ΜΙΚΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

Η ορθογραφία είναι σαν την καθαριότητα: μισή αρχοντιά! Ένα ορθογραφημένο κείμενο προδιαθέτει πάντα θετικά, ακόμη κι αν στερείται πλούτου περιεχομένου.

αβγό ή αυγό;

αιμομιξία ή αιμομειξία;

ανεξιθρησκεία ή ανεξιθρησκία;

ανταπεξέρχομαι ή αντεπεξέρχομαι;

νεώτερος ή νεότερος;

νοιώθω ή νιώθω;

ορκωμοσία ή ορκομωσία;

πλατειάζω ή πλατυάζω;

πάρτι ή πάρτυ;

Αν αμφιβάλλεις για την ορθογραφία έστω και μίας από τις παραπάνω λέξεις, έλα στο Μικρό Σεμινάριο Ορθογραφίας!

Γιατί να παρακολουθήσω το Μικρό Σεμινάριο Ορθογραφίας;

Για να γράφεις με αυτοπεποίθηση και ακρίβεια! Με το πέρας του σεμιναρίου θα είσαι σε θέση να ανταποκριθείς ορθογραφικά σε οποιαδήποτε πρόκληση (επιστημονικές εργασίες, εξεταστική, δημοσιεύσεις, σύνταξη εγγράφων). Επιπλέον, θα λάβεις βεβαίωση παρακολούθησης, με την οποία θα διανθίσεις το βιογραφικό σου.


Είμαι πτυχιούχος Φιλολογικής/Παιδαγωγικής/Νομικής Σχολής. Έχει νόημα να το παρακολουθήσω;

Ένας λόγος παραπάνω. Οι γύρω σου περιμένουν περισσότερα από εσένα -ορθογραφικά, εννοώ! Και, προφανώς, θα έχεις διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν ότι η ορθογραφία των αποφοίτων των φιλοσοφικών κ.λπ. σχολών δεν είναι αυτονόητη! Πρέπει να πείσεις ότι η δική σου ορθογραφία είναι.


Πώς διαρθρώνεται το σεμινάριο;

Το σεμινάριο (ο πρώτος κύκλος του) έχει διάρκεια 12 ωρών. Διαρθρώνεται σε 6 δίωρες συναντήσεις. Στο πρώτο μέρος του εξετάζονται τα συνηθέστερα ορθογραφικά λάθη, και αναφέρεται και αιτιολογείται η ορθή γραφή προκειμένου η εκμάθησή της να μην αποτελεί προϊόν παπαγαλίας. Όποτε χρειάζεται, ανατρέχουμε στην γραμματική. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει την πρακτική εξάσκηση σε σώματα κειμένων.


Δίνεται βεβαίωση παρακολούθησης;

Ναι, όπως προείπα, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου. Προϋπόθεση, ότι έχει παρακολουθήσει 5 από τις 6 συνεδρίες και έχει εξοφλήσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις ως προς το σεμινάριο.


Πώς διεξάγεται το σεμινάριο;

Διαδικτυακά, μέσω skype/zoom. Αυτό το αποφασίζουμε επί τούτου με τους συμμετέχοντες.


Ποιο είναι το κόστος του σεμιναρίου;

Το συνολικό κόστος του σεμιναρίου (α' κύκλος) ανέρχεται στα 60 ευρώ/συμμετέχοντα, δηλαδή μόλις 5 ευρώ/ώρα!


ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ-ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Αγγελοπούλου Πολύμνια, φιλόλογος-γλωσσική επιμελήτρια κειμένων

polyangelheart@gmail.com, 6949358301 



ΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ"

Της Πολύμνιας Αγγελοπούλου

Ανθρωποφαγία, σεξουαλικότητα, διδακτισμός και happy -ή όχι και τόσο- end. Με κοινό παρονομαστή την πορεία ενός κοριτσιού προς την ενηλικίωση.

Το παρόν άρθρο έχει διττή στόχευση: αφενός να φωτίσει εκδοχές του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας, από την πιο ''φωτεινή'' ως την πιο ''σκοτεινή'', αφετέρου ν’ αποτελέσει μια αρμαθιά ερμηνευτικά κλειδιά, προκειμένου ο μύθος να ξεκλειδώσει στη διαχρονία του.

Η βασική πλοκή περιλαμβάνει ένα κορίτσι που πρέπει να μεταφέρει ένα καλάθι με τρόφιμα στο σπίτι της άρρωστης γιαγιάς της. Στον δρόμο της συναντά έναν λύκο ο οποίος την προσεγγίζει και, αποσπώντας της πληροφορίες για το πού μένει η γιαγιά, φθάνει πρώτος στο σπίτι. Εκεί προσποιούμενος την εγγονή, εξαπατά και καταβροχθίζει τη γιαγιά. Έπειτα μεταμφιέζεται στη γιαγιά, για να εξαπατήσει και να καταβροχθίσει και την εγγονή, που θα φθάσει λίγο αργότερα.

Οι διάφορες εκδοχές αποτελούν προσθήκες ή τροποποιήσεις στοιχείων της βασικής πλοκής.


ΕΚΔΟΧΕΣ GRIMM & PERRAULT

Η πανηγυρικά δημοφιλέστερη είναι αυτή των γερμανών φιλολόγων και παραμυθογράφων αδελφών Grimm, στην οποία το παραμύθι χρωστά τη διεθνή του απήχηση. Οι Grimm περιόδευαν σε χωριά τής Β. Ευρώπης για να καταγράψουν λαϊκές αφηγήσεις και μυθολογικά θέματα της Γερμανίας και των γύρω χωρών. Συνένωσαν δύο εκδοχές, όπως τις άκουσαν από δύο γυναίκες, καθιστώντας τη δεύτερη συνέχεια της πρώτης. Έτσι η ιστορία διαμορφώθηκε ως εξής: η Κοκκινοσκουφίτσα και η γιαγιά σώθηκαν από έναν κυνηγό που ενδιαφερόταν για το δέρμα τού λύκου. Όταν άλλος λύκος τις πλησίασε, κατόρθωσαν να τον εξαπατήσουν και να τον σκοτώσουν. Το παραμύθι τοποθετείται στο πρώτο μέρος του τρίτομου έργου τους Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια (Kinder und Hausmarchen, 1812, 1815, 1822). Ωστόσο οι Grimm επανεξέτασαν το παραμύθι. Στην τελική εκδοχή (1857), ο ξυλοκόπος αντικατέστησε τον κυνηγό.

Μολονότι η εκδοχή των Grimm χρονικά έρχεται τελευταία, είναι η μόνη που φέρει καλό τέλος, και σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποδοθεί η δημοτικότητά της. Η εισαγωγή ευχάριστου τέλους υπηρετεί την πρόδηλη στόχευση των αδελφών στο παιδικό αναγνωστικό κοινό (πβ. τον τίτλο της συλλογής), και την πρόθεσή τους να απομνημειώσουν το έργο τους: Ένα ευχάριστο τέλος δεν δίνει μόνο θετικό συναισθηματικό πρόσημο στην όλη ιστορία, αλλά «πουλάει» κιόλας.

H εκδοχή των Grimm εδράζεται στην προγενέστερη -σαφώς συντομότερη και λιγότερο φιλική- εκδοχή του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Charles Perrault (Περό). Η εκδοχή, με τίτλο Le Petit Chaperon Rouge, αποτελεί το πρώτο τυπωμένο δείγμα τού μύθου και απαντάται στο έργο του Παραμύθια της Μαμάς Χήνας (Contes de ma mère lOye, 1697), όπου περιλαμβάνονται και άλλα δημοφιλή παραμύθια, όπως η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος και ο Κοντορεβυθούλης.

Η εκδοχή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τρεις λόγους. Πρώτον, ο Perrault είναι ο «νονός» τής Κοκκινοσκουφίτσας, αφού προσθέτει την κόκκινη κάπα, η οποία δεν υπήρχε στις προγενέστερες εκδοχές (η ιστορία ενός περιπλανώμενου στο δάσος κοριτσιού, ντυμένου στα κόκκινα, στην Ιταλία τού 11ου αι., ίσως δεν πρέπει να θεωρηθεί συναφής). Δεύτερον, η εκδοχή επιφυλάσσει κακό τέλος, διότι κανείς δεν σώζει τις δύο γυναίκες. Τρίτον, το κακό τέλος επισφραγίζεται με ένα ηθικό δίδαγμα (επιμύθιο), σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά και ιδιαίτερα οι ελκυστικές, καλοαναθρεμμένες νεαρές κυρίες, δεν πρέπει ποτέ να μιλούν σε ξένους, γιατί αν τυχόν το κάνουν, μπορεί κάλλιστα να εξασφαλίσουν γεύμα για έναν λύκο. Λέω ‘λύκο’, αλλά υπάρχουν ποικίλα είδη λύκων. Υπάρχουν και αυτοί που είναι γοητευτικοί, ήσυχοι, ευγενικοί, μετριοπαθείς και γλυκείς, που ακολουθούν τις νέες γυναίκες στο σπίτι και στους δρόμους. Και, δυστυχώς, είναι αυτοί οι ευγενικοί λύκοι οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους (δική μου μτφ.).


Το τέλος του Perrault αφήνει στον δέκτη τού παραμυθιού μια πικρή επίγευση. Ακολούθως, η ένδειξη ηθικό δίδαγμα βεβαιώνει για τον αμιγώς διδακτικό προσανατολισμό τής εκδοχής, ο οποίος, όμως, βρίσκεται έξω από τις συνθήκες γένεσης της βασικής πλοκής. Αρκετούς αιώνες από τη σύλληψή της, τα κορίτσια-γόνοι των αυλικών στους οποίους απευθύνεται ο Perrault δεν κινδυνεύουν από άγρια ζώα, αλλά από άνδρες με "πονηρές" προθέσεις. Ο διδακτισμός και οι καταφανείς σεξουαλικές συνδηλώσεις του επιμυθίου καθιστούν την εκδοχή μάλλον ως προειδοποίηση των ενηλίκων, παρά ως ψυχαγωγία των ανηλίκων.

Την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκδοχών Grimm-Perrault δεν συνιστά το (καλό ή κακό) τέλος, αλλά το διδακτικό μήνυμα. Οι Grimm, οι οποίοι δεν εστιάζουν σε αυτό, το τοποθετούν μέσα στην αφήγηση, στο στόμα της Κοκκινοσκουφίτσας. Εδώ συνάγεται ότι αν ένα παιδί δείξει ανυπακοή στις εντολές των γονέων του και παρεκκλίνει από την προκαθορισμένη πορεία, θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς θα επέμβουν και θα το προστατεύσουν. Αντίθετα, ο Perrault ενδιαφέρεται να προβάλει το δίδαγμα και το παραθέτει, όπως είδαμε, μετά το παραμύθι, δίπλα από σχετική ένδειξη. Οι νεαρές κοπέλες δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους, διότι θα υποστούν αθέμιτες συνέπειες και δεν θα υπάρχει κανείς ώστε να τις βοηθήσει. Εν ολίγοις, στη μια εκδοχή το πάθημα οφείλεται στο ξεστράτισμα, ενώ στην άλλη στη συναναστροφή με ξένο, δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. 

Ενδεικτικό της διαφορετικής προσέγγισης είναι ότι στους Grimm η Κοκκινοσκουφίτσα χαρακτηρίζεται «αγαπητή», ενώ στον Perrault «το ομορφότερο κορίτσι που είχε δει ποτέ κανείς».


ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ

Οι ρίζες του μύθου ανιχνεύονται στην ιταλική χερσόνησο τού 10ου αι. Μια εκδοχή (χργφ. τού Ίταλο Καλβίνο), μάλιστα, δεν περιλαμβάνει λύκο: το κορίτσι στη θέση της γιαγιάς αντικρύζει μια δράκαινα.

Ωστόσο, η πιο σκληρή εκδοχή απαντάται στη Γαλλία του 14ου αι. Το κορίτσι για να φθάσει στο σπίτι της γιαγιάς του πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: ο ένας είναι στρωμένος με καρφίτσες και ο άλλος με βελόνες. Φθάνει στο σπίτι εκεί μαγειρεύει το στήθος τής γιαγιάς, συνουσιάζεται με τον λύκο και εν τέλει κατασπαράσσεται από αυτόν.


ΕΡMHNEIA


Προτείνω τη θεώρηση υπό το πρίσμα δύο βασικών αξόνων. Τον πρώτο τον ονομάζω πραγματικό, και αφορά στο σημαίνον της αφήγησης, δηλαδή στο πώς των λεγομένων. Τον δεύτερο τον ονομάζω αλληγορικό, και αφορά στο σημαινόμενο της αφήγησης, δηλαδή στο τι των λεγομένων. (Οι όροι ‘σημαίνον’ και ‘σημαινόμενο’ είναι δανεισμένοι από τη Δομική Γλωσσολογία.) Αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο (συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους) υποάξονες, τον διδακτικό και τον ψυχαναλυτικό.

Η υιοθέτηση αξόνων προϋποθέτει την παραδοχή ότι το παραμύθι προσφέρεται για αλληγορική ερμηνεία, κάτι που αρκετοί αναγνώστες αγνοούν. Προς αυτή την αναγνωστική συμπεριφορά συνέβαλε καθοριστικά η εκδοχή των Grimm, της οποίας το διδακτικό μήνυμα, μέσα στην αχλή τού happy end, διαφαίνεται υποτυπωδώς: ο διδακτισμός θυσιάζεται στον βωμό της τέρψης και της συμμόρφωσης στον παιδικό ορίζοντα προσδοκιών.

Ο πραγματικός άξονας διέπει όσα ρητά αναφέρονται εντός του πλαισίου της εξιστόρησης. Ανακλά την εποχή ζύμωσης του παραμυθιού (<10ος αι.), μία εποχή όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στα δάση για να διεκπεραιώσουν καθημερινές ασχολίες και κινδύνευαν από τα άγρια θηρία. Τότε ίσως το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας, που εντοπίζεται στην παλαιά γαλλική εκδοχή, συνέβαινε σε καταστάσεις ακραίας πείνας.

Ο πραγματικός άξονας αντιστοιχεί στην κυριολεξία τής αφήγησης. Εδώ εντάσσονται π.χ. τα πρόσωπα και τα γεγονότα της, δηλ. όσα εξυπηρετούν στο πώς των λεγομένων.

Ο αλληγορικός άξονας διέπει τα κωδικοποιημένα μηνύματα της εξιστόρησης και της αφήγησης εν γένει, τα οποία προσφέρονται είτε για διδαχή (διδακτικός υποάξονας) είτε για ψυχανάλυση (ψυχαναλυτικός υποάξονας), δηλ. όσα εξυπηρετούν στο (για)τι των λεγομένων. Τη σημαντικότερη κειμενική ένδειξη για αλληγορική ανάγνωση παρέχει το επιμύθιο τού Perrault. Στον αλληγορικό άξονα η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα κορίτσι ενδεδυμένο με την ''κόκκινη κάπα'' της εμμήνου ρύσης, το οποίο πρέπει να περάσει μέσα από το ''δάσος'' της εφηβείας, με τους πειρασμούς και τους κινδύνους που αυτό ελλοχεύει, προκειμένου να ενηλικιωθεί ''αλώβητη'', και να πάρει τη θέση της μεγαλύτερης γυναίκας στο σπίτι. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ταξίδι από το κατώφλι της εφηβείας στο ξέφωτο της ενηλικίωσης.

Υποστηρίχθηκε ότι ο λύκος συμβολίζει τον εραστή, ο οποίος προσπαθεί με αβρότητες να ξεγελάσει την κοπέλα και να την "καταβροχθίσει'', δηλαδή να συνουσιαστεί μαζί της. Αυτό υπαινίσσεται και ο Perrault στο επιμύθιό του. Ο λύκος συμβιώνει με το κορίτσι, το οποίο υπό τις εντολές του διώχνει τη μεγαλύτερη γυναίκα από το σπίτι και παίρνει τη θέση της (πβ. την παλαιά γαλλική εκδοχή).

Ο κυνηγός, φιγούρα που προστέθηκε αργότερα από τους Grimm για να επιτευχθεί το happy ending, θα μπορούσε να συμβολίζει τον πατέρα (καθότι αρσενική φιγούρα), αυτόν δηλαδή που θα έσωζε την κοπέλα από τα ''δόντια'' του εραστή.

Η παρουσία τριών γυναικών διακριτών ηλικιακών κατηγοριών δηλώνει τη συνύπαρξη των τριών γενεών. Στην παλαιά γαλλική εκδοχή φαίνεται ότι η ενηλικίωση της νεότερης γενεάς εκτοπίζει από τη ζωή την παλαιότερη.





ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ή ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΑΠΙΣΤΕΣ

Ζώντας σε μια εποχή όπου το google translate μεταφράζει την πρόταση «Κύριε, ελέησον» αντί για «Lord, give mercy», «Sir, take it easy», είναι πιο επίκαιρο από ποτέ να συμβουλευόμαστε τα μεταφράσματα (=προϊόντα της μετάφρασης) όσο λιγότερο μπορούμε.

Το google translate, εν προκειμένω, σημείωσε 100% μεταφραστική αποτυχία. Προσφέρει ένα λανθασμένο μετάφρασμα, το οποίο επειδή υφίσταται δομικά -έχει ρήμα (take) που συμφωνεί στο πρόσωπο με το εννοούμενο υποκείμενο (you) (δεν λέει, π.χ., «Sir, takes…»), έχει αντικείμενο (it) και επιρρηματικό προσδιορισμό (easy)-, όποιος χρήστης αγνοεί το σημασιολογικό πεδίο των λέξεων sir, take, it, easy νομίζει ότι υφίσταται και πραγματολογικά. Ένα τέτοιο μετάφρασμα όχι μόνο δεν χρησιμεύει καθόλου -αφού δημιουργεί πρόβλημα αντί να λύνει- αλλά δίνει και την ψευδαίσθηση της γνώσης, που είναι χειρότερη από τη μη γνώση.

Η μεταφραστική πράξη, εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που όντως γεφυρώνει το γλωσσικό χάσμα μεταξύ συγγραφέα (πομπού) και αναγνώστη (δέκτη), εγείρει άλλα ζητήματα. H ανεύρεση λέξης απόλυτα συνώνυμης με την προς μετάφραση λέξη -δηλαδή ισοδύναμης ως προς τη σημασία, τη χρήση και τη βιωματική φόρτιση- είναι εξαιρετικά σπάνια είτε στο ενδογλωσσικό είτε στο διαγλωσσικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι λέξεις sky και heaven σημαίνουν εξίσου τον ουρανό, όμως δεν απαντώνται στα ίδια συμφραζόμενα, καθώς η πρώτη δίνει υλική ενώ η δεύτερη πνευματική χροιά στην έννοια του ουρανού. Επίσης, από τις λατινικές λέξεις aeger και morbitus, η πρώτη απαντά στην πεζογραφία ενώ η δεύτερη στην ποίηση, επειδή εξυπηρετεί τα ποιητικά μέτρα. Τέλος, οι ελληνικές λέξεις λεβεντιά, φιλότιμο, φροντιστήριο, είναι δύσκολο ν’ αποδοθούν αποτελεσματικά σε άλλες γλώσσες.

Η μετάφραση δεν πρόκειται για απλή μεταγραφή των λεξικών μονάδων, αλλά για σύνθετη πνευματική διαδικασία, που απαιτεί βαθιά κατανόηση τού πρωτοτύπου, κριτική ικανότητα και συνεχή λήψη αποφάσεων: Ο μεταφραστής κρίνει και προκρίνει, επομένως η μεταβλητή του έχει ήδη προστεθεί σ’ ένα μετάφρασμα. «Μα», θα αντιτείνει κάποιος, «ο μεταφραστής δεν είναι αναγνώστης; Γιατί να αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία;». «Είναι αναγνώστης στον βαθμό που είναι και συγγραφέας», θα απαντούσα εγώ. Προσλαμβάνει ένα κείμενο και, μεταφέροντάς το σε διαφορετική γλώσσα ή γλωσσική μορφή, δημιουργεί ένα άλλο. Παρεμβάλλεται μεταξύ αρχικού συγγραφέα και τελικού αναγνώστη, και ούτε στη μία κατηγορία εντάσσεται αποτελεσματικά, ούτε στην άλλη: είναι δέκτης ως προς τον πομπό και πομπός ως προς τον δέκτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, το δίπολο συγγραφέα-αναγνώστη αντικαθίσταται από ένα συνεχές, στο ένα άκρο τού οποίου τοποθετείται ο συγγραφέας, στο άλλο ο αναγνώστης, ενώ ο μεταφραστής εντοπίζεται κάπου στο μεταίχμιο. Όταν ο τελευταίος προσεγγίζει το άκρο τού συγγραφέα, έχουμε πιστή μετάφραση, ενώ όταν προσεγγίζει το άκρο του αναγνώστη, ελεύθερη. Αλλά ας το θέσω σ’ ένα αυστηρότερα επιστημονικό πλαίσιο «η μεταφραστική διαδικασία διαχρονικά αμφιρρέπει μεταξύ δύο ανταγωνιστικών πόλων: ο ένας δίνει προτεραιότητα στο κείμενο-πηγή, ενώ ο άλλος υιοθετεί τις νόρμες και τα θέσμια τής γλώσσας-στόχου. Αντιστοίχως, η μεταφραστική πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μεταγραφή είτε ως εκ νέου εγγραφή.»

Ζήτημα ανακύπτει λόγω της αναπόφευκτης απομάκρυνσης του δέκτη τής μετάφρασης, από το πρωτότυπο, η οποία (απομάκρυνση) δυνητικά συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στην περίπτωση που ένα κείμενο Α μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Β, το Β μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Γ κ.ο.κ., το Γ απέχει νοηματικά περισσότερο από το Α παρά από το Β. Επίσης, όταν η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου τής εποχής Α «κόβεται και ράβεται» στα μέτρα τού αναγνώστη τής εποχής Δ από έναν μεταφραστή τής ίδιας εποχής, η διαχρονικότητα και η διατοπικότητα του κειμένου θυσιάζονται στον βωμό της εντοπιότητας και του εφήμερου.

Το αποτέλεσμα; Η φωνή του συγγραφέα ηχεί απόμακρη στο αναγνωστικό αυτί, διότι ο αναγνώστης αναμετριέται όχι με το πρωτότυπο, αλλά με το μετάφρασμα, στην ουσία, δηλαδή, μ’ ένα νέο κείμενο. Το πόσο τα δύο αυτά κείμενα γειτνιάζουν σημασιολογικά, εξαρτάται από τον βαθμό τής επιλεγείσας μεταφραστικής ελευθερίας. Μια ελεύθερη μετάφραση ανακλά μάλλον τις προτιμήσεις τού μεταφραστή, παρά τού αρχικού συγγραφέα.

Η ακραία προσαρμογή συνιστά ιδιοποίηση: το μεταφραστικό υποκείμενο εκτοπίζει το «ποιητικό». Οι μεταφράσεις-προϊόντα αυτής της τάσης, ονομάστηκαν, στο λυκαυγές τού 17ου αιώνα, με την εύστοχη κατά τη γνώμη μου συνεκφορά Ωραίες Άπιστες: προκειμένου να είναι ευχάριστες στον αναγνώστη, απομακρύνονταν από τα πρωτότυπα σε τέτοιο βαθμό, ‘’παραμορφώνοντας’’ το περιεχόμενό τους. Όμως ποιος αναγνώστης θα ήταν ευχαριστημένος αν είχε μια σύντροφο ωραία αλλά άπιστη; Και τι θα έκανε αν έπρεπε να επιλέξει κάτι από τα δύο; Στη θέση του θα επέλεγα να είναι όσο το δυνατόν ωραιότερη, στο βαθμό που δεν είναι άπιστη. Το ίδιο συμβαίνει και με μια μετάφραση: θέλουμε να είναι ευτρεπισμένη, δόκιμη, στο βαθμό που είναι και πιστή -αλλιώς χάνει την χρηστικότητά της.

Προεξάρχων της μεταφραστικής πρακτικής των Ωραίων-Απίστων, ο Γάλλος Nicolas DAmblancourt, μεταφραστής κλασικών συγγραφέων, όπως του Θουκυδίδη, του Κικέρωνα και του Τακίτου. Ο DAmblacourt τροποποιούσε τα αρχαία κείμενα για να συνάδουν με τα ήθη τής εποχής του και το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό της περιβάλλον. Απαλοιφές και προσθήκες εφαρμόζονταν σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε τα μεταφράσματα να θεωρούνται παρωδίες των πρωτοτύπων. Ευτυχώς ο Θουκυδίδης, ο Κικέρωνας και ο Τάκιτος δεν έμαθαν ποτέ ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια μετάφραση έργων τους.

Ο DAmblacourt και οι οπαδοί του, με αυτή την πρακτική, αφαιρούσαν από τα πρωτότυπα κείμενα το ‘’κλασικό’’ τους πρόσημο, καθιστώντας τα κείμενα «της ημέρας». Για να γίνει ο ισχυρισμός αυτός ανάγλυφος, θα χρησιμοποιήσω μία αναλογία από την καθημερινότητα. Το αν μας αρέσει ή όχι το μαγειρεμένο φαγητό που θα γευτούμε απόψε (μεταφρασμένο κείμενο) εξαρτάται όχι τόσο από την έμπνευση και τα υλικά τού εμπνευστή του (γλωσσικές επιλογές συγγραφέα τού πρωτοτύπου), όσο από τα αντίστοιχα τού αποψινού μάγειρα (μεταφραστής) και το δικό μας γευστικό κριτήριο (αναγνώστης). Εφόσον μάλιστα δεν έχουμε ιδέα -με την αρχαιοελληνική έννοια τού όρου, δηλαδή οπτική αντίληψη- των υλικών (λέξεις) του αρχικού πιάτου, δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα αν ο μάγειρας έκανε καλά τη δουλειά του. Ούτε να εκφέρουμε γνώμη για το αρχικό πιάτο, παρά μόνο για το σημερινό το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ήταν πιστό στο αρχικό. Ο μόνος τρόπος να το διαπιστώσουμε είναι να δοκιμάσουμε οι ίδιοι από το αρχικό πιάτο!

Δεν προτείνω άρνηση της χρήσης της μετάφρασης μια τέτοια πρόταση θα ήταν αντιεπιστημονική, πρακτικά αδύνατη και άρα ανεδαφική. Προτείνω χρήση της όπου είναι πραγματικά απαραίτητο, προπάντων κριτική χρήση της. ένα κείμενο μπορεί να είναι ίδιο μόνο με τον εαυτό του, λόγω του μοναδικού κάθε φορά συνδυασμού των γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους. Διότι το μετάφρασμα πρόκειται για άλλο κείμενο, ίσως όχι τόσο κοντινό με το αρχικό όσο θεωρούμε. Σαν -ας μου επιτραπεί η έκφραση- κρησάρα σουρωτηριού, καθιστά τον χυμό ευκολότερο στην κατάποση, αλλά απομακρύνει ορισμένα συστατικά του. Κάτι κερδίζεται, κάτι χάνεται, όμως το τελευταίο αυτό παραβλέπεται. Και ίσως η πρωτότυπη εκδοχή, όσο δυσπρόσιτη κι αν φαντάζει, είναι προτιμητέα από μια Ωραία Άπιστη, διότι εγγράφεται σ’ αυτήν η ομορφιά μιας άλλης εποχής ή/και περιοχής, και η πειστικότητα.







"Διακήρυξις" ἤ "Προκήρυξις";



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





"Το δυσκολώτερον μέρος της σπουδής είναι, να εννοή και προσδιορίζη τις την σημασίαν των λέξεων". Τούτο ήθελε ίσως γίνει κατανοητό εις την ολότητά του ως ζήτημα, αν αντιμετωπίση κανείς και το εξής "πρόβλημα". Φαίνεται ότι ή οι λέξεις έχασαν το νόημά των ή εις τις μέρες μας υπάρχει μεγάλη σύγχυσις. Λέξεις φερ' ειπείν ως η λέξις "Διακήρυξις" και η λέξις "Προκήρυξις" έχουν καταντήσει ταυτόσημες. Ναί ή όχι; Ας πιστοποιηθή το γεγονός με παραδείγματα. Ιδού μερικά κείμενα:



Kiss Me




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




Ο βασιλιάς Οδυσσέας μετά από είκοσι χρόνια επιστρέφει στο παλάτι. Εκεί βρίσκει τους κακόδοξους μνηστήρες που θέλανε να του κλέψουν τον κόσμο του και τους εξολοθρεύει όλους. Μετά το φονικό η συνέχεια έχει ως εξής.

Παραπατώντας από τη χαρά της, η Ευρύκλεια ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστήρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας, αποφάσισε να κατεβεί για να δει τι συμβαίνει.



Διάκριση Παθητικῆς & Μέσης Διαθέσεως τῶν Ρημάτων


ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Ὑπ. Δρ. Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου άσκηση που είχε βάλει για εργασία στο σπίτι η δασκάλα της Γ' Δημοτικού. Σε αυτήν καλούσε τα μικρά παιδιά να κλίσουν στην παθητική φωνή στους χρόνους Ενεστώτα, Παρατατικό κι Αόριστο το ρήμα "ενημερώνομαι".

Αμέσως εσκέφθην τον Τριαντάφυλλίδη και την Γραμματική του. Εκεί στην σελίδα 141 γράφει:

"Τα ρήματα που σημαίνουν πως το υποκείμενο παθαίνει, δηλαδή δέχεται μιαν ενέργεια από άλλον, έχουν παθητική διάθεση και λέγονται παθητικά.

Αναφέρει ως παράδειγμα.... "ο κάμπος φωτίστηκε από τον ήλιο".

Ωραία. Μας έδωσε και το ποιητικόν αίτιον "από τον ήλιο" και όλα κατανοητά. Για δε τα ρήματα μέσης φωνής λέγει πάλι στην ίδια σελίδα...

"Τα ρήματα που σημαίνουν πως το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει σε αυτό έχουν μέση διάθεση και λέγονται μέσα"

Το παράδειγμα που επικαλείται είναι το "το πρωί σηκώνομαι στις εφτά".

Τώρα το παιδί εκαλείτο να κατανοήση τις διαθέσεις. Και με ρωτά το μικρό παιδί. 

- "Ο γονιός που ενημερώνεται από τον δάσκαλο για την πρόοδο του παιδιού του τί κάνει; Το ρήμα "ενημερώνομαι" τί διάθεση έχει; Παθαίνει τίποτα από τον δάσκαλο; 

- "Όχι βέβαια" του ανταπαντώ εγώ "δεν παθαίνει κάτι, η ενημέρωση δεν είναι πάθημα". 

- "Άρα ο γονιός ενεργεί;" μου συνέχισε εκείνο. 

- "Από μιαν άποψιν ναί" του ξαναείπα. "Σηκώνεται ντύνεται και πάει σχολείο, περιμένει στην σειρά του και σαν τον φωνάζει ο δάσκαλος ή η δασκάλα πλησιάζει, ώστε να ακούση τι έχει αυτός ή αυτή να του πή για το παιδί του. Και το να ακούη κανείς είναι μια σημαντική ενέργεια. Είναι σπουδαίο να είναι κανείς ενεργητικός ακροατής".

- "Και η ενέργεια γυρίζει σε αυτόν"; ρώτησε πάλι

- "Ασφαλώς... όλη του αυτή η κίνηση να πάη στο σχολείο να ακούση την ενημέρωση γυρνάει σε αυτόν ως απόκτηση της πληροφορίας."

- "Άρα είναι Μέση Φωνή" μου λέγει.

- "Μέσης διαθέσεως του λέγω". 

- "Η ενεργητική, δεν είναι φωνή;" μου ξαναλέει...

- "Διάθεση και φωνή"

- "Και η μέση γιατί δεν είναι φωνή και είναι μόνο διάθεση;"

... τότε κατάλαβα τί τραβάνε οι δάσκαλοι και έμεινα να συλλογιέμαι






Ο Έλλην Λόγος στη Ναξιακή Δημοσιογραφία



Κωστή Στυλ. Λεβογιάννη
Οικονομολόγου-δημοσιογράφου πρ. Γεν. Γραμματέως Ενώσεως Κυκλαδικού Τύπου
Συνεργάτου της εν Νάξω εκδιδομένης ημερησίας εφημερίδος «ΚΥΚΛΑΔΙΚΗ»
Πτυχιούχου (επ’ ακροατηρίω) της Δημοσιογραφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών




Ο Έλλην* λόγος στη ναξιακή δημοσιογραφία
(*ως επίθ.=ελληνικός. Δ.Δημητράκος:Νέον λεξικόν, ΑΘΗΝΑΙ 1956)

Α΄ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το παρόν πόνημα εξετάζομε μία μόνο εκ των πτυχών που συγκροτούν τη στάθμη της ποιότητος της δημοσιογραφικής γραφής στο ναξιακό τύπο, ήτοι τα κοινότερα και συχνότερον απαντώμενα σφάλματα κατά τη χρήση της - κατά τον ισόθεο Όμηρο - αμήτορος και θεαγωγού ελληνικής γλώσσης, εξ επόψεως γραμματικής, συντακτικού και λογικής ευσταθείας ή καταλληλότητος λέξεων ή εκφράσεων διατυπουμένων στα κείμενα ναξιακών εφημερίδων και περιοδικών. Υπό τον τίτλο αυτό υποκρύπτεται και η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή ο αφελληνισμός της γλώσσης, όπως αυτός προσδιορίζεται από το οσημέραι ογκούμενο κύμα εισβολής ξένων λέξεων ή εκφράσεων στο ελληνικό λεξιλόγιο.


Η Γλώσσα Διαμορφώνει το Ήθος του Κοινωνικού Ανθρώπου


Κωνσταντίνου Λουκά
 
επιμελεία 
Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη
- φιλολόγου


Αι ανάγκαι εις τας οποίας εκ φύσεως είναι καθυποβεβλημένοι οι άνθρωποι, κατηνάγκασαν αυτούς να μένουν στο αυτό μέρος συζώντες προς αμοιβαίαν βοήθειαν. Αλλά δυσκολώτατον και σχεδόν αδύνατον θα ήταν να λαμβάνωσι οι άνθρωποι παρ’ αλλήλων ταύτην την βοήθειαν, εάν δεν είχον σημεία τινά, δια των οποίων θα εδύναντο να φανερώσωσι προς αλλήλους τας διαθέσεις της ψυχής των και τας χρείας των. Η ανάγκη λοιπόν αύτη καθυποχρέωσεν αυτούς, πρώτον μεν να μεταχειρισθώσιν ανάρθρους τινάς φωνάς, έπειτα δε διάφορα του σώματος σχήματα και τελευταίον τας λέξεις, αίτινες είναι ο άριστος διερμηνεύς των εννοιών και των της ψυχής βουλευμάτων. Ούτος δε ωνομάσθη «Γλώσσα», διότι αύτη είναι το κυριώτερον αυτού όργανον.


Η Επιφωνηματική Θεωρία και η Αρχέγονη Γλώσσα



του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
- φιλολόγου

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Ωρισμένοι της θεωρίας της Φιλοσοφίας θεωρώντας, ότι δεν είναι δυνατόν το ανθρώπινον γένος να εδιδάχθη και να έμαθε την φωνή, το ομιλείν από τα πετεινά του ουρανού και τα ζώα, έχουν την γνώμη, ότι οι πρώτοι φθόγγοι της γλώσσας προήλθαν από επιφωνήματα, όπως το «pah», «st», «hm» «φεύ», δηλαδή εξ αυτομάτων εκφράσεων της χαράς, του άλγους, της λύπης κτλ. Αυτή είναι η λεγόμενη Pah Theory.

Αλλά και σε αυτό υπάρχουν διάφορες γνώμες, αν δηλαδή οι μέχρι τώρα γνωστές γλώσσες δύνανται να αναχθούν σε μία μόνην μητέρα ή αρχέγονον γλώσσα, ή αν προς εξήγηση των υπαρχόντων γλωσσικών φαινομένων υπήρξαν πολλές τέτοιου είδους αρχέγονες γλώσσες.


«Κατ’ Ἀρχάς» ή «Κατ' Ἀρχήν / Καταρχήν»;



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) διαβάζομεν τα εξής διαφωτιστικά:

Η φρ. «κατ’ αρχήν» αντιστοιχεί στο λατ. «in principio» (αγγλ in principle) και σημαίνει «ως θέμα αρχής, για λόγους αρχής» και «στα βασικά σημεία»

  • Κατ’ αρχήν διαφωνώ με το σκεπτικό τής απόφασης
  • Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ’ αρχήν

Επομένως, το «κατ’ αρχήν» δεν σημαίνει «κατ’ αρχάς, στην αρχή, εν πρώτοις», όπως καταχρηστικά χρησιμοποιείται πολλές φορές. Με τη σημ. «πρώτα-πρώτα, εν πρώτοις, αρχίζοντας» χρησιμοποιείται η φρ. «κατ’ αρχάς» ή «στην αρχή»

  • Κατ’ αρχάς νόμιζε πως ήταν σωστό, μετά τη συζήτηση όμως άλλαξε γνώμη

Το επίρρ. «αρχικά / αρχικώς» σημαίνει:

(α) «στην αρχή, κατ’ αρχάς»

  • Αρχικά πίστευα πως είχε δίκιο

και (β) «στο αρχικό στάδιο, στο ξεκίνημα, παλιά»

Η φρ. «εξαρχής» του αρχαιοπρεπούς «αρχήθεν», συνδέει το σημείο ενάρξεως με τον χρόνο κατά τον οποίο λέγεται κάτι

  • Εξαρχής υποστήριζα ότι ακολουθούσαμε εσφαλμένη τακτική, τώρα δικαιώνομαι.

Το «απαρχής» σημαίνει:

(α) «εξαρχής»,

αλλά συχνότερα απαντά στη φρ. (β) «απαρχής μέχρι τέλους»

  • Υποστήριζα αυτή την άποψη απαρχής μέχρι τέλους, (=δηλ συνεχώς, σταθερά).

Από συμφυρμό των φρ. «απαρχής» και «εξαρχής» προέκυψε το «αποξαρχής», με επιτατική σημ. Επιτατική σημ. έχει επίσης η φρ. «Εξυπαρχής», δηλώνοντας την έναρξη από τότε που υπάρχει κάτι.


Λόγος Υπέρ των Θεματικών Φωνηέντων της Υποτακτικής



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

φιλολόγου



Ο λόγος περί των εγκλίσεων και δή αυτών της Υποτακτικής και Προστακτικής. Τι είναι Έγκλισις; Ο Τριανταφυλλίδης δίδει έναν άστοχον μάλλον ορισμόν. «Έγκλισις» λέγει «είναι η μορφή που λαμβάνει το ρήμα για να φανερώση πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε αυτό που σημαίνει το ρήμα». Καταλαβαίνει κανείς κάτι; Ας δούμε παρακάτω πώς αυτό επεξηγείται.

Οι εγκλίσεις είναι μόλις τρείς λέγει, ήτοι η Οριστική, η Υποτακτική και η Προστακτική. Η Οριστική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι το βέβαιον και το πραγματικόν

Π.χ Ο ήλιος λάμπει

Η Υποτακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι που θέλουμε ή περιμένουμε να γίνη.

Π.χ Ας παίξουμε (= θέλω να παίξουμε) – Όταν έρθουν οι διακοπές, θα πάμε εξοχή (= περιμένω να έρθουν οι διακοπές)

Τέλος η Προστακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή.

Π.χ Φύγε – Άκουσέ με – Βοήθησέ με θεέ μου.



Τεσσαράκοντα (40) Λέξεις Ἐσφαλμένως Εἰρημέναι




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Παλαιόθεν είχαμε προβληματισμό για το «Μανώλης», το οποίο και μερικοί δημοτικιστές επέμεναν να το γράφουν «Μανόλης», (αν και από πουθενά δεν προέκυπτε η τροπή του μακρού – ου – του «Εμμανουήλ» σε βραχύ - ο – κι όχι σε επίσης μακρό – ω - . Αντί αυτού λένε το εξής για την λέξη: "στη γραφή του «Εμμανουήλ» δεν υπάρχει - ω - αλλά βλέπουμε - ο -  άρα αυτό θα βάλλουμε !!! Μετά άρχισε η επέλασις στις διφθόγγους π.χ – αυ – και αντί για «αυγά» είχαμε «αβγά». Σε λίγο και το "αύριο" θα το γράφωμεν "άβριο". Πλέον η νοοτροπία της «απλοποιήσεως» της γλώσσης έχει περάσει σε άλλες διαστάσεις. Το «παγώνι» το γράφουμε «παγόνι», το "κτήριο" - όχι ορθώς από το οικη-τήριο κατά το διαβα-τήριο, εισι-τήριο  κ.α, αλλά εσφαλμένως από το "χτίζω" - το γράφουμε "κτίριο" και άλλα ευτράπελα.

Συγκεντρώνω μερικά χτυπητά παραδείγματα λανθασμένης γραφής ρημάτων για αρχή από τα πιο συνηθισμένα.


Οι δομές της γλώσσας και του κόσμου μας.


Της Μαριλένας Κουγιού 


http://www.filologos-hermes.info/
http://www.filologos-hermes.info/

Ο δομισμός συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης γλωσσολογίας, το οποίο μοιράζεται από κοινού με άλλες επιστήμες. Η εγκόλπωση της δομής ως εργαλειακής και αναλυτικής έννοιας από το γλωσσολογικό κλάδο έγκειται στην θεώρηση της γλώσσας ως ενός ολοκληρωμένου συστήματος σχέσεων, τα στοιχεία του οποίου δεν μπορούν να έχουν υπαρκτική επάρκεια παρά μόνο εντός του συστημικού δικτύου και μόνο σε μεταξύ τους σχεσιακή εξάρτηση. Η εξάρτηση αυτή συμπυκνώνεται και καθορίζεται από συνδέσεις τύπου ισοδυναμίας και αντιπαράταξης. 


Η Λέξις «αἰγίς» & αἱ ῥίζαι *αιγ, *φαυ, *δαυ, *καυ




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



Η αιγίδα, που κατά την απλοϊκή εκδοχή αλλά και το Στράβωνα, ήταν το δέρμα της αίγας που έτρεφε το μικρό Δία, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ως πανοπλία


Δια της ριζολογίας αποκαλύπτεται πολλάκις η αμνηστηθείσα(=λησμονημένη) αρχική σημασία παλαιών λέξεων, αίτινες ύστερον ή απέβαλον την αρχέγονον αυτών έννοιαν ή προσέλαβον άλλην παράγωγον. Ας ίδωμεν ένα παράδειγμα.

Η αρχή και η σημασία των ονομάτων «αἶγες» και «αἰγίς» δεν ηρμηνεύθη μέχρι τούδε ακριβώς υπό πολλών. Σύμφωνα με τον Ησύχιο, οι Δωριείς ονόμαζαν τα κύματα αἶγες. «αἶγες, τα κύματα Δωριεῖς καλοῦσι».

Δυνάμεθα ειπείν λοιπόν ότι εν τούτοις υπάρχει η ρίζα «αVF>αιF>αιγ» ένθεν όνομα εγένετο «αἰγ-ίς», κάτι σαν το «αὐγίς» δια την εκ του αφρού λευκότητα των κυμάτων.


Τα ρήματα εις «-άζομαι»



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


«Προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ.» Η Κραυγή αγωνίας του πατρός προς τον Ιησού είναι αύτη: «Κύριε, λυπήσου καί σπλαχνίσου τό παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καί ὑποφέρει ἄσχημα, ἀλλά καί κινδυνεύει τόν ἔσχατο κίνδυνο. Διότι πολλές φορές πέφτει στή φωτιά, καί πολλές φορές στό νερό, καί κινδυνεύει ἔτσι νά καεῖ ἤ νά πνιγεῖ.»


ΕΘΝΟΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




Ένα είδος ποιοτικής έρευνας, που δίνει έμφαση στο υποκειμενικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων είναι η εθνομεθοδολογία. Η λέξη αυτή έχει ως συνθετικά της το «έθνος» και τη «μεθοδολογία». Οι έννοιες αυτές ουσιαστικά αναφέρονται και στο περιεχόμενο αυτού του είδους έρευνας: μελετά τους μεθοδικούς τρόπους δόμησης, οργάνωσης και κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας (μεθοδολογία) από τα «μέλη» μιας κοινωνίας (έθνος), (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Μπορεί να οριστεί, όπως αναφέρει ο Patton (2002), ως «η ερευνητική μέθοδος που έχει σχεδιαστεί για να περιγράψει και να αναλύσει πρακτικές και πεποιθήσεις πολιτισμών και κοινοτήτων». Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα υποκείμενα δράσης σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εστιάζει στο πώς συγκεκριμένα άτομα στο επίπεδο μιας κουλτούρας διαμορφώνουν μορφές κατανόησης των κοινωνικών δομών στις οποίες ανήκουν και της κοινωνικής πραγματικότητας την οποία βιώνουν, (Willis, 2012). Οι μελετητές που ασχολούνται με την εθνομεθοδολογία στρέφουν την προσοχή τους προς τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι άνθρωποι επιτυγχάνουν και διατηρούν την αλληλεπίδραση σε μια κοινωνική συναναστροφή. Ακόμα μελετούν τις παραδοχές που κάνουν τα κοινωνικά όντα, τις συμβάσεις που αξιοποιούν, τις πρακτικές που υιοθετούν, (Cohen L., etc, 2007).

Ως χρονική αφετηρία αυτής της ερμηνευτικής κοινωνιολογικής προσέγγισης ορίζονται τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι αρχές της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή η εθνομεθοδολογία ουσιαστικά έρχεται να ανατρέψει τις κοινωνικές θεωρίες που επικρατούσαν. Ασκεί έντονη κριτική στις δομολειτουργιστικές κοινωνιολογικές θεωρίες, οι οποίες έχοντας ως κύριο εκπρόσωπο τον Parsons υποστηρίζουν την κανονιστική ευθυγράμμιση των ατόμων στην κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Garfinkel, έμφαση πρέπει να δίνεται στο πώς τα κοινωνικά υποκείμενα ως θεωρητικά ελεύθερα όντα δομούν την πραγματικότητα μέσα από τις κρίσεις καθοριστικής σημασίας που διαμορφώνουν, (Ritzer, G., 1998). Ο τελευταίος ορίζει τα άτομα όχι ως παθητικές μαριονέτες που «κινούνται» με βάση κάποιους παγιωμένους κανόνες ούτε ως «ναρκωμένες» υπάρξεις που ευθυγραμμίζονται οικειοθελώς. Αλλά περισσότερο ως μέλη μιας κοινής πολιτισμικής κουλτούρας που μοιράζονται κοινούς κώδικες κατανόησης του κόσμου και συμπεριφορές, (Bασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Αυτοί οι κοινοί κώδικες, που ουσιαστικά αποτελούν θέματα κοινής γνώσης για τα άτομα του ίδιου κοινωνικού πλαισίου, είναι κατά κάποιο τρόπο τετριμμένοι και ακριβώς για αυτό αποτελούν αντικείμενο μελέτης.

Η δράση, λοιπόν, των κοινωνικών μελών με βάση συστηματικούς κώδικες παράγει συγκεκριμένα νοήματα κάθε φορά. Αυτά τα νοήματα πρακτικής δράσης συγχρόνως σχετίζονται με το πλαίσιο (ειδικές συνθήκες) –για παράδειγμα δημοσιογραφικός λόγος, αλληλεπιδράσεις σε θεσμικό επίπεδο, όπως δικαστήριο-, αλλά είναι και ελεύθερα από αυτό (ευρεία ποικιλία δομών) –όπως η αλληλεπίδραση με ερωταποκρίσεις, (Βασιλοπούλου Αλ., 2010). Για να γίνουν κατανοητές οι δομές των δρώντων υποκειμένων σημαντικό εργαλείο αποτελεί η γλώσσα. Το νόημα μιας δράσης συγκροτείται μέσα από την παραγωγή της συνομιλίας. Φυσικά, όμως, δεν είναι μόνο η γλώσσα που φέρει νοήματα, αλλά η κατανόηση του κόσμου και της υποκειμενικής δράσης προέρχεται γενικότερα από αυτά που βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε.

Χωρίς την αποκωδικοποίηση των νοημάτων που παράγονται και προκύπτουν μέσα από τη δράση και αλληλεπίδραση των ατόμων δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με το Garfinkel, η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ορίζεται λίγα χρόνια αργότερα ως «ευταξία στην αλληλεπίδραση» (interaction order) από τον Goffman, (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Στα έργα του αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους πλαισιώνουμε την εμπειρία μας και αλληλεπιδρούμε μέσω της ομιλίας, καθώς και για το πώς αλληλεπιδρούμε σε πλαίσια κοινωνικά. Η ευταξία του κοινωνικού κόσμου γενικά, για το Goffman, παρουσιάζεται συνεχώς μέσω της καθημερινής συμπεριφοράς των μελών, καθώς δείχνουν να αναγνωρίζουν τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, (Payne, G. C. F., 1997). Έτσι, και οι συνομιλιακές καταστάσεις των μελών σχετίζονται άμεσα με τις καταστάσεις από τις οποίες προκύπτουν και αναδεικνύουν αυτά τα κανονιστικά πλαίσια ή τις αποκλίσεις από αυτά.
Οι εθνομεθοδολογικές μελέτες των Garfinkel και Goffman σχετικά με το πώς τα άτομα δρουν και αλληλεπιδρούν επηρέασαν τον Sacks και τους συνεργάτες του, οι οποίοι εστίασαν στην ευταξία που παράγεται μέσω της συνομιλίας. Ουσιαστικά, κάνουν λόγο για την ανάλυση συνομιλίας (conversation analysis). Αυτή αποτελεί ένα μικροσκοπικό κοινωνιολογικό είδος ανάλυσης του λόγου, που μελετά την ομιλία με μεγάλη λεπτομέρεια. Ορίζεται ως «η συστηματική ανάλυση της ομιλίας μέσα στην αλληλεπίδραση, ανάλυση δηλαδή φυσικού συνομιλιακού υλικού και των κοινωνικών διαδραστικών και πρακτικών πραγματώσεων των μετεχόντων», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Η εποχή στην οποία άνθισε είναι η δεκαετία του 1970 και ως μορφή μικροκοινωνιολογίας μελετά χειροπιαστά κοινωνικά φαινόμενα που σχετίζονται με τη ψυχική υγεία, την ανθρώπινη δράση, την καθημερινή ομιλία, (ό.π.).
 
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση συνομιλίας μελετά τις ενέργειες που πραγματοποιούνται μέσα από το λόγο, την αλληλουχία αυτών, τις πρακτικές των μετεχόντων που σχετίζονται με το ξεκίνημα, τη διατήρηση και το κλείσιμο μιας συζήτησης, (Donna M. Mertens, 2005). Το γεγονός ότι βασίζεται σε πραγματικές συνθήκες συνομιλίας και εστιάζει σε πρωτογενές υλικό, δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να διερευνήσει τους προσανατολισμούς των ίδιων των συμμετεχόντων, χωρίς να ενσωματώνεται η δική του οπτική στην ανάλυση. Κάθε συνομιλία έχει τη δική της δυναμική και ο κάθε συνομιλητής έχει διαφορετικές κατευθύνσεις που ενεργοποιούνται κάθε φορά κατά τη διάρκειά της, και τις οποίες καλείται ο αναλυτής να εντοπίσει.
Οι κοινωνιολόγοι (Sacks, Schegloff, Jefferson), που ασχολούνται με την ανάλυση συνομιλίας, διακρίνουν την τελευταία σε καθημερινή και επίσημη σε θεσμικά περιβάλλοντα. Σε κάθε ένα από αυτά τα είδη υπάρχει συστηματικότητα στις πρακτικές του λόγου που παρουσιάζονται κάθε φορά ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Αυτή η συστηματικότητα εσωκλείει τη βασική αρχή του Sacks: “ευταξία σε όλα τα σημεία», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Ως μονάδα ανάλυσης ο Sacks αναφέρει τη συνεισφορά (turn). Η συνεισφορά μπορεί να ποικίλλει σε έκταση –από μια ή περισσότερες λέξεις μέχρι μια ολόκληρη πρόταση ή περισσότερες-, (ό.π.). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους αναλυτές συνομιλίας είναι η χρονική στιγμή εμφάνισης της κάθε συνεισφοράς («Why that now?»), γιατί αυτή συνοδεύεται από συγκεκριμένα νοήματα.

Στόχος τους, λοιπόν, είναι να εντοπίσουν τις αποκλίσεις των συμμετεχόντων σε αλληλεπιδράσεις από τους κανονιστικούς κανόνες συνομιλίας που ακολουθούν διαισθητικά στο κοινωνικό πλαίσιο που βρίσκονται. Οι συνεισφορές αυτές πραγματοποιούν συγκεκριμένες ενέργειες ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκονται. Εξηγούνται ουσιαστικά μέσα από αυτά που προηγούνται και αυτά που έπονται, χωρίς να δίνεται έμφαση στα κίνητρα του ομιλητή.

Η συνομιλία ερμηνεύεται κάθε φορά ανάλογα με τη σημασία που δίνει ο ομιλητής στις συνεισφορές του. Παράγεται μια ενέργεια η οποία ακολουθείται από μια άλλη κ.ο.κ. Έτσι, η συνομιλία αποτελείται από αλληλουχίες ενεργειών, τα γειτνιαστικά ζεύγη: ερώτηση-απάντηση ή απουσία απάντησης, χαιρετισμός-ανταπόδοση χαιρετισμού, κλήση-αναγνώριση κλήσης, αίτημα- άλλες πληροφορίες-συμμόρφωση στο αίτημα, (Βασιλοπούλου Αλ, 02.11.2012). Το γεγονός ότι το πρώτο μέρος του ζεύγους ακολουθείται από ένα δεύτερο λέγεται «υπό προϋποθέσεις συνάφεια». Οι συνομιλητές, δηλαδή, προσανατολίζονται με βάση την κοινωνική προσδοκία που αναπτύσσουν από το ότι ένα πρώτο μέρος ακολουθείται από ένα δεύτερο. Αν δεν τηρηθεί αυτό, τότε οτιδήποτε άλλο θεωρείται «μη προτιμητέο». Η έννοια της προτίμησης με όρους συνομιλίας συνδέεται περισσότερο με το πώς ξεκίνησε μια ενέργεια και όχι τόσο με ψυχολογικά κίνητρα, που μπορούν μάλιστα να αντιτίθενται στο πρώτο μέρος, (ό.π.). Τα μέλη μιας συνομιλίας, λοιπόν, συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και με ευρύτερες δομές, γεγονός το οποίο αποτελεί στοιχείο ανάλυσης.

Σε μια τέτοια ποιοτική μέθοδος έρευνας, εμπειρικά δεδομένα οικοδομούν σταδιακά μια θεωρία. Δεν επιδιώκεται η επιβεβαίωση προϋπάρχουσας θεωρίας, αλλά η εξήγηση της δράσης, «ως δημόσια ερμηνεύσιμη δραστηριότητα», που συνδέεται με την πραγματικότητα των μετεχόντων, (Βασιλοπούλου Αλ.,2010). Για τη συλλογή δεδομένων, λοιπόν, ακολουθούνται ορισμένα βήματα, στα οποία θα αναφερθώ συνοπτικά παρακάτω. Αρχικά, συλλέγει ο μελετητής μαγνητοφωνημένο ή βιντεοσκοπημένο υλικό, το οποίο και απομαγνητοφωνεί. Στη συνέχεια πραγματοποιεί αναλυτική επαγωγή: μελετά ειδικές περιπτώσεις, εντοπίζει τις ομοιότητες τους, καθώς και τις αποκλίσεις τους και εξάγει συμπεράσματα ειδικά και γενικά, (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012). Προχωρά με τη «μη κατευθυνόμενη ακρόαση», χωρίς να διατυπώσει υποθέσεις και ερμηνείες. Συγκεντρώνει όλες τις περιπτώσεις που μοιάζουν μεταξύ τους ή τείνουν να επαναλαμβάνονται και κατανοεί τι συμβαίνει σε αυτές δίνοντας βάση σε προηγούμενες και επόμενες συνεισφορές. Εξάλλου, το μεθοδολογικό πλεονέκτημα στη μελέτη συνομιλίας είναι το γεγονός ότι οι ομιλητές αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα προλεχθέντα από τους συνομιλητές τους, (Μπερερής, Τρούκη, 2009). Έτσι, ο ερευνητής καταλήγει σε μια «πιθανή λύση» σχετικά με το φαινόμενο που προκύπτει, (ό.π.) Η ανάλυση αυτή οδηγεί στη δημιουργία κανονικοτήτων και μοτίβων σχετικά με τις στρατηγικές διάδρασης που χρησιμοποιούνται. Μόλις εντοπίσει τα κανονιστικά μοτίβα, εστιάζει στις αποκλίσεις από αυτά. Η ανάλυση αποκλίνουσας περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στην επιβεβαίωση του τυπικού μοτίβου, στην αναθεώρηση αυτού ή στη διερεύνηση της περίπτωσης αυτής με ξεχωριστή ανάλυση, (ό.π.). Πρέπει να επισημανθεί ότι κάποιες περιπτώσεις είναι οριακές, δηλαδή ούτε αποτελούν παράβαση ούτε απόκλιση από τα κανονιστικά πρότυπα,(ό.π.).

Τα επίπεδα τα οποία τίθενται υπό την παραπάνω διαδικασία ανάλυσης ποικίλλουν από τη μελέτη μικρότερων μονάδων μέχρι ζητήματα πρακτικής γνώσης που συνδέονται άμεσα με συνομιλιακές πρακτικές. Οι διαστάσεις στις οποίες μπορούν να μελετηθούν περιλαμβάνουν: τη διερεύνηση της εναλλαγής συνεισφορών (ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις παραβιάσεις που εντοπίζονται), τη συνολική δομική οργάνωση της συνομιλίας (στάδια στα οποία χωρίζεται ο λόγος), την οργάνωση της αλληλουχίας (τρόπος εξέλιξης της συνομιλιακής διαδικασίας), το σχεδιασμό της συνεισφοράς (τρόπος δόμησης και έκφρασης συνεισφοράς), το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, την «πρακτική επιστημολογία», τις κοινωνικές σχέσεις και τους διαφορετικούς τύπους ασυμμετριών (τρόπος με τον οποίο ένα άτομο μέσα από το λόγο εμφανίζεται να γνωρίζει κάτι), (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012).

Γενικότερα, η ανάλυση συνομιλίας έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορους τομείς σε επίπεδο Γλωσσολογίας, Κοινωνιολογίας και Παιδαγωγικής. Η μελέτη της αλληλεπίδρασης στην τάξη και η κατανόηση για το πώς οι δομές, όπως η μάθηση πραγματοποιούνται μέσα από αυτήν αποτελούν ένα σημαντικό τομέα με τον οποίο ασχολείται, (Seedhouse- Sert, 2011). Μέσω της ανάλυσης του σχολικού λόγου ευρήματα σημαίνοντα για την πορεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αναδύονται, φέρνοντας στο φως τα πολλαπλά δίκτυα επικοινωνίας που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή αλλά και τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους. Ακολουθώντας τις αρχές της μεθοδολογίας αυτής ο εκπαιδευτικός μπορεί να κατανοήσει πολλές πτυχές που προηγουμένως αγνοούσε για τον τρόπο που επιλέγει λεκτικά να δρα μέσα στην τάξη του, αλλά και για τις σχέσεις που συνάπτει με τους μαθητές του κατά αυτόν τον τρόπο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ:


ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή: Ανάλυση Σχολικού Λόγου- Θεωρητικές αφετηρίες- Εθνομεθοδολογία», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 19.10.2012
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή στην ανάλυση συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 26.10.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Ανάλυση Συνομιλίας- Γειτνιατικά Ζεύγη», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 02.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Συλλογή υλικού- Διαστάσεις ανάλυσης συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 09.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Βασικές έννοιες και μέθοδος ανάλυσης της η ανάλυσης συνομιλίας: η περίπτωση της σχολικής τάξης» στο Πουρκός Μ. και Δαφέρμος Μ. (επιμ.) Ποιοτική Έρευνα στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση, Αθήνα: εκδ. Τόπος, 2010

ΜΠΕΡΕΡΗΣ Π., ΤΡΟΥΚΗ, Λόγος και επικοινωνία στην εκπαιδευτική πράξη: Ρητά και άρρητα μηνύματα κατά τη διαμόρφωση του επικοινωνιακού κλίματος στη σχολική τάξη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2009


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Ή ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

COLLEN L., etc, Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007

MERTENS M. DONNA, Έρευνα και αξιολόγηση στην εκπαίδευση και τη ψυχολογία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005

PATTON M., Qualitative research and evaluation methods. Thousand oaks, CA: sage, 2002

PAYNE, G. C. F., «Κάνοντας ένα μάθημα να συμβεί: μια εθνομεθοδολογική ανάλυση», στο Γ.Σ. Μιχαλακόπουλος (επιμ.) Το σχολείο και η σχολική τάξη, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1997

RITZER, G., «Φαινομενολογική κοινωνιολογία και εθνομεθοδολογία», στο Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τ. 1, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998

SEEDHOUSE P.-SERT OL., Conversation analysis in Applied Linguistics, Research on Youth and Language, 2011
  
WILLIS P., Μαθαίνοντας να δουλεύεις: πώς τα παιδιά εργατικής προέλευσης επιλέγουν δουλειές της εργατικής τάξης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012