Μακροσκελείς Παρεκβάσεις: Χρυσοβέργης vs Ασωπίου



ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


1. Ο Κωνσταντίνος Ασώπιος


Ο Κωνσταντίνος Ασώπιος χάρη στην συνάντησή του με τον λόρδο Γκίλφορντ, τον οποίο γνώριζε από τα Ιωάννινα, σπούδασε με έξοδα του στα πανεπιστήμια του Γκέτιγκεν, του Βερολίνου και του Παρισίου ώστε να αναλάβει καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας, που ο Άγγλος ευγενής σκόπευε να ιδρύσει, πράγμα που συνέβη το 1824. Μετά τον θάνατο του Γκίλφορντ και την παρακμή της Ιονίου Ακαδημίας που ακολούθησε, ο Ασώπιος αποδέχτηκε τις προτάσεις του ελληνικού κράτους και κατέλαβε θέση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ διετέλεσε τρεις φορές πρύτανης.


2. Ο Χρυσοβέργης


Ο Χρυσοβέργης ήτο έμπειρος της ελληνικής γλώσσης, συνέταξε δε πονήματα και διατριβάς, εξ ών σπουδαιότεραι ήσαν αι «περί δημιουργίας λέξεων» και «η γραμματική της καθ’ ημάς ελληνικής γλώσσης κατά παράθεσιν προς την αρχαίαν». Ο Ασώπιος ήτο χωρίς αμφιβολίας πολυμαθέστερος και υπό πάσαν έποψιν σπουδαιότερος του Χρυσοβέργη, αλλά ουχί και εντριβέστερος περί τας εριστικάς τέχνας.

Όσον φίλερις και αυθάδης ήτο ο εμπειρικός γραμματικός Χρυσοβέργης, τοσούτον φιλήσυχος και περιδεής ήτο ο θεωρητικός Ασώπιος. Ο πρώτος, αθυρόστομος και φιλοίδορος, αποπειράτω εκ παντός τρόπου και πάση δυνάμει να υποσκελίση τους αντιτέχνους. Ο Ασώπιος από την άλλη ήτο πλήρης μεν ευλαβείας και υποστολής αλλά εν Παραβύστω αντενεδρεύων και αγωνιζόμενος να προφυλάξη την φιλολογικήν αυτού φήμην.

Ο Ασώπιος ήτο μαθητής του F. A. Wolf[1], όστις δια των αθανάτων Προλεγομένων του ενεκαίνισεν νέαν κριτικής μεθόδον και ανεβίβασεν εις περιωπήν αυτοτελούς επιστήμης την μέχρι τέλους του παρελθόντος αιώνος παρηγκωνισμένην φιλολογίαν. Κατήλθεν δε εις Κέρκυραν μεθ όλης της παρασκευής δεδοκιμασμένου φιλολόγου. Η πολυμάθεια του Ασωπίου, ηδρασμένη επί των βάθρων παντοδαπών και εις εκπορισμόν ευπροσίτων πηγών, ήτο απέραντος αλλ’ εστερείτο τάξεως, συμμετρίας και μεθόδου. Ο έλλην φιλόλογος εμιμήθη τον μέγαν της Γερμανίας ομηριστήν κατά πάντα ίσως πλήν κατά την διακοσμητικήν επιστήμην, ήτις ήκιστα υπερφιλούσα τας σχοινοτενείς παρεκβατικάς θεωρίας, εξετάζει συμμέτρως, ερμηνεύει δε κανονικώς τα δεδομένα της ερμηνείας. Εν τισί του Ασωπίου πονήμασι, νομίζει τις ότι ο συγγραφεύς «έχασε, το λεγόμενον σήμερον, τα νερά του», διότι από του αββά Καισαρότη[2] μεταπηδά αίφνης εις το ήλεκτρον[3] των αρχαίων, από του Αλεξάνδρου δε του μεγάλου εις του ιταλού Παρούτα[4] τα σκαλαθύρματα[5].

Ο Δημόκριτος εδίδασκεν ότι ουδέν ωφελεί η πολυμάθεια άνευ πολυνοίας, λυπηρόν δε είναι ότι ο κατά τα άλλα φιλολογώτατος Ασώπιος, ει και επέγνω κατ’ αρχάς το άστοχον του πολυμόρφου και πολυσχιδούς αυτού συστήματος, ουδαμώς εφρόντισεν να επενέγκη τινά διακόσμησιν, περιστέλλων το αχανές των αχανών παρεκβάσεών και επιπαρεκβάσεων πέλαγος. Εν τη χιλιοσελίδω «Εισαγωγή εις την Ελληνικήν Σύνταξιν» ήτις ετυπώθη εν τω τυπογραφείω της κυβερνήσεως τω 1841, αφιερώθη δε «Νικολάω Ζωσιμά τω ιππότη, την γενναιοτάτην Ζωσιμαίαν Αδελφότητα διασώζοντι» ο Ασώπιος καθομολογεί προοιμιαζόμενος ότι «χωρίς των ευκολιών και της συνδρομής εκ μέρους της φιλομούσου κυβερνήσεως των Ιονικών Επτανήσων, η περί τούτου υπέρογκος δαπάνη ήθελε με φέρει εις πολύ πενεστέραν κατάστασιν παρ’ ότι τώρα ευρίσκομαι». Η ομολογία αύτη είναι το κάλλιστον και ευπρεπέστατον του αειμνήστου ανδρός εγκώμιον, όστις ταλαιπωρών και πενόμενος εξειργάσατο εθνωφελέστατα έργα άμα τη πολιτική της Ελλάδος αναστάσει, οπότε τα πάντ ήσαν εν σπαργάνοις. Αλλά δεν αίρει και τας επικρίσεις. Αυτός δη ούτος ο Ασώπιος, οιονεί προαισθανόμενος τας αντιλογίας, έψεξεν εαυτόν γράψας μικρόν μετά την προμνημονευθείσαν ομολογίαν «έπαθα και εγώ ανάλογον τι με τον παρά Πλάτωνι Μένωνα, όστις μίαν μόνην αρετήν, αιτηθείς να ορίση, σμήνος τι αρετών απέδωκεν εις τον αιτήσαντα». Η πληθώρα ακαίρων παρεκβάσεων και εκδρομών, πάντη ασχέτων προς το προκείμενον θέμα, η ανεπαρκής πολλαχού κριτική επίστασις και άλλαι κηλίδες επισκιάζουσιν άπαντα τα φιλολογικά πονήματα του Ασωπίου, αλλά τούτων ένεκεν ουδαμώς αμαυρούται η μεγάλη αυτών αξία. Ένιαι των διατριβών αυτού, μάλιστα η περί Ευριπίδου εν τη «Ιστορία των ελλήνων ποιητών και συγγραφέων» εκπεπονημένη επί τη βάσει της ούχ ήττον διεξοδικής πραγματείας του Bernhardy εν τη εγκυκλοπαιδεία του Ersch και Gruber, είναι έτι και νύν περισπούδαστον μελέτημα. Η «Ιστορία» εκείνη έμεινεν ατελής, το δε τοσάκις επηγγελμένον «Διεξοδικόν Πόνημα» ουδέποτε εξεδόθη, ίσως διότι ο Ασώπιος επι τέλους μετέγνω, είτε ορθότερον βουλευσάμενος είτε αποκνήσας τον κίνδυνον τοσούτον κολοσσιαίου ευρετηρίου. Αλλά και η Ιστορία των ελλήνων ποιητών και συγγραφέων, καθ’ όν τρόπον επεχειρήθη, ήτο αδύνατον να αποτελεσθή, διότι ο Ασώπιος έλαβεν πρό οφθαλμών την τεράστιον του Ersch και Gruber εγκυκλοπαιδείαν, ής η έκδοσις ήρξατο κατά τας αρχάς του 19ου αιώνος, έτι δε και καθ' όλον τον αιώνα εκδίδονταν κατά βραχέα χρονικά διαλείμματα ούκ ολίγα τεύχη. Αλλά παρά πάσαν την μέχρι εκείνην την εποχήν εκτύπωσιν 160 τόμων, η περιώνυμος αύτη εγκυκλοπαίδεια ήτο ήδη κατά το ήμισυ πεπαλαιωμένη, ουδέ υπήρχεν ελπίς ότι θα συντελεσθή προ της ανατολής του επιόντος αιώνος.


3. Ο φιλολογικός αγών Χρυσοβέργη και Ασωπίου


Ο φιλολογικός αγών Χρυσοβέργη και Ασωπίου διεξήχθη υπό των εφημερίδων «Αιώνος» υπέρ του Χρυσοβέργη και του «Φίλου του Λαού» και του «Ροδαμάνθυος» υπέρ του Ασωπίου. Η έρις ήτο μεν κατ’ επίφασιν φιλολογική, κατ’ αληθείαν όμως απέβλεπεν προς την κατάληψιν της φιλολογικής έδρας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, ής αντεποιούντο εκάτερος αναφανδόν ή εν τω κρυπτώ. Ο αγών έληξεν ως εικός επ’ αγαθώ του Ασωπίου, αλλά τα διαδραματισθέντα επεισόδια δεν είναι όλως ανάξια μνήμης. Ο Χρυσοβέργης τεθωρακισμένος τω αρχαίω ρητώ «σιγάν όπη δει, και λέγειν ίν’ ασφαλές», κατήγγειλεν ως «αναξίαν πράξιν» την υπό της ελληνικής κυβερνήσεως εκ Κερκύρας τρίς γενομένην πρόσκλησιν του καθηγητού Ασωπίου, αντεπαγόμενος ότι έδει να προτιμηθώσιν άλλοι λόγιοι, πολλού εκείνου κρείσσονες. Εις υποστήριξιν δε των ισχυρισμών του φέρει ο Χρυσοβέργης εκ του «υδροκεφαλικού συγγράμματος» του Ασωπίου (της «Εισαγωγής») χωρία γεγραμμένα παρά τους κανόνας της ελληνικής γραμματικής. Την «Εισαγωγήν» αποκαλεί «Πανδέκτην» υπέρμετρον αλλοτρίων πραγμάτων, «σύρραμμα ατάκτως συνερραμμένον από τον Βουτμάνον, από το ποίημα του Δαυεσίου, το επιγραφόμενον Miscellanea Critica από το του Βιγέρου με τας παρατηρήσεις του Ερμάννου, από τον Απολλώνιον κακώς εννοημένον και από τινάς άλλους νεωτέρους ελληνιστάς[6]» . Προς ταύτα ηδύνατο τις να απαντήση ελλόγως ότι «πάντα μεν εύρηται αλλ’ ού καλώς συνήκται» και ότι ο Ασώπιος είναι απ’ εναντίας πολλής τιμής άξιος, ότι εν τοις πρώτοις εφιλοτιμήθη να μετοχετεύση προς τους παιδείας διψώντας Έλληνας, έστω και μετά περιττής ενίοτε και οχληράς και ουχί πάντοτε αδιαπταίστου απεραντολογίας, τα εξαγόμενα των αρχαίων και νεωτέρων γραμματικών.

Αλλ’ ο Χρυσοβέργης ουδαμώς αρκούμενος εις αορίστους μομφάς, παρατίθεται κεκεντρεχώς σταχυολογήσας τας ακαλλεστέρας των εν τη «Εισαγωγή» φράσεων, προς ταις άλλαις δε και την εξής: «Και ελπίς είναι, καλλιεργουμένη η σημερινή γλώσσα ως πρέπει, (δηλ. ως την καλλιεργεί ο Ασώπιος) να γένη από τας καλλιωτέρας γλώσσας των νεωτέρων εκ των οποίων, ως έχει την σήμερον, ει μεν ελαττούται κατά τι, υπερτερεί όμως αναντιρρήτως κατά τι άλλο». Τι σου φαίνεται η φράσις αύτη – ερωτά ο βάναυσος επικριτής Χρυσοβέργης – Αραουζέϊκη ή ρέουσα Βιβίλμπαλερ; Βλέπεις τον ύπατον της φιλολογίας μας καθηγητήν;» Ο Χρυσοβέργης καταμέμφεται έπειτα τον Ασώπιον επί πολλοίς άλλοις βαρβαρισμοίς και σολοικισμοίς λ.χ ότι έγραψεν «αυτοπροσωπία» αντί του ορθού «ταυτοπροσωπία», «εξετάνθη» αντί «εξετάθη»[7], «ευξήγητον» αντί «ευεξήγητον», «τυπογραφία»[8] αντί «τυπογραφείον» και «Ιονικών Επτανήσων»[9] ένθα η δια πληθυντικού εκφορά της Επτανήσου είναι «ασύγγνωστον σφάλμα».

Προσέτι κατακρίνει πικρώς τον Ασώπιον δι’ όσα τεχνολογεί εν τη «Εισαγωγή» περί της συντακτικής χρήσεως των μορίων «όταν» και «ότι»[10], λογοκλοπήσας τα πλείστα εκ του λεξικού του Ζαλίκογλου, περαίνει δε τον λόγον ισχυριζόμενος ότι «εκτιμά τον Ασώπιον κατά την αξίαν του, αλλά δεν θέλει να τον θεοποιήση, φείδεται δε ως Έλλην της αξιοπρεπείας της κυβερνήσεως και του έθνους, ουδέ ανέχεται να περιφρονώνται τα αδιαφιλονείκητα δίκαι και η δεδοκιμασμένη ικανότης των εν Ελλάδι καθηγητών δια την παλίμβουλων αυθαιρεσίαν τινών ατόμων.

Η επίκρισις του Χρυσοβέργη αγορεύοντος εκθύμως pro domo sua[11], αυτόν μεν ήκιστα ωφέλησε, το δε φιλολογικόν του Ασωπίου αξίωμα ουδαμώς έβλαψεν.


4. Πότε τυγχάνουν συγγνώμης αι μακροσκελείς παρεκβάσεις των λόγων


Νομίζω ότι η μεγαλυτέρα κατηγορία κατά του Ασωπίου ήτο η υπερβολικώς μεγάλη έκτασις των λόγων του. Είχον τω όντι υπάρξει ούτοι μακροσκελέστατοι επί ματαίω και τω όντι περιεπλανήθη εις άχρηστα πράγματα; Το υπό εξέτασιν πρόβλημα είναι το εξής: Αι παρεκβάσεις των λόγων, ακόμα κι αν φαίνονται ιδιαιτέρως μακροσκελείς, πότε τυγχάνουν ή δέον να τυγχάνουν συγγνώμης; Πότε δέον να δυσαρεστήται τις με μίαν τοιαύτην μεγάλην έκτασιν των λόγων, με την ιδέαν, ότι ο ομιλητής εγκατέλειψεν το βασικόν αυτού θέμα και δεν αναλύει εκείνα άτινα είναι αναγκαία και κατάλληλα δια τούτο;

Ας ενθυμηθώμεν εις ταύτην την περίπτωσιν το παράδειγμα του Πλάτωνος. Εκείνος εις την «Πολιτείαν» του εν ώ εκκίνησεν να μιλάη δια τον δίκαιον άνθρωπον και την δικαιοσύνην κι αφ’ ού ανέφερεν μιαν πόλιν χάριν παραδείγματος, αφιέρωσεν έπειτα πολλαπλασίους λόγους δια το πολίτευμα και δεν σταμάτησεν παρά μόνον αφ’ ού ανέπτυξεν όλας τας μεταβολάς και όλας τας κατηγορίας των πολιτευμάτων, παρουσιάζοντας μετά μεγάλης σαφηνείας και μεγαλοπρεπείας όσα επισυμβαίνουσι εις το κάθε έν εξ αυτών. Κι ο μεγάλος Πλάτων τω όντι κατεκρίθη δια τούτο σφόδρα, δια το μάκρος των λόγων του δηλαδή και δια την ενασχόλησίν του με το παράδειγμα μάλλον παρά με το αρχικόν του θέμα. Και λέγουσι τω όντι ότι όσα έχουν ειπωθεί εξ αυτού εις τούτο το έργον του δεν έχουν καμίαν σχέσιν με το συζητούμενον εξ αρχής θέμα του και εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν έχει γίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπον σαφέστερον εκείνο το εξ αρχής ζητούμενον, χάριν εκείνου δηλαδή δια το οποίο ξεκίνησεν την συζήτησιν. Εκ πρώτης όψεως δεν κατηγορείται ως φαίνεται εντελώς αδίκως. Όστις δηλαδή φαίνεται ν’ αναπτύσση πράγματα ακατάλληλα και αταίριαστα με το εξεταζόμενο θέμα δικαιολογημένως θεωρείται και ότι αναιτίως μακρολογεί.

Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι δίκαιον να επαινήται ή να κατηγορήται το μάκρος ή η συντομία εις του λόγους, εξωτερικώς δηλαδή να υπάρχη κρίσις μόνον εκ τούτου, εκ της ποσότητος του λόγου. Διότι η έρευνα σχετικώς με τα χρήσιμα δια την πολιτεία, δια την ζωήν εν τη κοινωνία των ανθρώπων και την επιλογήν του ορθού και γενικώς μετά του βίου εκείνου, όστις είναι ή δεν είναι κατάλληλος δια τους μετρημένους ανθρώπους, έχει αποδειχθεί από μόνη της ανά τους αιώνας άξια μεγάλης και πολύ λεπτομερούς εξετάσεως.

Ο Δίων ο Χρυσόστομος εις τον Ευβοϊκόν του αναφέρει δια τούτο το εξής χαρακτηριστικό. Δια τοιαύτας έρευνας, σχετικώς με την ζωήν λέγει δεν θα έσφαλε τις αν εμιμείτο τους κυνηγούς. Ούτοι όταν διακρίνουσι το πρώτο χνάρι κι εν ώ το ακολουθούν συναντήσουν στο μεταξύ άλλο πλέον φανερόν και πιο κοντινόν, δεν διστάζουσι ν’ ακολουθήσωσι το δεύτερο και αφ’ ού πιάσουν αυτό που συνάντησαν, ύστερα ασχολούνται και με το πρώτο ξανά.

...σχεδὸν γὰρ κατὰ τοῦτο μιμούμενοι τοὺς κυνηγέτας οὐκ ἂν ἁμαρτάνοιμεν: οἵ γε ἐπειδὰν τὸ πρῶτον ἴχνος ἐκλαβόντες κἀκείνῳἑπόμενοι μεταξὺ ἐπιτύχωσιν ἑτέρῳ φανερωτέρῳ καὶ μᾶλλον ἐγγύς, οὐκ ὤκνησαν τούτῳ ξυνακολουθήσαντες, καὶ ἑλόντες τὸ ἐμπεσὸν ὕστερον

Οπότε δεν πρέπει να δυσαρεστήται τις με τας παρεκβάσεις των λόγων ακόμα κι αν φαίνονται στην αρχή ιδιαιτέρως μακροσκελείς, αρκεί αυτές να γίνωνται ουχί δια πράγματα ταπεινά κι ανάξια και ακατάλληλα, αφ’ ού δέον να έχωμεν υπόψη ότι ο ομιλητής αναλύει αυτά που είναι αναγκαία και κατάλληλα δια την φιλοσοφίαν, δια την τέχνην του ζήν, δια την ζωήν την ίδια.





[1] ο καθηγητής της Χάλλης Φρειδερίκος Αύγ. Wolf, που έβαλε τις βάσεις στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος με το βιβλίο του: “Prolegomena ad Homerum”, πού βγήκε στα 1795 και όχι μόνο έκανε μεγάλο θόρυβο μα και προκάλεσε αληθινή αναστάτωση στις ως τα τότε ομηρικές και ελληνικές μελέτες και σπουδές. Αν και τα επιχειρήματα του δεν ήταν νέα παρά τα ίδια σχεδόν που είχε εκθέσει πριν απ' αυτόν ο Γάλλος αββάς d' Aubignac, το βιβλίο του Wolf εξ αιτίας των τότε συνθηκών της φιλολογικής επιστήμης απετέλεσε σταθμό για τις ελληνικές σπουδές και νέο ξεκίνημα για τη μελέτη του ομηρικού ζητήματος.

[2] Καισαρότης: Ελληνιστής και φιλόλογος διαπρεπής

[3] Το κεχριμπάρι (αρχ. ελλ. ἤλεκτρον) είναι απολιθωμένη ρητίνη η οποία χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων. Παρ' όλο που δεν είναι ορυκτό, μερικές φορές θεωρείται και χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος. Το μεγαλύτερο μέρος του κεχριμπαριού στον κόσμο είναι ηλικίας 30-90 εκατομμυρίων ετών. Το ημι-απολιθωμένο ρετσίνι ή το σχεδόν απολιθωμένο κεχριμπάρι καλείται κοπάλη. Ορισμένα τεμάχια κεχριμπαριού φέρουν έγκλειστα στο εσωτερικό τους έντομα.

[4] ΠΑΡΟΥΤΑΣ Παύλος, Ιταλός από τήν Βενετίαν, ιστορικός κάλλιστος, όστις συνέγραψε μέρος τής ιστορίας τής Βενετίας, και διαφόρους λόγους πολιτικούς. Άπέθανε τω 1598

[5] Μικρό ή πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο. Λόγια σπανίως χρωμένη λέξις

[6] Επί της μομφής ότι η συγγραφή του Ασωπίου είναι «σύρραμμα ατάκτως συνερραμμένον εκ τριών ή τεσσάρων πονημάτων» και εράνισμα εν πολλοίς εκ του «περισυληθέντος» Ζαλίκογλου, πολλοί τότε ανεμίμνησκον τον Χρυσοβέργην τα υπό του Ισοκράτους εν τω πανηγυρικώ λεγόμενα «ἡγοῦμαι δ’ οὕτως ἂν μεγίστην ἐπίδοσιν λαμβάνειν καὶ τὰς ἄλλας τέχνας καὶ τὴν περὶ τοὺς λόγους φιλοσοφίαν, εἴ τις θαυμάζοι καὶ τιμῴη μὴ τοὺς πρώτους τῶν ἔργων ἀρχομένους, ἀλλὰ τοὺς ἄρισθ’ ἕκαστον αὐτῶν ἐξεργαζομένους, μηδὲ τοὺς περὶ τούτων ζητοῦντας λέγειν περὶ ὧν μηδεὶς πρότερον εἴρηκεν, ἀλλὰ τοὺς οὕτως ἐπισταμένους εἰπεῖν ὡς οὐδεὶς ἂν ἄλλος δύναιτο.» τουτέστιν «Νομίζω μάλιστα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να προοδεύσουν πάρα πολύ και οι άλλες τέχνες και οι ρητορικές σπουδές, αν κάποιος θαύμαζε και τιμούσε όχι εκείνους που πρώτοι έκαμαν λόγο γι' αυτές, αλλά αυτούς που τις καλλιεργούν με άριστο τρόπο, ούτε αυτούς που ζητούν να μιλούν για κείνα που δεν μίλησε κανείς προηγουμένως, αλλά που ξέρουν να μιλούν με τρόπο που κανένας άλλος δε θα μπορούσε.»

[7] Το –ν- εις τα «παρεβάνθη», «εχαλεπάνθη», «απεκτάνθη» (εκ του κτείνω) «ηυξήνθη» κλπ αποδοκιμάζεται μεν υπό των αττικιστών, απαντάται όμως παρά τοις μετέπειτα. Ώστε αν του «κτείνω» ο αόριστο εύρηται πολλαχού και «εκτάνθη», διατί του «τείνω» τον αυτόν χρόνον «ετάνθη» λεγόμενον μάλιστα καταδικάζουν ως όγδοον των θανασίμων αμαρτημάτων;

[8] Ούτως και τα «αγορά», «βουλή» και «εκκλησία» κι όχι «αγορείον» και «βουλείον» και «εκκλησιαστήριον» ως θα ήθελε κατά τα λεγόμενά του ο Χρυσοβέργης αφού ενθάδε προσάπτεται η έννοια του τόπου

[9] Ακόμα και σήμερα «Επτάνησα» καλούνται όμως, τουτέστιν εις πληθυντικόν

[10] ουδείς των Ελλήνων λογίων έγραψεν τι κατά πάντα αναμαρτήτως. Μικραί περί την γλώσσαν παραδρομαί δεν δύνανται να επισκιάσωσι πολλώ δε ήττον να αποσβέσωσι την άλλην των συγγραφέων λαμπρότητα. Αυτός ο Κοραής ωμολόγησεν την άτοπον χρήσιν των μορίων «ούτε» και «μήτε», ήν εποιήσατο πολλάκις. Αλλά και παρά τω Οικονόμω δύναται τις να παρατηρήση τοιαύτας και παραπλησίας παραδρομάς. Κι όμως τις δεν σέβεται του Οικονόμου την παιδείαν ή τις των ημετέρων λογίων, μηδενός ίσως εξαιρουμένων δεν εύχεται να γράφη ως εκείνος;

[11] Υπέρ των οικιών ημών



DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him