«Ἔρως δραπέτης»: το παιγνιώδες επίγραμμα του Μόσχου


Του Γαβριήλ Μπομπέτση
Ο θεός Έρως, ως μικρό παιδί με τεταμένο το τόξο.
Ρωμαϊκό αντίγραφο αγάλματος του Λύσιππου.

Ἔρως δραπέτης τιτλοφορείται ένα καλαίσθητο επίγραμμα του Μόσχου ή με άλλα λόγια ο Έρωτας το ‘σκασε και η μαμά Αφροδίτη τον ψάχνει. Θα μπορούσε κάλλιστα η Αφροδίτη να ενταχθεί στο club της κλασικής Ελληνίδας μάνας. Έρωτα, Έρωτα είσαι εδώ; Όποιος βρει τον γιο της θέας του έρωτα θα ανταμειφθεί με ένα φιλί της.

Ο Μόσχος (2ος αι. π.Χ.) είναι συγγραφέας του επυλλίου Εὐρώπη με θέμα την αρπαγή της νεαρής κόρης του βασιλιά της Φοινίκης από τον Δία, μεταμορφωμένο σε ταύρο, καθώς και του εν λόγω επιγράμματος σε εξάμετρους στίχους και διάλεκτο δωρική. Η ελληνιστική ποίηση δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή στο ευρύ κοινό, αν και έχει να επιδείξει πολύ αξιόλογα δείγματα, όπως αυτό το πολύ όμορφο και παιγνιώδες επίγραμμα του Μόσχου. Το επίγραμμα κατά τα ελληνιστικά χρόνια, να σημειωθεί, δεν είναι εγχάρακτο αλλά αποτελεί αυτοτελές λογοτεχνικό κείμενο. Ο Μόσχος, ακόμα, κατάγεται από τις Συρακούσες και έχει επηρεαστεί από τον συντοπίτη του και πατέρα της βουκολικής ποίησης, Θεόκριτο (ca 3oς αι. π.Χ.).

Τις πρώτες πληροφορίες για τον Έρωτα μάς τις παρέχει ο Ησίοδος. Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Έρωτας με το Ε κεφαλαίο; Ο Έρωτας, μαζί με το Χάος και τη Γη είναι στη Θεογονία (στ. 116-120) του Ησιόδου οι πρώτες θεότητες που γεννιούνται. Ο Έρωτας που αποκαλείται κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι (στ. 120) είναι η αιτία της διαιώνισης του θεϊκού και του ανθρωπίνου είδους, για αυτό και ανήκει στις θεότητες που γεννιούνται πρώτες. Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Ἔρωτας κατά τον Ησίοδο λοιπόν... Παντοτινοί δε ακόλουθοι της Αφροδίτης είναι ο Ίμερος, δηλαδή, ο προσωποποιημένος Πόθος, όπως και ο Έρωτας, η προσωποποίηση του ερωτικού πάθους.

Στο επίγραμμα του Μόσχου με αφορμή το σκασιαρχείο του Έρωτα δίνεται το πορτρέτο του από τη μαμά Αφροδίτη. Περιγράφονται στο επίγραμμα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που η ως τότε λογοτεχνική παράδοση έχει αποδώσει στον θεό Έρωτα αλλά και στο ερωτικό συναίσθημα. 

Ο Έρωτας περιγράφεται ως πυρόχρωμος, με μάτια διαπεραστικά, γεμάτια φωτιά (χρῶτα (=στο δέρμα) μὲν οὐ λευκός, πυρὶ δ᾽ εἴκελος· ὄμματα δ᾽ αὐτῷ/ δριμύλα (=διαπεραστικά) καὶ φλογόεντα· […], στ. 7-8). Κρατάει, επίσης, δάδα που κατακαίει τα πάντα, ακόμη και τον Ήλιο (βαιὰ λαμπὰς ἐοῖσα τὸν Ἅλιον αὐτὸν ἀναίθει (=καίει), στ. 23), ενώ τα όπλα του είναι βουτηγμένα στη φωτιά (τὰ γὰρ (ὅπλα) πυρὶ πάντα βέβαπται, στ. 29).

Τα χέρια του, επίσης, αν και μικρά, φτάνουν μέχρι και τον Κάτω Κόσμο (μικύλα μὲν τήνῳ τὰ χερύδρια (= μικρούλικα είναι σε εκείνον τα χεράκια), μακρὰ δὲ βάλλει,/ βάλλει κεἰς Ἀχέροντα καὶ εἰς Ἀΐδεω βασίλεια, στ. 13-14), πράγμα που σημαίνει ότι υποκινεί ερωτικές ιστορίες και στο επέκεινα, ενώ πιστοποιεί τη σύζευξη του έρωτα και του θανάτου. Ερωτική ιστορία που λαμβάνει χώρα στον Κάτω Κόσμο είναι, παραδείγματος χάριν, το ειδύλλιο μεταξύ Περσεφόνης και Άδωνη. Όσο για τη σύζευξη του έρωτα και του θανάτου, συνιστά μοτίβο της ερωτικής λογοτεχνίας ήδη από την εποχή που γράφεται ο Ομηρικός Ύμνος εις Αφροδίτην V (γύρω στον 7ο αι. π.Χ.), όπου ο Αγχίσης διακηρύσσει πως δεν τον μέλει, ακόμα κι αν πεθάνει ύστερα, αρκεί να πλαγιάσει ερωτικά με την Αφροδίτη, που πρόβαλε μπροστά του με μορφή θνητής: σῆς εὐνῆς ἐπιβὰς δῦναι δόμον Ἄιδος εἴσω (στ. 154). Το μοτίβο αυτό διατρέχει διαχρονικά όλη την ερωτική λογοτεχνία ως τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου και το μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος (Κρητικός, αποσπ. 5, στ. 50) του Διονύσιου Σολωμού.

Στο επίγραμμα ο Έρωτας παρουσιάζεται, ακόμη, τοξοφόρος (τόξον ἔχει μάλα βαιόν (=μικρό), ὑπὲρ τόξω δὲ βέλεμνον (=και μπροστά από το τόξο βέλος) , στ. 18)· η πρώτη αναφορά του Έρωτα ως τοξοφόρου φαίνεται πως είναι στον πρωτοποριακό για τις ιδέες του Ευριπίδη (Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, στ. 548-9), όπου ο Έρωτας παρουσιάζεται να τεντώνει δύο τόξα. Έχει και φτερά που του επιτρέπουν να πετάει ταχύτατα από τον ένα στον άλλο (καὶ πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ᾽ ἄλλῳ,  στ. 16). Ο Έρωτας είναι, τέλος, πονηρός και πανούργος, μα και πανσθενής, αφού δεν του ξεφεύγει ούτε η ίδια του η μητέρα. Σε όλους, όπως λέει ο Ησίοδος (Θεογονία, 120-122), σε θεούς και ανθρώπους, παραλύει τα μέλη και δαμάζει νου και καρδιά.

Στο επίγραμμα του Μόσχου είναι όλα μαζί συναγμένα εκείνα τα γνωρίσματα που η ερωτική λογοτεχνική παράδοση ήδη από την αρχαϊκή λυρική ποίηση του Αρχίλοχου και της Σαπφώς, του Ανακρέοντα και του Ίβυκου έχει αποδώσει στον έρωτα. Ο έρωτας, συνοψίζοντας, είναι πανούργος, έχει φτερά και πύρινα βέλη, είναι φωτιά που καίει και πόνος που κατατρύχει ενίοτε. Είναι γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον (αποσπ. 130 L-B), γλυκύ και πικρό πράγμα, μα και άγριο, που έχει τη δυνατότητα να σέρνεται, όπως έλεγε η λυρική βάρδος της Λέσβου, η Σαπφώ. Ο συσχετισμός του δε με τον θάνατο αποτελεί λογοτεχνικό τόπο. Ο έρωτας με το ε κεφαλαίο ή μικρό κατείχε, συνεπώς, την τιμιτική του στην Αρχαία Ελλάδα. Στις Θεσπιές μάλιστα εόρταζαν και τα Ερωτίδια προς τιμήν του θεού Έρωτα, κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου.

Τώρα αν η Αφροδίτη βρήκε τελικό τον υιό της τον αγαπητό παραμένει ένα μυστήριο. Πιθανολογείται, βέβαια, πως όχι, διότι ο Έρως έχει φτερά και τρέχει, προσπαθώντας αγωνιωδώς να πιάσουν στόχο τα μικρά του βέλη στις καρδιές θεών και ανθρώπων. Πού τον είδες, πού τον έχασες...



Σεμινάριο Οδύσσεια και Ιλιάδα για Ενήλικες


Τα δύο έπη του πρώτου και σημαντικότερου ποιητή της ανθρωπότητας, του Ομήρου, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι γεμάτα διαχρονική σοφία.


ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2019 / ΑΡΧ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΘΕΜΑΤΑ - ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ



ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 
Γ ́ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ́ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ 
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 
ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 




Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Πλάτων, Πρωταγόρας 321b-322a

Ἅτε δὴ οὖν οὐπάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα·λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο. Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶςπάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον·ἤδηδὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί –ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι–καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν·ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴνἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν –πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν–εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι’ Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.



Αντιγόνη Πρόλογος Ερμηνευτικά


Ήθος Αντιγόνης

Το ήθος της Αντιγόνης διαγράφεται από την αρχή ως ανήσυχης προσωπικότητας που γνωρίζει κάτι παραπάνω από όσα έχουν μόλις συμβεί και αντιδρά αμέσως. Η περίφραση «ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα» (στ. 1) , που χρησιμοποιεί απευθυνόμενη στην αδελφή της, δείχνει την τιμή της προς την αδελφική αγάπη αλλά και την επίγνωση της ηθικής απόστασης του χαρακτήρα τους. Η αναφορά του Κρέοντα ως στρατηγού υπενθυμίζει τη συμμετοχή του στον  εμφύλιο πόλεμο της Θήβας ως  στρατηγού δίπλα στον Ετεοκλή αλλά και δείχνει πως η Αντιγόνη δεν αναγνωρίζει την πολιτική του εξουσία.


Πολιτική Σκέψη στον Ξενοφώντα.





Η εικόνα του Ξενοφώντα ως διανοούμενου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ως συγγραφέας έμεινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά-βιογραφικά του έργα, επιχειρώντας να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη. Ωστόσο, προχώρησε και στη συγγραφή πονημάτων με βάση τα δικά του ενδιαφέροντα, τα οποία εμφανίζουν μια διδακτική-φιλοσοφική διάσταση. Παρακάτω θα εξετάσουμε ορισμένα από τα τελευταία (Ιέρων, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ψευδοξενοφόντεια Αθηναίων Πολιτεία) αλλά και την υποδειγματική βιογραφία περί της Κύρου Παιδείας, εστιάζοντας στις πολιτικές απόψεις που απηχούνται σε αυτά.


Το "μικτό"πολίτευμα των πλατωνικών Νόμων ως εναλλακτική της "φιλοσοφικής" μοναρχίας.



Οι Νόμοι αποτελούν χωρίς αμφιβολία το ογκωδέστερο από τα πλατωνικά έργα κι ως ένα βαθμό λειτουργούν ως επιστέγασμα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εκδόθηκαν πιθανόν μετά τον θάνατο του Πλάτωνα από τον μαθητή του Φίλιππο Οπούντιο, η σύλληψη του σχεδίου, ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από την 7η Επιστολή, είχε γίνει ήδη από το 361 π.Χ., οπότε και ο φιλόσοφος επιχείρησε μαζί με τον Διονύσιο τον νεότερο την σύνταξη προοιμίων, προκειμένου να επισυναφθούν σε νόμους. Αν και διατηρεί τη μορφή του διαλόγου, στην ουσία πρόκειται για μονόλογο του Αθηναίου Ξένου ενώπιον του Κρητικού Κλεινία και του Σπαρτιάτη Μέγιλλου. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τη σύνδεση των επιμέρους μερών του έργου, σίγουρα όμως καθώς προχωρά, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καταλήγοντας στην έκθεση μιας μορφής «ποινικού» και «αστικού» κώδικα.