Σεμινάριο Οδύσσεια και Ιλιάδα για Ενήλικες


Τα δύο έπη του πρώτου και σημαντικότερου ποιητή της ανθρωπότητας, του Ομήρου, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι γεμάτα διαχρονική σοφία.


Οι 9 Μούσες της αρχαιότητας

Ποιες ήταν οι εννέα μούσες της αρχαιότητας;


Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, όλες οι τέχνες αντιπροσωπεύονται από τις εννέα Μούσες της αρχαιότητας. Πρόκειται για τις ταλαντούχες κόρες του παντοκράτορα Δία και της Τιτανίδας Μνημοσύνης, η σχέση των οποίων διήρκησε για εννέα χρόνια, κατά τα οποία ήρθαν σε επαφή μόνο τα εννέα βράδια. Αν κι η χρονική διάρκεια της σχέσης αυτής βρίσκεται υπό αμφισβήτηση, το βέβαιο είναι πως σκοπός του Δία ήταν να αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο του, ωστόσο κατάφερε μονάχα να αποκτήσει εννέα κόρες, ιδιαίτερα προικισμένες πνευματικά και ταλαντούχες. Κατ’ άλλους, οι μούσες προέρχονται από το γάμο του Ουρανού με τη Γαία. Πάντως, αν κι υπάρχει αμφισβήτηση ως προς του γονείς από τους οποίους προέρχονται, ο Ησίοδος φαίνεται να είναι απόλυτα σίγουρος για το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί η γέννηση των εννέα κοριτσιών. Κατά το σπουδαίο επικό ποιητή, οι εννέα κόρες ήλθαν στον κόσμο προκειμένου να απαλύνουν τα ανθρώπινα βάσανα και τους πόνους. Η μητέρα τους ανέθεσε στο θεό Απόλλωνα να τις διδάξει, ενώ τα «μαθήματα» φαίνεται να πραγματοποιούνταν στο βοιωτικό βουνό, Ελικώνα.

Καθεμία από τις κόρες ήταν προικισμένη με μία ιδιαίτερη χάρη. Οι χάρες αυτές ήταν αρκετά λατρευτές στην αρχαιότητα, ενώ ακόμα και σήμερα παραμένουν, όχι μόνο γνωστές, αλλά δημοφιλέστατες. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τις αναζωογονητικές και συχνά θεραπευτικές τέχνες της μουσικής, της ποίησης, του χορού, του θεάτρου και της αστρονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, οι εννέα Μούσες, καθώς κι η τέχνη που καθεμία από αυτές αντιπροσωπεύει είναι οι εξής:

Πρώτα, αναφέρεται η Καλλιόπη (<κάλος + όπη = η όμορφη στην όψη). Αυτή η Μούσα έχει παγιωθεί ως η πιο μεγάλη αλλά κι η σπουδαιότερη από όλες, καθώς θεωρείται προστάτιδα της επικής ποιήσεως, της τέχνης που ασκούσε κι ο σημαντικότερος, ίσως, από όλους τους ποιητές ανά τους αιώνες, ο Όμηρος. Αντιπροσωπεύει, ως επί τω πλείστο, την ευγλωττία, τη δυνατότητα, δηλαδή, να μιλάει κανείς άρτια και ως πρέπει. Η ανωτερότητα της φανερώνεται κι από το γεγονός πως θεωρείται συνοδός βασιλέων κι αρχόντων, ώστε να προσδώσει στο λόγο τους το αίσθημα της υποταγής του πολίτη. Συνηθίζεται να αναπαρίσταται έχοντας ανά χείρας πινάκιο, γραφίδα, και, πράγμα αξιοσημείωτο, έχοντας τα ομηρικά έπη στα γόνατα της. Απεικονίζεται νέα κι αρκετά όμορφη, με χρυσό στεφάνι στα μαλλιά, με δάφνες και κισσούς.

Έπειτα, έρχεται η Κλειώ (<κλέος= δόξα). Η σπουδαία αυτή Μούσα κατείχε την τέχνη της ιστορίας κι έμεινε γνωστή για την κλεψύδρα με την οποία την βλέπουμε συχνά να εικονίζεται, ενώ κρατούσε επίσης περγαμηνή. Ακόμα, θεωρείται πως εκτός από την ιστορία, ανακάλυψε και την κιθάρα. Το κεφάλι της κοσμούσε στεφάνι από δάφνες, ενώ ντυνόταν με έντονα κόκκινα ενδύματα. Πολλές φορές, την παρουσία της συμπληρώνει ένα σεντούκι να κείτεται στα πόδια της, σύμβολο της Ιστορίας.

Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για την Πολύμνια (< πολύς + ύμνος = αυτή που υμνεί πολλούς ανθρώπους, ή <πολύς + μνήμη = αυτή που μνημονεύει πολλούς). Αυτή είναι η Μούσα της μίμησης, της γνωστής μας παντομίμας. Από αυτή, σύμφωνα με τα αρχαία σχόλια, ήταν εμπνευσμένοι οι τιμητικοί ύμνοι προς τους θεούς. Επίσης, θεωρείται προστάτιδα της μίμησης στο θέατρο, της ιστορίας, της γεωμετρίας κ.α. Παρουσιάζεται συνήθως με σκεπτικό βλέμμα, να κοιτά προς τον ουρανό, φορώντας στεφάνι από δάφνη σε συνδυασμό με μανδύες και πέπλα.

Επόμενη στη σειρά η Μούσα Τερψιχόρη (<τέρπω + χορός= αυτή που ευχαριστεί αλλά κι ευχαριστιέται μέσω του χορού). Ενώ ξεκίνησε ως η Μούσα του χορού, τον οποίο κι επινόησε, φαίνεται τελικά να τιμάται περισσότερο ως Μούσα της λυρικής ποιήσεως. Εικονογραφείται καθιστή, να κρατά μια λύρα, αν κι αρκετά συχνά συναντάται να χορεύει, κρατώντας άρπα, σχεδόν αιωρούμενη πάνω από το έδαφος.

Άλλη μία σπουδαία Μούσα, η Ερατώ (<έρως, εραστής). Θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον υμεναίο γάμο και είναι, κατά συνέπεια, Μούσα της ερωτικής ποιήσεως. Η Ερατώ, επίσης, συνηθίζεται να εικονίζεται καθιστή, έχοντας μια λύρα ανά χείρας, με στεφάνι φτιαγμένο από ρόδα στο κεφάλι. Αρκετά συχνά φαίνεται να κρατά και το τόξο του θεού Έρωτα στα χέρια της.

Συνεχίζοντας, η Ευτέρπη (<ευ+τέρπω = αυτή που ευχαριστεί, τέρπει). Αυτή είναι η Μούσα της μουσικής, αλλά και της διαλεκτικής, αρχικά, κι έπειτα η Μούσα της λυρικής ποίησης, συγκεκριμένα. Θεωρείται ακόλουθος του θεού Διονύσου, ενώ παριστάνεται να κρατά διπλό αυλό και να πλαισιώνεται από διάφορα άλλα μουσικά όργανα.

Προχωρώντας παρακάτω, συναντάμε τη Θάλεια (<θάλλω = ανθίζω, ακμάζω). Είναι η Μούσα της βουκολικής ποίησης, αλλά και της κωμωδίας, της οποία λεγόταν ότι έγινε η δημιουργός. Επίσης, λέγεται πως χάρη σε εκείνη γνωρίσαμε την τέχνη της αρχιτεκτονικής, αλλά και της γεωργίας. Αυτή, συνήθως, παρουσιάζεται να κρατά στο δεξί χέρι μια θεατρική μάσκα και στο αριστερό ράβδο, ενώ το κεφάλι της στεφανώνει ένας κισσός. Αξίζει να αναφερθεί πως η μούσα αυτή αναπαρίσταται πάντοτε ως μια νέα κοπέλα, διαρκώς χαμογελαστή, φορώντας ρούχα σε πράσινες αποχρώσεις.

Προ τελευταία, η Μελπομένη (<μέπλω + μένος = αυτή που μελοποιεί τη μανία, συμφορά). Θεωρείται Μούσα κι ευρέτρια της τραγωδίας, γι' αυτό και συχνά παρουσιάζεται με θυμωμένη όψη, να κρατάει μια μάσκα τραγωδίας, σκήπτρο ή ακόμα και ρόπαλο, 
σε συνδυασμό με ένα μαχαίρι, ενώ άλλοτε αναπαρίσταται  δίπλα στο θεό Διόνυσο. Ωστόσο, τιμάται κι ως μούσα της ρητορικής και της μελωδίας.

Για το τέλος, η Ουρανία (<ουρανός). Γνωστή ως η Μούσα της αστρονομίας, την οποία σύμφωνα με κάποιες εκδοχές εφηύρε η ίδια, και, κατά συνέπεια, της αστρολογίας, ενώ θεωρείται και προστάτιδα των ουράνιων σωμάτων. Εκείνη σκιαγραφείται να κρατά συνήθως στο δεξί χέρι ένα διαβήτη και στο άλλο μια ουράνια σφαίρα. Συνήθως παρουσιάζεται να φορά στο κεφάλι στεφάνι από αστέρια, ενώ είναι στενά συνδεδεμένη με το θεό Διόνυσο.

Αυτές είναι οι Μούσες της αρχαιότητας, και τα βασικά τους χαρακτηριστικά όπως μας έχουν παραδοθεί από την αρχαία γραμματεία και μελέτη. Αποτέλεσαν βασική πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες παντός είδους της αρχαιότητας και λατρεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό. Τα σπουδαιότερα πνεύματα των αρχαίων χρόνων, μεταξύ των οποίων ο Όμηρος, ο Απολλώνιος Ρόδιος, ο Ησίοδος, ο Πλάτων και διάφοροι άλλοι, θεωρούν αδύνατο να εκπονήσουν οποιοδήποτε έργο τους, αν δεν συνδράμουν οι πολυπόθητες μούσες, χαρίζοντας τους έμπνευση.


"Σωκρατικά Έργα" και Πολιτική.






Προτού ξεκινήσουμε τη συγκριτική προσέγγιση των σωκρατικών έργων του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα και ειδικότερα των σχετικών με την πολιτική ιδεών, που αποτυπώνονται σε αυτά, κρίνεται σκόπιμο να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα» με την αδυναμία ακριβούς εντοπισμού των σωκρατικών θέσεων είναι η πρώτη από αυτές.[1] Το εγχείρημα διακρίβωσης των σωκρατικών θέσεων υπερβαίνει τους στόχους της παρούσας προσπάθειας. Κύριος σκοπός της έκθεσης των πολιτικών θέσεων των σωκρατικών έργων είναι η συγκριτική τους ανάγνωση, προκειμένου να εντοπιστεί ο τρόπος απόδοσης των σωκρατικών θέσεων για ζητήματα πολιτικής φύσεως από τους δύο μαθητές του, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν οι απόψεις που παρατίθενται στα συγκεκριμένα έργα αποτελούν πραγματικά απόψεις του Σωκράτη, θα επικεντρωθούμε σε αυτές αντιμετωπίζοντάς τες ως τη βάση της πολιτικής σκέψης των συγγραφέων τους.



Ηρόδοτος: μεταξύ μύθου και πολιτικής φιλοσοφίας.



Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό συγγράφει την ιστορία των επιχειρήσεων Ελλήνων και «βαρβάρων» ως μια ιστορία συνεχούς εναλλαγής ακμής και παρακμής των πόλεων στα πλαίσια σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής. Ο ίδιος έζησε στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, εμπλεκόμενος αρχικά στην προσπάθεια των Αλικανασσέων να ανατρέψουν την τυραννία του φιλοπέρση Λύγδαμη και πραγματοποιώντας στη συνέχεια ταξίδια στην Ανατολή, την Αθήνα και τη Δύση, όπου μετά το 444/3 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην πανελλήνια αποικία των Θουρίων. Οι προσωπικές εμπειρίες των διαφορετικών πολιτισμών σε συνδυασμό με το ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον του τον οδήγησε στην ενδελεχή εξέταση των ηθών, των εθίμων και του τρόπου ζωής των λαών της Ανατολής και της Δύσης με σκοπό μέσα από τη μεταξύ τους αντιδιαστολή να μην μείνουν «ἀκλεᾶ» και ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά». 



Τραγωδία, Κωμωδία και Πολιτική



Για τη γέννηση της δραματουργικής ποίησης διαθέτουμε πληροφορίες που μας μετατοπίζουν στη Σικελία του 6ου αι. π.Χ. Ωστόσο, αναμφισβήτητα η εδραίωση του αρχαίου δράματος πραγματοποιείται στην Αττική του 5ου αι .π.Χ. με τη δημοκρατία της Αθήνας να παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική άνθηση. Η τραγωδία θεσμοθετείται από τον Πεισίστρατο το 535 π.Χ. εντασσόμενη στα πλαίσια των διονυσιακών εορτών πιθανόν με σκοπό την εξασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης. Το 442 π.Χ. θεσπίζεται  ο κωμικός αγώνας στα πλαίσια των Ληναίων, επίσης θρησκευτικής εορτής. Ο επώνυμος άρχοντας διόριζε τους χορηγούς, που θα αναλάμβαναν τις δαπάνες των παραστάσεων, οι οποίοι σε περίπτωση νίκης απολάμβαναν το κύρος και τη δημόσια τιμή. Το κοινό των παραστάσεων περιλάμβανε όλους τους Αθηναίους πολίτες και τους παρεπιδημούντες, αποκλείοντας τις γυναίκες, συνέπιπτε, δηλαδή, όσον αφορά το αθηναϊκό πλήθος, με τους πολίτες που συμμετείχαν στην Εκκλησία του δήμου και την Ηλιαία. Ταυτόχρονα, τα Μεγάλα Διονύσια, εορτή της άνοιξης -οπότε λάμβαναν χώρα οι εμπορικές δραστηριότητες-, προσείλκυαν μη Αθηναίους θεατές προσφέροντας την ευκαιρία για «ιμπεριαλιστική προπαγάνδα». Ο πολιτικός χαρακτήρας του αρχαίου δράματος γίνεται αντιληπτός και από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι αγώνες δεν σταμάτησαν, παρά μόνο μειώθηκαν. Στην τραγωδία, η πολιτική στόχευση πραγματοποιείται μέσω «συμβολικής γλώσσας», αφού το περιεχόμενό της είναι κατά κανόνα μυθολογικό, ενώ στην κωμωδία γίνονται καυστικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής.



Πολιτική Σκέψη στην Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση και Φιλοσοφία


                                                    Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

Η λυρική ποίηση της αρχαϊκής εποχής είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική και πολιτική διάρθρωση της πόλεως-κράτους, στο εσωτερικό της οποίας αποκρυσταλλώνονται οι διαφορές μεταξύ της αστικής τάξης των γαιοκτημόνων και της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων. Η επική ποίηση αποτέλεσε την κατεξοχήν ψυχαγωγία της αριστοκρατικής τάξης, οι νέες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, ωστόσο, οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας «ποικιλόμορφης ποίησης», που εμφανίστηκε στα πλαίσια προσπαθειών ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων να νομιμοποιήσουν μια διακριτή ενιαία ταυτότητα. Στη διαμόρφωση αυτού του είδους της ποίησης καθοριστικός ήταν ο ρόλος των εταιρειών, των συμποσίων, των θιάσων αλλά και των δημοσίων τελετών και αγώνων.[2]