Η Ηρωική Αντίληψις Της Ζωής

Η ηρωική αντίληψις της Ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότι η Ζωή είν' ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς, αποτελεί μίαν συνεχή  μ ε τ ά β α σ ι ν  προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι προς ένα διαφορετικόν είδος οργανικού όντος (τον υπεράνθρωπον π.χ. του Nietzsche), αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλο­γος είν' ένας  πρόδρομος,  που αντλεί το νόημα της υπάρ­ξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ' από το παρόν, αλλ' από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το παρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον δεν είν' εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις του σώματος αυτού οφειλομέν' εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων ανθ­ρώπων· ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον πα­ρόν, το παρόν που ζη γύρω του και ζη μέσα του.
     Και εδώ ακριβώς κείται η  τ ρ α γ ι κ ό τ η ς  του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν - και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ' εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ' αυτόν τον τρόπον χρη­σιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και την οργήν παντοδαπών συγ­κρούσεων. Συγκρούσεων προς τούς συγχρόνους του, οι οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγ­κρούσεων προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητάς του, που ανήκει εις το παρόν, και των δυ­νατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που ε ί ν α ι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνα­τοτήτων από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.
     Κατ' αυτόν τον τρόπον ζη  τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς  ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισ­σότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ' εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.
     Αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς - περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ' άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθε­λουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ' άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλ­λά θα το κάνη όχι από πνεύμ' αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η  α ι σ θ η τ ι κ ή,  θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ' είναι  π ρ ο ν ό μ ι ο ν  των εκλε­κτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται  υ π έ ρ  των άλλων,  υ π ό  των άλλων - το πολυτιμότερον προνό­μιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν' ο καρπός - αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, διά ν' αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν' εκείνος που θάπτεται διά να εορτασθή η  α ν ά σ τ α σ ι ς,  και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.
     Αλλ' ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδε­μή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον όχι μορφή ζωής -και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος και μόνος αυ­τός ζη  έ ν τ ο να  και  π λ ο ύ σ ι α  ολόκληρον την ζωήν. Αλ­λά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι' αυτόν ό,τι συνήθως νοού­μεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.
     Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βά­θος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμο­νής. Έπειτα, τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση - και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να  δ ί δ η ς.
     Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ' ανάγκην  π ο λ υ μ ε ­ρ ή ς,  τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν' αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκεί­νοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγ­χρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του.  Μ έ σ α  τ ο υ  ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του και τας αποδίδει με τον  προσωπικόν  του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ' ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ' ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο μεγαλοφυής, που ζη μέσ' απ' όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβε­ται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.
     Αλλ' η πολυμέρεια αυτή δεν σημαίνει και  δ ι ά σ π α σ ι ν,  απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και θόλωμα του πυρήνας της προσωπικότητας - αυτό συμβαίνει στους πολλούς, όταν ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν αίρει τη συγκέντρωση· τη καθιστά ισχυρο­τέρα, την  α π ο δ ε ι κ ν ύ ε ι  ισχυροτέραν. Δεν θα ήτον ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης, και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περι­στατικά, τα πετάγματα και τα ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτο­δεμένην ενότητα όχι μόνον χρονικής διαδοχής, αλλά συνο­χής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.
     Η πολυμέρεια του ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν  αντιφατικότητος.  Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της πλευρά, θα ημπορούσε ν' αποτελή (και αποτελεί διά τους πολ­λούς) έναν αυτόνομον κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν' αποδώση μία άλλη πλευρά του. Είναι λοι­πόν ν' άπορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ' ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ' ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα - και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατι­κότητα. Ειδεμή, τί θέλγητρον θα είχε δι' αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ' ασφαλώς» δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώ­σεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ' ευκαιρία και ανυψώσεων.
     Πράγματι ο  π ό λ ε μ ο ς  κι ο  κ ί ν δ υ ν ο ς  είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ' η  ε π ι τ υ χ ί α.  Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη - να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ' ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των τριακοσίων εις τας Θερμοπύλας...
     'Αλλωστε γενικώς η επιτυχία είναι διά τον ηρωικόν άνθρω­πον μία λέξις, μία πραγματικότης ίσως -όχι  α ξ ί α.  Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις τον εαυτόν του, θα ήτο δι' αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολι­γώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτο απαισιόδοξος. Αλλ' επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ' έξω μας, κι εκείνος έχει  μ έ σ α  τ ο υ  τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ' ή ζωή του ούτ' η ευτυχία του. Και τί μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να τού προσφέρη;
     Έπειτα η επιτυχία σημαίνει φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα,  κ α τ α β ι­ β α σ μ ό ς  δηλαδή και ολιγάρκειά της, διά να συμμορφωθή προς την καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού είναι ν'  α ν α β ι β ά σ η  τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι' αυτό παρέχει την εντύπωσιν άφρονος κι  ε ί ν α ι  άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ' ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρω­πος είν' ο αιωνίως νέος - τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυ­χα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βα­δίζει· χορεύει.
     Αυτός είν' ο λόγος που θεωρείται και είναι άνθρωπος  α β ο ή θ η τ ο ς  εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν. Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει τη φρόνησιν να  δ υ σ π ι σ τ ή  προς τους γύ­ρω του. Να δυσπιστή προς τί; Διά ν' αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς, που αναζητεί η ψυχή του. Τούς αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν η από βιοπορι­στικόν καταναγκασμόν -οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν τότε οι ηρωικώτεροι των ανθρώπων- αλλ' ως εσωτερικήν προσταγήν της μοίρας του, ως το ιερώτερον δικαίωμα που τού δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν δι' όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι' όσους υπεβλήθησαν· περιγράφουν τας επιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά διά τον ηρωικόν άνθρωπον, το εί­δαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν' αδικηθής παρά ν' αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.
     'Αλλωστε προς τί να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεν­τρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους άλλους, διά να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί. Απασχολούνται κατ' ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να τούς απασχολή εκείνο έντονα και ικανοποιητι­κά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος  κ έ ν τ ρ ο ν  τ ο υ  ε α υ ­τ ο ύ  τ ο υ,  ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μο­ναξιάς του. Δι' αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παρα­βγαίνη με τούς άλλους· δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ' αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.
     Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον η  υ π ε ρ η φ ά ν ­ε ι α  του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που δι­εξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι τού εστοίχισεν ως που να κατα­λήξη εις αυτάς, τι  τ ό λ μ η  εχρειάσθη - sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής - τι εσωτερικήν  ω ρ ί μ α ν σ ι ν  προϋποθέτει. Έτσι, ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ' επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.
     Διά ν' αποκτήση μήπως  ο π α δ ο ύ ς;  Είν' αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν διά τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ' εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμε­νον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ' η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει. Όχι το  τ ι  πιστεύεις, αλλά το  π ώ ς  πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σού ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπι­κόν· δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής, μήτε να το δανείσης. Έπειτα τι σημαίνει διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός; Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να συνεργάζεται· είναι ανδρικώτερον...
     Έτσι κι όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη οποίος είναι. Και ακρι­βώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν' ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.
     Κι όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά· όπως το δέν­τρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ' ευρί­σκοντ' αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έ­τσι κι ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν' ανακοινώση -όχι ν' ανακοινώση·  ν α  τ ρ α γ ο υ δ ή σ η  μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του- να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ' αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι φαν­τάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ' ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν' ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν' ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.
     Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι' αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι  ν α   δ α π α ν ά,  ακριβέστε­ρον ακόμη:  ν α   δ α π α ν ά τ α ι.  Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ' αναπλη­ρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπο­λογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά... Όσα και να σκορπίση, πάντοτ' εκ του περισσεύματος θα είναι.
     Εκ του περισσεύματος αντλεί κι η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ' αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι' αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Κι ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.
     Και είν' η χαρά του να σκορπά: όλα τ' αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως  κ τ ή μ α τ α,  αλλ' ως  χ ρ ή μ α τ α  (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι·  γ ί ν ο ν τ α ι  αγαθά, αφ' ης στιγμής και εφ' όσον δαπανώνται.
     Εις την εργασίαν καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προ­θυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι' αυτόν δράσις και κά­ματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνά­μεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ' αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.
     Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον - η σκέψις είναι δι' αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει - ή διά να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δί­δει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ' άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα επροφύ­λασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυ­πίαν.
     Κι είναι φυσικόν· αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς πε­ριφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ' άλλα, πλούτος και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν' ένα μηδέν.
     Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι  σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν· ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρό­νια, αλλά πάντα θα είν' ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλωστ' η ηλικία είναι κάτι σχετικόν· δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν' έννοια ηθική, όχι αστρονομική.
     Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ε ρ α σ ι θ ά ν α τ ο ς.
     Βαδίζει προς τον θάνατον όχι διά ν' αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν  υ φ ί σ τ α τ α ι  τον θάνατον. Δι' αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι  π ά σ χ ε ι ν,  είναι  π ρ ά τ τ ε ι ν.  Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τούς δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είν' η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις.
     Αλλ' ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν' εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης - παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορ­φυράν του μεγαλοπρέπειαν.
     Αν θα είν' εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημα­σίαν. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είναι πάντοτ'  ε ­κ ο ύ σ ι ο ς,  αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και βαδί­ζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε δια­λέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν εξαρτάτ' από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη - διά τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.
     Αλλ' εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δο­χείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει - και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου...


ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ


Τί είναι αυτό που θα μας σώση

Άρθρο του φιλολόγου
Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη



Εις όλας τας φάσεις της εξελίξεως των κοινωνιών, τα φαινόμενα της πραγματικότητος παρουσιάζονται ως  απρόβλεπτα, ποικιλόμορφα και απατήλα. Μερικα κοινωνικά συστήματα ειναι εις θέσιν εις περιόδους κρίσεως και πολέμου,να κινητοποιήσωσι αποτελεσματικώς και ταχυρρύθμως τους ανθρωπίνους και υλικούς αυτών πόρους και να εκδιώξωσι δια παράδειγμα έναν εξωτερικόν εισβολέαν, εν ώ άλλα καταρρέουσι εις σύντομον χρονικόν διάστημα.Ιστορικον παράδειγμα η πτώσις της Γαλλίας εις ολίγα εικοσιτετράωρα εις τους ναζί και απο την άλλη η αντίστασις των Ελλήνων εναντίον δυο υπερδυνάμεων εις τα όρη της Πίνδου και το Ρούπελ κατα τα έτη 1940-1941 .Πως εξηγείται όμως η διαφορετική αντιμετώπισις του μη προβλεψίμου του βίου εκ των εκάστοτε κοινωνιών;
Σαφώς εις την διαφορετικήν αντίληψιν ην έχουσι δια την ζωήν και εις τας πνευματικάς και ηθικάς των υποδομάς. Ο άνθρωπος είναι σάρξ και πνέυμα.Δεν είναι δυνατόν η μία φύσις εξ αυτών των δυο να ζήση εις βάρος της άλλης.Φαίνεται δε ωστόσο,ότι κατα καιρόν κάθε κοινωνία επενδύει εις την ανάπτυξιν μιας εξ αυτών,παραμελώντας την άλλην. Ετσι αγνοώντας φερ ειπείν το πνέυμα και δίδοντας έμφασιν εις την ευμάρειαν,την ικανοποίησιν της σαρκός και της ύλης,είναι ίσως εμφανές,ότι θα υπάρξη διαταραχή της ισορροπίας τι,όπερ θα έχη αντικτυπον.
Λεγει στιγμην τινά ο Ιησους ''δεν πρεπει το ενδιαφέρον υμών ολόκληρον να το στρέφητε μετα ζήλου εις το να αποκτήσητε την υλικήν τροφήν,αλλά την πνευματικήν ήτις μένει άφθαρτος και παράγει ως αποτέλεσμα την αιώνιον ζωήν''(Ιωαν.Στ,27). Και η πνευματική τροφή είναι με δυο λογια η πνευματική καλλιέργεια και η τελειοποίησις του ήθους κατα το δυνατόν.Ταύτα και τα δυο ομού,επετέυχθησαν εν τω βίω του ελληνικού έθνους μέσω του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους.Αυτό μεσουράνησε επι βυζαντίου και ως εκ θαύματος ωδήγησεν το έθνος ύστερα απο τετρακόσια έτη σκλαβιάς εις την αναγέννησιν,εν ώ εις την σύγχρονην ιστορίαν έδωκεν νέας δάφνας εις τον ελληνοιταλικόν πόλεμον.Αυτές αι δυο παραδοσιακαί αξίαι του ελληνισμού,οι πυλώνες οίτινες τον διετήρησαν ζωντανον δια μέσου της λαίλαπος και του αφανισμού των σκληρών καταστάσεων του ρού της ιστορίας,η πίστις εις τας αρετάς των προγόνων και εις το ήθος το χριστιανικόν,υπήρξαν αι αιτίαι της σωτηρίας.
Την σήμερον καλείται το ελληνικόν έθνος να θυσιάση ό,τι πολυτιμότερον έχει,αυτάς τας ιδέας του περι ελευθερίας,δημοκρατίας και δικαιοσύνης και ισονομίας αλλα και την πίστιν του και τας αρχάς του εις την αγαθοσύνην,πραότητα και προ πάντων αυτάρκειαν,και εγκρατείαν προκειμένου να μην απωλέση την όποια δόσιν υλικής ευμαρείας του επιδαψίλευσαν τα κέντρα της αλλοδαπής΄΄μια ευμάρεια ήτις δοσμένη τεχνηέντως και βαθμιαίως απο το παρελθόν παρέλυσεν όποιαν πνευματικήν και ηθικήν αντίστασιν είχε και προσανατολισμόν. Απώλεσε η σύγχρονη Ελλάς τον προσανατολισμόν της και τίς είναι άρα γε υπέυθυνος να της τον επαναπροσφέρη πάρεξ απο τους πνευματικούς ταγούς αυτης, αν φυσικως απέμεινεν εν αυτοίς ολίγη συνείδησις και θέλησις και δεν έχουσι κι αυτοί αλλοιωθεί εντος της καθολικής παρακμής.



Σκέψεις ενός ληστού

1
αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπω. Και όντως εντός της κοινωνίας εάν ήμην και τον αυχένα θα έκλινον εις τους νόμους και θα εμισούμην προς τούτοις. Εντός Δε της φυλακής των πόλεων εγκεκλεισμένος, και τας σωματικάς και διανοητικας δυνάμεις μου θα έβλεπον καταβαλλομένας, και τας ασθενείας, τον όχληρόν τούτον ξένον, συχνά επισκεπτoμένας την σάρκα μου. Επί τέλους Δε θα απέθνησκον επί κλίνης μετά ασθένειαν οδυνηραν περιστοιχιζόμενος από ανθρώπους αναμένοντας ανυπομόνως την τελευταίαν μου αναπνοήν ίνα δαμελισθώσι τα ιμάτιά μου, εάν ήμων πλούσιος, θλιβομένους Δε διότι αποθνήσκει ο κοπιάζων και τρέφων αυτούς, εάν ήμην πτωχός. Ήδη Δε πτηνόν δεν φοβούμαι ασθενείας, τα Δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού.
Τι είναι κοινωνία; σωρός κακοηθείας και ραδιουργείας , άθροισμα φθόνου και μίσους εκμαγείον δαιμόνων. Εάν Δε τις εξετάση καλώς και απαθές βλέμμα την κοινωνίαν και τα άτομα αυτή, θέλει ιδεί ότι εις μεν την κοινωνίαν σύμπασαν δεν υπάρχει αρετή, εις Δε το άτομον δύναταί τις ενίοτε να εύρη τοίαυτην και διατί τούτο; διότι το μίσος , ο φθόνος, η κακία, η ραδιουργία και τα τοιαύτα, εις το άτομον απολύτως θεωρούμενον δεν δύνανται να αναπτυχθώσι, αλλ’ εις την κοινωνίαν και δια της κοινωνίας αναπτύσσονται.
Αλλ’ είμαι ληστής λέγουσιν οι έννομοι, είμαι κακούργος. Πόσοι εντός της κοινωνίας βασανίζουσι τους ανθρώπους, εκδύωσιν αυτούς, υποσκελίζουσι τους αγαθούς, κακοί αυτοί, και στερούσι πολλών οικογενειών τον άρτον! Και εν τούτοις ζώσιν εντός της κοινωνίας κολακευόμενοι, τιμώνενοι, θαυμαζόμενοι.
Όστις κακός ων προσπαθεί να φαίνηται ενάρετος μάλλον κακουργεί ή ο διαρρήδην παραβαίνων τους νόμους.
Ο άνθρωπος, ο κοινωνικός και εξευγενισμένος καλούμενος άνθρωπος, θεωρείται, υπό των τοιώντων όμως πάλιν, πολύ ανώτερος των ζώων και εν τούτοις ζώα του αυτού είδους χωρίς να σχηματίζωσι κοινωνίαν, χωρίς να έχωσι συνθήκας, χωρίς να έχωσιν ηθικούς νόμους, προστατεύονται πολλάκις, και σπανίως σπανιώτατα σφάζουσιν άλληλα.
Νομίζουσιν ημάς δυστυχείς πόσον απατώνται και πόσον αυτοί είναι δυστυχείς! Υγιείαν έχομεν και ζώμεν καλώς, ίσως Δε και τύψιν συνειδήσεως ολιγωτέραν από τους εν τη κοινωνία ανθρώπους ο Δε χρόνος δεν φέρει εφ’’ημών την πνοήν του τοσούτον ταχέως ως εφ’ύμας. Σεις Δε; σεις μεν οι πλούσιοι οι κατακεκκλιμένοι εντός μαλακων στρωμνών, οι ηδύνοντες τον λάρυγκα υμών με γαλλικούς οίνους, οι περιστοιχιζόμενοι από υπηρέτας αφαιρούντας αφ’ ύμων την σωματικής ενέργειαν, εν ω η μαλθακότης αφαιρεί την διανοητικήν, είσθε ευτυχείς; Ουχί διότι φοβείσθε ημάς τους οποίους εις μάτην κατατρέχετε, διότι γίνεσθε πλεονέκται, διότι τρέμετε τον θάνατον είσθε ενάρετοι; πολλού γε και δει τα χρήματα ταύτα, αι οικίαι,οι κήποι, οι άμπελοι,οι αδαάμαντες τις οίδε τίνι τρόπω απκτήθησαν, ο ενάρετος δεν γίνεται πλούσιος, αλλά δύναται να κληρονομήση τα με ιδρώτα πολλών οικογενειών αποκτηθέντα χρήματα ταύτα, πλήν προς τι τούτο αφού αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα;
Σεις Δε οι πτωχοί είσθε ευτυχείς; καταπατείσθε από τους πλούσίους και γίνεσθε όργανα των ορέξεων αυτών χωρίς καν να το αισθάνησθε δεν έχετε ούτε θέλησιν, ούτε όρεξιν, ούτε ελευθερίαν εάν και πάλι νομίζητε εαυτούς ευτυχείς, κυλίεσθε εν τη ευτυχία σαν και μη φοβείσθε να σας ταράξη τις ποτέ.
Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν οι πτωχοι τους τιμώσι τις του καταφρονέι; ο νόμος; όχι διότι δεν τους ετιμώρει.
Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους δαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου να χύνωμεν το αίμα αυτών ομείως, διότι το ερρόφησαν απ΄άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθε, καθώς και σες οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χίλιους φόρους διατί μας υβρίζετε;
Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατετρέχη ημάς πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλην διατί δεν το κάμνει; διότι ημείς φονεύομεν αναφανδόν, εκείνη Δε λάθρα, διότι εμείς εις μίαν στιγμήν απαλλάττομεν τον άνθρωπον του βαρέως της ζωής φορτίου εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσιν το αίμα των θυμάτων των διότι ημείς καλλούμεθα λησταί, εκείνη ευγένει, πεπολιτισμένοι, αγαθοί , και ενάρετοι ανθρώποι.
Η Δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της ει τους κόπους αυτής να ίδη τα’ αποτελέσματα π’ αυτή παρήγαγε και παράγει.
Η κοινωνία μας αποσκορακίζει πλην όμως νομίζεται ότι ημείς έχομεν ανάγκη αυτής;
Η κοινωνία εσχηματίσθη διότι το άρρεν επεθύμει το θήλυ, διότι ο πατήρ ήθελε το τέκνο πλησίον του ίνα τον υπηρετεί και ίνα οπλήσει, η κοινωνία εσχηματίσθη διότι ο ασθενής επεθυμεί βοηθείας και προστάτου διότι ο τρυφηλός επεθυμεί τρυφάς, αδύνατον να επιτύχη άνευ της συνεγείας των άλλων. Ιδού διατί εσχήματίσθη η κοινωνία.
Αλλά, λέγουσι, τα λαμπρά τότε προτερήματα τα οποία έλαβεν ο άνθρωπος παρά του πλάστου, πως ηδύναντο ν’ αναπτυχθώσι και να ωφελήσωσιν αυτόν; Η ιατρική, η χημεία η φιλοσοφία, αίτινες σήμερον υπάρχουσι τότε τι ηθελον γένει; η ιατρική είναι άχρηστος εις ανθρώπους μη κοιμωμένους εντός στρωμνών εκ πτίλων, εντος αιθούσης θερμαιόμενης το χείμωνα, η ιατρική είναι αχρήστος εις ανθρώπους μη βαρύνοντας το στόμαχον με πληθύν βρωμάτων τερπνών μεν εις το λάρύγκα , καταστεπτικών Δε εις τον οργανισμόν. Οι άγριοι δεν έχουσιν ανάγκη της ιατρικής, ουδέ έχουσις επιστήμονας ιατρούς και εν τούτοις δεν αποθνήσκουσι με τους κανόνας της ιατρικής από τας των ιατρών χείρας ως οι πεπολιτισμένοι. Η χημεία και η φυσική τι κατόρθωσε; η μεν ν’ ανακαλήψη εις τους ανθρώπους όπλα άγνωστα, άτινα μεταχειρίσθησαν κατ’ αλλήλων, η ίνα δεσμεύση την δαστηρίοτητα του ανθρώπου δια των ανακαλύψεών της, και καθιστώσα τον άνθρωπον επηρμενόν δια τας ανακαλύψεις του και να δίξη προφενέτερα την μηδαμινότητά του δια του θανάτου.
Η φιλοσοφία τι εχρησίμευσεν εις του ανθρώπους; εις το να βασσανίζει τον νουν των λατρευτων της, και σκοτεινή και δύσληπτος αυτή ούσα, να θαυμάζητε ως μεγάλη επιστήμη .Η αλήθεια είναι μία, φιλοσοφικά συστήματα εισίν άπειρα άρα πάντα εισί ψεύδη. Η αλήθεια είναι σαφής, είναι καθαρά , το ψεύδος είναι σκοτεινό, είναι ασαφές.
Θέλετε Δε να ιδήτε η θεολογία εις τι εχρησίμευσεν; απλούστατον, είς το να γίνωσι διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων, εις το να γεννήση μίσος άσπονδον μεταζύ αυτών, εις το να εγείρει τους μεν κατά των Δε, και διδάσκουσα αυτή την αρετήν και την μετριποπάθειαν, να φέρη αντί της αγπάπης τη διχάνοιαν , αντί της μετριοπάθειάς τα μίση αντί της ειρήνης τον πόλεμον. Όλον το αίμα το χυθέν ένεκα λόγων άλλων και ουχί θρησκεύτικών έιναι ολιγώτερον του χυθέντος ένεκα θρησκευτικών έριδων και σχισμάτων εν γένει ουδέν έργον της ανθρώπινης διανοίας εγένετο πρόξενου καλού.
Αλλ’ ας επανελθώμεν εις την κοινωνίαν.
Αφού κατά μικρόν οι σφιγώντες, οι αισχοκερδείς,οι τρυφηλοί κ’ οι κοιλιόδουλοι συνήλθον επί το αυτό, ο ισχυρότερος εξ’ αυτών και πνευματωδέστερος ετέθη επί κεφαλή των, άλλοι επιθυμούντες να καθέξωσι την θέσιν ταύτην έρριψαν αυτόν και ήλθον αυτοί. Επί τέλους η λέξις ισότις ήρχισε να κυκλοφορή. Οι δείλαιοι ως είναι δυνατόν να υπήρξη ποτέ ισότις και η πολιτική Δε ισότης εάν κατορθωθή, είναι δυνατόν να καταστήσει τις τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, κατά την παιδείαν, κατά την ρώμην; ιδού ανισότης μεγάλη, ήν η κοινωνία και οι σοφοί αυτής όσον και αν φιλοσοφήσωσι δεν θα λυσώσιν.
Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους πτώχους, τους άνευ προστάτων, τους αδύνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλοι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλοί κι ισχυροί εκτός αυτής και κατοπατούσι των τους ηδίκασε.
Φθόνοι, μίση, ραδιουργίαι υπήρξαν πριν γίνη κοινωνία; ο Αδαμ δεν εγνώριζε τον φθόνον, ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ.
Δεν είμεθα ήμεις τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ούς έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τω όντι αφ’’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι!
Ερπετά! Τολμάτε ν’ αποσκορακίζητε ημάς τους αετούς.
Μας θεωρούσι σκληρους, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος , καθαρός, ουχί ως εις υμάς , μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχορόρα περιεπλάνωντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω εν άνθος και εν φίλημα, ποσάκις έκλαυσα συλλογιζόμενος ότι έμελε να ταφή εντός μια καλύβης σεσαθρωμένης!
Δεν είμεθα ημείς σκληροί, ως μας νομιζέτε, είς την φωνήν του δυστυχούς δακρύομεν, εις την φωνήν του πένητος ελεούμεν και βοηθούμεν τον αδύνατον. Ανοικτίρμονες είσθε σεις και κακούργοι.
Το έλεος και η συμπάθεια δεν καταβιβάζουσι την ανδρειάν του ανθρώπου, κ ως φρονούσι τινες, αλλ’ η έλλιψις αυτών είναι ένδειξις ψυχής διεφθαρμένης και χαμερπούς.
Είς την κοινωνίαν υπάρχουσι λησταί νόμιμοι λισταί- τοκογλύφοι, λησταί- εμπόροι, λισταί- χρυσοχόοι, λησταί- ενάρτοι, λησταί – ευσεβείς και πλήθος άλλων. Οι λησταί – τοκογλύφοι πρέπει να διχοτομήθωσι δια πίωνος, οι λησταί – εμπόροι να ανασκολοπισθώσιν, οι λισταί – χρυσοχόοι να εισβήθωσιν εντός λουτρού εκ μολυβδου αναλελυμένου, οι λησταί-ενάρετοι να κεμασθώσι, και οι λησταί- ευσεβείς να σταυρωθώσιν. Και εντούτοις, και αν όλα ταύτα συμβώσιν, είναι μικρά η τιμωρία των διότι εκείνοι ου μόνον εντός των πόλεων ληστεύουσιν, ου μόνον δύο έχουσιν ιδιότητας καλήν επιφάνειαν, άισχρόν κέντρον, αλλά το αυτό άτομον καθ’ εκάστην σχεδόν ληστέυουσι, ενώ ημείς και ειλικρινέις είμεθα και σπανίωνς δις φορολογούμεν τον αυτόν άνθρωπον. Αλλ’ όλοι αι ληστείαι εκείνου του είδους καθιερώθησαν υφ’ όλων των εθνών και ουδείς τολμά να εκφέρη κατ’ αυτών γνώμην διότι εκλαμβάνεται εχθρός της κοινωνίας.
Άλλοτε οι λησταί δεν κατετρέχοντο τοσούτον όσον σήμερον, διότι οι εντός της κοινωνίας αρπαγές ήσαν ολίγοι, σήμερον Δε ότε η κακία υπερεπλέονασεν, ότε το κλέπτειν επιτηδείως τιμάται, μας κατατρέχουσιν! Ίλεως επ’ αυτούς!
Μολοντούτο πρέπει να ήμεθα δίκαιοι, ευλόγως μας κατατρέχει η κοινώνία, διότι κακή αυτή ούσα και διεθαρμένη και πονηρά, κυλιομένη Δε εις το βόρβορον των παθών των Τε ηθικών και σωματικών, υποβλέπει τους ενάρετους , τους ελεύθερους, τους όντως ανθρώπους.
Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και δια του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αυτή υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολώτερόν πώς να διακρίνη τις τον κακόν, αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενομένος δια της λαμπρότητός του εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα δια της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών και των χειλέων του, διασκορπίζει Δε άζωτον και δηλητήριον δια της καρδίας του, πως δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θοπεύουσι τας παρείας του θύματος ίνα εμπήξωσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;
Αποκαλείτε ημάς κακούργους, αλλά τι είναι εκείνοι, οίτινες τα ιερώτερα του ανθρώπου αισθήματα εμπαίζουσι και εμπορεύονται; εκείνοι οίτινες υποκρινόμενοι τους ευσεβείς και θρήσκους ληστεύουσι τους ανθρώπους; είναι τέρατα της φύσεως, είναι αληθινοί κακούργοι, είναι εκτρώματα της εκτρωματικής κοινωνίας.
Πλην τα σκέψεις ταύτας δεν τα κάμνουσιν οι εντός της κοινωνίας, ευ ζην μόνον ποθούσι και αδιαφορούσι δια τα μέσα της αποκτήσεως…
Δι΄ημάς όμως είναι αδιάφορον, ας μας κατατρέχωσι, το μόνον Δε παράπονον είναι το εξής. Έπρεπεν η κοινωνία ήτις θεωρεί ημάς γαγραίνας αυτής, αντί ν’ αποκόψη αυτάς αφού σχηματισθώσι να προσπαθήση μάλλον να εμποδίση την γένεσίν των, εάν είμεθα γαγγραιναι της κοινωνίας δεν πταίομεν ημείς, πταίει αυτή ήτις εμποδίζει τους κακούς οίτινες μας σχημαατίζουσι.
2
Διατρέχομεν τον δέκατον έννατον αιώνα, ον άπαντες φρονούσι πεπολιτισμένον φέροντες ως απόδειξιν την πρόοδον των επιστημών και την περιστολήν των κακουργημάτων, ο άνθρωπος την σήμερον, λέγουσι, και ηθικώς ανεπτύχθη και υλικώς εκέρδισεν, η βάρβαρος εποχή παρήλθε καθ’ ην οι άνθρωποι εκυλίοντο είς τον βόρβορον της αμαθείας και της κακοηθείας.. σήμερον είναι σοφοί, χρηστοί και ενάρετοι!
Ημείς, οι λησταί, μη παραδεχόμενοι την κοινήν απάτην θα καταδείξωμεν την πλάνην των φρονούντων ταύτα, ουχί επιθυμούντες να κοινοτομήσωμεν, αλλά χαριζόμενοι εις την αλήθειαν.
Εάν ο πολιτισμός συνίσταται εις την εξωτερικήν επίδιξιν ευγενών τρόπων, εις την επίπλαστον γλυκύτητα του χαρακτήρος, εις την μαλθακήν των ανθρώπων ζωήν, εις το άσεμνον του βίου και το γελοίον της ενδυμασίας, τότε παρά πάντα άλλον ο αιών ούτος είναι πεπολιτισμένος. Αλλ’ εάν η εξευγένισις της ψυχής, η αγαθότης των φρονημάτων, η χρηστότης ηθών και εν γένει η αρετή συνίστησιν αυτόν, τότε ευρισκόμεθα πολύ μακράν του πολιτισμού.
Όθεν, επειδή υπάρχει ψευδής τις έννοια αυτού, νομίζουσι ότι ο νυν αιών είναι από κεφαλής μέχρι ποδών πεπολιτισμένος ενώ πραγματικώς ο αιών ούτος είναι χείρων του πρώτου μετά τον Αδάμ αιώνος.
Η πρόοδος των επιστημών την οποίαν επικαλούνται οι φίλοι του δεκάτου εννάτου αιώνος και του πολιτισμου είναι δείγμα Ηλίου φαεινότερον της ηθικής των ανθρώπων διαφθοράς, η Δε ελάττωσις των κακουργημάτων δεν είναι βεβαίως δείγμα ηθικής προόδου, διότι όταν υπαρχουσιν άπειρα μέσα προς περισολήν του κακουργήματος, ο μη περιπίτων εις τούτο δεν δύναται να κληθή ούτε ενάρετος ούτε αγαθός.
Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’ όν ο άνθρωπος μόνος του θέλει δυνηθή να διαστείλη το αγαθόν του κακού, καθ’ ον άνευ εξωτερικής τινός επιρροής μετέρχεται το αγαθόν. Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’όν οι δέκα δεν τρέφονται εκ των αγώνων χίλιων% καθ’ ον η ικανότης απολύτως εκτιμάται, καθ’ ον οι άνθρωποι πάντες από περάτων μέχρι περάτων της γης γενήσονται μία ποίμνη, και εις ποιμήν ο Θεός και τα άτομα. Και τοιούτος μεν ο πεπολιτισμένος αιών.
Ο Δε ημέτερος είναι Σκυθικός, Βανδαλικός , Ουνικός ή και χείρων εκείνων, διότι εκείνοι ήσαν αιμοβόροι ένεκα των εθίμων και νόμων των, ενώ ημείς είμεθα ηθικώς διεφθαρμένοι.
Η πρόοδος των τεχνών είναι δείγμα της διαφθοράς του αιώνος τούτου, διότι ίνα προάγωνται αι τέχναι απαιτέιται κατανάλωσις, η Δε κατανάλωσις υποθέτει ανάγκας. Ο ενάρετος , ο αληθώς πεπολιτισμένος άνθρωπος είναι ολιγαρκής, ο διεφθαρμένος έχει ανάγκας, επομένως η των τεχνών πρόοδος είναι δείγμα προφανέστατον της διαφθοράς του ανθρώπου.
Επίσης και η πρόοδος των επιστημών ηύξησαν αι ασθένειαι διότι ιατρική άνευ ασθενείων δεν δύναται να υπάρξη, ούτω και πρόοδος ιατρικής άνευ προόδου ασθενειών δεν δύναται να συμβή- ίνα λοιπόν προοδεύση η ιατρική ηύξησαν αι ασθένειαι, επείδή Δε μέγα μέρος των ασθενειών είναι άμεσον ή έμμεσον της διαφθοράς αποτέλεσμα, η τελειοποίησις της επιστήμης ταύτης δηλοί ηθικήν διαφθοράν μεγάλην.
Προοδεύει η νομική επιστήμη καθόσον ο άνθρωπος γίνεται μάλλον απαταιών και στρεψόδικος, και αντιστρόφως, καθ’ όσον η νομική επιστήμη προοδεύει ο άνθρωπος γίνεται μάλλον στρεψόδικος. Η θεολογία έκαμε γιγαντιαίας προόδους, διότι εις την Γαλλίαν κατά την παρελθούσαν εκατοντηρίδα άθεοι μόνον υπήρχον, διότι κθ’ εκάστην ευρίσκονται μωροί προσβάλλοντες τας γραφάς και αρνούμενοι τον θεόν.
Ιδου λοιπόν ότι η πρόοδος των επισστημών προϋποθέτει ηθικήν δαφθοράν.
3
καλούσιν ημάς εγωϊστάς και νομίζουσιν ότι μας υβρίζουσι.
Πολύ απέχουσι τούτου, και ιδού δατί.
Ο άνθρωπος άμα πεσών υπεδουλώθη- διότι από της εποχής εκείνης ανεπτύχθησαν ανάγκαι, τας οποίας ούτος αντί να προσπαθήση να κατανικήση απεναντίας ενεδυνώμωσε- τας ανάγκας ταύτας ηθέλησε να θεραπεύση δια της συνδρομής των λοιπών ανθρώπων υποδουλώσας ούτω εαυτόν εις εκείνους, καθώς και εκείνοι υπεδουλώθησαν εις αυτόν, ώστε ο άνθρωπος είναι κατά την ελευθερίαν κατώτερος των ζώων, διότι ταύτα μη έχοντα ανάγκας πολλάς ζώσι μόνα των και ανήκουσιν εις εαύτα, ενώ ο άνθρωπος τόσον μικρός εφάνη κατ’ αρχάς και τόσον μικρότερος κατήντησεν δια του πολιτισμού, ώστε εστερήθη σχεδόν της ατομικότητός του- ηδύνατο να μην την απολέση; βεβαίως άμα δεν εσχημάτιζε κοινωνίαν.
Αφού λοιπόν επλάσθη ελευθέρος ο άνθρωπος υπό της φύσεως, εκουσίως υπέπεσεν εις μυρίας δουλείας. Ας ηύξεσε και επλήθυνε δια του πολιτισμού και του συνδέσμου της κοινωνίας. Εν τω μέσω λοιπόν της γενικής ταύτης δουλείας της αυξανούσης γεωμετρικώς προς τον πολιτισμόν, μία μόνον τω έμεινε παρηγορία, ο εγωϊσμός.
Δια τούτου διευθύνονται πάσαι αι πράξεις του, και δια ταύτου υποβοηθείται η φύσις εις την ανύψωσιν του ανθρώπου, όστις άνευ του εγωϊσμού δεν ήθελε πλέον έχει ουδέν φρόνημα ελεύθερον, δεν ήθελε πράττει ουδεμίαν πράξιν μεγάλην, αλλ’ ήθελε ζη ζωήν οστράκου.
Ο εγωίσμός λοιπόν παρορμά τον άνθρωπον προς τας μεγάλας πράξεις, ων η αξία ουδόλως καταβιβάζεται δια τούτο, διότι δια πάσαν πράξιν ο άνθρωπος έχει ένα σκοπόν, του οποίου μη υπάρχοντος παύει η δραστηριότης και η ενέργεια αυτού. Ο σκοπός ούτος δύναται βεβαίως να υπηρετεί το γενικόν συμφέρον, αλλά δεν παύει του να υπηρετεί τον εγωϊσμόν. Υποτεθείσθω άνθρωπός τις σκοπεύων να μαρτυρήση υπέρ της θρησκείας- ο άνθρωπος ούτος, στηρίζων δια του αίματός του την χριστιανικήν θρήσκείαν, οφελεί μεν τους χριστιανούς, αλλά και αυτός οφελείται έτι πλέον, διότι πρόκειται να απολάυση την αιώνιον ευδαιμονίαν. Αλλ’ η ανταμειβή αυτή άνευ της οποίας ο άνθρωπος ίσως δεν ήθελε, και δικαίως , πράξει γενναίαν πράξιν, η ανταμειβή αύτη δεν ελαττόνει την αξίαν της πράξεως, διότι αφού ο Θεός έδωκε το παράδιγμα της ανταμειβής, ο αισχρός και πανούργος και κακοήθης άνθρωπος, φρονεί ότι καταβιβάζεται η αξία των πράξεων- ο Θεός εν τω ύψει του είναι τόσον αγαθός, ο Δε άνθρωπος εν τω βορβόρω του τόσον κακός, ώστε ο μεν βραβεύει τας μεγάλας πράξεις, ο Δε ζητεί να τας εξευτελίση ίνα έχη πρόφασιν τίνα εμμένει εν τη κακία του.
Αλλά, λέγουσιν τινές, ο άνθρωπος γνωρίζων την αξίαν της πράξέως, την πράττει διότι είναι εγωϊστής, διότι θα ανταμειφθή, ή διότι θα φανή ανώτερος των λοιπών ανθρώπων. Προς απόδειξιν του εναντίου διηγούμεθα το εξής. Ο Μωάμεθ πριν την Εγείρας εισέτι, καταδιωκόμενος υπό το Κορεϊσχιτών και μαθών ότι εμίσθωσαν δολοφόνους ίνα τον φονεύσωσιν, εταράχθη μεγάλως, ο Δε ανεψιός του ο Αλής, νέος εις την ηλικιάν, αλλά τολμηρός, παρώτρυνε τον Μωάμεθ να φύγη μετημφιεσμένος- αυτός Δε κατέστησε εαυτόν θύμα εις τα καταδιώξεις των Κορεϊσχιτών. Η νυξ ήδη επήλθε , και οι δολοφόνοι εισελθόντες εύρον του Αλή αντί του Μωάμεθ τον οποίον όμως, γενναίως φερόμενοι, δεν εφόνευσαν. Η πράξις αυτή του Αλή είτε υπό εγωϊσμού εκινήθη, είτε υπό άλλης αιτίας είναι γενναία, διότι εάν εν αγνοία του κινδύνου τον οποίον διέτρεχεν ετίθετο επί της κλίνης εάν εν αγνοία της αγαθής πράξεως ήν έπραττε συνέβαινεν αυτή, οποίαν ήθελεν έχει αξία.
Είθε ο άνθρωπος να είχε τοσούτον εγωϊσμόν όσον έπρεπε να εμπνέη αυτόν η προς τον Θεόν ομοίωσις, είθε υπό του εγωϊσμού τούτου ορμώμενος ν’ αποστραφή την ύλην και τα εγκόσμια και στέψαν το νούν του προς τον ύψιστον να ζητήσει εκεί την ευδαιμονίαν.
4
Όσον περισσότεραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι ο ευγενής , εάν υπάρχη τοιούτος, έιναι δυστυχέστερος του πτωχού του εν ταις πόλεσι ο πτωχός του χωρικού, ο χωρικός του ποιμένος, ο ποιμήν του ληστού. Ο Δε άνθρωπος εύρισκεν ευτυχίαν εις το οικογενειακόν βίον κατά τους χρόνους των απλών εκείνων ηθών, διότι ήτο στενώτερος ο κύκλος της κοινωνικότητάς του, αλλ’ επελθών δρομέως ο πολιτισμός και συνδέσας προς αλλήλους τους ανθρώπους και τα έθνη, εχαλάρωσε τους οικογενειακούς δεσμούς. Εις τούτο Δε συνετέλεσαν ουκ ολίγος και η της γυναικός χείραφέτησις, προϊόν του πολιτισμού.
Εις τας κοινωνίας των ευδαιμόνων εκείνων χρόνων ο άνθρωπος είχε δύω βίους- τον εξωτερικόν βίον και τον εσωτερικόν. Ο πρώτος ήτο ο εν τη κοινωνία ταραχώδης πάντοτε βίος, ο επιφέρων θλίψεις, πόνους και μύρια άλλα, ο δεύτερος, μεταξύ της οικογένειας, όστις ήρεμος ων τότε και ειλικρινής εξηφάνιζε τας θλίψεις του εξωτερικού βίου. Ήτον το φάρμακον της ασθενείας, φάρμακον όμως δραστήριον και ηδύ συνάμα, αποτελεσματικόν και ευάρεστον.
Η γυνή τότε κατώτερα ούσα του ανδρός, και υπακούοσα εις τούτον, δεν υψώνε την κεφαλήν και εν τη ταπεινώσει της ταύτη ήρχε της οικίας ηπίως και εναρέτως. Ο Δε ανήρ γνωρίζων την δύναμιν και επιρροήν του, δεν κατεχράτο αυτής αλλ’ απεναντίας την αδύναμίαν του ωραίου φύλου γνωρίζων επροστάτευε και ηγάπα αυτό.
Ήρχισεν ακολούθως ο πολιτισμός να φωτίζη το αγλαόν γένος των ανθρώπων νομισάντων πρώτον χρέος την χειραφέτησιν των γυνικων, αίτινες εγένοντο μέλη των συναναστροφών και των διασκεδάσεων αναπόφευκτα. Εντεύθεν η του κακού αρχή, εντεύθεν η παραμέλησις της ανατροφής των τέκνων, των μη σχηματισθέντων εισέτι, εντεύθεν η χαλάρωσις των οικογενειακών δεσμών, Διότι το τέκνον μη ανατρεφόμενον υπό της ιδίας αυτού μητρός, δεν ηδύνατο να χη την αγάπην ην είχε το υπ’αυτήν ανατραφέν, διότι ο ανήρ παραδιδόμενος εις τας συναναστροφάς παρημέλει την οικογενειάν του.
Η κατάστασις αυτή η οικτρά προεχώρει φυσικώ τω λόγω καθόσον ο πολιτισμός διεδίδετο, η Δε συναναστροφή και η ισότης αυτών προς τους άνδρας εξησθένησε τούτων τα μεγάλα φρονήματα, και εχλήρωσε την επιμέλειαν αυτών, και είδομεν πολλάκις άνδρας δευθυνομένους από γυναίκες…
Κτηνώδης ορμή λέγεται η των ζώων προς τα θήλεα ορμή, ένεκα της οποίας όμως δεν χάνουσι την ατομικότητά των, πως λέγεται λοιπόν η ορμή των όντων εκέινων άτινα καταστρέφουσι την ατομικότητά των χάριν εκείνης;
Οντάρια! Τολμάτε να υβρίζητε τα’ ανώτερα υμών ζώα!
Ημείς δεν είμεθα μικροί και ποταποί, δεν κύπτομεν τον αυηχένα υπό το γελοίον ζυγόν της γυναικός , αλλά γνωρίζοντες αυτήν αδύνατον της προστατεύομεν εν καιρώ ανάγκης, ουδ’ υπάρχει τις μεταξύ ημών όστις χάριν γυναικός έπραξε τι παρά το φρόνημά του.
5
μας νομίζουσιν αμαθείς οι όντως αμαθείς…
τι είναι παιδεία; ημείς αρνούμεθα πάντα ορισμόν, διότι δεν υπάρχει, αμέσως όμως κανείς φιλόσοφος, νομικός ή τις άλλος θ’ αρχίση να κρυγάζη δίδων έκαστος όσους ορισμούς θέλει, ας ακούσωμεν ένα εξ αυτών- η παιδεία είναι η γνώσις της ανθρωπότητας και της φύσεως. Η γνώσι της ανθρωπότητος είναι περιττή εις ημάς διότι μισούμεν και αποστρεφόμεθα και αποφεύγομεν την ανθρωπότητα- η της φύσεως είνι λίαν γνωστή εις ημάς.
Και όντως τις άλλος κάλλιον ημών γνωρίζει αυτήν; ημείς ζώμεν εν τω μέσω της, και εις ημας πρώτους επισκήπτει η αγαθή ή κακή διάθεσίς της.
Ο καθηγητής της φυσικής καθήμενος εντός του γραφείου του, εξετάζει το κεραυνόν, κ την βροντήν, τους ανέμους, την χάλαζαν και άλλα, ημείς όμως την εξετάζομεν επί των όρεων. Ο καθηγητής δεν δύναται να προσγνωρίση τον καιρόν με όλην του την παιδείαν ημείς όμως τον προγνωρίζομεν.
Οι πρώτοι ερυνήσαντες την φύσιν και την ανθρωπότητα επιθυμούντες να σχηματίσωσιν ιδίαν τάξιν πεπαδυμένων ίνα μη ο πολύς όχλος επαιδυθείς γνωρίση την αγυρτίαν των εσχημάτισαν επιστημονικούς όρους , πορίσματα, συλλογισμούς, διαβόλους και τριβόλους, οίτινες και αυτών τον σπουδαστών την κεφαλής να κατακερματίζουσιν. Όσον Δε στρυφνή και δυσληπτός είναι επιστήμη τοσούτον μεγάλη και λαμπρά θεωρείται.
Ερωτήσατε ένα πεπαιδευμένον περί λογική θα σας απαντήση αμέσως με πλάτος, βάθος εννοίας, με συμπεράσματα κτλ ενώ ημείς άνευ λογικής σκεπτόμεθα κάλλιον, υπάρχουσι μάλιστα και τίνες γράφοντες πέρι λογικής χωρίς να εννοώσι τη γράφουσι. Και δικαίως, διότι ο άνθρωπος έχει μεν βαθμόν τινα λόγου, αλλα δεν δύναται ες ουδεμίαν ηλικίαν να σκεφθή ορθώς, και μάλιστα ο πεπολιτισμένος και κοινωνικός άνθρωπος όστις ενόσω είναι μικρός δεν έπηξε λέγουσι ο εγκεφαλός του, αυξάνει, ηλικία παθών, γηράσκει, δις παίδες οι γέροντες, ιδού ο λογικός άνθρωπος.
Επιστήμαι επιστήμαι ! λέξις μεγάλη αλλά κενή εννοίας καθώς εκείνη η ανόητος , ισοππολιτεία!
Τι είναι επισστήμη; παν πράγμα χρειάζεται βάσιν στερεάν, και ορισμόν, ουχί ασαφή και βεβιασμένον ως δίδουσιν οι πεπαιδυμένοι, αλλ’ εύληπτον και καθαρόν- άμα ορισμός τιούτος δεν δίδεται λάσπη η δουλειά. Τι είναι θεολογία όταν η βάσις, η έρευνα του θείου τούτου όντος ου μόνον είναι αδύνατος αλλά και βλαβερά και εμποδισμένη; Τι είναι ιατρικκή όταν αυτή κατά πάσαν μοίραν αναγκάζεται να μεταβάλη θεωρίας και συμπεράσματα, όταν κατά πάσαν ηλικίαν, φύλον, κράσιν , νέας πράττει θεωρίας η τροποποιήσεις , είναι επιστήμη αυτή η μάλλον του ανέμου ευμέταβλητος;
Τι εστί δίκαιον όταν στηρίζεται επί του αδίκου, και τι εστί νόμιμον όταν σηρίζεται επί του ανόμου- τι εστί δίκαιον όταν η φύσις αυτή κραυγάζει το δίκαιον του ισχυροτέρου; διότι οι νόμοι αυτής υπό τους αξιώματος τούτου διέπονται- η έλξις, η ώσις, ο μαγνητισμός και άλλα υπερισχύουσιν αναλόγων της μάζης και του μεγέθους, λοιπόν όταν αυτοί οι νόμοι της φύσεως οι ύπό του θεού τεθέντες οι αιώνιοι και αμετάβλητοι μας διδάσκουσι το δίκαιον του ισχχυρότερου, διατί οι άνθρωποι το απωθούσι; Διατί τας μεν κατακτήσεις των εθνών νομίζομεν νομίμους, και την παραβίασιν των εξευτελιστικών συνθηκών άδικον, τας δεν ατομικάς δια του δικάιου του ισχυρότερου κτήσεις ανόμους;
Ιδού οι επισστήμαι παραχθείσαι υπό της φαντασίας ή τη δυστρροφπίας ή της διαφθοράς του ανθρώπου και καταδεικνύουσαι την σμικρότητα και μηδαμινότητα αυτού.
Η ιατρική δεικνύει την ασθένειαν και σμικρότητα του σώματος, η θεολογία την ασθένειαν και σμικρότητα της ψυχής, τα άπερια φιλοσοφικά συστήματα την ασθένειαν και σμικρότητα του νοός, και η λογική την σμικρότητα του λόγου.
6
μισούμεν και αποστρεφόμεθα την κοινωνίαν δίοτι αυτή είναι δίγμα την σμικρότητος του ανθρώπου, διότι εξαφανίζει την ατομικότητά του, το εγώ, διότι ο άνθρωπος δεν ζη ειμή δι’ αυτήν, μη έχων ούτε θέλησιν ούτε ελευθερίαν.
Όστις αποτελεί μέρος μιας κοινωνίας, ενός κράτους, είναι δούλος- διότι δεν ανήκει εις αυτόν, ανήκει εις το έθνος. Ώστε ενώ ο Αδάμ μόνος του εσχηματίζε οίκον, οι απόγονοι αυτού σχηματίσαντες κοινωνίαν όλοι ομού, εσχημάτισαν τον οίκον αποτελούντες έκαστος ελάχιστον μέρος, ο Αδάμ ήτο το εγώ, οι Δε απόγονοι του ήσαν τα στοιχεία του εγώ.
Τα τετράποδα ζώα είναι κατά τούτο ανώτερα του ανθρώπου- διότι ο μεν άνθρωπος εσχημάτισε κοινωνίαν ένεκα της σμικρότητος και αθλιότητός του, τα Δε ζώα έμειναν άνευ κοινωνιών γιγνώσκοντα την δύναμίν των. Ο άνρωπος είναι τρυφηλός και επιθυμεί την κοινωνίαν, το ζώον ίναι εγκρατές και δεν έχει ανάγκην αυτής- ο άνθρωπος καλείται βασίλεύς πάντων των κτίσμάτων και εν τούτοις είναι το χαμερπέστατον των όντων- ενώ ο λέων καλείται βασίλευς των ζώων και είναι ανώτερος του ανθρώπου. Εν συνόψει, Δε, το ον το τείνον προς το τέλειον διακρίνει το ελάχιστον των αναγκών κι έχει περισσοττέρας ανάγκας, ο άνθρωπος ή το ζώον; σιωπώμεν διότι θέλομεν ευρεθή εις την ανάγκην να είπωμεν πικροτάτην αλήθειαν.
Κοινωνίαν! Λέγουσιν οι εν αυτή και νομίζουσιν ότι λέγουσί τι μέγα, λαμπρόν- αλλά τι καλόν υπάρχχει εντός αυτής , είπετε εν, μόνον εν και κύπτω την κεφαλήν υπό την βαρείαν της κοινωνίας τυραννίαν.
Αλλ’ είσθε μικροί και ποταποί, αι δυνάμεις υμών κατεγστράφησαν, ο νους ημβλυνθή το πνεύμα κατέπεσε και η σαρξ ασθενής ανέκαθεν ήδη απέβη ασθενεστάτη- η κοινωνία; είανι αναγκαία δι’ υμάς. Κυλίεσθε, εντός αυτής, κυλίεσθε.
Χρυσός αιών! Λέγετε και λυπείσθε διότι δεν επανέρχεται πλέον- αλλά πως θέλετε να έλθη όταν αντί να ζητήστε την ευδιαμονίαν εν τω ατόμω, την ζητείτε εν τη κοινωνία. Ο χρυσούς αιών υπήρξε διότι οι κοινωνικοί δεσμοί ήσαν τότε χαλαροί, η Δε ατομικότης μάλλον ανεξάρτητος-διότι οι άνθρωποι ανήκον εις εαυτούς και ουχί εις την κοινωνίαν.
Ζητείτε δια των πολιτυμάτων να βελτιώσητε την τύχην υμών, Δείλαιοι! Ποίον έθνος ευημερεί ένεκα του πολιτεύματος του; η Αγγλία; αλλ’εις την Αγγλίαν το ήμισυ των κατοίκων της αποθνήσκει την πείνης, αποθνήσκει την πείνης άκουτε; κατά την στενήν στενωτάτην της λέξεως σημάσιαν, ουχί εν τω πολιτεύματι, αλλά εν τω ατόμω ζητητέα η ευδαιμονία όταν τα άτομα είναι ευτυχή και το έθνος είναι επίσης , ενώ το έθνος δύναται να ήναι ευτυχές πολλάκις άνευ της ευδαιμονίας των ατόμων.
7
Εν τω μέσω της αγρίας φύσεων εν η ζώμεν ημείς εν τω μέσω των ζώων και των φυτών ευρισκόμενοι, ηκούσαμεν πολλάκις την αρμονικήςν και μυστηρίωδη των πτηνών ομιλίαν, και την βαρείαν και μεγαλοπρεπή των ζώων. Και εσκέφθημεν- τα ζώα ταύτα ομιλούν βεβαίως, επειδή ο άνθρωπος το εντελέστερον των κτισμάτων δεν τα εννοεί, τα υβρίζει ως εστερημμένα λόγου. Πλην ω κοινωνικοί και πεπελιτισμένοι άνρθωποι, ω γεννάδια, τις γνώρίζει αν και τα ζώα μη εννοούντα την γλώσσαν υμών σας νομίζουν αλόγους.
Τα ζώα έχουσιν ως και ο άνθρωπος ψυχήν, διότι δεχόμενοι ότι η ψυχή έχει τεις δυνάμεις, δεχόμεθα αναγκαίως ό,τι όπου υπάρχει μία εν αυτών υπάρχουσι και αι λοιπαί,και επομένως η ψυχή- διότι αι δυνάμεις αυτής εισίν αδιαίρετοι, και η μια προϋποθέτει τας λοιπάς. Ερευνήσωμεν νυν επί των ζώων, η κάμηλος είναι εκδικητικόν ζώον, άρα έχι μνήμην, όθεν ψυχήν, ο κύων ονειρεύεται άρα έχει φαντασίαν, όθεν ψυχήν, και πλείστα άλλα ζώα έχουσι μίαν εκ των τριών της ψυχής δυνάμεων, επομένως ψυχήν.
Αλλ’ ο άνθρωπος δεν θέλει να έχωσι τα ζώα ψυχήν, και ίνα παρηγορήση την σμικρότήτα του ην αυτός εις εαυτόν έδωκε, ζωήν λεγει μόνον έχουσι, και ουδέν άλλον.
Εκ των τριών δυνάμεων των της ψυχής πάσι ή δεν ενεργούσι φανερά, ή δεν είναι καταληπαί εις ημάς, εάν δεν ενεργουσι φανερά πάσαι, δεν δύναται τις να αρνηθή την ύπαρξιν της ψυχής- διότι και εις άνθρωπον αδυνάτου μνήμης ή κρίσεως ή φαντασίας, δεν δυνάμεθε ν’ αρνηθώμεν ψυχήν, εάν αι ψυχικαί δυνάμεις των ζώων δεν είναι καταληπταί εις ημάς, πταίει ο άνθρωπος όστις βασιλεύς παντών των επί της γης κτισμάτων, αγνόει τας γλώσσας των υπηκόων του.
Ακούσατε κύριοι, πεπολιτισμένοι, εις το στερέωμα υπάρχουσι κόσμοι τόσοι όση η άμμος της θαλάσσης, εις τους κόσςμους τούτους κατά το μάλλον και ήττον ευρίσκονται κάτοικοι πολύ ίσως δαφέροντες των της γης, νομίζετε λοιπόν κύριοι ότι τα όντα ταύτα επειδή δεν ομοιάζουσι με τον άνθρωπον, επειδή δεν έχουσι τους αυτούς χαρακτήρας και δεν εκφράζονται επίσης, δεν έχουσι ψυχήν; Τολμηρός τω όντι αφορισμός;
Τα ζώα δεν περιορίζονται υπό των νόμων ουδέ υπάρχει εις αυτά δια πάσαν πράξιν ην εκλαμβάνει κακήν, και εν τούτοις τις πράττει περισσότερα εγκλήματα ο άνθρωπος ή τα ζώα; είδετε λύκον να φονεύση λύκον τοσούτον συχνά ως άνθρωπος άνθρωπον;
8
διατί μας πέμετε εις την λαιμητόμον; τις σας έδωκε το δικαίωμα τούτο; ο νόμος; αλλ’ αν ο νόμος δίδει το δικαίωμα του παανομείν όστις τον παραβαίνει καλείται ενάρετος. Ημάς τιμωρείτε ως φονεύοντας φονεύοντες ημάς- και δεν είναι απίθανον αύριον να παρουσιασθή έτερος νόμος λέγων, ο μεν φονεύς τιμωρείται φονευόμενος , ο Δε κλέπτης κλεπτόμενος. Ιδού νόμοι!
Ο ληστής είναι εχθρός της κοινωνίας- μη καταδεχθείς να υποδουλώση την ατομικότητά του, και υποκύψη υπό την κοινωνίαν, ήρε την κεφαλήν του υπέρ τον βόρβορον και, ως υψιπετής αετός φέρει τα βήματά του εκεί όπου δεν μολύνεται η γη υπό της κοινωνίας. Είναι δακεκηρυγμένω πολέμω φόνοι εισί νόμιμοι, επομένως ουδέν πράττει ο ληστής υπερασπιζόμενος την ατομικότητά του. Είναι λοιπόν άξιος τιμωρίας;
Ο νόμος συλλαμβάνων αυτόν δεν τον τιμωρεί διότι έπταισε αλλά διότι εκηρύχθη εχθρός της ώστε ουχί χάριν του δικαίου, αλλ’ εκδικήσεως μάλλον χάριν τον πέμπει εις τας αιωνίους μονάς. Μη καυχάσθε λοιπόν δια τους νόμους υμών διότι οικτροί τη αληθεία.
Σεις υπερασπιζόμενοι την νομιζομένην ελευθερίαν υμών χύνετε τοσούτον αίμα και ημείς οίτινες είμεθα όντως ελεύθεροι πρέπει να γινώμεθα δούλοι προς χάριν σας; πρέπει να σταυρώσωμεν τας χείρας ημών ίνα γίνωμεν έρμαια της θελησεώς σας; Δεν πρέπει να πολεμήσωμεν, ν’ αντικρούσουμεν, και να φονεύσωμεν ή να φονευθώμεν; Μη τον ληστήν απατάσθε.
Ότι πράττει ο ληστής το πράττει εξ ανάγκης και τοσούτω μάλλον πρέπει να θαυμάζηται η γενναιοφροσύνη του, όσον περισσότερους έχει εχθρούς. Έχει Δε την κοινωνίαν πάσαν, τον κόσμον πάντα. Επί των αποτόμων όμως ορέων εις α κατοικεί συνήθως, καθίσταται ισχυρός, και αντί να σμικρύνηται, ως νομίζετε σεις, απομακρυνόμενος της κοινώνιας, μεγαλύνεται και κραταιούται- έχει σύμμαχον τον κεραυνόν , την βροντήν, τας βροχάς και τους βράχους, έχει σύμμαχον τον φόβον, την πλεονεξίαν και τους τοιούτους θεούς οίτινες εισδύοντες εις τας ψυχάς των κατατρεχόντων αυτούς τας εξασθενεί.
9
της κοινωνίας το βαρύν ζυγόν γνωρίσαντες και την αθλιότητα του κοινωνικού βίου φρονούντες, εφέραμεν τα βήματα ημών προς τα μέρη ένθα δεν απαντάται συχνά άνθρωπος. Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς, φέρει τον νου προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δικνύει συγχρόνως, ότιν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού.
Το απέραντον βιβλίον της φύσεως το περιέχον τοσαύτα και τηλικαύτα βασίλεια, είναι το αληθές βιβλίον, είναι η αληθής και μεγάλη επιστήμη διηνεκώς προσφερόμενη προς ημάς, η επιστήμη αυτή είναι υψηλή και τερπνή συνάμα, διδάσκει μεν αφ’ενός ενσπείρει δεν αφ’ ετέρου γενναία και υψηλά φρονήματα. Η επιστήμη αύτη δεν φθείρει την υγέιαν ουδέ τον νουν’ αλλ’ ενδυναμώνει αυτόν το βιβλίον τούτο εν και αμετάβλητον, άναρχον και ατελέυτητον- δεν μεταβάλεται αναλόγων των ιδιοτροπιών εκάστου επιστήμονος.
Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς, διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκές ημών σύντροφοι, το ύψος των ιδέων, η μεγαλοφροσύνη και τα τοιαύτα εμπνέονται εις ημάς υπό της φύσεως.
Μικροί και ποταποί αντιγραφείς του βιβλίου της φύσεως, υποκριταί, και απαταιώνες, από το βόρβορο, εν ω κυλίεσθε θέλετε να περιγράψητε την φύσιν, και να αναπτύξητε αρετήν και γενναιότητα τας του θεού ιδιότητος.
10
Μυστήριον είναι ο Θεός, μυστήριον είναι η πλάσις του κόσμου, η πλάσις του ανθρώπου, μυστήριον είναι ο άνθρωπος αυτός, εάν κατανοήσωμεν πάσας αυτού τας ιδιότητας, καταργούμεν μίαν των θεμελιωδών αυτού ιδιοτήτων, το άναρχον, το ατελεύτητον, διότι ταύτα δεν κατανοούνται ενόσω η ψυχή εν τω σώματι υπάρχει- εάν δ’ επίσης ο μυστηριώδης πέπλος της κτίσεως του κόσμου αποσύρθη, ο άνθρωπος θέλει παύσει ων άνθρωπος, ως γνωρίζων πράγματα υπεράνθρωπα. Ο άνθρωπος Δε αυτός εν τη γη διατελών είναι μυστήριον μέγα και ακατανόητον. Πως δια της κοινωνίας προσπαθήτε να καταστρέψητε το μυστηριώδες τούτο; πως δια της φιλοσοφίας και της ιατρικής εξηγείται, επινοούντες πράγματα τα οποία ούτε σεις οι ίδιοι εννοείτε.
Η φύσις του ανθρώπου ρέπει προς το ακοινώνητον- αγαπά ο ενάρετος (και ο τοιούτος διατηρεί εισέτι την ανθρωπείαν φύσιν) την μοναξίαν, την ησυχίαν και το ήρεμον και τακτικόν βίον, μισεί ο γέρων κορεσθείς των δασκεδάσεων και γνωρίσας την απάτην αυτών, μισεί λέγομεν τας συναναστροφάς και τον κόσμον- ο ευσεβής διατηρεί την γαληνιαίαν αυτού ζωήν εν τη αθωότητι απομακρυνόμενος της κοινωνίας- οι κακοί, οι αισχροί την αγαπώσιν^ αλλ’ αδιάφορον, οι κακοί δεν είναι άνθρωποι, είναι εκτρώματα της ανθρωπότητας, απέσβεσαν την εικόνα του Θεού και έμειναν ύλη, αι ορμαί των και επιθυμίαι των δεν έχουσιν ουδεμίαν βαρύτητα.
Ο άνθρωπος λοιπόν αγαπά την μόνωσιν και εις μάτην κραυγάζουσιν οι οπαδοί της κοινωνίας ότι είναι φύσει κοινωνικόν ζώον.
11
ημείς θέλομεν πάντοτε πολεμεί την κοινωνίαν διότι αυτή πάντοτε μισεί κι κατατρέχει την γενναιότητα. Τις μέγας ανήρ έμεινεν άγευστος κοινωνικώς πικριών; διατί; διότι είναι αισχρά η κοινωνία, διότι είναι χαμερπής ο κοινωνικός άνθρωπος και φθονεί τον υπέρ την γην υψούμενον.
Δεν καλείται, κύριοι, ενάρετος άνθρωπος ο ρυθμίζων τας πράξεις προς τους νόμους, αλλ’ ο ρυθμίζων αυτάς προς την συνείδησιν, ουδέ δύναται τις να κατηγορήση τον άνθρωπον εκείνον, όστις νομίζων ότι πράττει καλόν βλάπτει. Κακός Δε άνθρωπος και πανούρργος καλείται εκείνος όστις πράτει τι παρά την συνείδησίν του, ουδέ δύναται να ομομασθή καλός ο πράττων τι αγαθόν παρά την συνείδησίν του.
Η συνείδησις είναι το κριτήριον- τα αμαρτήματα και τα κακουργήματα δεν κανονίζονται δια νόμων και δεν πρέπει να γενικεύωνται. Καθώς ο παράφρων φονεύων δεν αμαρτάνει - διατί ο πρώτος δεν αμαρτάνει; διότι αγνοεί το έγκλημα- διατί ο δεύτερος , διότι επίσης το αγνοεί.
Πάσα παραβίασις της συνειδήσεως είναι αμάρτημα- οποιουδήποτε είδους παραβίασις και αν έναι- η Δε μετά της συνειδήσεως σύμπνια των πράξεων οποιαιαδήποτε και αν είναι δεν είναι αμάρτημα.
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος συμβιβάση την συνείδησιν και τας πράξεις του προς τον θείον νόμον, τότε πλησιάζει προς το τέλειον, όσον ο άνθρωπος δύναται να πλησιάση.
Αλλά που τον θείον νόμον διεδέχθη ο ανθρώπινος, την επιείκιαν διεδέχθη η αυστηρότης, την συγγνώμην διεδέχθη ο θάνατος. Ο κύριος ημών επί του σταυρού ευρισκόμενος συγχωρεί τον ληστήν γνωρίζων ότι οι τελώναι και φαρισαίοι είναι χειρότεροι αυτού, ο Δε άνθρωπος τον αθώον φονεύει.
Αλλά τι δύνασθε να κάμητε σεις, ποίαν έχετε εξουσίαν; επί ολίγων ημερών της ζωής μας, όταν δυνηθήτε αφαιρέσατέ τας- τι είναι ρανίς ζωής, πέντε ή δέκα ετών, παραβολλομένη προς το πέλαγος της αιωνιότητος;
12
Που ζήτε σεις; μεταξύ των έργων των χειρών σας, μεταξύ των οίκων, των λεωφόρων, των πλατειών και των κτιρίων- που ζώμεν ημείς; μεταξύ των έργων του Θεού. των βράχων, των κοιλάδων, των φαράγγων, των δασών. Τις έχει καλλητέρους συντρόφους, ο έχων τα έργα των ανθρώπων ή τα έργα του Θεού; κρίνατε.
Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτσιμένοι, δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν, διαστρέψαντες την φύσιν ημών, καταπνίξαντες τα γενναία αισθήματα, πεικαλυφθέντες ψευδείς τρόπους, διαπλασθέντες ουχί ως εξήλθετε εκ των χειρών του Θεού, αλλ’ όπως σας εσύμφερε. Τι είμεθα ημείς; άνθρωποι ζώντες εν τω μέσω της φύσεως, δατηρούντες την παλαίγονον κατάστασιν ημών, μη αναπλάσαντες εαυτούς, αλλ’ εμμείναντες εις την φύσιν. Σεις είσθε νόθοι άνθρωποι, ημείς γνήσιοι , σεις ερμαφρόδιτοι, μεις άνδρες.
Τι είσθε σεις; άνθρωποι κακοήθεις και στρεψόδικοι, ψεύται και πανούργοι, απαταιώνες και ραδιούργοι, καταστρέψαντες δια του πολιτισμού πάσαν ψυχικήν ευγένειαν και ειλικρίνειαν. Τι Δε ημείς; άνθρωποι ειλικρινείς και σώζοντες την ψυχικήν ευγένειαν, καίτοι ευρισκόμενοι εις αένναον μετά της κοινωνίας πάλην, είμεθα χρηστοί και ενάρετοι και φιλαλήθεις.
Τι σεις; άνρθωποι του δέκατου εννάτου μ. χ αιώνος, τι δ’ ημείς; της πρώτης μετά την γένεσιν εκατοναετήριδος.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος


Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ


1. Τοποχρονολογικός προσανατολισμός
       Πριν από διακόσια χρόνια ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος «ο αξιολογώτερος των Ελλήνων θεολόγων μετά τον Ευγένιον Βούλαριν»1, κατά την γνώμη του L. Petit, βρισκόταν στην Χίο, όπου είχε καταφύγει το 1786, αφού ατύχησε να εκπληρώσει τον σκοπό του θαλασσινού εκείνου ταξειδιού, να έλθει από την Θεσσαλονίκη στην Πάρο και να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του στην προκοπή της γενετείρας του. Λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το πλοίο αναγκάζεται να αλλάξει γραμμή πλεύσεως. Προσάραξε στην Χίο, όπου σχεδόν αναγκαστικά οι κάτοικοι τον εκράτησαν ως διδάσκαλο στην περίφημη σχολή τους. Εσχολάρχησε στην Χίο επί 25 έτη, από το 1786 μέχρι το 1811· εκεί μετά δύο έτη, το 1813, ήρεμα και οσιακά άφησε την τελευταία πνοή του.
       Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 17212 εκατό ακριβώς χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, και πέθανε οκτώ χρόνια πριν από την έκρηξή της σε ηλικία 92 ετών. Ολόκληρος ο 18ος αιώνας σφύζει από πνευματική ζωή και κίνηση, που την προκαλούν οι αξιολογώτεροι λόγιοι των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Και ανάμεσα σ' αυτούς επιφανής και μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο Αθανάσιος Πάριος, που γεμίζει ενεργά με την ζωή και την δράση του ολόκληρο το δεύτερο μισό αυτού του αιώνος και την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνος, 60 ολόκληρα χρόνια. Σμύρνη, Άγιον Όρος, Κέρκυρα, όπου εμαθήτευσε, Θεσσαλονίκη, Μεσολόγγι, Χίος, όπου εδίδαξε, προδιορίζουν τοπικά τις κινήσεις του.
       Εκτός από το μεγάλο διάστημα των τριών τελευταίων δεκαετιών της ζωής του, που τις περνά στην Χίο, δύο άλλοι τόποι με ισχυρή και συνεχή παράδοση Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος και η Θεσσαλονίκη, μοιράζονται το υπόλοιπο διάστημα της ενεργού προσφοράς του ως διδασκάλου, αφού στο Μεσολόγγι έμεινε ως διδάσκαλος, άγνωστον πόσο ακριβώς, πάντως πολύ ολίγα έτη. Από το 1752 μέχρι το 1758 βρίσκεται στο Άγιον Όρος, την πρώτη φορά έξη περίπου έτη, ως μαθητής στην Αθωνιάδα Σχολή, των μεγάλων διδασκάλων Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου και Ευγενίου Βουλγάρεως, και ως συγκαθηγητής του τελευταίου στην συνέχεια στην ίδια σχολή. Ενωρίτερα επί επτά έτη (1745-1752) εσπούδασε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στην οποία μετά δύο δεκαετίες, από το 1765, θα αρχίσει τις σπουδές του ο κατά 28 έτη νεώτερος Νάξιος την καταγωγή Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809), στενός συνεργάτης του Αθανασίου και συμπρωταγωνιστής στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Στην ίδια Σχολή εφοίτησε και ο Αδαμάντιος Κοραής, ιδεολογικός και πνευματικός τους αντίπαλος. Το 1760 βρίσκομε τον Αθανάσιο στην Κέρκυρα να παρακολουθεί μαθήματα του Νικηφόρου Θεοτόκη και μετά το σύντομο πέρασμά του από το Μεσολόγγι, όπου δρούσε ως διδάσκαλος ο συμμαθητής και φίλος του, γνωστός λόγιος, Παναγιώτης Παλαμάς, έρχεται στην Θεσσαλονίκη το 1767, όπου διδάσκει επί τρία έτη στην εκεί ακμάζουσα Σχολή (1767-1770). Το 1770 επανέρχεται στο Άγιον Όρος κληθείς διά πατριαρχικού γράμματος ως διδάσκαλος και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής, όπου παραμένει μέχρι το 1777, συμπληρώνοντας 13 περίπου έτη εγκαταβιώσεως στο Άγιον Όρος. Ακολούθησε μικρό διάστημα παραμονής του στην Πάρο το 1777.3παραδίδεται ότι «διέτριψε τότε εν τη Μονή του Αγίου Μηνά, περί ην υπήρχον τα πατρώα κτήματα». Τον ευρίσκουμε αμέσως το 1778 στην Θεσσαλονίκη και πάλιν, όπου διέμεινε μέχρι του 1786, ως σχολάρχης του «Ελληνομουσείου», επί οκτώ δηλαδή τώρα έτη, τα οποία διέκοψε, ως ελέχθη, διά να έλθει οριστικώς στην Πάρο, αλλά να προσαράξει και να μείνει έκτοτε στην Χίο επί τριάντα περίπου έτη, μέχρι του θανάτου του. Δύο ή τρία διαστήματα παραμονής του στο Άγιον Όρος, συνολικά 13 περίπου ετών, και δύο διαστήματα παραμονής του στην Θεσσαλονίκη, συνολικά 11-12 ετών, γεμίζουν την πρώτη αποφασιστική τριακονταετία της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου.
 
2. Παράγοντες που κατέστησαν ανεπίκαιρη την δι­δασκαλία του Αγίου Αθανασίου Παρίου και των άλ­λων Κολλυβάδων
        Η σύντομη αυτή αναφορά στα τοποχρονολογικά πλαίσια της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου εκρίθη εισαγωγικά ως απαραίτητη, για να δείξει ότι οι ζυμώσεις και οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των λογίων του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνος, που προσδιόρισαν αποφασιστικά την πολιτιστική και πνευματική φυσιογνωμία του νεοελληνικού κράτους μετά το 1821, κατέληξαν σε επικράτηση της μερίδος εκείνης των λογίων, η οποία με ηγέτη τον Αδαμάντιο Κοραή, ζώντα εκτός των γεωγραφικών και πνευματικών ορίων της Ορθοδοξίας, εδίχασε ιστορικά και πνευματικά το Γένος, στρέφοντάς το αποκλειστικά προς τους αρχαίους ημών προγόνους και διαγράφοντας την λαμπρή περίοδο του Μακεδονικού και του Βυζαντινού Ελληνισμού, ως περιόδους ξενικής κατοχής των Ελλήνων από τους Μακεδόνες του Φιλίππου και Αλεξάνδρου και τους Γραικορωμαίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως. Συνεπαρμένοι οι «προοδευτικοί» αυτοί λόγιοι από τον ενθουσιασμό των Ευρωπαίων λογίων ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως για τους αρχαίους Έλληνας σοφούς και επηρεαζόμενοι από την υποτιμητική για το Βυζάντιο και τους Ορθοδόξους Αγίους και Πατέρες στάση των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ιστοριογράφων και ειδικών, εσυκοφάντησαν και εδυσφήμησαν το Βυζάντιο, ευθυνόμενοι για τον επικρατούντα μέχρι σήμερα αντιβυζαντινισμό. Η θεωρία της «μετακενώσεως», του ξαναγεμίσματος δηλαδή του νεοελληνικού πολιτισμού από την αρχαία σοφία των Ελλήνων, την οποία δήθεν εμείς χάσαμε, πήραν όμως από εμάς οι Ευρωπαίοι και την εκράτησαν, διευκόλυνε, εκτός από την αρχαιολατρεία, να αναπτυχθεί και ο ευρωπαϊσμός, η ευρωπαϊκή τάση, η στροφή προς τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, που και αυτή κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Το «φράγκεψε» και «φράγκεμα» της παραδόσεως, που εσήμαιναν αφελληνισμό και αποστασία, ντύθηκαν τώρα μεγαλόπρεπα το φανταχτερό ένδυμα του εξευρωπαϊσμού, του ευρωπαϊκού και πολιτισμένου, και καταξιώθηκαν4.
       Το ίδιο ακριβώς επεχείρησε να κάνει τον 14ο αιώνα ο Ουμανιστής Βαρλαάμ ο Καλαβρός, προτρέποντας τους μοναχούς στην Θεσσαλονίκη, αν επιθυμούν να φθάσουν στην τελειότητα, να εγκαταλείψουν την προσευχή και την άσκηση, που τα ειρωνεύθηκε ως ομφαλοσκοπία, και να στραφούν στην μελέτη της φιλοσοφίας, ιδιαιτέρως μάλιστα των αρχαίων Ελλήνων σοφών, «ως άνευ ταύτης ουκ ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητός τε και αγιότητος επιλαβέσθαι, ει μη πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει,, μάλιστα δε της καθ' Έλληνας παιδείας. Θεού γαρ και αύτη δώρον των προφήταις και αποστόλοις δι' αποκαλύψεως δεδομένων ομοίως...»5. Η αυτοονομασθείσα «προοδευτική» μερίς των διαφωτιστών του 18ου αιώνος αντιγράφει τον Βαρλαάμ Καλαβρό, ο δε πολυδιαφημισθείς και πολυεπαινεθείς νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν είναι παρά ένας Νεοβαρλααμισμός, που βρήκε όμως τον 18ο αιώνα σε εποχή δουλείας και απαιδευσίας προσφορώτερο έδαφος, για να πάρει η λατινική λογοκρατούμενη Δύση τη ρεβάνς από την ελληνική αγιοπνευματική Ανατολή. Η ίδια και τότε έπαρση της δήθεν προηγμένης Δύσεως έναντι της Ανατολής· «ταπεινώσω τον άνδρα»6 είπε αναφερόμενος στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος έγκαιρα αντελήφθη ότι η παρουσία του Βαρλαάμ εστόχευε στο να αποδείξει την υπεροχή των Δυτικών έναντι των Ορθοδόξων και σιγά σιγά να τους οδηγήσει στις αγκάλες του πάπα, στον εκλατινισμό και στην αφομοίωση. Την πρώτη ταπεινωτική ήττα υπέστη σε δημόσια συζήτηση στην Κωνσταντινούπολη με τον Νικηφόρο Γρηγορά, η οποία έγινε, επειδή προκαλούσε τους λογίους της Κωνσταντινουπόλεως να αποδείξουν τις φιλοσοφικές τους γνώσεις. Ήταν τόσο ταπεινωτική η ήττα και η αισχύνη, ώστε αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επανέλθει στην Θεσσαλονίκη. Η σύγκρουση αυτή του Βαρλαάμ με τον Γρηγορά, μολονότι έγινε επί καθαρώς φιλοσοφικού επιπέδου, είχε εν τούτοις θεολογικούς και εκκλησιαστικούς στόχους. Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Γρηγόριος Παπαμιχαήλ η πρόκλησις ήτο «εν των σημείων του ενωτικού αυτού προγράμματος, διότι ούτω θα απεδεικνύετο, τρόπον τινά η αδαημοσύνη και η κενότης της βυζαντινής σοφίας, δυναμένη να πληρωθή μόνον διά της μετά της Δύσεως ενώσεως, καθ' ην οι της δυτικής σοφίας ποταμοί θα ηδύναντο να δωροφορήσωσιν, εις το αυχμούν εν επιστήμαις Βυζάντιον, παραπόταμόν τινα γνώσεως»7.
       Διά της επιτυχούς τότε αντιδράσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις τα σφύζοντα κέντρα της ορθοδόξου παραδόσεως, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος, η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός, λίγο πριν από την άλωση, περιχαράκωσαν τα όριά τους, για να αντέξουν στην επερχόμενη λαίλαπα των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών, της απαράδεκτης προπαγάνδας των Ιησουϊτών, οι οποίοι με όργανο την Ουνία και κατάλληλους συμμάχους την ένδεια και την απαιδευσία κατεσπάρατταν το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να τους μιμηθούν στην συνέχεια οι Προτεστάντες μισσιονάριοι. Σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις για το Γένος οι πνευματικοί ηγέτες δεν χαριτολογούν ούτε αρκούνται σε απλούς φιλοσοφικούς μετεωρισμούς και απλές συζητήσεις περί Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Με αυξημένη ποιμαντική ευθύνη και εθνική αξιοπρέπεια παίρνουν αποτελεσματικά μέτρα για να συγκρατήσουν τον απαίδευτο λαό. Στο πλήθος των εξισλαμισμών που υπήρχε κίνδυνος να γίνουν χείμαρρος και να αφανίσουν το γένος αντιτάσσουν το φράγμα των Νεομαρτύρων και στις μεθοδείες των ιεραποστόλων καλλιεργούν σοφά και συνετά τον αντιλατινισμό και τον αντιδυτικισμό. Εγνώριζε πολύ καλά ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γιατί απέτρεπε τους νέους να σπουδάσουν στην Ευρώπη, γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να πράξει το ίδιο, μολονότι προσεφέρθη ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ να τον βοηθήσει, γιατί εκφραζόταν με τόση δύναμη εναντίον του πάπα και προέβαλλε τον αντίπαπα, τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αλλά και τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Το ουνιτικό Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης είχε εκθρέψει δεκάδες αποστατών λογίων, η Κύπρος και η Κρήτη κόντεψαν να εκλατινισθούν, όπως δεν το απέφυγαν μερικά νησιά εδώ κοντά στην Πάρο, η Σύρος επί παραδείγματι.
       Αυτή λοιπόν η ποιμαντικά και εθνικά επιβαλλόμενη στάση όλων των αγίων της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα μάλιστα των ονομασθέντων Κολλυβάδων, δεν είχε επί της εποχής τους και μετέπειτα την επιτυχία που είχε μέσα στο Βυζάντιο η στάση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά απέναντι στον Ουμανιστή Βαρλαάμ, ο οποίος επεδίωκε γκρεμίζοντας τα θεμέλια της Ορθοδοξίας να διευκολύνει τον εκλατινισμό των Ορθοδόξων. Οι Κολλυβάδες, στους οποίους ανήκει ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν επακριβώς και ακλινώς να πορεύονται πάνω στην γνήσια πατερική παράδοση, τελευταίος εκφραστής της οποίας ήταν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Η επί μακρόν παραμονή του Αγίου Αθανασίου Παρίου στο Άγιον Όρος και στην Θεσσαλονίκη, επί 25 περίπου έτη, όπου με επιτυχία είχε δοθή η μάχη της Ορθοδοξίας εναντίον του Δυτικού Διαφωτισμού, είχε βαθειά επιδράσει και είχε διαμορφώσει τις περί παιδείας και Ορθοδοξίας θέσεις του μεγάλου Παρίου διδασκάλου. Η περίφημη φιλοκαλική αναγέννηση του ιη' αιώνος, που προέβαλε την ησυχαστική και νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, είχε ως δημιουργούς της τους μεγάλους εκπροσώπους της ομάδος των Κολλυβάδων, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο. Βοήθησε τότε μάλιστα αποφασιστικά με το να μεταφερθεί από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη Ρωσία, στο μοναστικό κυρίως κέντρο της Όπτινα, να ενισχυθούν και εκεί οι αντιδράσεις του ορθοδόξου πληρώματος στα πρόσωπα των νηπτικών και ησυχαστών Ρώσων Γερόντων, των στάρετς, εναντίον του βιαίου και σκληρού εκδυτικισμού που επιχειρούσε ο Μέγας Πέτρος, μέγας μεν πολιτικά, μικρός δε και ελάχιστος και ζημιογόνος εκκλησιαστικά και πνευματικά. Ο Ντοστογιέφσκυ, που εκφράζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του ρωσικού λαού, συνδέεται πνευματικά με τους στάρετς της Όπτινα και δι' αυτών με τους δικούς μας φιλοκαλικούς Αγίους του ιη' αιώνος και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
       Είναι όντως εντυπωσιακή η προσφορά τους στην έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, της Φιλοκαλίας, στην σύνταξη βίων και ακολουθιών αγίων, στην αποτελεσματική αντίδραση εναντίον του Παπισμού και των νέων περί παιδείας θέσεων του Γαλλικού Διαφωτισμού, οι οποίες επεδίωκαν και στην Ανατολή να εμπεδώσουν την αθεΐα του Βολταίρου και να ξεριζώσουν τις παραδόσεις των Αγίων και των Πατέρων, καλλιεργώντας τον αντιβυζαντισμό και δυσφημώντας την Εκκλησία και τον κλήρο.
       Το δυστύχημα για την νέα περίοδο του νεοελληνικού μας βίου είναι ότι το επέτυχαν. Μπορεί κανείς μετά λόγου και πολλών τεκμηρίων να ισχυρισθεί ότι επί εκατόν πενήντα χρόνια περίπου (1821-1971) η γνήσια πατερική ορθόδοξη παράδοση, που την εξέφρασε ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, και την ετόνισαν οι Κολλυβάδες τον 18ο αιώνα, δυσφημισμένη και συκοφαντημένη μαζύ με τους εκπροσώπους της αγίους και διδασκάλους, μπήκε στο περιθώριο, και για όλο αυτό το διάστημα ήταν ανεπίκαιρη και απόβλητη.
       Εμφανίσθηκαν μάλιστα στην συνέχεια και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν την περιθωριοποίηση αυτή. Η αθεϊστική προπαγάνδα του Κομμουνισμού, μετά τον Διαφωτισμό, έρριξε τόνους λάσπης και μουντζούρας εναντίον της Εκκλησίας, όπου δε επεκράτησε και στην κρατική Διοίκηση συνδέθηκε με άγριους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας, που ανεβίωσαν τους παλαιούς διωγμούς της αρχαίας Εκκλησίας. Εκατοντάδες εκκλησιών και μοναστηριών στη Ρωσία και στις άλλες ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων μετατράπηκαν σε κέντρα διασκεδάσεως και αθλήσεως, σε σταύλους και αποθήκες, σε μηχανουργεία αυτοκινήτων, ακόμη και σε χώρους αποθέσεως των φυσικών ανθρωπίνων αναγκών. Ό,τι άρχισε ο Διαφωτισμός του Μ. Πέτρου στη Ρωσία και ο εκδυτικισμός του, το ολοκλήρωσαν ο Λένιν και ο Στάλιν. Δεν είναι μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητη η εκτίμηση ότι τεχνηέντως και ασφαλώς με τις κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες και κινήσεις σε διακρατικό επίπεδο κατορθώθηκε να επιβληθεί ο Κομμουνισμός στις ορθόδοξες χώρες, στην μεγάλη και κραταιά Αγία Ρωσία, ώστε να πληγεί κυρίως η Ορθοδοξία, ενώ ο Παπισμός έβρισκε τρόπους να παρεμβαίνει υπέρ των Ρωμαιοκαθολικών στις ελάχιστες μάλιστα χώρες που επεβλήθη ο Μαρξισμός, όπως π.χ. στην Πολωνία. Το ίδιο άλλωστε είδαμε να επαναλαμβάνεται και στις ημέρες μας. οι «Καθολικοί» Κροάτες μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προστατεύονται και ενισχύονται από όλους, με την επέμβαση της αποτελεσματικής διπλωματίας του Βατικανού, ενώ οι Ορθόδοξοι Σέρβοι συγκεντρώνουν όχι μόνο την διεθνή κατακραυγή, αλλά γίνονται στόχος των βομβαρδιστικών του NATO, εν ονόματι μάλιστα της ειρήνης και της δικαιοσύνης, στην πραγματικότητα όμως εν ονόματι της διεθνούς υποκρισίας και των διαπλεκομένων συμφερόντων των μεγάλων και ισχυρών.
       Ο τρίτος παράγων, μετά τον Διαφωτισμό και τον αθεϊστικό Κομμουνισμό που συνετέλεσε και συντελεί στην περιθωριοποίηση των Αγίων και Πατέρων, είναι ο Οικουμενισμός. Οι Άγιοι γνωρίζουν καλώς πού ευρίσκεται η αλήθεια και πού ευρίσκεται η πλάνη, ποια είναι τα όρια της Εκκλησίας, έξω από τα οποία ευρίσκονται η αίρεση και το σχίσμα. Κι ενώ η παραδοσιακή ορθόδοξη πατερική θέση είναι «μη μεταίρειν όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες ημών», εδώ και αρκετές δεκαετίες με την ανάπτυξη της περιφήμου Οικουμενικής Κινήσεως τα όρια έχουν ανατραπή, και η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία, η απλανώς πορευομένη επί της οδού των Αγίων και των Πατέρων, αλλά και οι μέχρι τώρα αιρετικοί και σχισματικοί Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.ά., είναι και αυτοί εκκλησίες, πολλές φορές μάλιστα και αδελφές εκκλησίες.
       Έτσι ο «προοδευτικός» λόγιος Διαφωτιστής του Κοραή, ο «προοδευτικός» πολίτης των Κομμουνιστών και ο «προοδευτικός» οικουμενιστής θεολόγος και πιστός ασφυκτικά εγέμισαν και γεμίζουν τον πνευματικό χώρο κατά την νεοελληνική περίοδο της ιστορίας μας, καθιστώντας πολύ δύσκολη την παρουσία και επίδραση των φιλοκαλικών πατερικών θέσεων που αντιπροσώπευε ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, και οι άλλοι Άγιοι Πατέρες. Όλα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως «συντήρηση» και «σκοταδισμός» και «βυζαντινισμός».
       Η ανάλυση αυτή είχε σαν στόχο να δείξει ότι όσοι παλαιότεροι και σύγχρονοι εκφράζονται υποτιμητικά για τις ιδέες και την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου το κάνουν για δύο λόγους. Είτε γιατί είναι επηρεασμένοι, χωρίς να είναι αναγκαστικά και στρατευμένοι, από τις «προοδευτικές» τάσεις που μνημονεύσαμε, των Διαφωτιστών, των Κομμουνιστών και των Οικουμενιστών, είτε γιατί αγνοούν την διδασκαλία των Πατέρων και των Αγίων που έχει μία θαυμαστή ενότητα από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα, και νομίζουν πως ό,τι λέγει ο Αθανάσιος Πάριος είναι προσωπική του θέση και μπορούν να την χαρακτηρίζουν ως ακραία και φανατική, ενώ είναι η παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας.
 
3. Η αλλαγή του πνευματικού κλίματος καθιστά επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου
       Η κατάσταση ευτυχώς έχει αλλάξει εδώ και μερικές δεκαετίες με την επιστροφή στον οίκο των Πατέρων, τον οποίο ως άσωτοι υιοί είχαμε εγκαταλείψει, περιπλανώμενοι σε ξένες αυλές. Στις ημέρες μας παρατηρείται αξιοπρόσεκτη και ενθαρρυντική αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τα πατερικά κείμενα, ιδιαίτερα τα νηπτικά και ησυχαστικά, άνθηση του Μοναχισμού, λειτουργική και πνευματική αφύπνιση, στις οποίες μάλιστα ενεργά μετέχουν νέοι άνθρωποι, που δεν έχουν δηλητηριασθή από τους αρνητικούς παράγοντες που αναφέραμε. Ο αθεϊστικός δυτικός Διαφωτισμός και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δέχονται οξύτατη κριτική, αφού οι καρποί τους στην παιδεία και στον πολιτισμό είναι σαθροί και επικίνδυνοι, ο Κομμουνισμός δοκιμάσθηκε και απέτυχε, ο Οικουμενισμός επίσης εισέρχεται στη διαδικασία κριτικής και απορρίψεως, ο δε αντιβυζαντινισμός άρχισε επίσης να υποχωρεί· σε διεθνή βυζαντινολογικά συνέδρια έχει καλώς κατοχυρωθή η άποψη ότι το Βυζάντιο, το οποίο οι Έλληνες Διαφωτισταί απέρριψαν ως περίοδο της ιστορικής μας συνεχείας, έχει πλουτίσει την ανθρωπότητα με τον πνευματικό δυναμισμό του και ότι η αρνητική αντιμετώπισή του οφείλεται στις ομολογιακές προκαταλήψεις των χρονογράφων και θεολόγων του Μεσαίωνος εναντίον της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστική είναι η εκφρασθείσα εσχάτως (13.1.1994) στην ελληνική εκπομπή του BBC γνώμη του γνωστού μεγάλου Βρεττανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν, με αφορμή εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του η ελληνική Κοινότης του Λονδίνου. Είπε: «Κατά τον επόμενον αιώνα η Ορθοδοξία θα επικρατήση μεταξύ όλων των ιστορικών θρησκειών, ενώ το μέλλον του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού είναι αβέβαιο. Η Ορθοδοξία διατηρεί το στοιχείον της πίστεως, ενώ αι άλλαι Χριστιανικαί ομολογίαι κατέπεσαν εις ξηρόν Ορθολογισμόν. Μέγα σφάλμα διέπραξαν οι Δυτικοί ιστορικοί και ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι υπετίμησαν την Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν επιχειρούντες να συνδέσουν κατ' ευθείαν τον Νέον Ελληνισμόν με την Αρχαιότητα»8.
       Για το πού οδήγησε επίσης η παιδεία στην Δύση, την οποία πολλοί θαυμάζουν και χαρακτηρίζουν τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, που την κρίνει αυστηρά, ως φανατικό και υπερβολικό, εκτός των σημερινών τραγικών αδιεξόδων, των ναρκωτικών, του AIDS, του άγχους, της διαλύσεως της οικογενείας, της οικολογικής καταστροφής κ.ά., πρέπει να μνημονεύσουμε το αξιοπαρατήρητο πόρισμα ευρωπαϊκών στατιστικών, βάσει του οποίου τα τρία τέταρτα των Ελλήνων δήλωσαν ότι ο Θεός είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη ζωή τους, πράγμα που τοποθετεί την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των Ευρωπαίων πιστών. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου το θρησκευτικό αίσθημα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Παντού αλλού χάνει, παρά τις γνωστές επιπτώσεις της «κρίσης των ιδεολογιών»9. Δεν χρειάσθηκαν στην Ευρώπη διωγμοί και πιέσεις για να καταστραφούν οι ναοί και τα σεβάσματα. Η άθεη παιδεία του Βολταίρου και των άλλων Διαφωτιστών ή καλύτερα Διασκοτιστών, εναντίον της οποίας στρεφότανε ο Αθανάσιος Πάριος, ελεύθερα έκανε μόνη το έργο της. Ένα συγκλονιστικό πάνω σ' αυτό στοιχείο είναι ότι ενώ στην Ελλάδα κτίζονται νέες εκκλησίες και ανακαινίζονται οι παλιές, στην Ευρώπη πωλούνται και μεταβάλλονται σε γκαλερί τέχνης, δικηγορικά και αρχιτεκτονικά γραφεία, αίθουσες συναυλιών, σχολές χορού, ωδεία, καταστήματα ρούχων, σούπερ μάρκετ και διαμερίσματα προς ενοικίαση, γιατί πλέον οι ιερείς χωρίς τον οβολό των πιστών, που δεν εκκλησιάζονται, δεν μπορούν να τις συντηρήσουν. Διακωμωδώντας μάλιστα αυτήν την κατάπτωση της Ευρώπης το περιοδικό που δημοσιεύει αυτήν την είδηση καταλήγει με το σλόγκαν «Αγόρασε και συ μια Εκκλησία. Μπορείς»10.
       Κατασταλαγμένη η νέα αυτή, ανεπηρέαστη από ξενικές επικρίσεις, συνείδηση των Ορθοδόξων Ελλήνων για τους δυσφημισθέντες Κολλυβάδες, βρίσκεται στις πράξεις εντάξεως των δύο από αυτούς, του Νικοδήμου του Αγιορείτου το 1965 και του Αθανασίου Παρίου το 1994, στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ ο τρίτος μεγάλος της ομάδος, ο Μακάριος Νοταράς τιμάται ως άγιος ήδη από της εκδημίας του11. Δύο νέοι Άγιοι, Κυκλαδίτες μάλιστα, παρά τις εναντίον τους άδικες κριτικές μερικών λογίων, ακόμη και θεολόγων, υψώνονται και τιμώνται επάξια. Στον Άγιο Νικόδημο έχουν αφιερωθή ήδη αρκετοί ναοί, ακόμη και μοναστήρια, και στον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο αφιερώθηκε ήδη η πρώτη εκκλησία, αυτή που εθεμελίωσε χθες στην γενέτειρά του, στον Κώστο, ο σεβασμιώτατος ποιμενάρχης Παροναξίας κ. Αμβρόσιος. Ευχόμαστε γρήγορα να ανεγερθούν και άλλοι ναοί προς τιμήν του.
 
4. Δειγματοληπτική αναφορά σε επίκαιρες θέσεις του Αγίου Αθανασίου. Οι απόψεις του για την παιδεία.
       Υπάρχει λοιπόν εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα αλλαγή του πνευματικού κλίματος, η οποία επανασυνδέει το Γένος με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό του και καθιστά πάλιν επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου Πα­ρίου, που ταυτίζεται με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από τις βασικές πτυχές της διδασκαλίας του, επιμένοντας ιδιαίτερα στις απόψεις του για την πολυπαθή και ταλαιπωρούμενη σήμερα παιδεία.
 
α'. Αντιπαπισμός - Αντιδυτικισμός
       Είπαμε ήδη προηγουμένως ότι η Ορθόδοξη Ανατολή κατά τους σκληρούς χρόνους της δουλείας αντιμετώπιζε εκτός από τον κίνδυνο του εξισλαμισμού και τον κίνδυνο του εκλατινισμού, που απειλούσαν να αφανίσουν το Γένος. Την προκλητική αυτή επίθεση των Δυτικών μισσιοναρίων την αντιμετώπισε την περίοδο αυτή με επιτυχία το φιλοκαλικό πατερικό κίνημα των ονομασθέντων Κολλυβάδων, επιφανές μέλος του οποίου ήταν και ο Αθανάσιος Πάριος. Τις υποτιμητικές και συκοφαντικές για τους Αγίους της Ορθοδοξίας διαδόσεις της δυτικής προπαγάνδας αντιμετώπισαν οι Κολλυβάδες προβάλλοντας τον άγιο βίο τους και τα σοφά τους συγγράμματα, ιδιαίτερα εκείνων τους οποίους είχαν βάλει στο στόχαστρό τους οι Δυτικοί, γιατί ήσαν αποτελεσματικοί και επικίνδυνοι αντίπαλοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός12. Γνωρίζουμε πολύ καλά τους αγώνες και τους κόπους των Αγίων Μακαρί­ου Νοταρά και Νικοδήμου Αγιορείτου για την έκδοση των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τον οποίον λυσσωδώς συκοφαντούσε και πολεμούσε η λατινική προπαγάνδα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος συνεκδίδοντας σε ένα βιβλίο τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που γράφτηκε από τον Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και τον «Αντίπαπα», όπως ονόμασε τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό, για τους υπερθαύμαστους αγώνες και τα ηρωι­κά του παλαίσματα εναντίον του πάπα, τα οποία εκθέτει με βάση πλήθος ιστορικών πηγών και στοιχείων. Δύο μικρά αποσπάσματα, ένα για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και ένα για τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό αρκούν για να δείξουν το αγωνιστικό του φρόνημα. Γράφει για τον πρώτο: «Ιδού λοιπόν Χριστιανοί, πόσον ωφέλιμος είναι ο βίος του θείου τούτου Γρηγορίου· επειδή γαρ το άγιόν του λείψανον όπου είναι μία ορατή βεβαίωσις, εις ένα μόνον μέρος της γης και εις μίαν Εκκλησίαν μέσα ευρίσκεται κλεισμένον και τας ιάσεις όπου επιτελεί, όλοι δεν τας βλέπουσι, ουδέ όλοι τας μανθάνουσι, διά τούτο τώρα από τον θαυμάσιον βίον του θέλετε μάθη και βεβαιωθή όλα αυτά οπού είπαμεν έως τώρα πρώτον δηλαδή πως είναι άγιος της Εκκλησίας, και οι μιαρώτατοι παπισταί υβρίζουν και βλασφημούν άδικα τον άγιον του Υψίστου· δεύτερον, πως δεν είναι απλώς άγιος, αλλά ένας από τους μεγίστους ιεράρχας και φωστήρας της οικουμένης. τρί­τον, ότι και εκ της τούτου αγιότητος αναδείκνυται της ανατολικής Εκκλησίας η αλήθεια και εκ τουναντίον το ψεύδος της δυτικής, ότι εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται. τέταρτον, ότι δείχνοντας εκ τούτου την αλήθειαν και αγιότητα των δογμάτων της ανατολικής Εκκλησίας εύκολα ημπορείς να συμπεράνης εκ τούτων και την ευκληρίαν οπού έχει προς γονιμότητα αγίων τέκνων εδικών της. και όχι μόνον λογικώς να συμπεράνης, αλλά και πραγματικώς, απαριθμώντας, εάν δύνασαι τους υπέρ αριθμόν πληθυνομένους αγίους, μετά το σχίσμα. και ούτω Θεού διδόντος να σαλπίσης τα νικητήρια, αποφράττοντας με την πραγματικήν αλήθειαν τα μιαρά και απύλωτα στόματα». Και για τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό γράφει στον «Αντίπαπα»: «Τούτον λοιπόν εγώ Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ανάμεσα εις πολλούς άλλους, ή να ειπώ καλ­λίτερα και υπέρ πολλούς άλλους τοιούτους αγίους, εις όλα τα Ορθόδοξα των πιστών συστήματα τον αγιώτατον Μάρκον της Εφέσου παρρησιάζω σήμερον. Μάρκον εκείνον λέγω, τον οποίον η Ανατολή ανέτειλεν, αλλ' η Δύσις έφριξε. Μάρκον εκείνον, το καύχημα της Ασίας και μάστιγα της Ευρώπης. Μάρκον εκείνον, τον φωστήρα της Ανατολικής Εκκλησίας και κεραυνόν της Δυτικής αγερωχίας. Μάρκον εκείνον, το στόμα των θεολόγων, την δόξαν των Ορθοδόξων, τον υπερθαύμαστον αθλητήν, τον μόνον αήττητον και αδαμάντινον άνθρωπον»13.
      Ακολουθώντας τέτοιους αγίους ο Αθανάσιος εμαστίγωσε και αυτός την Ευρώπη δικαίως, την Ευρώπη της αθεΐας και του αντιεκκλησιαστικού πνεύματος, την ανατρεπτική και αναρχική Ευρώπη, στην παρεξηγημένη Αντιφώνησή του, η οποία ως υπότιτλο έχει τα εξής: «Προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, δεικνύσα, ότι μάταιος και ανόητος είναι ο ταλανισμός οπού κάνουσι του γένους μας και διδάσκουσα ποία είναι η όντως και αληθινή φιλοσοφία. Τούτοις προσετέθη και παραίνεσις ωφελιμωτάτη προς τους αδεώς πέμποντας τους υιούς των εις την Ευρώπην χάριν πραγματείας». Και μόνον από τον τίτλον συμπεραίνει κανείς ότι προσπαθεί να στηρίξει την αξιοπρέπεια του Γένους και την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στις αξίες του πολιτισμού των απέναντι στους Γραικύλους, τους πρόθυμους να υποκλιθούν στους ξένους και να τα παραδώσουν όλα σ' αυτούς. Ως προς την σύσταση να μη στέλνουν αδεώς οι γονείς τα παιδιά τους στην Ευρώπη για σπουδές, γιατί εκεί εμφωλεύουν πολλοί κίνδυνοι, αυτό είναι κατ' εξοχήν επίκαιρο σήμερα και θα το επικροτούσαν χιλιάδες γονείς που στέλνουν εξ ανάγκης τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε ξένα πανεπιστήμια και που τα βλέπουν τις περισσότερες φορές να χάνονται για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, όχι μόνο σωματικά, γιατί παραμένουν συνήθως έξω εκεί που σπουδάζουν, αλλά και πνευματικά, γιατί αφομοιώνονται οι περισσότεροι από το περιβάλλον.
 
β'. Προβολή των Πατέρων και της λειτουργικής ζωής
 
       Όπως και οι λοιποί Κολλυβάδες, έτσι και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος αγωνίζεται να διδάξει την ορθόδοξη πίστη και ζωή συγγράφοντας σχετικά έργα, όπως το περίφημο δογματικό του έργο, Επιτομή, είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, μεταξύ πολλών άλλων σχετικών, πάντοτε με βάση τους Πατέρας της Εκκλησίας και αναπτύσσοντας πλήθος λειτουργικών θεμάτων, για τον Μέγα Αγιασμό, για τις άγιες εικόνες, για τα αναθήματα και αφιερώματα, τα σκεύη, τα άμφια, τα μνημόσυνα, την γονυκλισία της Πεντηκοστής, τον αναβαπτισμό των Λατίνων και των βρεφών που έλαβαν βάπτισμα ανάγκης και πολλά άλλα. Σημαντική είναι επίσης και η αγιολογική του προσφορά με την σύνταξη βίων και ακολουθιών πολλών αγίων14. Όλα αυτά ταιριάζουν απολύτως σήμερα που ζούμε αυτήν την νεοπατερική αναγέννηση που χαρακτηρίζεται συν τοις άλλοις από το πλήθος των πατερικών και λειτουργικών εκδόσεων.
 
γ'. Οι απόψεις του για την παιδεία
 
       Θα τελειώσουμε την ενδεικτική αυτή αναφορά μας με ορισμένες από τις θέσεις του για την παιδεία. Ήταν όντως μέγας διδάσκαλος του Γένους ο Αθανάσιος. Κατηνάλωσε τη ζωή του στο έργο της σχολικής διδασκαλίας, όπου διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του. Στην Αντιφώνηση γράφει: «Δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν ότι είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται». Στο έργο του Ρητορική πραγματεία, όπου, στηριζόμενος κυρίως σε αρχαίους ρήτορες, Ερμογένη, Δημοσθένη και άλλους, αναλύει τα είδη του ρητορικού λόγου και εκτιμά ότι η γνώση των κανόνων της Ρητορικής είναι απαραίτητη για τον κήρυκα του Ευαγγελίου, εκφράζει στον πρόλογο τον ενθουσιασμό του γιατί βρήκε την Ρητορική του Ερμογένους, για την οποία λέγει ότι είναι πολυτιμότερη και από το χρυσούν δέρας του Ιάσωνος: «Εκείνο τε γαρ χρυσού ποίησιν, ως ο λόγος, διά χημείας εδίδασκε, και τούτο τους χρυσού τιμιωτέρους και κρείττονας λόγους, οιονεί διά χημείας, της ευμεθόδου γυμνασίας, ως άριστα υποτίθησιν γίνεσθαι. Αγαλλιασάμενος ουν επί τούτοις ως ο ευρίσκων σκύλλα πολλά, την βίβλον μεταγραψάμενος είχον, εγκολπίου παντός τιμαλφέστερον περιφέρων».
       Άριστος χειριστής της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα επιγράμματα και τις ακολουθίες που συνέθεσε, εξόπλιζε τους μαθητάς του, στους τόπους που εδίδαξε, με τέτοια αρχαιομάθεια, που θα την ζήλευαν σήμερα και οι καθηγητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αφού ούτε οι ίδιοι, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές τους, ημπορούν να χρησιμοποιούν αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως εκείνος. Εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια του διδασκάλου του ο μαθητής του στην Χίο, Άγιος Νικηφόρος ο Χίος εχάραξε τα εξής επάνω στην επιτάφια πλάκα:
 
Υπήρξε και γαρ μαθήσεως παντοίας
ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη
και των ιερών θεολόγων προθήκη.
 
        Αυτή η εκτίμηση, ότι ενδιαφερόταν για το σύνολο της σοφίας, την θύραθεν και την θεία, που τις δίδασκε στους μαθητές του με βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδίδει καλώς το παιδευτικό έργο του Παρίου, με την συμπλήρωση ότι ήθελε και επεδίωκε η παιδεία και η μάθηση να είναι συνδεδεμένα με την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού, για να έχει καρπούς αγαθούς. Η έξω σοφία, η κοσμική, δεν είναι αυτοαγαθόν από την καλή ή κακή χρήση της, εξαρτάται ο θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας της, όπως γράφει πάλι στην Αντιφώνηση: «Οι έχοντες την έξω σοφίαν πολύ ωφέλησαν την Εκκλησίαν. Και πάλιν άλλοι αυτήν μεταχειριζόμενοι εκ του εναντίου, πολλήν βλάβην και ταραχήν επροξένησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Ώστε η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν, ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή».
       Στον Αδαμάντιο Κοραή γράφει, όπως απέδωσε το κείμενο της επιστολής ο π. Νικόλαος Αρκάς: «Πρέπει να ξέρης και να παραδέχεσαι, αγαπητέ μου, πώς εμείς κάθε σοφία και γνώσι, που είναι, συνδυασμένη με την ευσέβεια, τη θεωρούμε μέγα απόκτημα και απ' όλα τα αγαθά το κάλλιστο και υπέρτερο. Και γιατί όχι; Είναι πράγμα που κι' αυτοί οι θείοι κι' εξαίρετοι άγιοι Πατέρες πάρα πολύ εκαλλιέργησαν σ' όλη τη ζωή τους. Και κείνοι εδιάλεξαν ό,τι καλόν ευρήκαν και στους άλλους το μετέδωκαν για νάρχεται η ωφέλεια κοινή. Δίχως όμως την ευσέβεια όχι μόνο δεν την θαυμάζουμε τη σοφία, αλλά τη θεωρούμε μισητή και απόβλητη... Σοφία πραγματική είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και η κάθαρση της ψυχής από τα αισχρά πάθη. Σοφία είναι η όσο το δυνατόν προσκόλλησι στο Θεό, η απόκτησι της δικής του σοφίας που είναι και τροφή της ψυχής και η οποία εικονίζει την μέλλουσα ευδαιμονία, χορηγεί δε και την προσωρινή εδώ. Για τούτο και ο Χριστός που ήλθε στον κόσμο να μας ανοίξη το δρόμο προς εκείνη την κατάσταση, τη μακαρία, δεν έκαμε αυτό διδάσκοντάς μας γεωμετρία ή αστρονομία ή αποκαλύπτοντάς μας της φύσεως απόκρυφες δυνάμεις»15. Στις θέσεις του αυτές χωρίς αμφιβολία ο Άγιος Αθανάσιος είχε ως βάση τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και όλη την προηγουμένη πατερική παράδοση, γι' αυτό και είναι τελείως άδικες οι κρίσεις συγχρόνων λογίων, σύμφωνα με τις οποίες «ανήκει εις την παράταξιν των υπερσυντηρητικών καλογήρων και λαϊκών, των μετά πείσματος και φανατισμού εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς υπ' αυτών εννο­ουμένης "παραδόσεως", καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν» και ότι δήθεν κατά τον Άγιο Αθανάσιο «απόβλητος από την λογικήν του Χριστού ποίμνην θεωρείται πας αναγινώσκων, πλην των θείων Γραφών και των Πατέρων, βιβλία προερχόμενα εκ της Ευρώπης».
       Όπως είδαμε, ο Αθανάσιος δεν απαγόρευε την χρήση άλλων βιβλίων, τα οποία και ο ίδιος χρησιμοποιούσε και στους μαθητές τα εδίδασκε, όπως έκαναν και οι Πατέρες. Πίστευε ορθώς ότι η θύραθεν σοφία δεν οδηγεί στην τελειότητα και στην αγιότητα, στην απόκτηση των αγαθών της βασιλείας του Θεού, και ότι η χρησιμότητά της περιορίζεται εδώ στην γη. Είναι πάντως χρήσιμη ακόμη και στην θεολογία, η οποία, όπως γράφει στην Επιτομή, «ει και υπερφυσικαίς χρήται αρχαίς, δηλαδή ταις εκ της θείας Γραφής μαρτυρίαις, ου μέντοι ανεπιδεής εστι και της εκ των έξωθεν λόγων βοηθείας, πολλαχού δε και φυσικώ χρήται λόγω, εν τε αποδείξεσι και σαφηνείαις χρήζουσι θεωρήμασι».
       Το πώς αντιλαμβανόταν ο Αθανάσιος το διδασκαλικό λειτούργημα, συνδεδεμένο δηλαδή μόνο με την προσφορά και όχι την απολαυή χρημάτων και αξιωμάτων, φαίνεται και από την ζωή του. Κατά την τελευταία παραμονή του στην Θεσσαλονίκη τον καλεί το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη να αναλάβει την διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής. Του δίδει και οικονομικά κίνητρα και υπόσχεση μητροπολιτικής έδρας. Απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλ' εγώ δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις την βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως, ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, διά τούτο άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ, να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου»16.
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
       Η επίσημη ένταξη του Αθανασίου στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας ανασύρει τον λύχνον από τον μόδιον, όπου τον κρύβαμε τόσα χρόνια πικραμένοι από τις άδικες κρίσεις και επιφυλάξεις μερικών λογίων, οι οποίοι είτε παρασύρθηκαν από σκόπιμες συκοφαντίες εναντίον του, είτε από άγνοια της πατερικής παραδόσεως δεν κατενόησαν την διδασκαλία του. Είναι πλέον καιρός να τον θέσουμε επί την λυχνίαν για να φωταγωγήσει «πάσι τοις εν τη οικία». Η αφιέρωση τόσων εισηγήσεων από το Συνέδριό μας δείχνει την σπουδαιότητα του προσώπου και του έργου του. Ας αποτελέσει αυτό μία αρχή, ώστε στην συνέχεια το Ιερόν Προσκύνημα της Εκατονταπυλιανής να φροντίσει για την έκδοση των Απάντων του, αφού προηγουμένως γίνει η σχετική εργασία για τα μέχρι τώρα ανέκδοτα έργα του, ως και για την σύνταξη μιας συνθετικής συγκροτημένης μονογραφίας για το πρόσωπο και το έργο του, όπου με αντικειμενικότητα και εκκλησιαστική ευαισθησία θα ιστορηθούν και θα εκτιμηθούν τα κατ' αυτόν. Ο π. Νικόλαος Αρκάς έκανε πολύ καλή αρχή και πρέπει να την συνεχίσουμε.

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης