ΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ"

Της Πολύμνιας Αγγελοπούλου

Ανθρωποφαγία, σεξουαλικότητα, διδακτισμός και happy -ή όχι και τόσο- end. Με κοινό παρονομαστή την πορεία ενός κοριτσιού προς την ενηλικίωση.

Το παρόν άρθρο έχει διττή στόχευση: αφενός να φωτίσει εκδοχές του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας, από την πιο ''φωτεινή'' ως την πιο ''σκοτεινή'', αφετέρου ν’ αποτελέσει μια αρμαθιά ερμηνευτικά κλειδιά, προκειμένου ο μύθος να ξεκλειδώσει στη διαχρονία του.

Η βασική πλοκή περιλαμβάνει ένα κορίτσι που πρέπει να μεταφέρει ένα καλάθι με τρόφιμα στο σπίτι της άρρωστης γιαγιάς της. Στον δρόμο της συναντά έναν λύκο ο οποίος την προσεγγίζει και, αποσπώντας της πληροφορίες για το πού μένει η γιαγιά, φθάνει πρώτος στο σπίτι. Εκεί προσποιούμενος την εγγονή, εξαπατά και καταβροχθίζει τη γιαγιά. Έπειτα μεταμφιέζεται στη γιαγιά, για να εξαπατήσει και να καταβροχθίσει και την εγγονή, που θα φθάσει λίγο αργότερα.

Οι διάφορες εκδοχές αποτελούν προσθήκες ή τροποποιήσεις στοιχείων της βασικής πλοκής.


ΕΚΔΟΧΕΣ GRIMM & PERRAULT

Η πανηγυρικά δημοφιλέστερη είναι αυτή των γερμανών φιλολόγων και παραμυθογράφων αδελφών Grimm, στην οποία το παραμύθι χρωστά τη διεθνή του απήχηση. Οι Grimm περιόδευαν σε χωριά τής Β. Ευρώπης για να καταγράψουν λαϊκές αφηγήσεις και μυθολογικά θέματα της Γερμανίας και των γύρω χωρών. Συνένωσαν δύο εκδοχές, όπως τις άκουσαν από δύο γυναίκες, καθιστώντας τη δεύτερη συνέχεια της πρώτης. Έτσι η ιστορία διαμορφώθηκε ως εξής: η Κοκκινοσκουφίτσα και η γιαγιά σώθηκαν από έναν κυνηγό που ενδιαφερόταν για το δέρμα τού λύκου. Όταν άλλος λύκος τις πλησίασε, κατόρθωσαν να τον εξαπατήσουν και να τον σκοτώσουν. Το παραμύθι τοποθετείται στο πρώτο μέρος του τρίτομου έργου τους Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια (Kinder und Hausmarchen, 1812, 1815, 1822). Ωστόσο οι Grimm επανεξέτασαν το παραμύθι. Στην τελική εκδοχή (1857), ο ξυλοκόπος αντικατέστησε τον κυνηγό.

Μολονότι η εκδοχή των Grimm χρονικά έρχεται τελευταία, είναι η μόνη που φέρει καλό τέλος, και σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποδοθεί η δημοτικότητά της. Η εισαγωγή ευχάριστου τέλους υπηρετεί την πρόδηλη στόχευση των αδελφών στο παιδικό αναγνωστικό κοινό (πβ. τον τίτλο της συλλογής), και την πρόθεσή τους να απομνημειώσουν το έργο τους: Ένα ευχάριστο τέλος δεν δίνει μόνο θετικό συναισθηματικό πρόσημο στην όλη ιστορία, αλλά «πουλάει» κιόλας.

H εκδοχή των Grimm εδράζεται στην προγενέστερη -σαφώς συντομότερη και λιγότερο φιλική- εκδοχή του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Charles Perrault (Περό). Η εκδοχή, με τίτλο Le Petit Chaperon Rouge, αποτελεί το πρώτο τυπωμένο δείγμα τού μύθου και απαντάται στο έργο του Παραμύθια της Μαμάς Χήνας (Contes de ma mère lOye, 1697), όπου περιλαμβάνονται και άλλα δημοφιλή παραμύθια, όπως η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος και ο Κοντορεβυθούλης.

Η εκδοχή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τρεις λόγους. Πρώτον, ο Perrault είναι ο «νονός» τής Κοκκινοσκουφίτσας, αφού προσθέτει την κόκκινη κάπα, η οποία δεν υπήρχε στις προγενέστερες εκδοχές (η ιστορία ενός περιπλανώμενου στο δάσος κοριτσιού, ντυμένου στα κόκκινα, στην Ιταλία τού 11ου αι., ίσως δεν πρέπει να θεωρηθεί συναφής). Δεύτερον, η εκδοχή επιφυλάσσει κακό τέλος, διότι κανείς δεν σώζει τις δύο γυναίκες. Τρίτον, το κακό τέλος επισφραγίζεται με ένα ηθικό δίδαγμα (επιμύθιο), σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά και ιδιαίτερα οι ελκυστικές, καλοαναθρεμμένες νεαρές κυρίες, δεν πρέπει ποτέ να μιλούν σε ξένους, γιατί αν τυχόν το κάνουν, μπορεί κάλλιστα να εξασφαλίσουν γεύμα για έναν λύκο. Λέω ‘λύκο’, αλλά υπάρχουν ποικίλα είδη λύκων. Υπάρχουν και αυτοί που είναι γοητευτικοί, ήσυχοι, ευγενικοί, μετριοπαθείς και γλυκείς, που ακολουθούν τις νέες γυναίκες στο σπίτι και στους δρόμους. Και, δυστυχώς, είναι αυτοί οι ευγενικοί λύκοι οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους (δική μου μτφ.).


Το τέλος του Perrault αφήνει στον δέκτη τού παραμυθιού μια πικρή επίγευση. Ακολούθως, η ένδειξη ηθικό δίδαγμα βεβαιώνει για τον αμιγώς διδακτικό προσανατολισμό τής εκδοχής, ο οποίος, όμως, βρίσκεται έξω από τις συνθήκες γένεσης της βασικής πλοκής. Αρκετούς αιώνες από τη σύλληψή της, τα κορίτσια-γόνοι των αυλικών στους οποίους απευθύνεται ο Perrault δεν κινδυνεύουν από άγρια ζώα, αλλά από άνδρες με "πονηρές" προθέσεις. Ο διδακτισμός και οι καταφανείς σεξουαλικές συνδηλώσεις του επιμυθίου καθιστούν την εκδοχή μάλλον ως προειδοποίηση των ενηλίκων, παρά ως ψυχαγωγία των ανηλίκων.

Την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκδοχών Grimm-Perrault δεν συνιστά το (καλό ή κακό) τέλος, αλλά το διδακτικό μήνυμα. Οι Grimm, οι οποίοι δεν εστιάζουν σε αυτό, το τοποθετούν μέσα στην αφήγηση, στο στόμα της Κοκκινοσκουφίτσας. Εδώ συνάγεται ότι αν ένα παιδί δείξει ανυπακοή στις εντολές των γονέων του και παρεκκλίνει από την προκαθορισμένη πορεία, θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς θα επέμβουν και θα το προστατεύσουν. Αντίθετα, ο Perrault ενδιαφέρεται να προβάλει το δίδαγμα και το παραθέτει, όπως είδαμε, μετά το παραμύθι, δίπλα από σχετική ένδειξη. Οι νεαρές κοπέλες δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους, διότι θα υποστούν αθέμιτες συνέπειες και δεν θα υπάρχει κανείς ώστε να τις βοηθήσει. Εν ολίγοις, στη μια εκδοχή το πάθημα οφείλεται στο ξεστράτισμα, ενώ στην άλλη στη συναναστροφή με ξένο, δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. 

Ενδεικτικό της διαφορετικής προσέγγισης είναι ότι στους Grimm η Κοκκινοσκουφίτσα χαρακτηρίζεται «αγαπητή», ενώ στον Perrault «το ομορφότερο κορίτσι που είχε δει ποτέ κανείς».


ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ

Οι ρίζες του μύθου ανιχνεύονται στην ιταλική χερσόνησο τού 10ου αι. Μια εκδοχή (χργφ. τού Ίταλο Καλβίνο), μάλιστα, δεν περιλαμβάνει λύκο: το κορίτσι στη θέση της γιαγιάς αντικρύζει μια δράκαινα.

Ωστόσο, η πιο σκληρή εκδοχή απαντάται στη Γαλλία του 14ου αι. Το κορίτσι για να φθάσει στο σπίτι της γιαγιάς του πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: ο ένας είναι στρωμένος με καρφίτσες και ο άλλος με βελόνες. Φθάνει στο σπίτι εκεί μαγειρεύει το στήθος τής γιαγιάς, συνουσιάζεται με τον λύκο και εν τέλει κατασπαράσσεται από αυτόν.


ΕΡMHNEIA


Προτείνω τη θεώρηση υπό το πρίσμα δύο βασικών αξόνων. Τον πρώτο τον ονομάζω πραγματικό, και αφορά στο σημαίνον της αφήγησης, δηλαδή στο πώς των λεγομένων. Τον δεύτερο τον ονομάζω αλληγορικό, και αφορά στο σημαινόμενο της αφήγησης, δηλαδή στο τι των λεγομένων. (Οι όροι ‘σημαίνον’ και ‘σημαινόμενο’ είναι δανεισμένοι από τη Δομική Γλωσσολογία.) Αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο (συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους) υποάξονες, τον διδακτικό και τον ψυχαναλυτικό.

Η υιοθέτηση αξόνων προϋποθέτει την παραδοχή ότι το παραμύθι προσφέρεται για αλληγορική ερμηνεία, κάτι που αρκετοί αναγνώστες αγνοούν. Προς αυτή την αναγνωστική συμπεριφορά συνέβαλε καθοριστικά η εκδοχή των Grimm, της οποίας το διδακτικό μήνυμα, μέσα στην αχλή τού happy end, διαφαίνεται υποτυπωδώς: ο διδακτισμός θυσιάζεται στον βωμό της τέρψης και της συμμόρφωσης στον παιδικό ορίζοντα προσδοκιών.

Ο πραγματικός άξονας διέπει όσα ρητά αναφέρονται εντός του πλαισίου της εξιστόρησης. Ανακλά την εποχή ζύμωσης του παραμυθιού (<10ος αι.), μία εποχή όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στα δάση για να διεκπεραιώσουν καθημερινές ασχολίες και κινδύνευαν από τα άγρια θηρία. Τότε ίσως το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας, που εντοπίζεται στην παλαιά γαλλική εκδοχή, συνέβαινε σε καταστάσεις ακραίας πείνας.

Ο πραγματικός άξονας αντιστοιχεί στην κυριολεξία τής αφήγησης. Εδώ εντάσσονται π.χ. τα πρόσωπα και τα γεγονότα της, δηλ. όσα εξυπηρετούν στο πώς των λεγομένων.

Ο αλληγορικός άξονας διέπει τα κωδικοποιημένα μηνύματα της εξιστόρησης και της αφήγησης εν γένει, τα οποία προσφέρονται είτε για διδαχή (διδακτικός υποάξονας) είτε για ψυχανάλυση (ψυχαναλυτικός υποάξονας), δηλ. όσα εξυπηρετούν στο (για)τι των λεγομένων. Τη σημαντικότερη κειμενική ένδειξη για αλληγορική ανάγνωση παρέχει το επιμύθιο τού Perrault. Στον αλληγορικό άξονα η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα κορίτσι ενδεδυμένο με την ''κόκκινη κάπα'' της εμμήνου ρύσης, το οποίο πρέπει να περάσει μέσα από το ''δάσος'' της εφηβείας, με τους πειρασμούς και τους κινδύνους που αυτό ελλοχεύει, προκειμένου να ενηλικιωθεί ''αλώβητη'', και να πάρει τη θέση της μεγαλύτερης γυναίκας στο σπίτι. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ταξίδι από το κατώφλι της εφηβείας στο ξέφωτο της ενηλικίωσης.

Υποστηρίχθηκε ότι ο λύκος συμβολίζει τον εραστή, ο οποίος προσπαθεί με αβρότητες να ξεγελάσει την κοπέλα και να την "καταβροχθίσει'', δηλαδή να συνουσιαστεί μαζί της. Αυτό υπαινίσσεται και ο Perrault στο επιμύθιό του. Ο λύκος συμβιώνει με το κορίτσι, το οποίο υπό τις εντολές του διώχνει τη μεγαλύτερη γυναίκα από το σπίτι και παίρνει τη θέση της (πβ. την παλαιά γαλλική εκδοχή).

Ο κυνηγός, φιγούρα που προστέθηκε αργότερα από τους Grimm για να επιτευχθεί το happy ending, θα μπορούσε να συμβολίζει τον πατέρα (καθότι αρσενική φιγούρα), αυτόν δηλαδή που θα έσωζε την κοπέλα από τα ''δόντια'' του εραστή.

Η παρουσία τριών γυναικών διακριτών ηλικιακών κατηγοριών δηλώνει τη συνύπαρξη των τριών γενεών. Στην παλαιά γαλλική εκδοχή φαίνεται ότι η ενηλικίωση της νεότερης γενεάς εκτοπίζει από τη ζωή την παλαιότερη.





ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ή ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΑΠΙΣΤΕΣ

Ζώντας σε μια εποχή όπου το google translate μεταφράζει την πρόταση «Κύριε, ελέησον» αντί για «Lord, give mercy», «Sir, take it easy», είναι πιο επίκαιρο από ποτέ να συμβουλευόμαστε τα μεταφράσματα (=προϊόντα της μετάφρασης) όσο λιγότερο μπορούμε.

Το google translate, εν προκειμένω, σημείωσε 100% μεταφραστική αποτυχία. Προσφέρει ένα λανθασμένο μετάφρασμα, το οποίο επειδή υφίσταται δομικά -έχει ρήμα (take) που συμφωνεί στο πρόσωπο με το εννοούμενο υποκείμενο (you) (δεν λέει, π.χ., «Sir, takes…»), έχει αντικείμενο (it) και επιρρηματικό προσδιορισμό (easy)-, όποιος χρήστης αγνοεί το σημασιολογικό πεδίο των λέξεων sir, take, it, easy νομίζει ότι υφίσταται και πραγματολογικά. Ένα τέτοιο μετάφρασμα όχι μόνο δεν χρησιμεύει καθόλου -αφού δημιουργεί πρόβλημα αντί να λύνει- αλλά δίνει και την ψευδαίσθηση της γνώσης, που είναι χειρότερη από τη μη γνώση.

Η μεταφραστική πράξη, εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που όντως γεφυρώνει το γλωσσικό χάσμα μεταξύ συγγραφέα (πομπού) και αναγνώστη (δέκτη), εγείρει άλλα ζητήματα. H ανεύρεση λέξης απόλυτα συνώνυμης με την προς μετάφραση λέξη -δηλαδή ισοδύναμης ως προς τη σημασία, τη χρήση και τη βιωματική φόρτιση- είναι εξαιρετικά σπάνια είτε στο ενδογλωσσικό είτε στο διαγλωσσικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι λέξεις sky και heaven σημαίνουν εξίσου τον ουρανό, όμως δεν απαντώνται στα ίδια συμφραζόμενα, καθώς η πρώτη δίνει υλική ενώ η δεύτερη πνευματική χροιά στην έννοια του ουρανού. Επίσης, από τις λατινικές λέξεις aeger και morbitus, η πρώτη απαντά στην πεζογραφία ενώ η δεύτερη στην ποίηση, επειδή εξυπηρετεί τα ποιητικά μέτρα. Τέλος, οι ελληνικές λέξεις λεβεντιά, φιλότιμο, φροντιστήριο, είναι δύσκολο ν’ αποδοθούν αποτελεσματικά σε άλλες γλώσσες.

Η μετάφραση δεν πρόκειται για απλή μεταγραφή των λεξικών μονάδων, αλλά για σύνθετη πνευματική διαδικασία, που απαιτεί βαθιά κατανόηση τού πρωτοτύπου, κριτική ικανότητα και συνεχή λήψη αποφάσεων: Ο μεταφραστής κρίνει και προκρίνει, επομένως η μεταβλητή του έχει ήδη προστεθεί σ’ ένα μετάφρασμα. «Μα», θα αντιτείνει κάποιος, «ο μεταφραστής δεν είναι αναγνώστης; Γιατί να αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία;». «Είναι αναγνώστης στον βαθμό που είναι και συγγραφέας», θα απαντούσα εγώ. Προσλαμβάνει ένα κείμενο και, μεταφέροντάς το σε διαφορετική γλώσσα ή γλωσσική μορφή, δημιουργεί ένα άλλο. Παρεμβάλλεται μεταξύ αρχικού συγγραφέα και τελικού αναγνώστη, και ούτε στη μία κατηγορία εντάσσεται αποτελεσματικά, ούτε στην άλλη: είναι δέκτης ως προς τον πομπό και πομπός ως προς τον δέκτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, το δίπολο συγγραφέα-αναγνώστη αντικαθίσταται από ένα συνεχές, στο ένα άκρο τού οποίου τοποθετείται ο συγγραφέας, στο άλλο ο αναγνώστης, ενώ ο μεταφραστής εντοπίζεται κάπου στο μεταίχμιο. Όταν ο τελευταίος προσεγγίζει το άκρο τού συγγραφέα, έχουμε πιστή μετάφραση, ενώ όταν προσεγγίζει το άκρο του αναγνώστη, ελεύθερη. Αλλά ας το θέσω σ’ ένα αυστηρότερα επιστημονικό πλαίσιο «η μεταφραστική διαδικασία διαχρονικά αμφιρρέπει μεταξύ δύο ανταγωνιστικών πόλων: ο ένας δίνει προτεραιότητα στο κείμενο-πηγή, ενώ ο άλλος υιοθετεί τις νόρμες και τα θέσμια τής γλώσσας-στόχου. Αντιστοίχως, η μεταφραστική πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μεταγραφή είτε ως εκ νέου εγγραφή.»

Ζήτημα ανακύπτει λόγω της αναπόφευκτης απομάκρυνσης του δέκτη τής μετάφρασης, από το πρωτότυπο, η οποία (απομάκρυνση) δυνητικά συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στην περίπτωση που ένα κείμενο Α μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Β, το Β μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Γ κ.ο.κ., το Γ απέχει νοηματικά περισσότερο από το Α παρά από το Β. Επίσης, όταν η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου τής εποχής Α «κόβεται και ράβεται» στα μέτρα τού αναγνώστη τής εποχής Δ από έναν μεταφραστή τής ίδιας εποχής, η διαχρονικότητα και η διατοπικότητα του κειμένου θυσιάζονται στον βωμό της εντοπιότητας και του εφήμερου.

Το αποτέλεσμα; Η φωνή του συγγραφέα ηχεί απόμακρη στο αναγνωστικό αυτί, διότι ο αναγνώστης αναμετριέται όχι με το πρωτότυπο, αλλά με το μετάφρασμα, στην ουσία, δηλαδή, μ’ ένα νέο κείμενο. Το πόσο τα δύο αυτά κείμενα γειτνιάζουν σημασιολογικά, εξαρτάται από τον βαθμό τής επιλεγείσας μεταφραστικής ελευθερίας. Μια ελεύθερη μετάφραση ανακλά μάλλον τις προτιμήσεις τού μεταφραστή, παρά τού αρχικού συγγραφέα.

Η ακραία προσαρμογή συνιστά ιδιοποίηση: το μεταφραστικό υποκείμενο εκτοπίζει το «ποιητικό». Οι μεταφράσεις-προϊόντα αυτής της τάσης, ονομάστηκαν, στο λυκαυγές τού 17ου αιώνα, με την εύστοχη κατά τη γνώμη μου συνεκφορά Ωραίες Άπιστες: προκειμένου να είναι ευχάριστες στον αναγνώστη, απομακρύνονταν από τα πρωτότυπα σε τέτοιο βαθμό, ‘’παραμορφώνοντας’’ το περιεχόμενό τους. Όμως ποιος αναγνώστης θα ήταν ευχαριστημένος αν είχε μια σύντροφο ωραία αλλά άπιστη; Και τι θα έκανε αν έπρεπε να επιλέξει κάτι από τα δύο; Στη θέση του θα επέλεγα να είναι όσο το δυνατόν ωραιότερη, στο βαθμό που δεν είναι άπιστη. Το ίδιο συμβαίνει και με μια μετάφραση: θέλουμε να είναι ευτρεπισμένη, δόκιμη, στο βαθμό που είναι και πιστή -αλλιώς χάνει την χρηστικότητά της.

Προεξάρχων της μεταφραστικής πρακτικής των Ωραίων-Απίστων, ο Γάλλος Nicolas DAmblancourt, μεταφραστής κλασικών συγγραφέων, όπως του Θουκυδίδη, του Κικέρωνα και του Τακίτου. Ο DAmblacourt τροποποιούσε τα αρχαία κείμενα για να συνάδουν με τα ήθη τής εποχής του και το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό της περιβάλλον. Απαλοιφές και προσθήκες εφαρμόζονταν σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε τα μεταφράσματα να θεωρούνται παρωδίες των πρωτοτύπων. Ευτυχώς ο Θουκυδίδης, ο Κικέρωνας και ο Τάκιτος δεν έμαθαν ποτέ ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια μετάφραση έργων τους.

Ο DAmblacourt και οι οπαδοί του, με αυτή την πρακτική, αφαιρούσαν από τα πρωτότυπα κείμενα το ‘’κλασικό’’ τους πρόσημο, καθιστώντας τα κείμενα «της ημέρας». Για να γίνει ο ισχυρισμός αυτός ανάγλυφος, θα χρησιμοποιήσω μία αναλογία από την καθημερινότητα. Το αν μας αρέσει ή όχι το μαγειρεμένο φαγητό που θα γευτούμε απόψε (μεταφρασμένο κείμενο) εξαρτάται όχι τόσο από την έμπνευση και τα υλικά τού εμπνευστή του (γλωσσικές επιλογές συγγραφέα τού πρωτοτύπου), όσο από τα αντίστοιχα τού αποψινού μάγειρα (μεταφραστής) και το δικό μας γευστικό κριτήριο (αναγνώστης). Εφόσον μάλιστα δεν έχουμε ιδέα -με την αρχαιοελληνική έννοια τού όρου, δηλαδή οπτική αντίληψη- των υλικών (λέξεις) του αρχικού πιάτου, δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα αν ο μάγειρας έκανε καλά τη δουλειά του. Ούτε να εκφέρουμε γνώμη για το αρχικό πιάτο, παρά μόνο για το σημερινό το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ήταν πιστό στο αρχικό. Ο μόνος τρόπος να το διαπιστώσουμε είναι να δοκιμάσουμε οι ίδιοι από το αρχικό πιάτο!

Δεν προτείνω άρνηση της χρήσης της μετάφρασης μια τέτοια πρόταση θα ήταν αντιεπιστημονική, πρακτικά αδύνατη και άρα ανεδαφική. Προτείνω χρήση της όπου είναι πραγματικά απαραίτητο, προπάντων κριτική χρήση της. ένα κείμενο μπορεί να είναι ίδιο μόνο με τον εαυτό του, λόγω του μοναδικού κάθε φορά συνδυασμού των γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους. Διότι το μετάφρασμα πρόκειται για άλλο κείμενο, ίσως όχι τόσο κοντινό με το αρχικό όσο θεωρούμε. Σαν -ας μου επιτραπεί η έκφραση- κρησάρα σουρωτηριού, καθιστά τον χυμό ευκολότερο στην κατάποση, αλλά απομακρύνει ορισμένα συστατικά του. Κάτι κερδίζεται, κάτι χάνεται, όμως το τελευταίο αυτό παραβλέπεται. Και ίσως η πρωτότυπη εκδοχή, όσο δυσπρόσιτη κι αν φαντάζει, είναι προτιμητέα από μια Ωραία Άπιστη, διότι εγγράφεται σ’ αυτήν η ομορφιά μιας άλλης εποχής ή/και περιοχής, και η πειστικότητα.







Ο Νίκος Καζαντζάκης Συναντά τον Μακάριο τον Σπηλαιώτη



Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια[1]. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.


Χρόνος, ο «γρήγορος ίσκιος πουλιών»

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Ήδη από τα πρωτο-αναγεννησιακά χρόνια κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ρολόγια. Θαρρώ πως όσο ο άνθρωπος πάσχισε να ελέγξει το χρόνο, τόσο εκείνος ξεγλιστρούσε. Στην ύπαιθρο του προηγούμενου μόλις αιώνα ξυπνητήρι ήταν το λάλημα του πετεινού. Κυνηγώντας διαρκώς το χρόνο, χάνουμε εντέλει το χρόνο μας. Κερδίζουμε σε άγχος και χάνουμε σε ήρεμες και απλές στιγμές. Στις φυλακές η μέρα ξεκινά με το λυκαυγές και η αυλαία πέφτει με το λυκόφως. Αυτή μου φαίνεται πως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων - ή κάπως έτσι. Διερύναμε τις αναγκες, μετατρέψαμε τη νύχτα σε μέρα και αφήνουμε τη ζωή να φεύγει από μπροστά μας. Ίσως πάλι και όχι.

Πρώτο ζητούμενο προς πραγμάτευση θα είναι ο ψυχολογικός χρόνος, ο οποίος έχει απασχολήσει το χώρο της φιλοσοφίας. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, όταν νιώθουμε ψυχική ευφορία, και βασανιστικά αργά, όταν βιώνουμε πόνο ή οδύνη. Στις στιγμές ανεπανάληπτης ευτυχίας (ας ανακαλέσει ο καθένας τις δικές του) εύχεσαι ενδόμυχα να πάγωνε ο χρόνος εκεί. Στις στιγμές όπου τα δάκρυα των ματιών ή της ψυχής κυλούν το ένα μετά το άλλο εύχεσαι λίγο να έρθει ο Μορφέας και να σε πάρει στην αγκαλιά του ή η ροδοδάκτυλος Αυγή να έρθει νωρίτερα. Το δίχως άλλο υπαρκτός ο ψυχολογικός χρόνος ή με άλλα λόγια ο προσωπικός χρόνος, ο υποκειμενικοποιημένος.

Στο φιλοσοφικό πεδίο έχει τεθεί ακόμη το ερώτημα αν υπάρχει άραγε το παρόν. Κάπου κάποτε είχα διαβάσει ότι το παρόν δεν είναι παρά το μέλλον του παρελθόντος ή κάπως έτσι. Το παρόν για τη φιλοσοφία δεν υφίσταται, γιατί όταν πας απλώς να σκεφτείς ότι είσαι στο παρόν, το παρόν έχει γίνει ήδη κατά ένα λεπτό παρελθόν και πάει λέγοντας. Μήπως, θα πουν οι φιλόσοφοι, ο χρόνος είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου, που θέλει τοιουτοτρόπως να ρυθμίσει τη ζωή του;

Χρόνος έρχεται, χρόνος παρέρχεται. Η διαπίστωση αυτή, οδυνηρή για πολλούς, είναι πολύ παλιά. Ο Ο. Ελύτης περιγράφει το χρόνο σαν «γρήγορο ίσκιο πουλιών» (Προσανατολισμοί). Αναλογιστείτε πόσο τρέχει. Αν ο χρόνος τρέχει τόσο, το επόμενο λογικό ερώτημα είναι πώς τον αξιοποιούμε εμείς; Και πάλι έρχεται ο Τ. Λειβαδίτης (Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο) να αποτυπώσει μια πραγματικότητα:

«Βράδιαζε. Άνοιξα το
παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το
αιώνιο παράπονο του κόσμου.

Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία
χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που
άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε
πολύ….».

Πέρα από την παρατεταμένη παραμονή στο προσωπικό σκότος, σε μια θλίψη ή κατάθλιψη, ο Λειβαδίτης θέτει ακόμα εμμέσως το ζήτημα της αναβλητικότητας. Ο λαός ουχί ασόφως λέει: «μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα». Το αύριο συμβόλιζει την καλύτερη μέρα, όμως, το κάθε αύριο θα πρέπει να εκκινεί σήμερα, κάθε ώρα και στιγμή. 

Η φιλοσοφία απ' αρχαιοτάτων χρόνων έχει δώσει έμφαση στην αξία της στιγμής και στη δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου. Ο Επικούρειοι, φέρ' ειπείν, διέδιδαν πως ο καθένας θα πρέπει να θεωρεί την κάθε μέρα ως ένα θαυμάσιο δώρο, που πρέπει να αξιοποιήσει. Την ιδέα αυτή αποτυπώνει με όμορφο τρόπο ο Λατίνος ποιητής, Οράτιος στις Επιστολές του (Οράτιος, Epistulae, 1.4.13-14), απηχώντας σαφώς επικούρειες αντιλήψεις: «omnem crede diem tibi diluxisse supremum,/grata superveniet, quae non sperabitur hora». «Πείσε τον εαυτό σου, λέει, πως κάθε μέρα που έφεξε είναι η τελευταία, [έτσι] ευχάριστη θα επακολουθεί η κάθε ανέλπιστη ώρα». Ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιεί προσηκόντως την κάθε στιγμή και να μην αναβάλλει τη χαρά, καθώς η ζωή είναι εφήμερη. «Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὔκ ἐστι γενέσθαι», «γεννηθήκαμε μια φορά, δεύτερη δεν είναι δυνατόν να γεννηθούμε», γράφει ο Επίκουρος (Ἐπικούρου προσφώνησις, 14). Την ίδια περίπου θέση για την αξία του τώρα διατυπώνουν και οι Στωικοί. Ο Ζήνωνας έλεγε πως: «βραχὺς γὰρ ὄντως ὁ βίος, ἡ δὲ τέχνη μακρή» (Στοβαίος, Ἐκλογαί, 4. 34. 68), εννοώντας την τέχνη της θεραπείας της ψυχής. Στο σύντομο αυτό βίο που αναλογεί στον καθένα, για να ζήσει κάνεις ευτυχισμένα, θα πρέπει κατά τους Στωικούς να αποδέχεται ό,τι η θεία  πρόνοια τού στέλνει, ώστε τίποτα να μη συμβαίνει χωρίς τη θέληση του και όλα όσα συμβαίνουν να θέλει να συμβαίνουν.

«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, έλεγε ο Καζαντζάκης, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». Η αιωνιότητα αφορά το επέκεινα αλλά αφορά και το εδώ. Μήπως η ποιότητα που μοχθούμε να προσδώσουμε στη ζωή είναι ανώτερη απ' την ποσότητα; Μήπως η ποσότητα είναι αναγκαία, για να προφτάστουμε να προσδώσουμε ποιότητα στη ζωή μας; Αυτό που με κάποια βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ειναι πως η αιωνιότητα είναι κρυμμένη στην απλότητα, στον αγώνα, στις μικρές σταλαγματιές ευτυχίας, στην επιστροφή σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, στη σμίκρυνση του εγώ. Η (εδώ) αιωνιότητα στην τελειοποιημένη μορφή και φύση της, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, θαρρώ πως είναι η ζωή που ακτινοβολεί, μα ωσότου να ακτινοβολήσει, χρειάζεται αγώνας, πολύς αγώνας.



Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο Τόλκιν και οι Νεκροί


τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



Κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία έχασε πάνω από 1,3 εκατομμύρια στρατιώτες. Η μάχη του Μάρνη αποτελεί το σπουδαιότερο, ίσως, γεγονός αυτού του πολέμου, γιατί από το αποτέλεσμα αυτό (νίκη των Συμμάχων) κρίθηκε κατά μεγάλο μέρος και το αποτέλεσμα της τετραετούς διάρκειάς του (28 Ιουν. 1914 – 11 Νοε. 1918). Η μάχη αυτή (γαλλικά: Première bataille de la Marne) έλαβε χώρα μεταξύ τις 23 και 29 Αυγούστου (π.η) του 1914.


Η Διδασκαλία της ν.ε Λυρικής Ποίησης στο Λύκειο


Αγάθη Γεωργιάδου
Προτεινόμενη διάρκεια: 12-14 διδακτικές ώρες 




Εισαγωγή

Η διδακτική ενότητα «Ποιητικές φωνές» προτείνεται για το δεύτερο δίμηνο του σχολικού έτους και συνομιλεί με την ενότητα «Λογοτεχνικοί χαρακτήρες». Όπως και στην πεζογραφία, με τη συγκεκριμένη πρόταση οι μαθητές θα μελετήσουν στην ποίηση τις ποικίλες εναλλαγές των ποιητικών φωνών, μέσα από τις κειμενικές τους λειτουργίες, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσουν τις ταυτότητες που υποβάλλονται.

Κι ενώ οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι πιο ευδιάκριτοι στην πεζογραφία, η σκιαγράφηση των «φωνών» στα ποιητικά κείμενα είναι δυσκολότερη. Οι χαρακτήρες αναδύονται στην ιστορία μέσα από τις πράξεις τους ή τα σχόλια και τις περιγραφές του συγγραφέα. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε ένα ποίημα αφηγηματικό ή δραματικό. Στα λυρικά, όμως, ποιήματα, η φωνή του ποιητικού υποκειμένου, η ταυτότητά του, δεν είναι άμεσα ορατή. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόσωπο που βλέπει, αισθάνεται, σχολιάζει, σκέφτεται. Είτε μιλάει επίμονα με το «εγώ» ή με το «εσύ», είτε με το «εμείς» ή «εσείς», υποβάλλει την παρουσία μιας περσόνας, μιας πιθανόν επινοημένης μορφής που μένει να ανιχνευθεί.


Κοινωνικές αναπαραστάσεις στη ρεαλιστική νεοελληνική πεζογραφία


Βενετία Αποστολίδου &
Νικολίνα Κουντουρά

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Προτεινόμενη διάρκεια: 16 διδακτικές ώρες

Εισαγωγή

Η σχέση της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα έχει απασχολήσει θεωρητικούς της λογοτεχνίας, φιλολόγους και λογοτέχνες. Μετά την έμφαση που δόθηκε, στις δύο προηγούμενες διδακτικές ενότητες, στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και στις ποιητικές φωνές, στην αναπαράσταση δηλαδή της ατομικής ζωής και στην έκφραση της υποκειμενικότητας, στην παρούσα ενότητα μετακινούμαστε στον άλλο πόλο της λογοτεχνικής δημιουργίας, την κοινωνία, χωρίς να ξεχνούμε ποτέ πως οι δύο αυτοί πόλοι, το άτομο και η κοινωνία, διαπλέκονται σε κάθε ένα λογοτεχνικό έργο. Στη συνειδητοποίηση αυτής της σχέσης αποσκοπούσε εξάλλου η διδακτική ενότητα της Γ΄ Γυμνασίου «Άτομο και κοινωνία». Η παρούσα ενότητα επιδιώκει να ενισχύσει τη συνειδητοποίηση αυτή και να εμβαθύνει σε ζητήματα λογοτεχνικής γραφής.