Παιδί: Να Μάθει Ξένη Γλώσσα, Πριν τη Μητρική του;



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Από το 1993 η Αγγλική Γλώσσα διδάσκεται στις Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις του δημοτικού για τρεις ώρες την εβδομάδα αρχικά σε 4θέσια σχολεία και πάνω. Το 2003 η διδασκαλία επεκτάθηκε και στη Γ΄ Δημοτικού για ίσο αριθμό ωρών. Το σχολικό έτος 2011-2012 αρχικά πιλοτικά και το 2016 πλέον οριστικά αποφασίζεται ότι η διδασκαλία των Αγγλικών θα ξεκινά από την Α' Δημοτικού από τη δε Γ' Δημοτικού η διδασκαλία αυτής θα γίνεται με συστηματικότερο τρόπο. Δεύτερη ξένη γλώσσα θα εισάγεται στην Ε' τάξη, σύμφωνα με εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας πλέον και στα τετραθέσια δημοτικά σχολεία.. Ως δεύτερη ξένη γλώσσα στην Ε΄ και την Στ΄ τάξη θεσπίζεται να είναι είτε η γαλλική είτε η γερμανική.

Ωστόσο βασανιστικά ερωτήματα υπάρχουν στον κάθε ένα λογικό άνθρωπο. Γιατί η πολιτεία υιοθέτησε τόσο άμεσα και πλήρως τις επιταγές των ξενόγλωσσων πτυχιούχων για την τάχα από νωρίς δέουσα διδασκαλία των ξένων γλωσσών; Μη και μια τέτοια υιοθέτηση αποβαίνει παιδαγωγικώς μη ορθή; Μη και κρύβονται πίσω από αυτήν την κίνηση συντεχνιακές σκοπιμότητες και οφέλη ή και φεύ πολιτικές αλλοιώσεως της ελληνικής γλώσσας από σκοτεινούς κύκλους; Τα ερωτήματα είναι εύλογα: 

  • Γιατί όλοι βάλθηκαν να μας λένε ότι δεν διατρέχει το παιδί κανέναν κίνδυνο από την πρώιμη και άωρη εκμάθηση ξένης γλώσσας, και απεναντίας τούτο είναι το ορθόν και ενδεικτικόν παιδαγωγικώς[1], - μάλιστα μερικοί παρουσιάζουν και έρευνες λέγοντας ότι τα παιδιά με πρώιμη εκμάθηση ξένων γλωσσών διαθέτουν και μεγαλύτερη ευφυΐα[2] - όταν είναι ορατές οι δυσκολίες των δίγλωσσων και τρίγλωσσων ατόμων να κατακτήσουν πλήρως την μητρική τους γλώσσα σχετικά νωρίς καθιστώντας ουσιαστικά τους εαυτούς τους ημίγλωσσους[3];
  • Η γλώσσα είναι απλά το να μιλά και να γράφει κανείς ή μήπως είναι και ένας μηχανισμός δόμησης του κοινωνικού περιγύρου με ότι αυτό συνεπάγεται για την κατανόηση του κόσμου από το άτομο, για την δημιουργία υπ’ αυτού του ήθους του και των ιδεών του[4];
  • Γιατί ενόσω όλοι αποδεχόμαστε, ότι ακόμα και στις εισιτήριες εξετάσεις για το πανεπιστήμιο τα ελληνόπουλα απλώς αποδεικνύουν ότι πάσχουν στην γνώση της μητρικής τους γλώσσας[5] επιπλέον ζητάμε από αυτά γνώσεις για δύο ξένες γλώσσες ήδη από την Ε Δημοτικού;
  • Γιατί όλοι όσοι διδάσκουν ξένες γλώσσες Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά κυριολεκτικά σφάζονται μεταξύ των[6] για το ποιος έχει δικαίωμα να εισέλθει στις τάξεις της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως του δημοτικού σχολείου;
  • Γιατί ενόσω η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι δυνατόν να γίνει εντός ολίγου χρόνου[7], υπάρχουν τόσα φροντιστήρια και ιδιωτικά διδασκαλεία και η πολιτεία ακολουθεί προκρίνοντας τις μακροχρόνιες διδασκαλίες;
  • Γιατί ενώ όλοι παραδέχονται, ότι δεν πρέπει οι μικροί μαθητές να επιφορτώνονται με επιπλέον ύλη, φορτώνουμε σε αυτούς πρώιμα και άωρα την υποχρέωση εκτός από το να μάθουν την μητρική τους γλώσσα και επιπλέον άλλες δύο[8];
  • Γιατί μετά από 12ετή διδασκαλία των ξένων γλωσσών η πολιτεία, αφού νομίζει ότι παρείχε πλήρη διδασκαλία αυτών δεν πιστοποιεί και την κατάκτησή τους στους μαθητές παρέχοντάς τους έστω έναν βασικό τίτλο, αποδεικτικό σπουδών[9];
  • Πόσες οικογένειες είχαν και έχουν την δυνατότητα να συνδράμουν τα παιδιά τους, προκειμένου αυτά να μην υστερήσουν, με την εξωσχολική ενισχυτική εκπαίδευση ξένων γλωσσών; Ή μήπως αυτό δεν χρειάζεται[10];

Το παρόν άρθρον είναι μία συμβολή στο να σκεφτεί κανείς κάποια θεμελιώδη πράγματα πάνω σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα…

***
Κωνσταντίνος Λουκάς
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αρ. φυλ. 27, Έτος Γ΄

Απεδείχθη ότι η γλώσσα είναι το χαρακτηριστικόν έκαστον έθνους και το διαμορφούν όργανον του κοινωνικού ανθρώπου τα ήθη[11]. Εκ τούτων λοιπόν συμπεραίνεται εναργέστατα ότι, εάν θέλωμεν να διατηρήσωμεν το Ελληνικόν ημών έθνος, το οποίον ούτε ο πολυχρόνιος σιδηρούς των τυράννων ζυγός, ούτε τα ανυπέρβλητα προ ολίγου δεινά εδυνήθησαν να το καταπολεμήσωσιν, αλλ’ εν τω μέσω των καταστροφών του διέμεινε παραδόξως ακαταμάχητον, εάν λέγω θέλωμεν να διασώσωμεν το Ελληνικόν ημών έθνος, το υπερενδοξότατον και πράγμα και όνομα, εάν θέλωμεν να καθιδρύσωμεν την πολιτείαν ημών Ελληνικήν, εποικοδομούντες αυτήν επί της πατρώας αρετής, ως επί πρωτογόνων και αδιασείστων βάσεων, εάν θέλωμεν να λάβωσιν τα ήθη ημών Ελληνικήν διαμόρφωσιν, δια να αποκατασταθώμεν άξιοι της υπερλάμπρου δόξης των αοιδίμων εκείνων προγόνων μας, ανάγκη πάσα να καταβάλωμεν ακάματον επιμέλειαν εις επίκτησιν[12] της ελληνικής ημών γλώσσης.

Η γλώσσα αύτη είναι ανδρών, οίτινες υπάρχουσι το αρχέτυπον της αρετής, και το πρωτότυπον της σοφίας. Η γλώσσα αυτή φυλάττει δι’ ημάς πλουσιωτάτους θησαυρούς αρετής και ευδαιμονίας και είναι έτοιμη να μας τους προσφέρη, αρκεί μόνον να συχνάζωμεν εμφρόνως εις τα μεγαλοπρεπή αυτής ανακτόρια, δια να κάμνωμεν μετ’ αυτής ελευθέρως ελευθέρας τας συνεντεύξεις[13]. Η γλώσσα αυτή είναι παράδεισος ευρυχωρότατος και ευανθέστατος, επιδεξίως πεφυτευμένος υπό δεξιάς ανδρών φιλοκάλων, τα δε ευωσμότατα αυτού άνθη και τους ωραιωτάτους καρπούς να απολαύσωμεν δεν δυνάμεθα, πριν μάθωμεν να ανοίγωμεν τας ευμηχάνους αυτού πύλας[14]. Ουδέ μία άλλη των επί γής γλωσσών, ω φίλοι ομογενείς, πλουτεί τοιαύτα της ηθικής παραγγέλματα, οποία η Ελληνική. Εις αυτήν είναι συγγεγραμμέναι αι θείαι του θείου Σωκράτους νουθεσίαι, του Πυθαγόρου, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, των Στωικών και τοσούτων άλλων θεσπεσίων νοών νουθεσίαι, ικαναί να μορφώσωσιν αριστοτέχνως και τον ηθικόν και τον πολιτικόν άνθρωπον. Εις αυτήν κατά θείαν του Ελληνικού έθνους ευμοιρίαν, είναι αρχετύπως συγγεγραμμένη η υπεράνθρωπος του θεανθρώπου Ιησού Ηθική, το ιερόν Ευαγγέλιον. Τα συγγράμματα των προγόνων μας είναι οι φωτίσαντες τα σήμερον ελευθέρα έθνη φωστήρες. Αυτά μεταφράζοντες εις τας ιδίας των γλώσσας και υπ’ αυτών οδηγούμενοι οι πεπαιδευμένοι λαοί ανέβησαν εις το ύψος της σοφίας της δόξης και του πολιτισμού των προγόνων μας[15]. Τας διδασκαλίας των προπατόρων μας θεμέλια των πολιτειών των οι λαοί ούτοι μεταχειριζόμενοι, προβαίνουσι θαυμασίως εις το σκοπιμώτατον τέλος της αρετής και ευδαιμονίας, δια το οποίον η αγαθοποιός χείρ του Υψίστου τον άνθρωπον έπλασεν.

Άλλοι μεν εκ των σοφών Ευρωπαίων, τους ομογενείς των εις το να μανθάνωσι την Ελληνικήν ημών γλώσσαν προτρέποντες[16], μαρτυρούσι περί αυτής:

«Δια το συμφέρον μας και δι’ ευγμωνοσύνην οφείλομεν να σπουδάζωμεν την Ελληνικήν γλώσσαν. Διότι αύτη απετέλεσε τους μεγάλους ημών ποιητάς και ρήτορας.»

Άλλοι δε:

«Η των Ελλήνων γλώσσα πάντοτε υπήρξεν και μέλλει να υπάρξη δια παντός η πηγή της αισθήσεως του καλού. Εξ αυτής πρέπει να εξαντλή όλας τας γνώσεις όστις θέλει να αναβή επί την αρχήν των. Ρητορία, Ποιητική, Ιστορία, Φιλοσοφία, Ιατρική όλαι αύται αι επιστήμαι και τέχναι εις την Ελληνικήν γλώσσαν ενυπάρχουσι και παρ’ ολίγον είναι τετελειοποιημέναι. Διό και εις αυτήν οφείλομεν να προστρέξωμεν δια να τας ζητώμεν»
Δεν είναι λοιπόν αναξιοπάθεια εις ημάς τους Έλληνας, δεν είναι αισχύνη επονείδιστος το να παραμελώμεν την πάτριον ημών γλώσσαν και γλώσσαν τοιαύτην, ήτις είναι πηγή της αισθήσεως του καλού εκ της οποίας πηγάζοντα αενάως όλα όλων εν γένει των τεχνών και επιστημών, αυτής της φιλοσοφίας τα καλά, διαχέονται αφθόνως εις τους πεπαιδευμένους λαούς; Γλώσσαν την οποίαν και αυτοί οι σοφοί Ευρωπαίοι κατά χρέος μανθάνουσι, ζητούντες εις αυτήν όλας τας τέχνας, όλας τας επιστήμας, αυτής της υψηλής Ηθικής τους πολυτίμους μαργαρίτας, ως εις προκαταρκτικήν πηγήν ανεξάντλητον; Αλλά το ατόπημα έτι μάλλον επαυξάνει και το αμάρτημα πάντη ασύγγνωστον αποκαθίσταται, εάν την απαλήν νεολαίαν μας, συγκείμενην υπό δεκαετών παίδων, και δεκαπενταετών μειραρίσκων, οίτινες ούτε την πάτριον γλώσσαν των γνωρίζουσιν, ούτε ηθικήν διαμόρφωσιν εισέτι έχουσιν, ούτε τα της αγιωτάτης ημών θρησκείας δόγματα καθ’ όσον ανήκει, εμνήσθησαν, εάν την νεολαίαν μας ταύτην εις αλλογλώσσους διαπιστεύσωμεν δια να την διδάσκωσι ξένας γλώσσας[17].

Και όταν το διαμορφούν όργανον του κοινωνικού ανθρώπου τα ήθη είναι η γλώσσα, όταν αύτη κατά τον συνετόν Κοραήν ή μάλλον κατά τον ορθόν λόγον, όταν αύτη τα κανονίζη, οποίαν παρακαλώ διαμόρφωσιν οποίον κανονισμόν μέλλουν να λάβωσιν τα ήθη τοιούτων τρυφερών παίδων, αλοεθνή γλώσσαν διδασκομένων; Ο εγκέφαλος αυτών είναι εισέτι αδιατύπωτος και επομένως πανδεχής επιτήδειος να δέχηται οποιανδήποτε διατύπωσιν κάμνωσιν επ’ αυτού αι προσβολαί της ξένης γλώσσης[18]. Ώστε τα μαθήματα αυτής, βαθέως εις τον παιδικόν εγκέφαλον εγχαραττόμενα μέλλουν να διαφθείρωσι την ούτω πως αθλίως διδαχθησομένην Ελληνικήν νεολαίαν, και να παραμορφώσωσιν αυτήν, ώστε να μη φέρη ούτε Ελληνικόν χαρακτήρα, ούτε τον της οποίας μανθάνει γλώσσης αλλ’ αναμφιβόλως μέλλει να αποκατασταθή τέρας άμορφον[19]! Καθότι, τα μεν υπό των γονέων εις τους τοιούτους παίδας εμπνεόμενα και υπό του κλίματος εμφυόμενα ήθη, ο Ελληνικός χαρακτήρ και η θρησκεία μέλλουν αφεύκτως να διαφθείρωνται υπό άλλων ασυνήθων ηθών[20], εμπνεομένων εις αυτούς παρά της ξένης γλώσσης. Ταύτα δε πάλιν υπό των πατρίων ηθών και υπό του κλίματος αντιπολεμούμενα και ουδέποτε καταπολεμούμενα μην αμφιβάλλωμεν ότι μέλλουν να αναδείξωσιν την νεολαίαν ταύτη ούτε Ελληνικήν ούτε Γαλλικήν ή τοιαύτην οποία είναι η διδασκομένη εις αυτήν ξένη γλώσσα αλλ’ αυτόχρημα Ομηρικήν χίμαιραν και «ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης» (Ιλιάδα Σ 104).

Μη λοιπόν αγαπητοί συμπολίται, μη, δι’ αγάπην θεού, μη θελήσετε να διαφθαρώσιν επί τοσούτον τα ήθη των παίδων σας, παραδίδοντες αυτούς άωρα εις αλλογλώσσους διδασκάλους, δια να μάθωσι ξένας γλώσσας, πρίν μάθωσι την μητρικήν των, πριν στηριχθώσιν εις την θρησκείαν των, πριν διαπλασθώσι τα ήθη των. Την διαφθοράν ταύτην, την οποίαν εξ ανάγκης μέλλουν να πάθωσιν τα φίλτατα τέκνα σας, αν δεκαετή και δεκαπενταετή εις αλλοεθνείς χείρας τα διαπιστεύσητε προς άκαιρον μάθησιν γλωσσών ξένων, την φωνάζει ο σεβαστός γέρων Κοραής και προ του εθνικού ημών αγώνος του κατά της τυραννίας, την φωνάζουσιν ήδη και αυτοί οι φιλάνθρωποι Ευρωπαίοι, οίτινες θέλοντες να μας προφυλάξωσιν, ώστε να μην εκτραχηλισθώμεν εις το βαθύτατον τούτο βάραθρον της ηθικής διαφθοράς, λέγουσιν εμφρονέστατα περί των Ελληνικών νέων των εις χείρας αλλοεθνών και αλλοεθνών φίλων διαπεπαιδευμένων προς εκπαίδευσιν τα εξής:

«Παρόμοιοι με φυτά μεταφυτευμένα εις άλλην γήν καθ’ όν χρόνον δύνατ’ ευκόλως να δεχθώσιν τους τύπους παντός κλίματος, ενεπιστεύθησαν εις φίλους, οι οποίοι δείχνουσιν πάσαν επιμελείαν υπέρ αυτών. Αλλ’ αυτοί ούτοι οι φίλοι θέλουσι μεταβάλει την φύσιν και τον πατριωτικόν τύπον τούτων των νέων…[21]»

ώστε ούτ’ ελαχίστη αμφιβολία μένει εις τους γονείς περί της ηθικής διαφθοράς των παίδων των, όταν εις τοιαύτην εύπλαστον ηλικίαν προς αλλογλώσους τους διαπιστεύωσι. Βεβαιότεροι δε ας είναι εις ταύτην την αλήθειαν, παρ’ ότι ήδη αναπνέουσιν.

Η ξένη γλώσσα, την οποίαν η νεολαία μας διδαχθή, πριν μάθη την ιδικήν της, μέλλει να αποκατασταθή εις αυτήν μητρική. Ταύτην η νεολαία μέλλει να μεταχειρίζεται προς έκφρασίν των ιδεών της ως το βλέπομεν πραγματικώς εις πολλούς των ημετέρων[22], οίτινες αισχυνόμενοι φαίνεται να λαλώσι την πάτριον γλώσσαν των, το έχουσι καύχημά των μέγα να μεταχειρίζωνται εις τας προς αλλήλους συνδιαλέξεις των ξένην τινά γλώσσαν[23]. Ει δέ πότε εξ ανάγκης καταδεχθώσι να λαλήσωσι την Ελληνικήν και τότε φιλοτιμούνται να παρενείρωσιν εν τω μεταξύ αλλόγλωσσα λεξίδια.

Ώστε επειδή η γλώσσα είναι το χαρακτηριστικόν εκάστου έθνους, επειδή αύτη διαμορφώνει τα ήθη μεταβάλλουσα και φύσιν της νεολαίας και πατριωτικόν τύπον, έπεται αναντιρρήτως ότι, εάν συγχωρηθή εις την Ελλάδα να διδάσκηται η νεολαία μας ξένας γλώσσας, πριν μάθη την μητρικήν της, πριν διαμορωθώσι τα ήθη της, έπεται λέγω, ότι το δυστυχές ημών έθνος μέλλει να κατακερματισθή εις τόσα εθνίδια, όσαι και αι ξέναι γλώσσαι, εκάστην των οποίων πρωτοδιδαχθή ως μητρικήν της η κατά τόπους Ελληνική νεολαία.

Ότι δε η αλήθεια αύτη είναι αναντιρρήτος ακούσατε και φιλανθρώπους Ευρωπαίους, οίτινες την διασαλπίζουσιν:

«Οι νέοι ούτοι σπουδασταί, πάλιν το λέγω, όσοι ευρίσκονται εις Ελβετίαν, Γαλλίαν και Αγγλίαν, θέλουν ευδοκιμήσει κάλλιστα ως προς την παιδείαν και ανατροφήν της Ευρώπης, αλλ’ όταν μετακαλεσθούν εις τας οικίας των, μη το αμφιβάλλωμεν, ανθ’ Ελλήνων θέλλουν είσθαι Γερμανοί, Γάλλοι και Άγγλοι ξένοι σχεδόν προς την πατρίδα και το έθνος και ανίκανοι να εννοούν και να εννοούνται απ’ αυτό.[24]»

Και ούτοι μεν οι εις Ευρώπην σπουδάζοντες νέοι μας ίσως επιστρέψουσι Γάλλοι, Ελβετοί, Άγγλοι κτλ – διότι εγώ φρονώ ότι μέλλουν να επανέλθωσιν εις το πατρώον έδαφος όχι τοιούτοι αλλ’ αηδές τι και άχρηστον κράμα συγκεκερασμένον εξ Έλληνος και εκ του έθνους εν τω μέσω του οποίου ανατρεφόμενοι σπουδάζουσι - οι δε εις την Ελλάδα ξένας γλώσσας μανθάνοντες πριν διδαχθώσιν την ιδικήν των, μέλλουν να παραμορφωθώσιν, ως προαποδείξαμεν όχι εις Άγγλους, Γάλλους ή Ελβετούς αλλ’ εις νοθογέννητα εξαμβλώματα[25]. Και δια τούτο ο σοφός Ρουσσώ[26] κατηγορεί εις το Πολιτικόν του Συνάλλαγμα τον μέγαν Πέτρον, διότι προσκαλέσας εις την επικράτειάν του πεπαιδευμένους Γερμανούς εδίδασκε της Ρωσσίας την νεολαίαν την Γερμανικήν γλώσσαν.

Εκ τούτων λοιπόν συνάγεται εναργώς ότι η εκ θείας Αποκαλύψεως του κυρίου ημών θρησκεία, της οποίας και φυλάττομεν τας προκαταρκτικάς αρχάς αναλλοιώτους, η Ελληνική ημών γλώσσα, το πατρώον ζηλωτόν κειμήλιον, και ο Ελληνικός χαρακτήρ, ο ταυτοσήμαντος με όλων των αρετών τα θειότατα ονόματα, ταύτα πάντα τα εκ θεού προς ημάς δεδωρημένα ουράνια πλεονεκτήματα, τα οποία δια θείας βέβαια ενισχύσεως εδυνήθημεν εν τω μέσω της θεοστυγούς τυραννίας να τα διατηρήσωμεν, καθ’ όσον ενδέχεται, τα θεία λέγω ταύτα δωρήματα, θρησκεία, γλώσσα και εθνικός χαρακτήρ, επαπειλούνται να παραχαραχθώσι και επομένως το έθνος ημών να εξουδενωθή, επαπειλούμεθα δηλονότι να πάθωμεν ήδη εις την ανάκτησιν της ελευθερίας μας, ό,τι ούτ’ αυτός ο πολυετής της τυραννίας ζυγός εδυνήθη να μας κάμη, εάν η νεολαία μας, πριν μυηθή καλώς την θρησκείαν της, πριν μάθη την γλώσσαν της, πριν διαμορφωθώσι τα ήθη της δοθή εις μάθησιν γλωσσών ξένων

Τη 20 Μαρτίου 1828 εν Αιγίνη



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ, «ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ», ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

2. ΣΑΡΑΝΤΟΥΛΑ ΠΑΡΛΑΠΑΝΗ, Συμβολή στην αποτίμηση της διδασκαλίας της Αγγλικής γλώσσας στην Ελληνική Yποχρεωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ», 2016-17
3. Σαραβελάκης Κώστας, Σημειώσεις για το μάθημα: Διγλωσσία - Πολυγλωσσία και διαταραχές στη σχολική μάθηση, Α.Τ.Ε.Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, Τμήμα Λογοθεραπείας, Εαρινό Εξάμηνο: 2014 - 15


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Από τις αρχές του 19ου αι. έως το 1960 κυριαρχούσε η άποψη ότι η διγλωσσία βλάπτει τη σκέψη. Οι πρώτες έρευνες σχετικά με τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία επιβεβαίωσαν την αρνητική άποψη. Σύμφωνα με τα ευρήματα οι μονόγλωσσοι ήταν ανώτεροι από τους δίγλωσσους στα διανοητικά τεστ (Darcy 1953). Οι έρευνες έβλεπαν το θέμα υπό το πρίσμα της ευφυΐας και συνήθως έδιναν στους μονόγλωσσους και τους δίγλωσσους μαθητές τεστ νοημοσύνης. Όταν συνέκριναν τους δείκτες νοημοσύνης και ειδικά στα λεκτικά τεστ των δίγλωσσων και των μονόγλωσσων, το αποτέλεσμα ήταν ότι οι μονόγλωσσοι υπερείχαν των δίγλωσσων.

[2] Οι πρώτες έρευνες σχετικώς με τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία επιβεβαίωναν την αρνητική άποψη ότι οι δίγλωσσοι ήταν κατώτεροι στα διανοητικά τεστ σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Οι έρευνες έως τη δεκαετία του 1960 έβλεπαν το θέμα υπό το πρίσμα της ευφυΐας, δηλαδή έδιδαν στους δίγλωσσους και τους μονόγλωσσους ένα τεστ νοημοσύνης, όταν συνέκριναν τους δείκτες νοημοσύνης, ιδιαιτέρως στα λεκτικά τεστ, το αποτέλεσμα ήταν ότι οι μονόγλωσσοι υπερείχαν των δίγλωσσων. Παραδείγματα τέτοιων ερευνών είναι του Saer (1923), ο οποίος συμπέρανε ότι οι δίγλωσσοι ευρίσκοντο σε διανοητική σύγχυση και μειονεκτούσαν στη σκέψη σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Τα τεστ αυτά ωστόσο έχουν ορισμένα μειονεκτήματα, όπως: 1. Εξετάζουν την ευφυΐα σε ένα περιορισμένο δείγμα της καθημερινής ζωής, ενώ δεν εξετάζουν τη σχέση της διγλωσσίας σ' όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο όρος ευφυΐα. 2. Στις πρώτες έρευνες, οι δίγλωσσοι εξετάζονταν στην αδύναμη γλώσσα, με συνέπεια το αποτέλεσμα να είναι αρνητικό. Οι δίγλωσσοι πρέπει να εξετάζονται, όσον αφορά το τεστ νοημοσύνης, στην ισχυρότερη γλώσσα. 3. Οι πρώτες έρευνες για τη διγλωσσία και τη γνωστική λειτουργία, κατέτασσαν τους δίγλωσσους με απλουστευτικό τρόπο, δηλαδή δε λάμβαναν υπόψη ποιες γλωσσικές δεξιότητες χρησιμοποιούνται για την κατάταξη. Ένα άλλο πρόβλημα αφορούσε τη δειγματοληψία, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται συγκεκριμένο δείγμα ανθρώπων και όχι τυχαίο, συχνά, όμως, στις έρευνες που γίνονταν το δείγμα ήταν ευκαιριακό. Επίσης, δεν πρέπει να γίνεται γενίκευση, αλλά τα αποτελέσματα να περιορίζονται στο συγκεκριμένα δείγμα πληθυσμού. Η σύγκριση της γνωστικής ικανότητας μίας ομάδας δίγλωσσων με μία ομάδα μονόγλωσσων καθίσταται εφικτή, εφόσον είναι ισοδύναμες, δηλαδή το μόνο στοιχείο στο οποίο πρέπει να διαφέρουν είναι η διγλωσσία των μεν και η μονογλωσσία των δε. Αν δε γίνει αυτό, τα αποτελέσματα μπορεί να οφείλονται σ' άλλους παράγοντες που διαφέρουν οι δύο ομάδες και όχι στη μονογλωσσία ή τη διγλωσσία. Δηλ. οι ομάδες πρέπει να είναι ισοδύναμες, όσον αφορά την κοινωνικοπολιτική τάξη, το φύλο, την ηλικία, το είδος του σχολείου που πηγαίνουν, καθώς και το περιβάλλον που διαβιούν.

[3] Ο Hansegard περιέγραψε την ημιγλωσσία αναφέροντας ελλείψεις σε 6 γλωσσικές ικανότητες: εύρος λεξιλογίου, ορθότητα της γλώσσας, ασυνείδητη επεξεργασία της γλώσσας (αυτοματισμός), γλωσσική δημιουργία (χρήση νεολογισμών), απόλυτος έλεγχος των λειτουργιών της γλώσσας (πχ. συγκινησιακών, γνωστικών), σημασίες και σχήματα του λόγου. Επομένως, ημίγλωσσος είναι κάποιος με ποιοτικές και ποσοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες συγκριτικά με τους μονόγλωσσους. Ο ημίγλωσσος επιδεικνύει περιορισμένο λεξιλόγιο και λανθασμένη γραμματική, σκέφτεται συνειδητά κατά τη γλωσσική παραγωγή, είναι δύσκαμπτος και καθόλου δημιουργικός και δυσκολεύεται να σκεφτεί και να εκφράσει συναισθήματα και στις δύο γλώσσες

[4] Ο Mac Nab λέει ότι οι δίγλωσσοι, ιδιοσυγκρασιακά, είναι μια ειδική ομάδα. Η διαφορά τους από τους μονόγλωσσους συνίσταται στο ότι τις περισσότερες φορές είναι άτομα διπολιτισμικά. Οι γονείς που θέλουν τα παιδιά τους δίγλωσσα και διπολιτισμικά δίνουν έμφαση σε αποκλίνουσες επιδεξιότητες της σκέψης, μπορεί να ενθαρρύνουν τη δημιουργική σκέψη και να καλλιεργούν τις μεταγλωσσικές δεξιότητες των παιδιών τους. Οι γονείς των δίγλωσσων ίσως θελήσουν να επιταχύνουν τις γλωσσικές επιδεξιότητες των παιδιών τους και μπορεί να δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη των γλωσσών απ' ότι οι γονείς των μονόγλωσσων παιδιών. Άρα, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, διότι μπορεί και άλλοι παράγοντες εκτός της γλώσσας να ασκούν επίδραση, όπως τα κίνητρα των παιδιών, η στάση των γονέων, η σχολική εμπειρία και ο πολιτισμός του σπιτιού και της κοινότητας.

[5] Ο πραγματικός χαμός γίνεται στα θεωρητικά μαθήματα με τις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις που απαιτούν κριτική σκέψη. Σε αυτά τα μαθήματα, ο εκάστοτε βαθμολογητής αξιολογεί αν υπάρχουν όλα τα δεδομένα απομνημόνευσης (π.χ ημερομηνίες, ονόματα κτλ) αλλά ταυτοχρόνως βαθμολογεί δομή, έκφραση, ύφος κτλ βασιζόμενος στην υποκειμενική του κρίση. Στο μάθημα της Έκθεσης δε, κάθε χρόνο παρατηρούνται οι χειρότερες βαθμολογίες και οι μεγαλύτερες βαθμολογικές αποκλίσεις.

[6] Θαυμάστε: «Γαλλογερμανική διαμάχη στον εκπαιδευτικό χώρο με «μήλον της Έριδος» την υποχρεωτική διδασκαλία δεύτερης ξένης γλώσσας στα δημοτικά σχολεία… Καθηγητές γαλλικής, συνάδελφοί τους της γερμανικής αλλά και παραρτήματα των ξένων ινστιτούτων στην Ελλάδα εμπλέκονται σε αυτή την αντιπαράθεση που θα επηρεάσει την πολιτισμική και την επαγγελματική ταυτότητα χιλιάδων νέων. Και αυτό γιατί θεωρείται βέβαιο ότι αν ο μαθητής διδαχθεί μία από τις δύο γλώσσες στο Δημοτικό, αυτό θα συνεχίσει να κάνει και στο Γυμνάσιο ενώ η γλώσσα που θα αποκλειστεί θα τεθεί στο «περιθώριο»» (Γαλλογερμανικός «πόλεμος» για τη δεύτερη ξένη γλώσσα στα δημοτικά σχολεία). Για να μην επηρεασθεί λοιπόν το επάγγελμα χιλιάδων νέων των ξενόγλωσσων πτυχιούχων και το «βόλεμά» τους επιχειρούμε να βάλουμε τα μικρά παιδιά να επιλέγουν και δεύτερη ξένη γλώσσα για το καλό τους φυσικά !!!

[7] Δείτε για παράδειγμα τι ευαγγελίζονται οι ίδιοι οι διδάσκοντες των ξένων γλωσσών.. «διδαχθείτε ταχύρυθμα τη «ζωντανή» γλώσσα-στόχο σε 2-8 μήνες. Πέραν της Βασικής Γνώσης, αν θέλετε, μπορείτε να παρακολουθήσετε και κάποια Επαγγελματική Ορολογία (2-4 μήνες).» (Πηγή)

[8] Όποιος παρακολουθεί από κοντά την αγχώδη ζωή των μαθητών -ιδιαίτερα των μεγάλων πόλεων- (σχολείο, εργασία στο σπίτι, ξένες γλώσσες, φροντιστήρια...) καταλαβαίνει γιατί θεωρείται απειλή το "θα κάνουμε μάθημα", γιατί τόση αγαλλίαση, αν για κάποιο λόγο "δεν έχουμε σχολείο". Στο σημερινό σχολείο έχει εισβάλει το άγχος των μεγάλων για το αβέβαιο και ανασφαλές μέλλον των παιδιών και σταδιακά γίνεται και μαθητικό άγχος. Όχι μόνο ο ελεύθερος χρόνος έχει εξαφανιστεί , αλλά κι η ψυχαγωγική δραστηριότητα του σχολείου, όπως για παράδειγμα οι εκδρομές, έχουν χάσει το μορφωτικό τους περιεχόμενο κι αποτελούν εκτόνωση της συσσωρευμένης έντασης και διάλειμμα, μηχανική διακοπή της ανούσιας και κουραστικής σχολική εργασία. (Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Σχολείο)

[9] Η άριστη γνώση της ξένης γλώσσας στην Ελληνική πραγματικότητα αποδεικνύεται με τους εξής τρόπους: (i) Με Πτυχίο Ξένης Γλώσσας και Φιλολογίας ή Πτυχίο Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας ΑΕΙ της ημεδαπής ή αντίστοιχο και ισότιμο σχολών της αλλοδαπής, (ii) Με Πτυχίο, προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή διδακτορικό δίπλωμα οποιουδήποτε αναγνωρισμένου ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής, (iii) Με Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2 , (iv) Με Απολυτήριο τίτλο ισότιμο των ελληνικών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον έχει αποκτηθεί μετά από κανονική φοίτηση τουλάχιστον έξι ετών στην αλλοδαπή. Το προσέχετε αυτό το 4ο ; Γιατί μόνον απολυτήριος τίτλος Λυκείου της αλλοδαπής; Τα 12 έτη διδασκαλίας σε ελληνικό σχολείο δεν είναι αρκετά; Τι είδους εκπαίδευση ξενόγλωσση προσφέρει το ελληνικό δημόσιο λοιπόν αφού δεν μπορεί το ίδιο να πιστοποιήσει τα του εαυτού του;

[10] Το ποια παιδιά εισέρχονται στα Πανεπιστήμια και κυρίως με ποιο τρόπο, απαντά σε τούτο το ερώτημα. Η προέλευση ενός παιδιού παίζει τρομερή σημασία (τα παιδιά αγροτών στην Νομική Αθηνών είναι ανύπαρκτα), τα φροντιστήρια επηρεάζουν τρομερά τις επιδόσεις των υποψήφιων (αλλιώς γιατί ξοδεύονται περίπου 1,1 δις ευρώ στην παραπαιδεία ετησίως?) και το καλό σχολείο είναι επίσης καθοριστικό (τα καλά ιδιωτικά σχολεία έχουν 100% επιτυχία στις πανελλήνιες!). Αυτό σημαίνει με απλά λόγια, ότι ένα ικανό, εργατικό, πανέξυπνο παιδί φτωχής αγροτικής οικογενείας από κακό σχολείο της περιφέρειας έχει πολύ χαμηλότερες πιθανότητες επιτυχίας από ένα τεμπέλικο, μειωμένης διανοητικής ικανότητας παιδί από καλό σχολείο και με άφθονα φροντιστήρια. Αυτό δεν λέγεται αξιοκρατία, λέγεται διαιώνιση μιας πλουτοκρατίας. (Οι αποτυχημένες πανελλήνιες)

[11] Πρβλ το άρθρον του Φιλολογου Ερμή με τίτλον «Η Γλώσσα Διαμορφώνει το Ήθος του Κοινωνικού Ανθρώπου» του οποίου και συνέχεια αποτελεί το παρόν άρθρον

[12] ἐπικτάομαι, αποκτώ πρόσθετο κέρδος

[13] Πρβλ το άρθρον του Φιλολογου Ερμή με τίτλον «ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΩ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;»

[14] Τα αρχαία ελληνικά αποτελούν για τον αναγνώστη το κλειδί για να ανοίξει ο ίδιος, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός, την πύλη των διαχρονικών θησαυρών που περιέχουν τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Να νοιώσει την αισθητική μέθεξη, να θαυμάσει την τέχνη του λόγου, να διδαχθεί από τις αιώνιες αλήθειες, να προσεγγίσει τις πηγές της γνώσης. Και, επιπλέον, να φθάσει στις ρίζες της γλώσσας μας και να μπορεί να αξιοποιήσει στην καθημερινή του επικοινωνία, γραπτή ή προφορική, τον ασύγκριτο λεκτικό και εκφραστικό πλούτο που εδράζεται στις αρχαίες καταβολές της και αποτελεί τη βάση των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών. (Ανδρέας Καραμάνος, Αγαπάμε τα αρχαία ελληνικά: H Romilly κι΄εμείς, Ομιλία στην εκδήλωση για την μεγάλη Ελληνίστρια που διοργάνωσε η «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά»)

[15] Ο άνθρωπος της Αναγέννησης στη προσπάθειά του να εκφράσει τις νέες αξίες στράφηκε προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό προκειμένου να αντλήσει τον αναγκαίο πνευματικό εξοπλισμό. Έτσι, άρχισε να μελετά, να μεταφράζει και να σχολιάζει συστηματικά τους αρχαίους συγγραφείς. Η στροφή αυτή προς τη βαθύτερη γνώση της αρχαιότητας ονομάστηκε ανθρωπισμός. Οι ανθρωπιστικές σπουδές ενισχύθηκαν με την παρουσία σημαντικών ελλήνων λογίων στη Δύση πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453). Οι λόγιοι αυτοί πρόβαλαν τα ελληνικά γράμματα με το διδακτικό και εκδοτικό τους έργο. Παράλληλα, ενίσχυσαν το ενδιαφέρον για την έκδοση αρχαίων ελληνικών κειμένων και τη συλλογή αρχαίων χειρογράφων από βιβλιοθήκες και ηγεμόνες. Ανάμεσα σ' αυτούς διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο διαπρεπής φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (1355-1456) που έδρασε στον Μυστρά και ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων ( 1403-1472) από την Τραπεζούντα του Πόντου. (Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία (Β Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή, Αναγέννηση και Ανθρωπισμός)

[16] Τώρα όλες οι σπουδές έχουν αναβιώσει, όλες οι γλώσσες έχουν αποκατασταθεί: τα ελληνικά, χωρίς τη γνώση των οποίων είναι ντροπή να λέγεται κάποιος σοφός, τα εβραϊκά, τα χαλδαϊκά, τα λατινικά. Τα τυπωμένα βιβλία, που έχουν εφευρεθεί στις μέρες μας με θεϊκή έμπνευση είναι τόσο κομψά και ακριβή, σε αντίθεση με τα πυροβόλα όπλα που δημιουργήθηκαν με διαβολική προτροπή. Όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από σοφούς ανθρώπους, από μορφωμένους παιδαγωγούς, από μεγάλες βιβλιοθήκες, ώστε [...] στο μέλλον δε θα συναντήσεις κανένα που να μην είναι μορφωμένος. (Φρ. Ραμπελαί (1483-1553), Πανταγκρουέλ 1532, κεφ. VIII, στο Jean-Christian Dumont, Extraits, Librairie Larousse, Paris, 1972, 78-79.)

[17] Και ερχόμαστε στο προκείμενο μέγα πρόβλημα. «Ξένες γλώσσες και παιδί: Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να ξεκινήσει;» «Σύμφωνα με την άποψη πολλών εκπαιδευτικών, - σημ. και έτσι γενικά και αόριστα έχει επικρατήσει να είναι πιστευτό - η κατάλληλη ηλικία για να έρθει ένα παιδί σε μια πρώτη επαφή με μια ξένη γλώσσα είναι η προσχολική. Για να ξεκινήσει ουσιαστικά την εκμάθησή της, είναι μετά τη Β΄ Δημοτικού, όταν θα έχει ήδη καταφέρει να αποκτήσει μια γενική γνώση της μητρικής του γλώσσας. Θα γνωρίζει καλά από γραφή και ανάγνωση, ενώ θα έχει έρθει σε επαφή με άλλα γραμματικά φαινόμενα, και έτσι θα μπορεί να αφομοιώσει και μια ξένη γλώσσα.» Ήδη υπάρχει μια τραγελαφική αντίθεση στα ανωτέρω λεχθέντα. Ποιος αληθώς πιστεύει ότι στην Β ήδη τάξη του Δημοτικού σχολείου το παιδί έχει γνωρίσει καλά ανάγνωση και γραφή και έχει αφομοιώσει τον μηχανισμό της μητρικής του γλώσσας ώστε να αρχίσει να αφομοιώνει παραπλεύρως και μηχανισμούς άλλων γλωσσών; Κι όμως πολλοί πιστεύουν ότι και παιδιά της προσχολικής ηλικίας ακόμα είναι ικανά να εκμάθωσι μίαν ξένην γλώσσα και μάλιστα ενώ επικαλούνται γενικώς και αορίστως πάλι την επιστήμη προς επίρρωση των πιστεύω των αναφέρουν και την δικήν των τάχα εμπειρία όταν εδυσκολεύοντο να μάθωσι ξένην γλώσσαν στην εφηβείαν. Ιδού χαρακτηριστικά τα λόγια των (Πότε ν’ αρχίσει αγγλικά το παιδί μου;): «H αλήθεια είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το δίλημμα αυτό τίθεται όταν τα περισσότερα παιδάκια ξεκινάνε τον παιδικό σταθμό, δηλαδή γύρω στα 3 τους χρόνια. Mία αρκετά καλή ηλικία, σύμφωνα με τους νευροβιολόγους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μέχρι τα 11 μας χρόνια ο εγκέφαλος έχει σημαντικά πιο αυξημένες δυνατότητες στην εκμάθηση της γλώσσας σε σχέση με αργότερα, όταν χάνει την ευελιξία του. Tα ερευνητικά αυτά συμπεράσματα επιβεβαιώνουν κάτι που πολλοί από εμάς ξέρουμε εμπειρικά: ξεκινήσαμε αγγλικά στα γυμνασιακά μας χρόνια και κοπιάσαμε στα θρανία κάποιου φροντιστηρίου, για να τα μάθουμε μέσα από δυσνόητους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και με μία τάση να ξεχνάμε εύκολα όλα όσο διδαχθήκαμε. Θεωρητικά λοιπόν τα παιδιά που ξεκινάνε νωρίς έχουν περισσότερες πιθανότητες να μάθουν καλά μία ξένη γλώσσα, βάζοντας τα θεμέλια τόσο κοντά στην αρχή της ζωής τους. Tο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουν στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας τα παιδιά φαίνεται πως διατηρείται έως τα 11-12 χρόνια.»

[18] Πρέπει να θυμόμαστε όλοι μας ότι τα παιδιά σε αυτή την ηλικία λειτουργούν σαν σφουγγάρια, απορροφούν όλη τη γνώση και τη συγκρατούν. Η προσέγγιση –και αυτό είναι το σπουδαιότερο- πρέπει να είναι τρυφερή, ν’ αγαπήσουν την ξένη γλώσσα όσο και την ελληνική.

[19] Από τον 19ο αιώνα οι εκπαιδευτικοί προειδοποιούσαν ότι κάτι τέτοιο προκαλεί σύγχυση σε ένα παιδί καθιστώντας το ανίκανο να μάθει σωστά οποιαδήποτε από τις δύο γλώσσες. Στην καλύτερη περίπτωση, θεωρούσαν ότι το καταδικάζει στο να γίνει αυτό που λέμε «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Στη χειρότερη, υποπτεύονταν ότι εμποδίζει άλλες πλευρές της ανάπτυξης οδηγώντας σε χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης. Σήμερα οι φόβοι αυτοί φαίνονται αδικαιολόγητοι. Είναι αλήθεια ότι οι δίγλωσσοι τείνουν να έχουν ελαφρώς μικρότερο λεξιλόγιο σε καθεμιά από τις δύο γλώσσες τους σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που μιλούν μόνο μία γλώσσα, ενώ μερικές φορές αργούν λίγο περισσότερο να βρουν τη σωστή λέξη όταν κατονομάζουν αντικείμενα. Μια καθοριστική μελέτη όμως που έγινε στη δεκαετία του 1960 από την Ελίζαμπεθ Πιλ και τον Γουόλας Λάμπερτ στο Πανεπιστήμιο Μακ Γκιλ του Μόντρεαλ στον Καναδά διαπίστωσε ότι η ικανότητα να μιλάει κάποιος δύο γλώσσες δεν εμποδίζει τη γενικότερη ανάπτυξη. Αντιθέτως, όταν ήλεγξαν άλλους παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιδόσεις, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και η μόρφωση, ανακάλυψαν ότι τα δίγλωσσα άτομα είχαν καλύτερες επιδόσεις από τα μονόγλωσσα σε 15 λεκτικά και μη λεκτικά τεστ. Δυστυχώς οι ανακαλύψεις αυτές σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν. Παρ' ότι - με το σταγονόμετρο - τη μελέτη αυτή ακολούθησαν και άλλες σχετικές με τα οφέλη της διγλωσσίας, οι περισσότεροι ερευνητές και εκπαιδευτικοί ενέμειναν στις παλιές ιδέες. (Catherine De Lange, Δύο γλώσσες, δύο εγκέφαλοι, Η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο γλωσσών διευρύνει τις δυνατότητες τουμυαλού!)...(σημ. Ενώ υπάρχει η παρατήρησις ότι τα δίγλωσσα παιδιά τείνουν να έχουν μειωμένο λεξιλόγιο σε κάθε μια γλώσσα που μανθάνουν βγήκε μία μελέτη που καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετον. Τι να πρωτοπιστέψη δηλαδή κανείς. Ένα όμως δέον να το γνωρίζωμεν και να το έχωμεν καλά υπόψη μας. Σε παιδιά που έχουν φυσιολογική ανάπτυξη λόγου, το δίγλωσσο περιβάλλον δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα τουλάχιστον γλωσσικό αν και με την εμφάνιση των greeklish και τούτο ελέγχεται. Πρόβλημα είναι εμφανές ότι δημιουργείται στις περιπτώσεις που κάποιο παιδί εμφανίζει καθυστέρηση λόγου και ταυτόχρονα μεγαλώνει σε δίγλωσσο περιβάλλον. Στις περιπτώσεις αυτές το δίγλωσσο περιβάλλον επηρεάζει την εξέλιξη του λόγου και χρειάζεται η λήψη πρόσθετων μέτρων από τους γονείς. Οι δυσκολίες, που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί είναι οι εξής: Φωνολογικά λάθη(κάποια φωνήματα μπορεί να μην υπάρχουν σε κάποιες γλώσσες), Λάθη σε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες (υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες σε κάθε γλώσσα), Χρήση λέξεων και από τις δύο γλώσσες κατά τη διάρκεια της ομιλίας (με αποτέλεσμα να μπερδεύεται ο συνομιλητής), Φτωχό λεξιλόγιο στην μία γλώσσα).

[20] Η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσο επικοινωνίας αλλά και καλλιέργεια της σκέψης, του ήθους και της αισθητικής ενός λαού. Αποτελεί το μέσο κωδικοποίησης της αποκρυσταλλωμένης πολιτιστικής εμπειρίας και μεταβίβασής της στις επερχόμενες γενιές. Μέσα στη γλώσσα ενός λαού, στην κάθε λέξη και φράση, απεικονίζονται στοιχεία από την ιστορία, τη νοοτροπία, τον πολιτισμό του. «Η γλώσσα είναι πρώτα και πάνω απ' όλα εθνική ταυτότητα, η έκφραση της σύγχρονης ύπαρξης και της ιστορικής μαζί διαδρομής κάθε λαού» (Μπαμπινιώτης)

[21] Με σκοπόν πάντα την κερδοφορίαν. Ιδού τι λέγει καθηγήτρια ξένης γλώσσης: «Αυτό που κάνουν είναι να δελεάζουν τους γονείς οτι από την πρώτη δημότικού μπορούν να ξεκινήσουν μία ξένη γλώσσα, δίνοντας πχ 60€ για όλο το χρόνο...Ο σκοπός φυσικά είναι η κέρδοφορία μιας και θα ξεκινήσει το παιδί με 60€ αλλά θα έχει κερδίσει ένα πελάτη για τα επόμενα χρόνια... με πολύ πιο πολλά λεφτά: Ενα μηνυμα που θέλω να δώσω στους γονείς είναι να προσέχουν πολύ πού στέλνουν τα παιδιά τους για να μάθουν ξένες γλώσσες...Στο συγκεκριμένο φροντιστήριο που δούλευα, ενημερώνονταν οι γονείς από τις καθηγήτριες με πρωτοβουλία του αφεντικού, ότι ακόμα και τα πιο αδύναμα παιδιά τα πάνε πολύ καλά και τους έκρυβαν την αλήθεια για να μη τα χάσουν από πελάτες: Φυσικά και πολλές καθηγήτριες παραιτήθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να κοροϊδεύουν το κόσμο...»(πηγή)... Ας αναλογισθούμε και το γιατί μπήκαν τόσες ειδικότητες στα δημοτικά σχολεία. Δεν έγινε τούτο για οικονομικούς λόγους των συντεχνιών; Εχρειάζοντο τόσες ειδικεύσεις στο δημοτικό αν όχι για να έχουν εργασία οι άνεργοι κατά τα λοιπά πτυχιούχοι αυτών; Ιδού μια αληθινή φωνή που λέει τα πράγματα με το όνομά τους: «Tα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το ποιοι πρέπει να διδάσκουν (μαθήματα όπως η φυσική αγωγή, η μουσική, τα καλλιτεχνικά κ.α) στα δημοτικά σχολεία. Το θέμα από εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό έχει μετατραπεί σε οικονομικό και συνδικαλιστικό. Κατάντησε να είναι διαφωνία στο ερώτημα ποιοι θα καταλαμβάνουν τις θέσεις για το χρόνο διδασκαλίας των διαφόρων μαθημάτων. Πτυχιούχοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων, δηλ. δάσκαλοι, ή πτυχιούχοι Φυσικής Αγωγής, δηλ. γυμναστές, πτυχιούχοι Μουσικής, Θεατρικών σπουδών κ.α. Στην ουσία δεν υπάρχει ερώτημα για να απαντηθεί, επειδή δεν υπάρχει θέμα. Οι απόφοιτοι των Παιδαγωγικών Ακαδημιών παλαιότερα και οι πτυχιούχοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων τώρα προετοιμάζονται για να προσφέρουν αγωγή και εκπαίδευση σε όλα τα θέματα και μαθήματα στους μαθητές της Δημοτικής Εκπαίδευσης. … Η απλή και ολοκάθαρη θέση είναι τούτη: Οι πτυχιούχοι δάσκαλοι είναι πλήρως καταρτισμένοι για να διδάσκουν όλα τα μαθήματα και τις δραστηριότητες του δημοτικού σχολείου. Δεν χρειάζονται καμιά επιπρόσθετη επιμόρφωση. Συνεχή και επιπρόσθετη επιμόρφωση χρειάζονται για όλα τα θέματα του Αναλυτικού Προγράμματος, για να είναι ενήμεροι για τις νέες εξελίξεις της παιδαγωγικής επιστήμης και των διαφόρων θεμάτων του Αναλυτικού Προγράμματος. Η επιμόρφωση αυτή γίνεται ατομικά με μελέτη και παρακολούθηση πανεπιστημιακών μαθημάτων και συστηματικά από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που κάθε χρόνο καταρτίζει πρόγραμμα για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Αν δεχθούμε ότι ο δάσκαλος δεν μπορεί να διδάξει μαθήματα όπως η Φυσική Αγωγή και το θέατρο στο δημοτικό σχολείο και πρέπει το μάθημα να αναλάβουν γυμναστές ή φερ’ ειπείν πτυχιούχοι Θατρικών Σπουδών, γιατί να μην πούμε την ίδια στιγμή ότι οι δάσκαλοι δεν μπορούν να διδάξουν Ελληνικά, που πρέπει να τα αναλάβουν οι φιλόλογοι, Μαθηματικά που πρέπει να τα αναλάβουν οι μαθηματικοί, Θρησκευτικά που πρέπει να τα αναλάβουν οι θεολόγοι, Επιστήμη που πρέπει να την αναλάβουν οι φυσικοί και βιολόγοι, Τέχνη που πρέπει να την αναλάβουν οι πτυχιούχοι Καλών Τεχνών, Μουσική που πρέπει να την αναλάβουν οι μουσικοί, Οικιακή Οικονομία που πρέπει να την αναλάβουν οι πτυχιούχοι Οικιακής Οικονομίας και Αγγλικά που πρέπει να τα αναλάβουν πτυχιούχοι της Αγγλικής Φιλολογίας. Και φυσικά πρέπει να βρούμε και τις ειδικότητες για την Ιστορία, τη Γεωγραφία, τη Σπουδή Περιβάλλοντος. Παρόλο που όλα τούτα ακούονται γελοία, θα πρέπει να καταργήσουμε και τα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων, αφού δεν θα χρειάζονται πια οι απόφοιτοί τους και να μετονομάσουμε τα δημοτικά σχολεία σε Κατώτερα Γυμνάσια. Ξεχνούν όλοι ότι η Δημοτική Εκπαίδευση ονομάζεται και Στοιχειώδης Εκπαίδευση. Και τούτο επειδή στο δημοτικό σχολείο η γνώση δεν είναι εξειδικευμένη και υψηλού επιπέδου. Και ούτε χρειάζεται ειδικότητες διδασκόντων. Είναι αρκετή η στοιχειώδης, αλλά ορθή γνώση. Γιατί ο στόχος στο δημοτικό σχολείο δεν είναι η εξειδικευμένη και ειδική γνώση. Στόχος είναι η καλλιέργεια της προσωπικότητας, της συνεργασίας, της αποδοχής, του σεβασμού της προσωπικότητας, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της πρωτοβουλίας των παιδιών. Είναι αρκετή η βασική και πυρηνική γνώση σε κάθε θέμα. Γιατί σκοπός είναι η γνώση αυτή να γίνει δημιουργική και να γίνει εργαλείο στα χέρια του παιδιού, ώστε με αυτή να δημιουργεί και να κτίζει τη νέα γνώση και την ικανότητα προσαρμογής του στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου πρέπει να μάθει να ζει, να συνεργάζεται, να δημιουργεί και να αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις. Τη στοιχειώδη και πυρηνική γνώση σε κάθε θέμα, που είναι αναγκαία στο δημοτικό σχολείο, την κατέχει κάθε απόφοιτος Παιδαγωγικού Τμήματος. Η ειδίκευση που αποκτά είναι η παιδαγωγική κατάρτιση για να βοηθά τα παιδιά να προσεγγίσουν, να κατακτήσουν, να αξιοποιήσουν και να χρησιμοποιήσουν αυτή την απλή βασική γνώση. Η Φυσική Αγωγή, η Μουσική, το θεατρικό παιχνίδι, τα Αγγλικά κα στο δημοτικό σχολείο είναι μέρος αυτής της συνολικής εκπαιδευτικής προσπάθειας. Τους ειδικούς στόχους των μαθημάτων αυτών και τα μέσα για την επίτευξή τους τα κατέχει κάθε δάσκαλος. … κανένας ειδικός δεν μπορεί να αντικαταστήσει το δάσκαλο σε κανένα θέμα. Δεν τον ονομάζω πολυδύναμο δάσκαλο. Ο δάσκαλος δεν χρειάζεται κανένα επίθετο, φτάνει να είναι ένας δάσκαλος που αγαπά τη δουλειά του. Αντίθετα έχω πολλές εμπειρίες των μειονεκτημάτων, όταν στις τάξεις του δημοτικού σχολείου μπαίνουν ειδικότητες πτυχιούχων. Η δική μου άποψη είναι ότι ο ευσυνείδητος δάσκαλος που αγαπά τη δουλειά του, μπορεί να διδάξει με επιτυχία, σχεδόν όλα τα θέματα του δημοτικού σχολείου. Λέω σχεδόν, γιατί θέλω να εξαιρέσω τη Μουσική και τα Αγγλικά. Αν ο δάσκαλος δεν έχει διδαχθεί Αγγλικά στο Γυμνάσιο, δεν μπορεί να διδάξει Αγγλικά στο δημοτικό σχολείο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Μουσική, που δεν μπορούν να τη διδάξουν όλοι οι δάσκαλοι, ακόμα και αν παρακολουθήσουν σεμινάρια. Αλλά και εδώ το πρόβλημα δεν λύεται με τις ειδικότητες, αλλά με την ορθή επιλογή και κατανομή των μαθημάτων σε ένα σχολείο. Υπάρχουν δάσκαλοι με μουσικές ικανότητες και γνώσεις ίσες με τους πτυχιούχους και αυτοί έχουν να επιδείξουν θαυμάσια αποτελέσματα. Η εισαγωγή ειδικοτήτων στα δημοτικά σχολεία όχι μόνο δεν θα βελτιώσει τη δημοτική εκπαίδευση, αλλά θα είναι καταστροφική για το χαρακτήρα και τους στόχους της. Τούτο δεν έχει αποδειχθεί από έρευνα, αλλά είναι η εμπειρική διαπίστωση μετά από πολλές περιπτώσεις που έχω συναντήσει στη 40χρονη εκπαιδευτική σταδιοδρομία μου. (Του Πέτρου Παντελίδη, Οι ειδικότητες στα δημοτικά σχολεία)».

[22] Πρβλ τα άρθρα του Φιλολογου Ερμή με τίτλον «Ὁμιλεῖται … Greeklish; (Α΄ΜΕΡΟΣ)» & «Ὁμιλεῖται … Greeklish;(Β' ΜΕΡΟΣ)»

[23] Προσέξατε και νοοτροπία νεοελλήνων τινών σύμφωνα με μαρτυρία: «Σε παιδικό πάρτυ άκουσα έλληνα μπαμπά να μιλάει στις κόρες του (2 και 4 ετών) αγγλικά, με Καρδιτσιώτικη προφορά κιόλας, και απόρησα. Οι γονείς μου εξήγησαν ότι αποφάσισαν ο ένας απ΄τους δυό να μιλάει αγγλικά ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΓΛΩΣΣΑ!!!» (πηγή)

[24] O πρώτος προορισμός των Ελλήνων για σπουδές είναι η Αγγλία και ειδικότερα το Λονδίνο, ενώ πλέον παραμένουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών για να εργαστούν. Αυτή την πόλη επέλεξε και η κυρία Σωζήτα Γκουντούνα για σπουδές Φιλοσοφίας και διδακτορικό στην Ιστορία Τέχνης και δεν αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα διότι όπως λέει «οι πανεπιστημιακές θέσεις δεν ανοίγουν εύκολα στη χώρα μας, οι μισθοί είναι πενιχροί και κυρίως τώρα με την κρίση δεν δίνεται εύκολα χρηματοδότηση για καλλιτεχνικές παραγωγές. Οταν τελείωσα τις σπουδές μου σχεδίαζα να γυρίσω στην Ελλάδα», αναφέρει η κυρία Γκουντούνα, «αλλά η κρίση με κρατάει στην Αγγλία». Στο Λονδίνο βρέθηκε και η κυρία Ούρσουλα Δημητρίου για να κάνει το διδακτορικό της στην Αρχιτεκτονική μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στην Ελλάδα και η κρίση την κάνει σκεπτική στο να γυρίσει πίσω. Μέχρι να αλλάξουν οι συνθήκες στην Ελλάδα η κυρία Δημητρίου δεν σκέφτεται να έρθει στην Ελλάδα, ενώ προσθέτει ότι «όσοι από τους γνωστούς μου βρίσκονται ήδη στο Λονδίνο δεν σκέφτονται να γυρίσουν στην Ελλάδα, ακόμα και αυτοί που ήταν σίγουροι για την επιστροφή τους πριν από την κρίση». Οι μισθοί, καταλήγει η ίδια, είναι σαφώς καλύτεροι αλλά το Λονδίνο έχει πολύ πιο υψηλό κόστος ζωής. Μια άλλη κατηγορία σπουδαστών που πάνε στην Αγγλία, τη Γερμανία, κ.α., για μεταπτυχιακά και ειδικότητες και παραμένουν εκεί είναι οι γιατροί. Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των νέων γιατρών που αναχωρούν κάθε χρόνο για τα νοσοκομεία του εξωτερικού σε περισσότερους από 1.000. Σε έρευνα της Εταιρείας Νέων Γιατρών στους φοιτητές των Ιατρικών Σχολών της χώρας το 70% απάντησαν πως σκέφτονται να λάβουν την ειδικότητά τους σε κάποιο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του εξωτερικού (κυρίως Βρετανία, ΗΠΑ και Γερμανία), με προοπτική να εργαστούν εκεί. Στην Ελλάδα η λίστα αναμονής για πολλές ειδικότητες κρατά πολλά χρόνια, όπως ανέφερε ελληνίδα οδοντίατρος που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. «Στην Ελλάδα αν τελειώσεις την Οδοντιατρική πρέπει να ανοίξεις το δικό σου ιατρείο, που σημαίνει ότι χρειάζεσαι τουλάχιστον 50.000 ευρώ δάνειο μόνο για τα εργαλεία, με έναν συντηρητικό προϋπολογισμό, χωρίς το οίκημα. Στο Λονδίνο όμως μπορείς να εργαστείς αρχικά ως υπάλληλος σε ένα οδοντιατρείο με αρχικό μισθό 3.000- 4.000 ευρώ» σημειώνει η ίδια οδοντίατρος. Στη Γαλλία ζει και εργάζεται ο κ. Μάκης Μαλαφέκας, ο οποίος σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, και αυτή την περίοδο ασχολείται με τη μετάφραση και κυρίως τη συγγραφή. Η κρίση δεν οδήγησε τον κ. Μαλαφέκα στη Γαλλία, αφού βρίσκεται εκεί από το 1997, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο η παρούσα δυσμενής κατάσταση σίγουρα λειτουργεί ανασταλτικά για να κάνει κάποιος σχέδια οριστικού επαναπατρισμού. Πάντως, επισημαίνει ο κ. Μαλαφέκας, «οι μισθοί είναι προφανώς καλύτεροι (κατώτερος επιτρεπόμενος μισθός 1.070 ευρώ καθαρά τον μήνα, μέσος μισθός γύρω στα 1.600 ευρώ) και οι εργασιακές συνθήκες σχετικά καλύτερες (35ωρο, συλλογικές συμβάσεις, πληρέστερη κοινωνική ασφάλιση), όμως κι εδώ η ανεργία βρίσκεται σε αδιάκοπη ανοδική πορεία τα τελευταία τρία χρόνια (11% τον περασμένο Ιανουάριο), ενώ πολύς κόσμος που υποτίθεται ότι διαθέτει εργασία στην ουσία υποαπασχολείται». (Τσακίρη Τόνια, Οι φοιτητές δεν γυρίζουν πίσω)

[25] Είναι άλλο πράγμα η εξέλιξη κι άλλο η κατά συρροή και κατά σύστημα αλλοίωση της γλώσσας με τη χρήση εξελληνισμένων «αμερικανισμών» (σσ:ο αυθαίρετος αυτός όρος θα αναλυθεί εκτενέστερα παρακάτω). Δηλαδή, είναι άλλο πράγμα να λέει κάποιος «πάω στο σινεμά» χρησιμοποιώντας την γαλλική έκφραση της λέξης «κινηματογράφος» (λέξη που η ελληνική γλώσσα «εξήγαγε» στο εξωτερικό και, ως αντιδάνειο, την «εισήγαγε» πίσω μεταφρασμένη) κι άλλο να μιλά για «νταούνιασμα» (βίαιος «εξελληνισμός» αγγλικής έκφρασης). Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση, η λέξη «σινεμά» έχει μπει πια στη γλώσσα μας μετά από χρήση πολλών δεκαετιών καθώς δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις για να περιγράψουν τον όρο, ενώ ο βαρβαρισμός γίνεται μάλλον για να δείξει μια «διαφοροποίηση» των νέων παιδιών σε σχέση με τους μεγαλύτερους και μη μυημένους στην «γλώσσα» αυτή, όταν, μάλιστα, για να περιγραφεί η ζητούμενη έννοια υπάρχουν πλήθος ελληνικών και πολύ καθημερινών λέξεων (έτσι πρόχειρα σταχυολογώντας, μπορεί κάποιος να αναφέρει τις λέξεις: μελαγχολία, ακεφιά, βαρεμάρα). Η επίθεση αυτή δεν είναι καθόλου ξεκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και δεν αφορά μόνο τους φιλόλογους ή κάποιους εξειδικευμένους γλωσσολόγους. Αφορά -και πρέπει να αφορά- πρώτα και κύρια τους εργαζόμενους και γενικότερα το λαό. Γιατί επιχειρείται ο ευνουχισμός μιας πλούσιας σε έννοιες γλώσσας και η αντικατάσταση της από μια απλοϊκή γλώσσα η οποία το μόνο που εξασφαλίζει είναι η όπως-όπως συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων σε ζητήματα καθημερινότητας και μόνο. Στην βαρβαρική αυτή διάλεκτο δεν θα βρει κανείς, όσο κι αν ψάξει, φράσεις που να περιγράφουν έννοιες και αξίες. Αυτό δεν γίνεται τυχαία. Με τον μανδύα της «προόδου» επιχειρείται να φτωχύνει το λεξιλόγιο και κατ’ επέκταση να εκλείψει κάθε απόπειρα κριτικής σκέψης καθώς κριτική σκέψη δεν παράγεται από ανθρώπους που παπαγαλίζουν. (Παναγιώτης Ζαβουδάκης, Η κακοποίηση, η αλλοίωση και η αποτέφρωση της ΓΛΩΣΣΑΣ)

[26] Το πρόβλημα είναι η ανισότητα στις ανεξάντλητες απεχθείς εκδηλώσεις της και οι πολυποίκιλες δόλιες επινοήσεις συγκάλυψης και ιδεολογικού εξωραϊσμού της. Αυτή την πραγματικότητα, την οποία συνδέει με την πρόοδο των τεχνών και των επιστημών και τις εκδηλώσεις του Διαφωτισμού που συνυπάρχουν με δεσποτικά πολιτεύματα, θέλει να καταγγείλει με το έργο του ο Ρουσσώ. Το να επιζητά η Ευρώπη την κατάκτηση από τους πολίτες της τριών τουλάχιστον γλωσσών, - πολιτική της ΕΕ είναι να ενθαρρύνει όλους τους πολίτες της να είναι πολύγλωσσοι· ειδικότερα, για πρώτη φορά με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης το 2002, τους ενθαρρύνει να είναι σε θέση να μιλούν δύο γλώσσες πέρα από τη μητρική γλώσσα τους - ενώ τόσα τμήματα πολιτών της βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας μάλλον σαν επιζήτηση της ανισότητος μοιάζει μιας και η ίδια η ΕΕ έχει πολύ περιορισμένη επιρροή σε αυτόν τον τομέα καθώς το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών συστημάτων παραμένει αρμοδιότητα του κάθε κράτους-μέλους.


DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him