ΔΙΚΑΝΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΩΣ «ΤΕΧΝΗ» ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΗ (ΜΕΡΟΣ Γ')



ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Φιλολόγου


Κάθε ρητορικός λόγος σύγκειται από τέσσερα μέρη, το «προοίμιο», την «διήγηση», τον «αγώνα» και τον «επίλογο». Άλλοι βέβαια πιστεύουν ότι τα μέρη αυτά είναι πέντε κι όχι τέσσερα, αφού το μέρος του «αγώνα» τον αντικαθιστούν με τις «αντιθέσεις» και «λύσεις», άλλοι πάλι με τις «πίστεις» και «λύσεις» και άλλοι άλλως.

Εμάς μας ενδιαφέρει να κοιτάξουμε εις βάθος το μέρος όμως του «αγώνα». Ο «αγών», δηλαδή η αναπτυσσόμενη επιχειρηματολογία διαιρείται, ας καταλήξουμε, σε «Πίστεις» και «λύσεις».



Οι πίστεις χωρίζονται σε έντεχνες και άτεχνες. Οι έντεχνες πίστεις καταδεικνύουν την τέχνη του ρήτορα να αναπτύσσει και να συμπλέκει τις σκέψεις του ώστε να στοχεύουν στην πειθώ του ακροατηρίου. Οι άτεχνες πίστεις είναι στοιχεία που προσκομίζει ο ρήτορας για να ενισχύσει την επιχειρηματολογική του μέθοδο.

Οι έντεχνες πίστεις περιλαμβάνουν

· τα λογικά επιχειρήματα,
· τα ρητορικά ήθη
· και πάθη.

Τα λογικά επιχειρήματα χωρίζονται σε ἐνθυμήματα και παραδείγματα.

Τα ἐνθυμήματα είναι προτάσεις που είναι μερικώς αληθείς, που περιέχουν πιθανοφάνεια (εἰκότα). Ένα ενθύμημα θα ήταν: «Ο οικογενειακός μας γιατρός είναι καλός, γιατί κάνει καλές διαγνώσεις». Η προηγούμενη πρόταση από άποψη εσωτερική είναι εἰκός διότι δεν περιέχει μια γενική αλήθεια. Τέτοια επιχειρήματα γεννήθηκαν λόγω της έλλειψης μαρτύρων. Είναι τα επιχειρήματα της πιθανότητας, τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται επίσης από τους δικηγόρους όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Τα εἰκότα είναι ισχυρά, αλλά ενέχουν αρκετή επισφάλεια διότι η αλήθεια μπορεί να υπάρχει στην άλλη εκδοχή της ίδιας άποψης. Άρα, λοιπόν, επιβάλλεται ως αναγκαίο το αίτημα για τον έλεγχο των προβαλλομένων επιχειρημάτων.

Το παράδειγμα είναι άλλο ένα είδος λογικών επιχειρημάτων. Είναι ένας επαγωγικός συλλογισμός, αλλά εάν εξετασθεί από άποψη ουσίας είναι εἰκός, γιατί δεν έχει γενική αλήθεια. Τα παραδείγματα είναι δύο ειδών: ιστορικά και φανταστικά. Ο ρήτορας πολλές φορές κάνει αναγωγές στο ιστορικό παρελθόν για να δώσει ένα ηθικό παράδειγμα στους ακροατές του και να τους προτρέψει έτσι για δράση. Οι γνώμες είναι αποφθεγματικές φράσεις, οι οποίες είναι και αυτές εἰκότα. Στον λόγο χρησιμοποιούνται ως αρχή μιας επιχειρηματολογίας ή ως συμπέρασμα που προκύπτει από τα προαναφερθέντα. Ένα παράδειγμα που είναι χαρακτηριστικό από τον Δημοσθένη είναι το εξής:

«Η απερισκεψία γίνεται αιτία πολλών κακών σε μια δημοκρατική πολιτεία» (ἔργῳ δὲ πειραθέντες καὶ διδαχθέντες ὅτι πολλῶν κακῶν ἡ ἄνοι' αἰτία τοῖς πολλοῖς γίγνεται…)
Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 16.

Τα ρητορικά ήθη είναι οι αποδείξεις που θεμελιώνονται στην ηθική εντύπωση που προκαλεί ο ρήτορας στους ακροατές με τα λόγια του, τις ιδέες του και την συμπεριφορά του. Επίσης, στα ρητορικά ήθη ανήκει και η προσπάθεια του ρήτορα να καταρρακώσει το ήθος του αντιπάλου του. Σε κάθε ρητορικό λόγο πρέπει λοιπόν να εξετάζεται το ήθος του ομιλούντος, το ήθος του αντιπάλου και το ήθος του ακροατού.

Τα ρητορικά πάθη είναι οι καταστάσεις της ψυχής οι οποίες διαμορφώνονται ύστερα από έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Ο ρήτορας με το πάθος επιδιώκει να προσδώσει στις ψυχές των ακροατών του συμπάθεια για τον πελάτη του ή απέχθεια για τον αντίπαλο. Σκοπός του είναι να οδηγήσει το ακροατήριο να ασπασθεί τις απόψεις του. Και αυτά είναι αρκετά ως προς την δομή του δικανικού λόγου και δή για το μέρος αυτού το κληθέν «αγών».

Ας περάσω τώρα στο υπόδειγμα, το κεκρυμμένο παράδειγμα του δικανικού λόγου στον λόγο του «Ευβοϊκού», του Δίωνος του Χρυσοστόμου, για το οποίον σας μίλησα στο προηγούμενο μέρος του άρθρου τούτου. Εδώ θα σας παρουσιάσω την πρωτολογία του κατηγόρου, ή ό,τι τέλος πάντων μοιάζει με αυτήν, αφού είπαμε πως πρόκειται για κεκρυμμένη τέχνη και η όποια δομή είναι συμπλεγμένη μέσα στην διήγηση του κυνηγού, ενώ έπεται στο επόμενο και τελευταίο μέρος του άρθρου η πρωτολογία του κατηγορουμένου και οι δευτερολογίες κατηγόρου και κατηγορουμένου με τα όποια συμπεράσματά μας. Σας δίδω το κείμενο:

[28] Οι κατηγορίες:

1. Οὗτός ἐστιν, ὦ ἄνδρες, τῶν καρπουμένων τὴν δημοσίαν γῆν
2. πολλὰ ἔτη
3. οὐ μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ πρότερον,
4. καὶ κατανέμουσι τὰ ἡμέτερα ὄρη
5. καὶ γεωργοῦσι
6. καὶ θηρεύουσι
7. καὶ οἰκίας ἐνῳκοδομήκασι
8. καὶ ἀμπέλους ἐμπεφυτεύκασι πολλὰς
9. καὶ ἄλλα πολλὰ ἔχουσιν ἀγαθά,
10. οὔτε τιμὴν καταβαλόντες οὐδενὶ τῆς γῆς οὔτε δωρεὰν παρὰ τοῦ δήμου λαβόντες.

[28] ὑπὲρ τίνος γὰρ ἂν καὶ ἔλαβον; ἔχοντες δὲ τὰ ἡμέτερα καὶ πλουτοῦντες οὔτε λειτουργίαν πώποτε ἐλειτούργησαν οὐδεμίαν οὔτε μοῖράν τινα ὑποτελοῦσι τᾶν γιγνομένων, ἀλλ᾽ ἀτελεῖς καὶ ἀλειτούργητοι διατελοῦσιν, ὥσπερ εὐεργέται τῆς πόλεως. οἶμαι δέ, μηδὲ ἐληλυθέναι πώποτε αὐτοὺς ἐνθάδε.

[29] Εἰ οὖν δοκεῖ ταῦτα οὕτως, οὐκ ἂν φθάνοιμεν ἅπαντες τὰ κοινὰ διαρπάσαντες, οἱ μὲν τὰ χρήματα τῆς πόλεως, ὥσπερ ἀμέλει καὶ νῦν ποιοῦσί τινες, οἱ δὲ τὴν χώραν κατανειμάμενοι μὴ πείσαντες ὑμᾶς, ἐὰν ἐπιτρέψητε τοῖς θηρίοις τούτοις προῖκα ἔχειν πλέον ἢ χίλια πλέθρα γῆς τῆς ἀρίστης, ὅθεν ὑμῖν ἔστι τρεῖς χοίνικας Ἀττικὰς σίτου λαμβάνειν κατ᾽ ἄνδρα.

[30] ὁρᾶτε τὴν εἰρωνείαν καὶ τὴν ὕβριν τοῦ καθάρματος, ὡς καταγελᾷ πάνυ θρασέως; ὃν ἀπάγειν ὀλίγου δέω καὶ τὸν κοινωνὸν αὐτοῦ — πυνθάνομαι γὰρ δύο εἶναι τοὺς κορυφαίους τῶν κατειληφότων ἅπασαν

[31] σχεδὸν τὴν ἐν τοῖς ὄρεσι χώραν — οἶμαι γὰρ αὐτοὺς μηδὲ τῶν ναυαγίων ἀπέχεσθαι τῶν ἑκάστοτε ἐκπιπτόντων, ὑπὲρ αὐτὰς σχεδόν τι τὰς Καφηρίδας οἰκοῦντας. πόθεν γὰρ οὕτως πολυτελεῖς ἀγρούς, μᾶλλον δὲ ὅλας κώμας κατεσκευάσαντο καὶ τοσοῦτον πλῆθος βοσκημάτων καὶ ζεύγη καὶ ἀνδράποδα;

[32] καὶ ὑμεῖς δὲ ἴσως ὁρᾶτε αὐτοῦ τὴν ἐξωμίδα ὡς φαύλη, καὶ τὸ δέρμα, ὃ ἐλήλυθε δεῦρο ἐναψάμενος τῆς ὑμετέρας ἕνεκεν ἀπάτης, ὡς πτωχὸς δῆλον ὅτι καὶ οὐδὲν ἔχων. ἐγὼ μὲν γάρ, ἔφη, βλέπων αὐτὸν μικροῦ δέδοικα, ὥσπερ οἶμαι τὸν Ναύπλιον ὁρῶν ἀπὸ τοῦ Καφηρέως ἥκοντα. καὶ γὰρ οἶμαι πυρσεύειν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἄκρων τοῖς πλέουσιν, ὅπως ἐκπίπτωσιν εἰς τὰς πέτρας.

Τα της παραγράφου 28 σαφώς και δεν ανήκουν στον αγώνα του δημοσίου κατηγόρου. Είναι πράγματα που ανήκουν είτε στο προοίμιο είτε και στην διήγηση. Ο κατήγορος ανακοινώνει στο ακροατήριο τις κατηγορίες δια τις οποίες δύναται ο κατηγορούμενος να εγκληθεί και κάνει μια σύντομη παρουσίαση της όλης καταστάσεως. Συγκεκριμένα κατηγορείται ο υπόλογος σε ακροαματική διαδικασία διότι 1) καρπώνεται δημόσια γή και περιουσία 2) διότι τούτο το πράττει πολλά χρόνια τώρα 3) με τη συναυτουργία κι άλλων 4) διότι η πράξη της καταπάτησης και νομής της δημοσίας περιουσίας δύναται να συγκεκριμενοποιηθεί σε σφαιτερισμό 5) σε επικαρπία παράνομης γεωργικής εκμετάλλευσης και 6) θήρας, 7) αλλά και σε πολεοδομική αυθαιρεσία, όπως ακόμα σε 8) κατοχή παρανόμου αγαθού από δημόσια περιουσία και 9) εν γένει περιουσιακών στοιχείων 10) δια τα οποία ουδέποτε ετέθησαν σε καθεστώς νομίμου φορολόγησης. Στο τέλος της παραγράφου 28 δεικνύει το μείζον του ζητήματος. Η μη φορολόγηση περιουσίακων στοιχείων ομοιάζει με αυτήν της φορολογικής ασυλίας που απολαμβάνουν μόνον οι ευεργέτες της πόλεως, της κοινωνίας. Αν τυχόν και επικρατήσει αυτή η εξίσωση των καταπατητών της δημοσίας περιουσίας με την κατηγορίαν των ευεργετών πολιτών τότε όλοι θα γίνουν σφετεριστές του δημοσίου πλούτου.

Ήδη ο ρήτορας επεισέρχεται στο κεφάλαιο του αγώνα, στο προκαταρκτικό μέρος. Αυτό το πρόβλημα που θίγει στο τέλος της παραγράφου 28 θα καταδείξει με επιχειρήματα και στον κύριο αγώνα του. Η παράγραφος 29 είναι ακριβώς το κύριο επιχείρημα του αγώνος. Αν το δημόσιο παραιτηθεί τώρα υπέρ των καταπατητών από τα δικαιώματά του στην περιουσία του, απ’ την οποία μπορεί να αποκομίσει οφέλη άλλως μέσω της φορολογίας και των πιθανών προστιμάτων που δύναται να επιβάλλει, τότε όλοι θα προσπαθήσουν εφεξής να γίνουν κλέπτες της δημόσιας περιουσίας.

Στην παράγραφο 30 επιτίθεται στο ήθος του κατηγορουμένου αφορμή λαμβάνοντας από έναν άξεστο καγχασμό του, όταν άκουσε το ποσό που δύναται να αποκομίσει το δημόσιο από την καταπατημένη περιουσία. Ανήκει δηλαδή στο μέρος εκείνο των «πίστεων» που ανωτέρω ονομάσαμε «ρητορικό ήθος» και «ρητορικό πάθος». Με πλάγιο τρόπο επιχειρηματολογεί υπέρ του δηλαδή για να δείξει ποιος πράγματι νοιάζεται για το δημόσιο συμφέρον και ποιος με αναιδή και θρασεία συμπεριφορά δεν δίδει καθόλου σημασία σε αυτό. Στο ακροατήριο προσπαθεί να περάσει την απέχθειά του για τέτοιου είδους συνανθρώπους του.

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο, αυτήν την 31 δίδει και άλλο ένα πιθανό επιχείρημα. Η τόση μεγάλη περιουσία των καταπατητών μπορεί να προήλθε και από άλλη προσοδοφόρα παρανομία τους. Πιθανόν λέγει, εκτός από καταπατητές δημοσίας γής και φοροφυγάδες να είναι και καθαρόαιμοι κλέπτες και πλιατσικολόγοι, αφού ίσως στο σημείο όπου εγκαταβιούν, να γίνονται υπαίτιοι ναυαγίων και ύστερα αποδέκτες παρανόμου λείας από αυτά. Το παράδειγμα του Ναυπλίου είναι πάντα στο μυαλό των ακροατών του ρήτορα και αυτό φαίνεται να επωφελείται αυτός για να εξάψει ακόμα περισσότερο την απέχθεια του ακροατηρίου ενάντια στον κατηγορούμενο. Για το ποιος ήταν ο Ναύπλιος δείτε το άρθρο μου «Ναυπλίου Ὑπόθεσις: Ἒργα και Ἡμέραι ἑνός Δαίμονος». Και πράγματι. Στην επόμενη και τελευταία αποστροφή του λόγου του διαστρέφοντας πλήρως την πραγματικότητα, καλεί τους πάντες να μην εξαπατηθούν πιθανώς από την επίκληση που ίσως κάνει ο αντίπαλός του δεικνύοντας την φτωχή του ενδυμασία και παρουσία, αφού ετούτο κατ’ αυτόν είναι παραπλανητικό.

Από αυτό το τελευταίο σίγουρα εμείς επιβεβαιώνουμε την υπόθεσή μας. Δηλαδή η επίκληση του κατηγορουμένου στο φτωχικό του παρουσιαστικό σαφώς και έγινε στην πρωτολογία του κατηγορουμένου ως απόδειξη δια αναίρεση των όσων ειπώθηκαν από τον κατήγορο, δια το δήθεν πλουτισμό του. Θα είπε δηλαδή ο κατηγορούμενος ή ο υπερασπιστής του, ο συνήγορός του, κάτι σαν το εξής: « Με κατηγορεί ο δημόσιος κατήγορος ότι είμαι πάμπλουτος. Αληθώς σας φαίνομαι ως τέτοιος; Αν ήμουν πλούσιος θα ήμουν άραγε ενδεδυμένος τοσούτως πτωχά;». Η απάντησις προκαταβολικώς από τον κατήγορο στην πρωτολογία του κατηγορουμένου είναι μέρος της δευτερολογίας αυτού. Απλώς εδώ έχουμε εν συμπτύξει, μέρη των λόγων του κατηγόρου, μέρη από την πρώτην και ύστερη κατηγορία του.

Ο Δίων έπλεξε του δύο λόγους του κατηγόρου σε έναν και παρουσίασε αυτόν με την μορφή της απλής ενθύμισης, ως διήγηση ενός απλού ανθρώπου που στο τέλος, στην ανάμνησή του τάχα, του έμειναν μόνον τα βασικά λόγια των όσων αγόρευσαν. Νομίζω είναι πρώτη φορά που σε διήγηση, σε αφηγούμενο λόγο έχουμε κεκρυμμένη τέχνη δικανικού ή εν γένει ρητορικού λόγου στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο ρητορικός λόγος εδώ είναι κρυμμένος μέσα στην μυθιστορία του Ευβοϊκού λόγου, και αν και γίνεται εμφανής, δηλώνει ήτοι την παρουσία του, είναι καθόλα κεκρυμμένος ως προς την υποδειγματικότητά του. Την «πίστη» του λόγου, την έντεχνη επιχειρηματολογία σε αυτήν την υπόθεση ήθελε να περάσει από την πλευρά του δημοσίου ο Δίων και αυτήν πέρασε.

Στο επόμενο όμως θα δούμε το ίδιο να συμβαίνει και από την πλευρά του κατηγορουμένου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
  1. ΓΙΩΡΓΟΣ Τ. ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗΣ: Η χρησιμότητα του αρχαίου ρητορικού λόγου -ορισμένες τεχνικές παρατηρήσεις
  2. Dionis Prusaensis quem vocant Chrysostomum quae exstant omnia, Vols I and II. Dio Chrysostom. J. de Arnim. Weidmann. Berlin. 1893


DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him