας και τον εξηθικισμό της Επιστήμης. Είναι δε γεγονός, ότι το παλαιότερο συγκρουσιακό κλίμα έχει περιορισθεί στην εποχή μας, εκτός εάν πα­ραμένουν οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις. Οι Θεολόγοι δέχονται την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και οι επιστήμονες δεν αναμειγνύουν τον Θεό στην ε­ρευνά τους. Άλλωστε, πίστη και επιστήμη δέχονται παγκοσμίους νόμους, και οι δύο δε, ζητούν την αλή­θεια, την φυσική ή την υπερφυσική. Ο Michael Polanyi (Personal knowledge, 1969, σ. 266) δέχεται την πί­στη ως την πηγή κάθε γνώσης, αφού «όλα τα βασικά πιστεύω μας στον επιστημονικό τομέα είναι αναπόδεικτα». Εξάλλου, τα κοσμοείδωλα, ακόμη και τα επι­στημονικά, συναρτώνται και με τα διάφορα κοινωνικά μοντέλα, στον χώρο των οποίων παράγονται ή αναπα­ράγονται. Έτσι, διεισδύουν στην επιστήμη και υπο­κειμενικές ιδέες και προκαταλήψεις, υπό την επίδρα­ση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Υπάρχει Vorverstandis και στην έρευνα. Καμιά κοσμοθεωρία, συνεπώς, δεν μπορεί να διεκδικήσει την αλήθεια στην πληρότητα της, όσο επιστημονική και αν είναι.

H συνάντηση Θεολογίας και Επιστημών είναι α­ποτελεσματικότερη, όταν o Θεολόγος διαλέγεται με αληθινούς ερευνητές (ελεύθερους δηλαδή και όχι «διαπλεκόμενους»), ο δε επιστήμων έχει απέναντί του συνεχιστές του Μ. Βασιλείου και του Ευγένιου Βούλγαρη και όχι φονταμενταλιστές δυτικού ή ισλαμικού τύπου. Ένοιωσα αιφνιδιασμό σε χώρα της Μ. Ανατολής, όταν Πρύτανης-Καθηγητής της Φυσικής - α­ναζητούσε ερείσματα της επιστήμης του στο Κορά­νιο. Την τάση για απολυτότητα στην επιστήμη με­τριάζουν οι παρατηρούμενες ασυμφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, στην δε Θεολογία η γνώση του πατερικού παραδείγματος. Η Κβαντομηχανική διαψεύδει την αιτιότητα, αλλά ο Einstein διεφώνησε («Ο Θεός δεν ρίχνει ζάρια»). Από την άλλη πλευρά, η Ρωμαιο­καθολική Εκκλησία πληρώνει ακόμη το έγκλημα του σχολαστικισμού κατά του Γαλιλαίου. (Πρόσφατα α­παγορεύθηκε στον νυν πάπα, ως πρώην αρχηγό της Ιε­ράς Εξέτασης, να επισκεφθεί το Πανεπιστήμιο του Γαλιλαίου «Sapienza». Ο Πρύτανης είπε: Δεν λογο­κρίνουμε τον Πάπα. Ας διδάξει όπου θέλει, αλλά όχι σ' αυτό το Ίδρυμα...).

Μετριοφροσύνη δημιουργεί στον επιστήμονα το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση έχει τα όριά της (πρβλ. Ε. Θεοδώρου, πρώην Πρύτανη του ΕΚΠΑ: Τα όρια της επιστημονικής γνώσεως, Αθήναι 1981). Ορθά λοιπόν η Επιστήμη δεν ασχολείται με το περί Θε­ού πρόβλημα, διότι θα μεταβαλλόταν σε μεταφυσική, αυτοαπορριπτόμενη. Δεν θα είναι πια θετική επιστήμη. Η επιστήμη δεν μπορεί να απορρίψει το ενδεχό­μενο της ύπαρξης Θεού ως δημιουργού και προνοητού του σύμπαντος, διότι δεν έχει τα κατάλληλα όργα­να, για να Τον συλλάβει. Γι' αυτό δεν μπορεί να κατη­γορεί την Θεολογία ως μυθολογία και δεισιδαιμονία. Αλλά ούτε και η Θεολογία δικαιούται να κατηγορεί την Επιστήμη ως άθεη, δηλαδή με τα δικά της κριτή­ρια.

Για την δημιουργική όμως σύγκλιση και συνεργα­σία Πίστεως και Επιστήμης απαιτείται κοινή γλώσσα. Κατά τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (ακαδημαϊκό), «πρέπει να φθάσουμε σε μια κοσμολογία κοινή και για τους Επιστήμονες και για τους Θεολόγους και πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε στο τι συνιστά γνώση και αλήθεια». Σ' αυτή την κοι­νή γλώσσα έχουν φθάσει επιστήμονες, όπως ο Paul Davies (καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής στο Newcastle), δηλώνοντας: «Η επιστήμη προσφέρει ασφαλέ­στερη οδό προς τον Θεό παρά η θρησκεία». Αλλά και ο γνωστός Β. φον Μπράουν, όταν δήλωνε: «Γιατί να βρίσκονται (πίστη και επιστήμη) σε αντίθεση; Η θρησκεία ασχολείται με τον Δημιουργό, η επιστήμη με την δημιουργία». Πρόσφατα δε, διαβάσαμε με έκ­πληξη (στο «Κ» της Καθημερινής της Κυριακής 3.2.08) σε συνέντευξη της μεγάλης Ελληνίδας ανθρω­πολόγου κ. Κατερίνας Χαρβάτη: «Η επιστήμη και η θρησκεία δεν έρχονται σε σύγκρουση, γιατί δίνουν α­πάντηση σε διαφορετικά ερωτήματα: Η επιστήμη α­παντά στο πώς και η θρησκεία στο γιατί».

Αντίθετα ανοίγονται προοπτικές για συμπόρευση και συνεργασία. Η επιστήμη με την βοήθεια της πατερικής Θεολογίας: α) διακρίνει τα όριά της, β) δέχε­ται σημαντική ηθική καθοδήγηση, συνειδητοποιώ­ντας τον φιλάνθρωπο και διακονικό χαρακτήρα της, γ) αναγνωρίζει την αξία του ανθρώπου, αφού η Θεο­λογία διδάσκει, ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27), ή ότι ο άνθρωπος είναι «ζώον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ή «θεός κεκελευσμένος» ( = έχει μέσα του την εντολή να γίνει θεός) (Μ. Βασίλειος).

Αλληλοσυμπλήρωση Πίστης και Επιστήμης μπο­ρεί να υπάρξει κυρίως στο οικολογικό πρόβλημα, δεδομένου ότι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως ο Οικουμενι­κός μας Πατριάρχης ή ο Σεβασμιώτατος Περγάμου Ιω­άννης, αγωνιζόμενοι για την διάσωση της Φύσης, δεν παύουν να αναγνωρίζουν ότι το νόημα της δημιουρ­γίας αποκαλύπτεται δια της επιστήμης, η δε Θεολογία εύχεται και στηρίζει την Επιστήμη, που αγωνίζεται για την διάσωση της Κτίσης.

Ας μην οριοθετούμε, λοιπόν, ο ένας την Επιστή­μη του άλλου και ας σεβόμεθα τα πορίσματα της εκα­τέρωθεν έρευνας, που διεξάγεται με αυτοσεβασμό και ταπείνωση, διότι ο κόσμος μας δεν χρειάζεται μόνο τις φυσικές επιστήμες, αλλά και την επιστήμη της θεώσεως, εφ' όσον «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άν­θρωπος» (Ματθ. 4, 4)






Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Β’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η εμμονή του Σολωμού να γράψη
επεξεργασμένον δημοτικόν στίχον
Όταν ύστερα από δέκα χρόνια σπουδών στην Ιταλία, τω 1818 ξαναγυρίζει ο Σολωμός, είκοσι χρονών στο πατρικό νησί του, βρίσκει εκεί μερικούς ανθρώπους σπουδαγμένους κι αυτούς στο εξωτερικόν, άλλους μεγαλύτερους και άλλους σύγχρονους μ’αυτόν, που φυσικά τον εδέχθησαν με σεβασμόν στην συντροφιά των. Ένας απ’αυτούς  και ο ιατρός Διον. Ταγιαπιέρας, που είχεν κάνει τον γιατρό στα Γιάννενα, όπου και είχεν γνωρίσει τον Βηλαρά, τον πρωτεργάτη ποιητήν του λυρισμού, που έγραψε αμιγώς στην δημοτικήν γλώσσα επηρεασμένος απ’ το δημοτικόν τραγούδι. 



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Α)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Τω 1833 είναι η χρονιά που ο Σολωμός γράφει τον «Κρητικό», το πρώτο από τα μεγάλα έργα του. Μας έχει παραδοθεί σαν απόσπασμα, αλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα. Ο Σολωμός, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, είχε σκοπό να γράψη ένα ποίημα επικολυρικόν, που όμως ποτέ του δεν το τελείωσε. Θα είχε δηλαδή τα χαρακτηριστικά του έπους και των λυρικών ποιημάτων, ήτοι ως έπος θα ήταν πολύστιχο ποίημα αφηγηματικού χαρακτήρος αλλά και θα εξυμνούσε την φύσιν με αγάπη και θαυμασμόν και θα παρουσίαζε τον έρωτα στην πιο αγνή και εξευγενισμένη μορφή του. «Ο Κρητικός» θα ήταν ένα επεισόδιο αυτού του ποιήματος. Το επεισόδιον όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και πέρα ως πέρα ολοκληρωμένον.



Έσβησ’ η άσβηστη φωτιά

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Γύρω στα 1909 ο καθηγητής και γυμνασιάρχης τότε Ιωάννης Γρυπάρης δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το ποίημα με τίτλον «Εστιάδες», που διαπραγματεύεται ένα θέμα της ρωμαικής παραδόσεως. Η υπόθεσις που περιγράφεται, διαδραματίζεται κάποια βαθειά νύχτα. Η πολιτεία κοιμάται. Αίφνις μέσα στο σκότος ακούγεται μια σπαρακτική φωνή: «Έσβησ’ η άσβηστη φωτιά». Αλαλιασμένοι οι κάτοικοι πετιούνται έξω απ’ τα σπίτια τους και τρέχουν στους δρόμους. Τρέμοντας από φόβο, κλαίγοντας, κατευθύνονται προς τον ναόν της Εστίας. Ξέρουν πόσο μεγάλο κακό είναι η συμφορά που τους βρήκε και θέλουν να το δούν με τα μάτια τους. Μέσα στο ναό, ενδεδυμένες με το γνώριμόν ένδυμα της αρετής και της αγνότητος, οι Εστιάδες είναι γονατιστές μπροστά στο βωμό, μπροστά στην σβησμένη πλέον φωτιά.
Ταπεινωμένες, συντιμμένες, μετανοιωμένες τραβούν τα μαλλιά τους, ικετεύοντας τον ουρανό με τα χέρια και με τα μάτια, να ρίξη τον κεραυνό του επάνω τους, να πληρώσουν αυτές και να γλυτώση η πολιτεία. Η συμπεριφορά τους εξηγείται από το γεγονός ότι ξέρουν και αναγνωρίζουν το φταίξιμό των και αφετέρου ότι δεν θέλουν για δική τους υπαιτιότητα να χαθή η πολιτεία, όπως είναι γραμμένο.
Θα πέση όμως ο κεραυνός ώστε να τιμωρηθούν μόνον οι ένοχοι και να μην πληρώσουν όλοι; Θα αποκατασταθή το δίκαιο, χωρίς να καταστραφή όλη η πολιτεία; «Τάχα το θάμα κι έγινε; Πές μου το να σ’ το πώ/ γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης/ σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό/ κι ακόμη ζει και ζένεται με τον σκοπό της!».
Σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο υπάρχουν οι άνθρωποι που είναι ταγμένοι να διατηρούν αναμμένη την ιερήν φωτιά του πνεύματος και του ήθους. Οι πνευματικοί άνθρωποι  του τόπου και του έθνους. Αν λοιπόν αυτοί από οκνηρία, από αμελιά ή από ραθυμία και δική τους ευζωία παραμελήσουν το χρέος των και αφήσουν την ψυχική φωτιά να σβήση, τότε όλη η πολιτεία κινδυνεύει να χαθή, αφ’ού θα έχη χαθεί η πνευματική ζωή, ο ηθικός κόσμος, αυτά που τρέφουν τον τόπο με ιδανικά, με ιδέες και με αξίες.
Η Εστία λοιπόν είναι ο ναός της ψυχής. Οι Εστιάδες είναι οι άνθρωποι του πνεύματος, αυτοί που κρατούν ζωντανή την πνευματικότητα του τόπου. Όμως και ο απλός άνθρωπος δεν είναι άμοιρος ευθυνών και τις ευθύνες δεν τις έχουν μόνον οι άλλοι.
Ο ποιητής χτυπά το σήμαντρο της καταστροφής και προειδοποιεί την γενιά του κι όλες τις γενιές ότι σύντομα θα πέση επάνω τους ο κεραυνός της καταστροφής, αν δεν γεμίση τα στήθια τους η ρωμαλέα πνοή της νέας ζωής, κι αν δεν πάψουν την ομφαλοσκοπία και ανεμελιά, αν δεν ανταποκριθούν στα μεγάλα χρέη του ηθικοπνευματικού ανθρώπου και παραμείνουν μόνον στον υλικό, σωματικόν άνθρωπον.
«Εις τα όπλα» μας εξωθούσε ο Υψηλάντης προκειμένου να μην μείνουμε εσαεί με χαμένην την σωματικήν μας ελευθερίαν. Πόσο μάλλον για την ψυχική μας, δεν απαιτείται απότομη κι άμεση αντίδραση προς όλες τις συνθήκες δουλείας του πνεύματος και του ήθους; «Και τι θα κερδίσης, αν κερδίσης τον κόσμον όλον, αλλα χάσης συνάμα την ψυχή σου;» ανερωτείτο ο κορυφαίος απόστολος των εθνών. Στην δύσμοιρη Ελλάδα κινδυνεύουν να μείνουν μοναχά στάχτες. «Ανεμελιά κι αραθυμιά» και «άβουλες κι άδικες γνώμες μιας νιότης» έσβησαν το ιερόν πύρ της πνευματικότητος και ηθικότητος της πατρίδος. Ωστόσο, φαίνεται πως μπορεί ακόμη να γίνη το θάμα. Όπως ο αμνός ο «αίρων τας αμαρτίας του κόσμου» που ήλθεν κι έσωσεν την ανθρωπότητα, ούτως κι ο ουρανός του θεού καλείται και παρακαλείται να ρίξη την ιεράν φωτιά, που θα ξαναπυροδοτήση τον βωμόν της πνευματικότητος και ηθικότητος στην σύγχρονην Ελλάδα, έστω κι αν το αστροπελέκι κάψη τους υπαιτίους της συγκαιρινής συμφοράς, που είναι πολλοί.


Πράξις υποτελείας


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Είναι δυνατή λύσις η υποτελεία εις την σύγχρονον Βρεττανίαν;Αν ναι ας μιμηθώμεν τους προγόνους μας…:


ΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΟΝ


Αον.Παρατηρούντες ότι δια τα ανεξάλειπτα δικαιώματα της ιδιοικτησίας και κυριότητος,δια τας επικρατούσας αρχάς της θρησκείας και ελευθερίας και δια το εκ φύσεως έμφυτον,του να διατηρή και ασφαλίζει έκαστος την ιδίαν ύπαρξιν, οι Έλληνες… υπέστησαν αποφασιστικώς και σταθερώς κατά των δυνάμεων, και εις όλους τους κινδύνους τώρα ηφάνισαν και τώρα άμπωσαν τας κολοσιαίας δυνάμεις των εχθρών και τελευταίον, στερημένοι παντός μέσου ανήκοντος εις τοιούτον υψηλόν εγχείρημα, καθιέρωσαν ούτοι δια του αίματός των τα πολύτιμα αυτών δικαιώματα και έδωκαν εις τον εκπεπληγμένον κόσμον όχι τοσον κοινάς αποδείξεις,δι’όσον είναι ικανός ένας λαός, εκ φύσεως γεννημένος δια να ζή ελεύθερος
…………
Γον.Σκεπτόμενοι, ότι πράκτορες τινων ηπειρωτικών δυνάμεων, δεν διεφύλαξαν οδηγίαν, συνεχομένην με τας αρχάς, τας οποίας αυτοί εστερέωσαν, αλλά από μέρους αυτών δεν έλειψαν να εκβώσιν συνεχώς αντιρρήσεις πολιτικαί πολυμόρφου ουσίας και χαρακτήρος.
Δον.Παρατηρούντες ότι τινές τούτων των πρακτόρων παίζουν δια των ααπεσταλμένων των εντός της Ελλάδος, ώστε να εισχωρήση εις τινάς Έλληνας η κλίσις, δια να συστήσουν νέους σχηματισμούς πολιτικούς, αρμοδίους προς το πνεύμα και τα τέλη των τοιούτων παρακινητών
…………
Ζον.Παρατηρούντες, ότι η διοίκησις της Μεγάλης Βρεττανίας, ευτυχής εις το να διευθύνη λαόν ελεύθερον, είναι η μόνη…ήτις περιφρόνησεν να μιμηθή τας αναφανδόν βίας ή τας νεφώδεις διαχειρίσεις, αι οποίαι απ’άλλους αδιακόπως επράχθησαν και πράττονται εις την Ελλάδαν
Ηον.Σκεπτόμενοι, ότι η Βρεττανική αδιαφορία δεν αρκεί να αντιρροπήση,το ήδη επηυξημένον εξωτερικόν κατατρεγμόν προς βλάβην της Ελλάδος
Θον.Παρατηρούντες ότι η Ελλάς, όχι από χαύνωσιν δυνάμεων, ούτε από αδυνατισμένην απόφασιν, δεν ηδυνήθη μέχρι τούδε να προσεπιχειρή, αλλά δια …την πηγάζουσαν αιτίαν του να μην έλαβε ποτέ διοίκησιν υπερτέραν των παθών και σχέσεων
Ιον.Παρατηρούντες, ότι οι Έλληνες, εις τοιαύτην γενναίαν μάχην ή πρέπει να εκβώσιν από ταύτην νικηταί ή θέλουν είσθαι τελείως αφανισμένοι, επειδή ουδέν μέσον είναι το οποίον να δύναται να τους αποσπάση από ταύτην απόφασιν
…………..

Χρεωστεί η Ελλάς εις την παρούσαν αυτής κατάστασιν να ωφεληθή ως και να ελπίση εις την ευθύτηταν και φιλανθρωπίαν της ισχυράς αυτής διοικήσεως της Βρεττανίας

Όθεν, προς ασφαλείαν των ιερών δικαιωμάτων της του κράτους ελευθερίας και ικανώς στερεάς πολιτικής υπάρξεως, η Ελλάς, δια της παρούσης δημοσίας πράξεως, προσδιορίζει,θεσπίζει, αποφασίζει και βούλεται τον επόμενον
                                                         ΝΟΜΟΝ

Α’.)Το Ελληνικόν έθνος,δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτου ελευθερίας,εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπο την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας….

Εν Πελοποννήσω τη….Ιουνίου 1825



Ιωνάς


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

΄΄απάγγειλον ημίν
Τίνος ένεκεν
Η κακία αύτη εστί εν ημίν;΄΄
(Ιωνάς,Α,7-12)



Φοβερή θαλασσοταραχή συμβαίνει εδώ και πολύν καιρό στην δύσμοιρη Ελλάδα. Και όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις,γίνονται προσπάθειες να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι της τρικυμίας. Όλοι κραυγάζουν να μάθουν εξαιτίας τίνων συμβαίνει το κακόν αυτό σε εμάς. Και ο υπαίτιος των συμφορών ή οι ένοχοι,πάντοτε βρίσκονται και εντοπίζονται, καθώς ο ήλιος πάντοτε ρίχνει το φώς του στο σκοτάδι και όλα τότε καθίστανται φανερά.

Η αιτία του κακού,το μεγάλον εκείνο κρυφό μυστικόν, το υπαίτιον της συμφοράς στους πολλούς από τους λίγους ή ο ένας ένοχος, αποκλειστικώς και διόλου κατά σύμπτωσιν, πάντοτε ο ίδιος..

΄΄ότι εκ προσώπου Κυρίου ήν φεύγων΄΄


Οι ένοχοι προσπαθούν να ξεφύγουν απ’το βλέμμα του Κυρίου.Ηγνόησαν εντολές θεού,παρήκουσαν τους νόμους Του και έπραξαν άλλ’ αντί άλλων και ύστερα έτρεξαν να κρυφτούν, να φύγουν, να σωθούν.Αλλά γλιτώνει κανείς απ’εκείνο το άγρυπνο βλέμμα, απ’ το φώς του ήλιου;

Δύο τινά προβληματίζουν.Πρώτον, τι κακό, τι ηγνόησαν οι ένοχοι απ’το θείο δίκαιο και προκάλεσεν τοιαύτη μεγάλη συμφορά και δεύτερον, γιατί την παράβασιν αυτών των αθεόφοβων να την πιστώνονται όλοι και άπαντες να υφίστανται την κοσμοχαλασιά;Οι ένοχοι της θαλασσοταραχής, οι υπαίτιοι των συμφορών μιας χώρας, χρησιμοποιώντας την τέχνην των, αυτήν της πολιτικής, όχι προς κοινόν όφελος αλλά προς ευχαρίστησιν των, απέκτησαν πλούτη, που δεν τους άνηκαν.Στο βασίλειόν των, εκείνοι και οι αυλικοί των ένοιωθαν ευχάριστα, αλλά έξω απ’ τα παλάτια των, το μεγάλο πλήθος δυστυχούσε.Η απληστία των ήταν τόσο μεγάλη, που ολοένα και ζητούσαν περισσότερα, ώσπου ήρθε καιρός την ύβριν των αυτήν να την πληρώσουν.Αυτοί που ηγάπησαν μόνον τον εαυτόν των και ηγνόησαν τον διπλανόν των, αυτοί που παρέβηκαν το χρέος των και επεζήτησαν μόνον την ευχαρίστησίν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπον, αργά ή γρήγορα θα δώσουν λόγον στο ιερόν, θείο βήμα, που θα κληθούν.

Το δυστύχημα είναι, ότι πλησίον αυτων κι εκείνοι, οι πολλοί, που δεν έπραξαν αυτά τα ανοσιουργήματα, δεινοπαθούν.Γιατι απλούστατα, ηνέχθησαν την ύπαρξιν εκείνων των μιαρών.Και όχι μόνον τους ηνέχθησαν δια πολύ καιρόν αλλά και ηθικώς τους παρότρυναν να πράττουν τα εγκλήματα των, γιατί και οι ίδιοι κοντά σε εκείνους έπρατταν τα ίδια.

Τι να κάνωμεν λοιπόν;Τώρα που ξέσπασεν η θεία οργή πάνω μας, ποια τιμωρία να επιβάλωμεν στους ενόχους, ώστε να μας αφήση η τρικυμία;Διότι η θάλασσα, αντί σιγά σιγά να γαληνεύη, σηκώνει όλο και περισσότερη φουρτούνα.Η απάντησις είναι μία:΄΄σηκώσατε τους και ρίψατέ τους στην θάλασσα και η φουρτούνα θα μας αφήση ήσυχους΄΄.Φτάνει όμως μόνον αυτό;Ασφαλώς τούτη η πράξις, αν δεν συνοδευθή με την επίγνωσιν των σφαλμάτων, που διεπράξαμε όλοι, ως έθνος και την μετανοία μας, δεν θα επιφέρη το ανάλογον αντίκρυσμα.Η επίγνωσις των λαθών με τον έναν ή τον άλλον τρόπον πάλι έχει επέλθει, τόσον καιρόν τώρα.Απομένει η ουσιαστική μετανοία, αλλά κυρίως εκείνη η πράξις της ρίψεως των υπαιτίων στην θάλασσαν, προκειμένου άμεσα να κοπάση η θαλασσοταραχή, που μας έχει τσακίσει.Όσον οι παραβάτες παραμένουν ατιμώρητοι, είναι βέβαιον, ότι ο κλυδωνισμός και τα άγρια κύματα θα συνεχίσουν να συνταράζουν το ήδη ρημαγμένο σκάφος μας.



Όσοι εμεγάλυναν την πατρίδα


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Sed quo sis,africane,alacrior ad tutandam rem publicam,sic habeto:Esse in caelo locum certum definitum omnibus qui conservarerint, adiuverint, auxerint patriam, ubi fruantur
beati aevo sempiterno;Nihil enim, quod quidem in terries fiat,
est acceptius illi principi deo, qui omnem mundum regit,
quam concilia coetusque hominum iure sociati quae appelantur civitates[1]; Harum rectores et conservatores
hinc profecti huc[2] revertuntur.

 Αλλά δια να είσαι,ω Αφρικανέ,θαρραλεώτερος προς διαφύλαξιν της πολιτείας τούτο νόμιζε ως βέβαιον:
Ότι δηλ. υπάρχει εις τον ουρανόν τόπος μόνιμος
προωρισμένος δι’όλους εκείνους οι οποίοι διεφύλαξαν,
εβοήθησαν, εμεγάλυναν την πατρίδαν, όπου δύνανται
ν’απολαύσουν ευδαίμονες ζωής αιώνίας.
Διότι ουδέν, οπερ τουλάχιστον εν τη γή ενεργείται
είναι μάλλον ευπροσδεκτον εις εκείνον τον άρχοντα θεόν,
οστις όλον τον κόσμον κυβερνά, παρα αι συναθροίσεις
και αι ανεπίσημοι συγκεντρώσεις των ανθρώπων
αι δια νόμων συνδεδεμέναι, αιτινες καλούνται πολιτείαι.
Τούτων οι κυβερνήται και οι σωτήρες ενθένδε προελθόντες
δεύρο επιστρέφουν.

εκ του ενυπνίου του Σκιπίωνος του Κικέρωνος







[1]  Κατά τον Σκιπίωνα εν τη πολιτεία εγκειται ο σκοπός του ανθρώπου διότι δεν έχει πλέον θέσιν προς εκτέλεσιν του καθήκοντός του έναντι εαυτού,απέναντι του πλησίον και απέναντι του θεού.Εν άλλοις λόγοις,η θέσις του ανθρώπου είναι εν τη πολιτεία και εν τη κοινωνία,διότι ο ζων εκτός αυτής ή θεός είναι ή θηρίον
[2] Την Πυθαγόρειον θεωρείαν,καθ’ήν  αι ψυχαί απορρέουν εξ αυτής της ουσίας του θεού,εκ του καθολικού,του παγκοσμίου πνεύματος όπερ κυβερνά και εμψυχώνει τον κόσμον,παραδέχεται και ο Πλάτων.Την δράσιν δε τούτου εδέχθη κι ο Κικέρων.Εξ άλλου κατά λαικήν δοξασίαν κοινήν εις τας ιταλοελληνικάς θρησκείας,αι ψυχαί των καλώς κυβερνώντων τα δημόσια επανέρχονται μετα θάνατον εις τους αιωνίους χώρους ως εις την πραγματικήν πατρίδαν των,εξ ής και προήλθον.Οι κακώς κυβερνώντες;