ΛΟΡΕΝΤΣ ΚΟΝΡΑΝΤ: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ 8 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ; (ΠΕΡΙΛΗΨΗ)


Γεωργίου - Ευτυχίου Πρωτοπαπαδάκη
- Ιατρού

Με μια ακριβόλογη επιστημονική παρατήρηση, ο νομπελίστας Κόνραντ Λόρεντς ερευνά τους 8 βασικούς κινδύνους που οδηγούν τον άνθρωπο στη γενετική φθορά και στις τρομακτικές συνέπειες που απορρέουν από μια τέτοια πορεία. "Ο Λόρεντς ανέλαβε να σηκώσει την ανθρωπότητα από το βαθύ τέλμα της". Newsweek.

Το 1973, τη χρονιά που πήρε το νόμπελ ιατρικής και φυσιολογίας, εξέδωσε ένα διαφορετικό βιβλίο με τίτλο: «Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας». Σε αυτό αναφέρει τις οκτώ αιτίες που, κατά τη γνώμη του, οδηγούν αναπόδραστα στο τέλος του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για κάποιο βιβλίο καταστροφολογίας, με αστεροειδείς, επιδημίες και νεκροζώντανους που τρέφονται με μυαλά.
Το ουσιαστικό πρόβλημα για τον Λόρεντς είναι ότι: «η ανθρώπινη γνώση για τον εξωτερικό κόσμο έχει καλπάσει πολύ πιο μπροστά από τη φυσική ικανότητα της συμπεριφοράς να προσαρμοστεί σε νέες καταστάσεις». Θα προσπαθήσω να μεταφέρω περιληπτικά αυτές τις «8 πληγές», γνωρίζοντας ότι διαπράττω ύβρη, αφού είναι ένα βιβλίο που ξεπερνάει τις δυνατότητες μου, ειδικά όταν πρέπει να το συμπτύξω σε λίγες σελίδες. Καλύτερα θα ήταν να διαβάσετε το ίδιο το βιβλίο (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θυμάρι).


Ο Νίτσε για τη Φιλολογία και τους θεράποντές της


Του Γαβριήλ Μπομπέτση



Friedrich NietzscheΓια τη φιλολογία, Θέσεις και αφορισμοί, Επιλογή κειμένων-Μετάφραση-Επιλεγόμενα:Βασίλειος Βερτουδάκης, Περισπωμένη, Αθήνα, 2019 

Λίγο πριν το 2019 παραχωρήσει τη θέση του στον νέο ενιαυτό κυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο του καθηγητή του Ε.Κ.Π.Α. Β. Βερτουδάκη, από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Ο συγγραφέας είναι γερμανοτραφής, με μεταπτυχιακές σπουδές κλασικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Μα πάνω από όλα είναι γερμανολάτρης. Είναι χαραγμένη στα συρτάρια του νου μου η εικόνα του στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα να διαλαλεί, με τα χέρια αναπεπταμένα, εν μέσω φιλολογικού οίστρου: «Οι Γερμανοί...!».  

Ο συγγραφέας αποθησαύρισε από το σύνολο του έργου του Νίτσε απόψεις για τη Φιλολογία και τους φιλολόγους. Όπου ο αναγνώστης βλέπει Φιλολογία, θα πρέπει να διαβάζει κατ’ εξοχήν Κλασική Φιλολογία. Ο Γερμανός στοχαστής, να σημειωθεί, δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τους Έλληνες και όχι τόσο για τους Ρωμαίους, πράγμα που εναρμονίζεται με το ελληνολατρικό ρεύμα που είχε δημιουργηθεί στα χρόνια του στη Γερμανία, αρχής γενομένης από τον Winckelmann (1717 – 1768) και τα περί «ήρεμου μεγαλείου και ευγενικής απλότητας» των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων. 

Ο Νίτσε είναι γνωστός στο ευρύ κοινό ως φιλόσοφος· λίγοι είναι, ωστόσο, εκείνοι που γνωρίζουν ότι υπήρξε επίσης ποιητής και φιλόλογος. Μάλιστα ξεκίνησε την πορεία του ως καθηγητής κλασικής Φιλολογίας στη Βασιλεία (1869-1879), με πλήθος αμιγώς φιλολογικών δημοσιευμάτων αλλά και διαλέξεων. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είχαν να κάνουν κυρίως με τον Όμηρο, τον λυρικό Θέογνη, τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, τους τραγικούς, τους ρήτορες όπως και με τον Διογένη τον Λαέρτιο. Ναι, ο Νίτσε που αργότερα έδωσε τη μνημειώδη διατύπωση, αντιστρέφοντας μια ρήση του στωικού Σενέκα: «Philosophia facta est quae philologia fuit» (= Ό,τι ήταν Φιλολογία, τώρα έχει γίνει Φιλοσοφία). Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ο Νίτσε ουδέποτε εγκατέλειψε τη φιλολογία, πρώτον γιατί σε όλη τη νοητικά διαυγή του πορεία, έως το 1888 δηλαδή, φαίνονται σποραδικά στα έργα του οι φιλολογικές του καταβολές. Μάλιστα στο Λυκόφως των ειδώλων (Götzen-Dämmerung), του ιδίου έτους, ο Νίτσε τιτλοφορεί το τελευταίο του κεφάλαιο: «Τι οφείλω στους αρχαίους;». Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Ο Βερτουδάκης το πάει ένα βήμα παραπέρα και διατείνεται πως «η φιλοσοφία ήταν εξέλιξη της φιλολογίας του» (σ. 102).

Για να γίνει αυτό αντιληπτό, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ήταν - κατά Νίτσε - η Φιλολογία. Η Φιλολογία είναι, σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή, Επιστήμη, στο βαθμό που διερευνά τη γλώσσα, Ιστορία, στο βαθμό που προσπαθεί να κατανοήσει πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος, είναι, όμως, και Αισθητική, διότι εμπεριέχει και το καλλιτεχνικό στοιχείο. Αν αφαιρέσεις από τον φιλόλογο το σκίρτημα που νιώθει απέναντι στο ωραίο κείμενο, η Φιλολογία πεθαίνει κατά το ήμισυ. Η Φιλολογία εκ συστάσεως, κατά τον φιλόσοφο, έχει και πρακτική αποστολή, που είναι το διδακτικό της έργο, η μεταλαμπάδευση των κεκτημένων της ως επιστήμης.   

Ο Νίτσε αντιδρά σθεναρά στον ιστορισμό που διέπνεε τον γερμανικό 19ο αιώνα, στην τάση, δηλαδή, να εξετάζονται κείμενα, πρόσωπα και γεγονότα μόνο στα ιστορικά τους συμφραζόμενα, χωρίς σύνδεση με το παρόν. Αντιστέκεται, λοιπόν, στην καταλεπτολόγηση των κειμένων, στη σχολαστικότητα, στη Wortphilologie (φορμαλιστική Φιλολογία), στην Quellenforschung (εμμονική αναζήτηση των πηγών από όπου έχουν αντλήσει οι συγγραφείς) κ.λπ. Θέλει τη Φιλολογία να αποκτά μία φιλοσοφική θεώρηση, να αντιμετωπίζει την αρχαιότητα ως Όλον, όχι κατακερματισμένη, σε άμεση επίσης συνάρτηση με το παρόν. Είναι αρκετά γνωστή η διατύπωση του φιλοσόφου στο αποσπασματικό Εμείς οι φιλόλογοι (Wir Philologen): «το υλικό [της Φιλολογίας] θα εξαντληθεί. Αυτό που δεν πρόκειται να εξαντληθεί είναι η διαρκώς νέα προσαρμογή κάθε εποχής στην Αρχαιότητα, η αναμέτρησή της με αυτήν» (σ. 21). 

«Η Φιλολογία, όπως έχει πει σε συνέντευξη του ο εν Σορβόννη λατινιστής A. Grandazzi, δεν είναι παρά η Αρχαιολογία των κειμένων. Και η Αρχαιολογία δεν είναι παρά η Φιλολογία της πέτρας και του μαρμάρου». Οι φιλόλογοι που καλούνται να «αρχαιολογήσουν» τα κείμενα οφείλουν, κατά Νίτσε, να έχουν βιώματα. Το βίωμα είναι απαραίτητο, στη συλλογιστική του, για να κατανοηθεί η αρχαιότητα και αντιστρόφως η κατανόηση της αρχαιότητας είναι αναγκαία για να ερμηνευθεί το παρόν. Η αρχαιότητα πρέπει να ασκεί επίδραση στο εδώ και τώρα, διαφορετικά καταλήγει σαν «μια μυρωδιά μούχλας» (σ. 63). Την αρχαιότητα, σημειωτέον, δεν θα πρέπει, κατά τον φιλόσοφο, να την εξιδανικεύουμε, η αρχαιότητα είναι αυτό που ήταν, με τις χρυσές και τις μελανές πτυχές της.  

Ο φιλόλογος θα πρέπει να είναι, επίσης, ολκής, μανιακός εραστής της επιστήμης του, αφοσιωμένος σε αυτήν ψυχή τε και σώματι. Τέτοιοι φιλόλογοι ισχυρίζεται πως σπανίζουν ήδη στην εποχή του. Θεωρεί πως οι 99 στους 100 φιλολόγους δεν κάνουν για φιλόλογοι, διότι δεν ξέρουν να προσεγγίζουν την ελληνική αρχαιότητα μετά λατρείας, ως κάτι το ιερό και το υψηλό. Έθεσε ψηλά τον πήχη για το σινάφι μας. 

Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς τα κείμενα; Lento, προτείνει ο Γερμανός στοχαστής, δηλαδή, η ανάγνωση θα πρέπει να είναι αργή και προσεκτική, εις βάθος, μπρος και πίσω. Το είδος αυτό της ανάγνωσης φαίνεται να έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τη σημερινή εποχή, την εποχή της ταχύτητας, της ανυπομονησίας και της οθόνης. 

Ο Βερτουδάκης είναι ένας αρτίστας του λόγου, ένας λόγιος και βαθιά πεπαιδευμένος. Αυτό διακρίνεται κυρίως στα Επιλεγόμενα του βιβλίου. Η έκδοση είναι δίγλωσση. Υπάρχουν 22 αποσπάσματα για τη Φιλολογία και τους θεράποντές της, αντικριστά το γερμανικό πρωτότυπο με την ελληνική μετάφραση. Σύντομες σημειώσεις λειτουργούν διευκρινιστικά προς ορισμένα σημεία των αποσπασμάτων. Το βιβλίο είναι σχετικά σύντομο και διαβάζεται γρήγορα. Είναι απαύγασμα της αγάπης του συγγραφέα για τους Γερμανούς, και για τον Νίτσε ιδιαιτέρως. Ευτυχώς για μας, για να γνωρίσουμε τι άποψη είχε ο Γερμανός στοχαστής για τη Φιλολογία και τους φιλολόγους, μέσα από αυτήν τη σταχυολόγηση που γίνεται για πρώτη φορά στη Διεθνή Βιβλιογραφία (βλ. Πρόλογο, σ. 11).

Ο Βερτουδάκης είναι ένας φιλόλογος που διατρανώνει και μέσα από το παρόν του πόνημα ότι η Φιλολογία είναι επιστήμη με διάσταση συγχρονική και συνάμα διαχρονική. Το παρελθόν δεν είναι μουσειακό είδος, λαμβάνει αξία μόνο όταν μεταλαμβάνει στα νάματα του παρόντος, άποψη του ιδίου του Νίτσε άλλωστε.




Σενέκας, ο ιατρός ψυχών και σωμάτων...

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


«Σερένε, η διαγνώση μου για αυτήν την κατάσταση ψυχικής αστάθειας και ανισορροπίας που νιώθεις είναι ότι αυτοϋποβάλλεσαι, δημιουργώντας προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Να προσπαθείς, λοιπόν, να παραμένεις ατάραχος στη ζωή σου και να επιδιώκεις την εὐθυμίαν, όπως έλεγε ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Δημόκριτος».



Χρόνος, ο «γρήγορος ίσκιος πουλιών»

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Ήδη από τα πρωτο-αναγεννησιακά χρόνια κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ρολόγια. Θαρρώ πως όσο ο άνθρωπος πάσχισε να ελέγξει το χρόνο, τόσο εκείνος ξεγλιστρούσε. Στην ύπαιθρο του προηγούμενου μόλις αιώνα ξυπνητήρι ήταν το λάλημα του πετεινού. Κυνηγώντας διαρκώς το χρόνο, χάνουμε εντέλει το χρόνο μας. Κερδίζουμε σε άγχος και χάνουμε σε ήρεμες και απλές στιγμές. Στις φυλακές η μέρα ξεκινά με το λυκαυγές και η αυλαία πέφτει με το λυκόφως. Αυτή μου φαίνεται πως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων - ή κάπως έτσι. Διερύναμε τις αναγκες, μετατρέψαμε τη νύχτα σε μέρα και αφήνουμε τη ζωή να φεύγει από μπροστά μας. Ίσως πάλι και όχι.

Πρώτο ζητούμενο προς πραγμάτευση θα είναι ο ψυχολογικός χρόνος, ο οποίος έχει απασχολήσει το χώρο της φιλοσοφίας. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, όταν νιώθουμε ψυχική ευφορία, και βασανιστικά αργά, όταν βιώνουμε πόνο ή οδύνη. Στις στιγμές ανεπανάληπτης ευτυχίας (ας ανακαλέσει ο καθένας τις δικές του) εύχεσαι ενδόμυχα να πάγωνε ο χρόνος εκεί. Στις στιγμές όπου τα δάκρυα των ματιών ή της ψυχής κυλούν το ένα μετά το άλλο εύχεσαι λίγο να έρθει ο Μορφέας και να σε πάρει στην αγκαλιά του ή η ροδοδάκτυλος Αυγή να έρθει νωρίτερα. Το δίχως άλλο υπαρκτός ο ψυχολογικός χρόνος ή με άλλα λόγια ο προσωπικός χρόνος, ο υποκειμενικοποιημένος.

Στο φιλοσοφικό πεδίο έχει τεθεί ακόμη το ερώτημα αν υπάρχει άραγε το παρόν. Κάπου κάποτε είχα διαβάσει ότι το παρόν δεν είναι παρά το μέλλον του παρελθόντος ή κάπως έτσι. Το παρόν για τη φιλοσοφία δεν υφίσταται, γιατί όταν πας απλώς να σκεφτείς ότι είσαι στο παρόν, το παρόν έχει γίνει ήδη κατά ένα λεπτό παρελθόν και πάει λέγοντας. Μήπως, θα πουν οι φιλόσοφοι, ο χρόνος είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου, που θέλει τοιουτοτρόπως να ρυθμίσει τη ζωή του;

Χρόνος έρχεται, χρόνος παρέρχεται. Η διαπίστωση αυτή, οδυνηρή για πολλούς, είναι πολύ παλιά. Ο Ο. Ελύτης περιγράφει το χρόνο σαν «γρήγορο ίσκιο πουλιών» (Προσανατολισμοί). Αναλογιστείτε πόσο τρέχει. Αν ο χρόνος τρέχει τόσο, το επόμενο λογικό ερώτημα είναι πώς τον αξιοποιούμε εμείς; Και πάλι έρχεται ο Τ. Λειβαδίτης (Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο) να αποτυπώσει μια πραγματικότητα:

«Βράδιαζε. Άνοιξα το
παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το
αιώνιο παράπονο του κόσμου.

Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία
χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που
άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε
πολύ….».

Πέρα από την παρατεταμένη παραμονή στο προσωπικό σκότος, σε μια θλίψη ή κατάθλιψη, ο Λειβαδίτης θέτει ακόμα εμμέσως το ζήτημα της αναβλητικότητας. Ο λαός ουχί ασόφως λέει: «μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα». Το αύριο συμβόλιζει την καλύτερη μέρα, όμως, το κάθε αύριο θα πρέπει να εκκινεί σήμερα, κάθε ώρα και στιγμή. 

Η φιλοσοφία απ' αρχαιοτάτων χρόνων έχει δώσει έμφαση στην αξία της στιγμής και στη δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου. Ο Επικούρειοι, φέρ' ειπείν, διέδιδαν πως ο καθένας θα πρέπει να θεωρεί την κάθε μέρα ως ένα θαυμάσιο δώρο, που πρέπει να αξιοποιήσει. Την ιδέα αυτή αποτυπώνει με όμορφο τρόπο ο Λατίνος ποιητής, Οράτιος στις Επιστολές του (Οράτιος, Epistulae, 1.4.13-14), απηχώντας σαφώς επικούρειες αντιλήψεις: «omnem crede diem tibi diluxisse supremum,/grata superveniet, quae non sperabitur hora». «Πείσε τον εαυτό σου, λέει, πως κάθε μέρα που έφεξε είναι η τελευταία, [έτσι] ευχάριστη θα επακολουθεί η κάθε ανέλπιστη ώρα». Ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιεί προσηκόντως την κάθε στιγμή και να μην αναβάλλει τη χαρά, καθώς η ζωή είναι εφήμερη. «Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὔκ ἐστι γενέσθαι», «γεννηθήκαμε μια φορά, δεύτερη δεν είναι δυνατόν να γεννηθούμε», γράφει ο Επίκουρος (Ἐπικούρου προσφώνησις, 14). Την ίδια περίπου θέση για την αξία του τώρα διατυπώνουν και οι Στωικοί. Ο Ζήνωνας έλεγε πως: «βραχὺς γὰρ ὄντως ὁ βίος, ἡ δὲ τέχνη μακρή» (Στοβαίος, Ἐκλογαί, 4. 34. 68), εννοώντας την τέχνη της θεραπείας της ψυχής. Στο σύντομο αυτό βίο που αναλογεί στον καθένα, για να ζήσει κάνεις ευτυχισμένα, θα πρέπει κατά τους Στωικούς να αποδέχεται ό,τι η θεία  πρόνοια τού στέλνει, ώστε τίποτα να μη συμβαίνει χωρίς τη θέληση του και όλα όσα συμβαίνουν να θέλει να συμβαίνουν.

«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, έλεγε ο Καζαντζάκης, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». Η αιωνιότητα αφορά το επέκεινα αλλά αφορά και το εδώ. Μήπως η ποιότητα που μοχθούμε να προσδώσουμε στη ζωή είναι ανώτερη απ' την ποσότητα; Μήπως η ποσότητα είναι αναγκαία, για να προφτάστουμε να προσδώσουμε ποιότητα στη ζωή μας; Αυτό που με κάποια βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ειναι πως η αιωνιότητα είναι κρυμμένη στην απλότητα, στον αγώνα, στις μικρές σταλαγματιές ευτυχίας, στην επιστροφή σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, στη σμίκρυνση του εγώ. Η (εδώ) αιωνιότητα στην τελειοποιημένη μορφή και φύση της, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, θαρρώ πως είναι η ζωή που ακτινοβολεί, μα ωσότου να ακτινοβολήσει, χρειάζεται αγώνας, πολύς αγώνας.



Η Ύβρις, ο Οδυσσέας, ο Προμηθέας και ο Ιησούς Χριστός



Χρυσα Κουτρουμάνου

Πτυχιούχος Τμήματος Φιλοσοφικών & Κοινωνικών σπουδών, 
Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης
– Κατεύθυνση Θεωρίας και Μεθοδολογίας Κοινωνικών Σπουδών



Η ύβρις στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια έννοια που σχετιζόταν με την ασέβεια ή την ανυπακοή προς έναν θεό.

Η αντίθεση αυτή με το θεό είχε δύο μορφές. Στη μία περίπτωση είχε να κάνει με την ηθική, όπως την εγκράτεια, και γενικότερα το όριο στον εγωκεντρισμό του ανθρώπου για να του υπενθυμίζει ότι δεν είναι το κέντρο του κόσμου και ότι υπάρχει κάτι πέρα από αυτόν. Στην άλλη περίπτωση είχε να κάνει με την αντίσταση των ανθρώπων στον εγωισμό των ανθρωπόμορφων θεών που ήθελαν να επιβάλουν την εξουσία τους. Σε αυτή την περίπτωση ανήκει και ο Οδυσσέας όταν περηφανεύεται ως πορθητής της Τροίας, καθώς ο Ποσειδώνας θύμωσε με την άλωση της Τροίας απλώς επειδή ήταν δικό του το κάστρο της Τροίας και δε θα θύμωνε σε περίπτωση που ανήκε σε άλλο θεό. Ο Οδυσσέας επίσης υπενθυμίζει στον Πολύφημο, ο οποίος επειδή ήταν γιος του Ποσειδώνα νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, πως το τυφλωμένο μάτι του δεν μπορεί να το φτιάξει ούτε ο «μπαμπάς» του, ο Ποσειδώνας. Ο Οδυσσέας άλωσε την Τροία αντιστεκομενος σ’ ένα θεό, ενώ ο πιο πρόσφατος και γνωστός Μωάμεθ ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης το 1453 μ.Χ. το έκανε στο όνομα του Θεού. Μετά την μνηστηροφονία ο Οδυσσέας δεν επιτρέπει στην Ευρύκλεια να πανηγυρίσει καθώς δεν συμμερίζεται τη χαιρεκακία του Ποσειδώνα και εξαγνίζει το παλάτι από το φονικό. Στη ραψωδία όμως Ω, όταν ο Οδυσσέας συνεχίζει να είναι εγωκεντρικά επιθετικός, η Αθηνά παρεμβαίνει και του υπενθυμίζει την ύβριν έτσι ώστε να υπάρξει επιτέλους Ειρήνη στον τόπο.


Πολιτική Σκέψη στον Ξενοφώντα.





Η εικόνα του Ξενοφώντα ως διανοούμενου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ως συγγραφέας έμεινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά-βιογραφικά του έργα, επιχειρώντας να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη. Ωστόσο, προχώρησε και στη συγγραφή πονημάτων με βάση τα δικά του ενδιαφέροντα, τα οποία εμφανίζουν μια διδακτική-φιλοσοφική διάσταση. Παρακάτω θα εξετάσουμε ορισμένα από τα τελευταία (Ιέρων, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ψευδοξενοφόντεια Αθηναίων Πολιτεία) αλλά και την υποδειγματική βιογραφία περί της Κύρου Παιδείας, εστιάζοντας στις πολιτικές απόψεις που απηχούνται σε αυτά.


Το "μικτό"πολίτευμα των πλατωνικών Νόμων ως εναλλακτική της "φιλοσοφικής" μοναρχίας.



Οι Νόμοι αποτελούν χωρίς αμφιβολία το ογκωδέστερο από τα πλατωνικά έργα κι ως ένα βαθμό λειτουργούν ως επιστέγασμα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εκδόθηκαν πιθανόν μετά τον θάνατο του Πλάτωνα από τον μαθητή του Φίλιππο Οπούντιο, η σύλληψη του σχεδίου, ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από την 7η Επιστολή, είχε γίνει ήδη από το 361 π.Χ., οπότε και ο φιλόσοφος επιχείρησε μαζί με τον Διονύσιο τον νεότερο την σύνταξη προοιμίων, προκειμένου να επισυναφθούν σε νόμους. Αν και διατηρεί τη μορφή του διαλόγου, στην ουσία πρόκειται για μονόλογο του Αθηναίου Ξένου ενώπιον του Κρητικού Κλεινία και του Σπαρτιάτη Μέγιλλου. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τη σύνδεση των επιμέρους μερών του έργου, σίγουρα όμως καθώς προχωρά, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καταλήγοντας στην έκθεση μιας μορφής «ποινικού» και «αστικού» κώδικα.


ΘΕΟΙ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΝ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ





Η αρχαία ελληνική θρησκεία από ομηρικής και ησιόδειας εποχής συνίστατο στη λατρεία κατά βάση του Ολυμπιακού Δωδεκάθεου και αλλά και άλλων θεών, όπως αυτοί που αντικατοπτρίζονταν στα έργα των ποιητών, που αποτελούσαν τη βάση της παιδείας. Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους νέες λατρείες, αθεϊστικές και αγνωστικιστικές τάσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν με τη δράση των σοφιστών και των εν γένει υλιστών της εποχής. Οι «γραφές ασεβείας» αυξήθηκαν αποτελώντας πολλές φορές την πρόφαση για την καταδίκη πολιτών, όπως για παράδειγμα του Σωκράτη, ενώ στην πραγματικότητα τα αίτια ήταν πολιτικής φύσεως. 



Α' Βιβλίο Πολιτείας: Οι συνομιλητές του Σωκράτη και το ιστορικό πλαίσιο


Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας έχει διχάσει τους ερευνητές σε αυτούς που θεωρούν ότι γράφτηκε νωρίτερα από τα υπόλοιπα μέρη της και εν συνεχεία ενσωματώθηκε σε αυτήν ως εισαγωγή και σε εκείνους που θεωρούν ότι τόσο το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας όσο και τα υπόλοιπα γράφτηκαν κατά την ίδια περίοδο.  Μεταξύ των ερευνών, που έχουν διενεργηθεί, η πρώτη εκδοχή μοιάζει πιο πιθανή, εκδοχή που επιβεβαιώνεται και από γλωσσολογικές έρευνες, που την τοποθετούν πιο κοντά στα πρώιμα πλατωνικά έργα. Δεδομένων όλων αυτών το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά περί το 400-390 π.Χ. Ο δραματικός χρόνος του διαλόγου τοποθετείται περί τα 421π.Χ. Κατά συνέπεια, ο Πλάτων προχωρώντας στην συγγραφή του έχει υπόψη του τα γεγονότα που μεσολάβησαν και που καθόρισαν τις εξελίξεις για την Αθήνα της εποχής του τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο πνευματικό.



ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ


Πρεσβύτερος Γεώργιος Προμπονάς*



Επιγραμματικά θα πω ότι, η Ψυχή σαν μέρισμα της θεϊκής Ουσίας κατά τον Πλάτωνα και Πνοή Του Θεού κατά την Ορθόδοξη θεολογία είναι η πηγή της Σοφίας και της Γνώσης, από την οποία ο ανθρώπινος εγκέφαλος τροφοδοτείται με γνώσεις-πληροφορίες και απλά τις επεξεργάζεται. Αυτό θα επιχειρήσω να τεκμηριώσω ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή.

Η αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα τι είναι γνώση, χρονολογείται από την εποχή της εμφανίσεως του σκεπτόμενου ανθρώπου, ήτοι του HOMO SAPIENS. Στην πορεία της ιστορίας η Ελληνική Μυθολογία την φαντάστηκε σαν ιδιότητα των θεών και μάλιστα, όταν ο Προμηθέας τους την έκλεψε με τη μορφή της φωτιάς, τον έστειλαν δεσμώτη στον Καύκασο, για να μη την διαδώσει στους ανθρώπους και αυτοκαταστραφούν κάνοντας της κακή χρήση. Κατά την ορθόδοξη θεολογία η γνώση είναι ένα από τα δώρα της αρχεγόνου δικαιοσύνης, όπως είναι αναμαρτησία αθανασία αναρρώστεια, με τα οποία προίκισε ο Θεός τον άνθρωπο. Έκλεισε σε ένα καρπό την κακή, προειδοποιώντας τους πρωτοπλάστους να το αποφύγουν, για να μην πεθάνουν. Κατά την Ίδια, μετά την πτώση έχασε αυτά τα δώρα, μεταξύ των οποίων και τη γνώση. Του έχει μείνει η ανάμνηση της και έκτοτε εναγώνια και με κόπο προσπαθεί να τη θυμηθεί και να τη διακρίνει πίσω από το θαμπωμένο γυαλί της Ψυχής του. Εξ’ άλλου η ίδια η λέξη ανακάλυψη, με την οποία η επιστήμη χαρακτηρίζει κάθε επίτευγμά της, ετυμολογικά σημαίνει, ξαναβρίσκω αυτό που είχα και το έχασα. Ο ίδιος ενέπνευσε την Κλασική Σκέψη ότι, εκείνος και μόνο είναι η πηγή της γνώσης. Για να μας πει όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου σαν Ενσαρκωμένος Θεάνθρωπος ότι, εγώ είμαι η πηγή της Σοφίας της Γνώσης και της Αλήθειας .


Όταν προσπαθώ αλλά αποτυγχάνω, μήπως τελικά έχω επιτύχει; Μια προσέγγιση του Στωικισμού.


της ΙΩΑΝΝΑΣ ΦΑΦΚΑ
- Φιλολόγου


Χρύσιππος ο Σολεύς
Έστω ότι είσαι στην παραλία και ένα παιδί ζητά βοήθεια κινδυνεύοντας να πνιγεί. Σπεύδεις να βοηθήσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το παιδί πνίγεται. Θλίβεσαι και στενοχωριέσαι; Ο Στωικός θα σου απαντούσε κατηγορηματικά: όχι. Προσπάθησες αλλά δεν τα κατάφερες, ο σκοπός και η πρόθεσή σου ήταν να σώσεις το παιδί, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ίσως το σύμπαν, η ειμαρμένη (η καθολική Φύση) είχε ορίσει έτσι τα πράγματα, ώστε από το γεγονός αυτό να αποφευχθούν άλλα χειρότερα, γιατί το μέλλον είναι κάτι «αδιάφορο» για το Στωικό, εφόσον εκ των πραγμάτων λόγω της περιορισμένης μας γνώσης δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι επρόκειτο να συμβεί σε βάθος χρόνου, αν το παιδί επιβίωνε. Και εξάλλου, θα σου έλεγε ο Στωικός, ο θάνατος δεν είναι εξ ορισμού κάτι κακό, είναι απλώς ένα «μη προτιμητέο αδιάφορο».


Ο Ηθικός Χαρακτήρας (ΜΕΡΟΣ Β')

 
 
Κύριλλος Κ. Αφεντουλίδης
 
επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας 
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Σάντρο Μποτιτσέλι, Η Συκοφαντία του Απελλή, π. 1495, Πινακοθήκη Ουφίτσι. Έργο βασισμένο σε περιγραφή έργου του Απελλή, όπως αυτή δίνεται από τον Λουκιανό.


Ο ηθικός χαρακτήρ, η ομοιόμορφος δηλ. σταθερά ηθική διάθεσις και ενέργεια του ανθρώπου δεν είναι απλή τις φυσική εκδήλωσις της ιδιοφυίας και ιδιοσυγκρασίας εκάστου, αλλ’ είναι έργον και καλλιτέχνημα της ελυθέρας και λογικής ενεργείας του ανθρώπου, ως μαρτυρεί η πείρα, ήτις δεικνύει σαφώς, ότι όπως πάσα φυσική ικανότης και ευφυία δια της ασκήσεως τελειοποιείται και γίνεται δεξιότης, ούτω και ο χαρακτήρ δια καταλλήλου μορφώσεως και ανατροφής βαθμηδόν διαμορφούται και διαπλάττεται. Το ζήτημα όμως είναι πώς δυνάμεθα να επιτύχωμεν τοιαύτην της βουλήσεως ημών κατεύθυνσιν, ώστε να ενεργή αύτη πάντοτε επί του αυτού ζητήματος κατά τον αυτόν τρόπον.


Ο Ηθικός Χαρακτήρας (ΜΕΡΟΣ Α')



Κύριλλος Κ. Αφεντουλίδης
επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας 
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Χαρακτήρ[1] είναι ο μόνιμος τρόπος του νοείν και βούλεσθαι και πράττειν, η ιδιότης δηλαδή εκείνη και ο ιδιαίτερος και συνήθης τρόπος τον οποίον έχει έκαστος εν τη ζωή του, εν τη ενεργεία του ανάλογος πάντοτε προς την ηλικίαν του, το φύλον, εις το οποίον ανήκει, την ιδιοσυγκρασίαν και ιδιοφυίαν του. Ο χαρακτήρ είναι το τιμιώτερον εξ όλων των ανθρωπίνων προτερημάτων. Αλλ’ ο χαρακτήρ είναι και ο σπουδαιότατος σκοπός ενός εκάστου καθώς η ύπαρξις ενός ιδεώδους χαρακτήρος ή η προσέγγισις προς τούτον εξασκεί μεγίστην επιρροήν μιας ευτυχούς ανθρώπινης ζωής. Πόθεν όμως αποκτάται; Εκ του αντικειμένου της ημετέρας εκλογής[2] ή απορρίψεως. Ομοιάζομεν εν τω σημείω τούτω τα έντομα, τα οποία από των ανθέων και φυτών παρά των οποίων ζώσι λαμβάνωσι και το χρώμα. Όπως εκείνα ούτω και ημείς γινόμεθα όμοιοι προς την πνευματικήν μας τροφήν, όμοιοι προς τα δημιουργήματα τα οποία εν τη καρδία μας ζώσιν. Εκάστη ενέργεια της ζωής μας, έκαστος σύνδεσμος ιδεών είναι εγκεχαραγμένος βαθύτατα εν τη ψυχή μας είναι γεγραμμένος δια χαλυβδίνης τρόπον τινά γραφίδος εν τω εσωτερικώ μας.


Ο ιδανικός έρωτας του Κίρκεγκωρ


Ο ιδανικός έρωτας του Κίρκεγκωρ στο έργο του Είτε-Είτε, σε διάλογο με τον Πλάτωνα



Δρ. Παραγιουδάκη Γεωργία


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Η «θεία μανία» για την οποία κάνει λόγο ο Πλάτων στο Φαίδρο, η «γιγνόμενη ἀπό θεῶν»,[1]είναι η θεϊκή τρέλα, που μόνο η ευσυγκίνητη ψυχή μπορεί να βιώσει, η οποία συγκλονίζεται ενώπιον αυτής της ανέκφραστης πλησμονής.[2] Ως εκ τούτου, συχνά θεωρείται παράφρων ο φιλόσοφος που βυθίζεται στην εκστατική «θεωρία»,[3] που έχει συναίσθημα «ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε καὶ ἱδρώς καὶ θερμότης ἀήθης».[4] Ο « ἵμερος» τον καταλαμβάνει, τον μεταρσιώνει και τον αναβιβάζει σε σφαίρες όπου αντικρίζει το ποθητό.[5]




Πλάτων, Διοτίμα, φεμινισμός.



Πλάτωνος Συμπόσιον: Λόγος Διοτίμας. 
Είναι τελικά «φεμινιστική» η επιλογή του Πλάτωνα να εναποθέσει σε μια γυναίκα 
την πιο σημαντική του φιλοσοφική θεωρία;


της Δρ.Γεωργίας Παραγιουδάκη


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



1. Εισαγωγή
Ο ρόλος των γυναικών στην κλασική Αθήνα περιοριζόταν αποκλειστικά στα οικιακά καθήκοντα και την ανατροφή των παιδιών.[1] Ωστόσο, αρκετές λογοτεχνικές αναφορές τις κατατάσσουν υψηλότερα, ακόμα και ως συμμετέχουσες σε κοινωνικά δρώμενα.[2]

Σε σχέση πάντως με τον αποκλεισμό τους από την κοινωνική και πολιτική ζωή, ο Gomme θεωρεί ότι οι Αθηναίες δεν απείχαν τελικά και πολύ από τις σύγχρονές του γυναίκες στη Βρετανία.[3] Εν τέλει δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πόσο η πραγματικότητα αντιστοιχούσε στο κοινωνικό ιδεώδες του γυναικείου αποκλεισμού[4]. Και αυτό, γιατί, εκτός των άλλων, είναι πολύ δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τις αποκλίσεις ανάμεσα στις πηγές και την κοινωνική πραγματικότητα, όταν τα κυριότερα πνευματικά έργα της εποχής ήταν δημιουργήματα ανδρών και απευθύνονταν σε αυτούς. Εξάλλου, η καθολική αποδοχή των ανδρικών απόψεων, οφείλεται στη ζύμωση της κοινωνίας με αυτές.[5] Το κοινωνικό φύλο, όπως θα χαρακτηριστεί η έμφυλη ταυτότητα στις νεότερες φεμινιστικές θεωρίες, είναι επίκτητο και διαμορφώνεται βάσει των κοινωνικών προσταγών.[6]


Η Ηθική Φιλοσοφία ως γενεσιουργός δύναμις της Παιδαγωγικής



ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

- Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- M.ed Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑπ. Δρ. Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Η ηθική των λαών 
συμβαδίζει με την κατάσταση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. 
Οι νόμοι αναχαιτίζουν την βίαν, 
η δε θρησκεία εξευγενίζει και διαπλάττει την καρδιά. 
Portalis

Η Ηθική είναι η επιστήμη του αγαθού, η επιστήμη η διδάσκουσα το δέον, το καθήκον, η καθηκοντολογία, η επιστήμη του πρακτικού βίου. Πρώτος ο Σωκράτης μετατόπισε το κριτήριο της αλήθειας από το στάδιο των παραδόσεων και εγκατέστησε τούτο στην συνείδηση. Πρώτος αυτός κάλεσε ματαιοπονία τις άλλες αναζητήσεις και εξήρε το θεμελιώδες και λυσιτελές των ερευνών που αφορούν τα καθήκοντα του ανθρώπου. Η αρετή αποτελεί κατ’ αυτόν το τέρμα των αγώνων του γινώσκοντος την αποσστολήν του ανθρώπου. Η αληθής ευδαιμονία έγκειται κατά το Σωκράτη μόνον στην αληθινή παιδεία και μόνον στην αληθινή αρετή.


Μακάριοι οἱ Εὐδαίμονες


του
Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη
- φιλολόγου

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Λεπτομερή τοπογραφική και κλιματολογική περιγραφή των Μακάρων νήσων και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι μάκαρες μας δίνει ο Λουκιανός

Θα ξεκινήσωμεν με ένα αξίωμα. Ποιοι θεωρούνται μακάριοι άνθρωποι; Μα φυσικά όσοι είναι ευτυχισμένοι, όσοι απόλαυσαν την ευδαιμονίαν

«Όσοι λέγονται ευτυχείς, μακαρίζονται»

Φυσικά δια να απολαύσουν τον μακαρισμόν, να τύχουν μνείας και τιμής ως ευδαίμονες πρέπει να έζησαν ενάρετον βίον στην ζωήν των. Λέγω να έζησαν διότι «Χρειάζεται και αρετή τελεία και βίος συμπληρωμένος» κατά τον Σόλωνα. Δεν φθάνει να είχαν αρετή όσω ζούσαν, αλλά να πέθαναν με την αρετήν, να είχαν έως τέλους της ζωής των ευδαιμονία, ευτυχία. Διότι είναι γνωστόν ότι «Εις την ζωήν συμβαίνουν πολλαί μεταβολαί και πολυειδείς συμπτώσεις, και είναι ενδεχόμενον όστις ευρίσκεται εις πολύ καλήν κατάστασιν να περιπέση εις μεγάλας συμφοράς εις το γήρας του. Και βεβαίως εκείνον, όστις θα εύρη τοιαύτην τύχην και θα αποθάνη αθλίως, δεν τον μακαρίζει κανείς.»



Ποια Σχολή Ἀπηχεί τας Ἀπόψεις τοῦ Σωκράτους;



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ(Med) Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος(Dphil) Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Μετά την καταδίκη και τον θάνατον του Σωκράτους, ο Πλάτων αηδιασμένος και αγανακτισμένος, όπως και άλλοι μαθηταί του μεγάλου διδασκάλου, απεσύρθησαν πικραμένοι όλοι στα Μέγαρα. Εκεί κυρίως έμειναν στο σπίτι του συμμαθητού των του Ευκλείδου, του ιδρυτού της Μεγαρικής σχολής(1). Λένε ότι η διαμονή εκεί του Πλάτωνος υπήρξεν πολλαπλά καρποφόρος, αφ’ ού ο Μεγαρισμός επέδρασεν εξαιρετικά στον σχηματισμό και την θεμελίωσιν της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών.



Επίκουρος: Η Φιλοσοφία Της Ηδονής





Ο Επίκουρος* δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για τον Επίκουρο, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία. Στο πλαίσιο της μετριοπαθούς μορφής του ηδονισμού, το κριτήριο επιλογής μεταξύ των ηδονών δεν είναι πλέον ποσοτικό, δηλαδή η έντασή τους, αλλά ποιοτικό.



Μάρτιν Χάιντεγκερ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ





ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ* (γερμανικά: Martin Heidegger, 26 Σεπτεμβρίου1889 - 26 Μαΐου1976) ήταν Γερμανός φιλόσοφος. Υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές αλλά και αμφισβητούμενες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα. Από τη μια πλευρά ο ενεργός του ρόλος, ως πρύτανη και συμβούλου σε θέματα παιδείας στη ναζιστική Γερμανία και οι (σύμφωνα με τη γνώμη των επικριτών του) ρατσιστικές του αντιλήψεις, κι από την άλλη η βαρύτητα του φιλοσοφικού του έργου, που επηρέασε ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά ρεύματα της σύγχρονης εποχής, τον υπαρξισμό, και γέννησε θερμούς υποστηρικτές και φανατικούς επικριτές. Η σημαντικότερη μαθήτριά του ήταν η Χάνα Άρεντ, με την οποία είχε μάλιστα μια ερωτική περιπέτεια στα χρόνια της δεκαετίας του '20.

*Από τη Βικιπαίδεια