Ἡ Ἀτιμία τῆς Ἀπιστίας



ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Η Αφροδίτη, ο Άρης και ο Ήφαιστος στη ραψωδία θ' της Οδύσσειας (Ο Οδυσσέας βρίσκεται στη χώρα των Φαιάκων)



Ορκιζόμαστε αιώνια αγάπη, πίστη και αφοσίωση αλλά πόσο μπορούμε να τα τηρήσουμε όλα αυτά; Πόσο εύκολο είναι να μην καταπατήσουμε την εντολή «ου μοιχεύσεις»; Ο Όμηρος μας παραδίδει την πρώτη θεϊκή απιστία, όταν η Αφροδίτη, σύζυγος του Ηφαίστου, εξαπάτησε αυτόν με κάποιον νεώτερο, ομορφότερο και δυνατότερό του, τον θεό Άρη. Οι λεπτομέρειες που μας δίδει δια το συμβάν είναι διαχρονικές και παρουσιάζονται απαράλλαχτες μέχρι και σήμερα σε όλα τα είδη των σχέσεων που έχουν κληθεί από την ηθική των ανθρώπων «παράνομες».

***

Καὶ μὲ τή λύρα του ἄρχισε γλυκὰ τραγούδια ἐκεῖνος, τῆς Ἀφροδίτης τῆς λαμπρῆς καὶ τοῦ Ἄρη τὶς ἀγάπες, κρυφὰ σὰν πρωτοσμίξανε στοῦ Ἡφαίστου τὰ παλάτια, καὶ δῶρα ὁ Ἄρης δίνοντας[1] ἀτίμασε τὸ στρῶμα τοῦ Ἡφαίστου καὶ μηνύτορας ὁ Ἥλιος[2] τοῦ ἦρθε τότες, τὶ αὐτὸς τοὺς δυό τους μάτιασε ποὺ ἀγκαλιαστὰ φιλιόνται, Κι ὁ Ἥφαιστος σὰν τ' ἄκουσε βαριὰ τοῦ κακοφάνη[3] πηγαίνει στ' ἀργαστήρι του μὲ πονηριὰ στὸ νοῦ του, μεγάλο ἀμόνι στύλωσε, καὶ βάρεσε καὶ κόβει δεσμὰ ἄσπαστα κι ἀξέλυτα, γιὰ νὰ πιαστοῦνε μέσα[4]. Καὶ τὰ δεσμὰ σὰν ἔφτιαξε ὀργισμένος μὲ τὸν Ἄρη, πῆγε ἴσια ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν τοῦ γάμου του τὸ στρῶμα, καὶ τά 'ριξε ὁλοτρόγυρα στοῦ κρεβατιοῦ τὰ πόδια ἔρριξε κι ἄλλα ἀπ' τὴ σκεπὴ ἀποπάνωθε περίσσια, ψιλὰ σὰν ἀραχνόκλωστες, ποὺ ὡς καὶ θεὸς δὲν μπόρειε νὰ τὰ ξανοίξη, τεχνικὰ φτιασμένα σὰν ποὺ τά 'χε.

Καὶ σὰν τὰ καλοτύλιξε τριγύρω στὸ κλινάρι, στῆς Λῆμνος ἔκανε πὼς πάει[5] τὴν ὄμορφη τὴ χώρα, ποὺ αὐτὴν ἀπ' ὅλες πιότερο τὶς χῶρες ἀγαποῦσε.

Κι ὁ Ἄρης δὲν κοίταγε ἄδικα ὁ χρυσοχαλινάρης, μόνε εἶδε τὸν πολύτεχνο τὸν Ἥφαιστο νὰ φεύγη καὶ στὸ παλάτι[6] κίνησε τοῦ δοξασμένου Ἡφαίστου, τῆς Ἀφροδίτης τῆς λαμπρῆς τὴν ἀγκαλιὰ ποθώντας. Κι ἐκείνη, ὅτ' ἦρθε ἀπ' τοῦ τρανοῦ γονιοῦ της τὰ παλάτια, καθότανε καὶ μπῆκε αὐτός, χερόπιασέ την, κι εἶπε “Ἔλα, ἀκριβή, νὰ πέσουμε νὰ γλυκοκοιμηθοῦμε, τὶ ὁ Ἥφαιστος δὲν εἶν' ἐδῶ, παρὰ φτασμένος θά 'ναι στὴ Λῆμνο, ποὺ οἱ ἀγριόφωνοι οἱ Σινταῖοι λημεριάζουν.” Εἶπε, κι ἐκείνης ἀρεστὸ τῆς φάνη νὰ πλαγιάσουν.

Κι ἅμα ἔπεσαν, τοὺς κράταγαν ἀπὸ παντοῦ στὸ στρῶμα τὰ ψιλοκάμωτα δεσμὰ τοῦ ἑφτάξυπνου τοῦ Ἡφαίστου, καὶ μήτε νὰ σαλέψουνε, καὶ μήτε νὰ σηκώσουν μέρος κορμιοῦ δὲ δύνονταν. Καὶ τό 'νιωσαν πιὰ τότες πὼς τρόπο νὰ ξεφύγουνε τὸ δέσιμο δὲν εἶχε. Κι ἦρθε σιμά τους ἄξαφνα ὁ θεὸς ὁ κουτσοπόδης, ποὺ πίσω ξαναγύρισε, στὴ Λῆμνο πρὶ νὰ φτάση, τὶ ὁ Ἥλιος παραφύλαγε, καὶ μήνυμα τοῦ πῆγε. Κινάει πρὸς τὸ παλάτι του μὲ τὴν καρδιὰ θλιμμένη[7]. Στὰ πρόθυρα σὰ στάθηκε, βαρὺς καημὸς τὸν πῆρε, καὶ σέρνει φοβερὴ φωνή, καὶ στοὺς θεοὺς χουγιάζει "Πατέρα Δία, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι, νὰ δῆτε ἐλᾶτε, πράματα γιὰ γέλια, ν' ἀπορῆστε, τοῦ Δία πῶς μὲ ντρόπιασε ἡ κόρη ἡ Ἀφροδίτη, ἐμένα τὸν κουτσό[8], καὶ πάει μὲ τὸ φονιὰ τὸν Ἄρη, τ' εἶν' ὥριος καὶ γερόποδος αὐτός, κι ἐγὼ σακάτης ἀπὸ γεννήσιο μου καὶ ποιός τὸ φταίει παρὰ οἱ γονιοί μου, ποὺ κάλλιο νὰ μὴ μ' ἔσπερναν. Ἀμέτε τώρα, δῆτε[9], ἀπάνω στὸ κρεβάτι μου πῶς κοίτουνται κι οἱ δυό τους λυσσάζω ἐγὼ τηρώντας τους. Δὲν τὸ πιστεύω ὡς τόσο νὰ τὸ γυρέψουν ἄλλοτες παρόμοιο γλέντι ἐκεῖνοι, κι ἂς ἀγαπιοῦνται τρυφερά, μήτε γιὰ λίγην ὥρα μὰ τώρα ἀπ' τὰ κρυφὰ δεσμά, τοῦ κάκου δὲν τοὺς βγάζω πρὶν πάρω ἀπ' τὸν πατέρα της ὅλα τὰ δῶρα πίσω ποὺ γιὰ μιὰ τέτοια ἀδιάντροπη τοῦ εἶχα παραδομένα ἂν ὄμορφη εἶναι ἡ κόρη του, ὅμως μυαλὸ τῆς λείπει.”

Εἶπε, καὶ στὸ χαλκόπυργο οἱ θεοὶ μαζεύουνται ὅλοι ἦρθ' ὁ καλόβουλος Ἑρμῆς, ὁ σείστης Ποσειδώνας, μαζί τους κι ὁ δοξαριστὴς ὁ Ἀπόλλωνας ὁ ρήγας. Ὅμως οἱ θεὲς ντραπήκανε[10], καὶ μείνανε στὰ σπίτια. Στὰ ξώθυρα σταθήκανε οἱ θεοὶ οὶ μεγαλοδότες, κι ἄσβηστα γέλια ἀρχίσανε οἱ ἀθάνατοι τηρώντας τὴν τέχνη ποὺ σοφίστη ὁ νοῦς τοῦ ἑφτάξυπνου τοῦ Ἡφαίστου. Κι ἕνας τους τότες γύρισε καὶ λέει τοῦ πλαγινοῦ του “Δὲν ἔχει ὁ δόλος προκοπή[11], κι ὁ σιγανὸς προφταίνει τὸ γλήγορο δὲς τὸν ἀργὸ τὸν Ἥφαιστο πῶς πιάνει τὸν Ἄρη, ποὺ πιὸ σερπετὸς ἐδῶ δὲ βρίσκεται ἄλλος, μὲ τέχνες καὶ μὲ μαριολιές, καὶ τώρα θὰ πλερώνη[12].” Τέτοια λαλοῦσαν κι ἔκρεναν οἱ θεοὶ ἀναμεταξύ τους καὶ λέει τοῦ Ἑρμῆ ὁ Ἀπόλλωνας, τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ ρήγας. «Ὦ γιὲ τοῦ Δία, μηνυτὴ καὶ πλουτοδότη Ἑρμῆ μου, σὲ τέτοια δίχτυα δυνατὰ δὲ θά 'στεργες νὰ πέσης, ἂν εἶχες τὴν ὡριόχρυση Ἀφροδίτη στὸ πλευρό σου;» Κι ὁ μηνυτὴς ὁ Ἀργοφονιὰς, ἀπολογήθη κι εἶπε «Δοξαριστή μου Ἀπὀλλωνα, μακάρι νὰ γινόταν. Τρεῖς φορὲς τόσα ἂς μοῦ 'ριχταν δεσμὰ γύρω τριγύρω, κι ἂς μὲ κοιτάζατε οἱ θεοὶ κι οἱ θεὲς μαζί σας ὅλες, σώνει μὲ τὴν πανώρια ἐγὼ νὰ πλάγιαζα Ἀφροδίτη[13].» Εἶπε, κι οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ξεσπάσανε στὰ γέλια.

Μὰ παρακάλειε ἀγέλαστος[14] ὁ Ποσειδώνας πάντα τὸν τεχνοξάκουστο Ἥφαιστο τὸν Ἄρη νὰ ξελύση, καὶ τοῦ λαλοῦσε κι ἔλεγε μὲ φτερωμένα λόγια “Λῦσε τον, καὶ σοῦ τάζω ἐγώ, πὼς σὰν πού ἐσὺ γυρεύεις, αὐτὸς μπρὸς στοὺς ἀθάνατους τὸ δίκιο θὰ πλερώση.» Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε «Αὐτὸ μὴν τὸ γυρεύης μου, γαιοκράτη Ποσειδώνα κακή 'ναι ἡ τέτοια ἐγγύηση γιὰ τὸν κακὸ νὰ γίνη. Πῶς στοὺς ἀθάνατους ὀμπρὸς θὰ σὲ κρατῶ δεμένο, ἂν ὁ Ἄρης φύγη σὰ λυθῆ, χωρὶς νὰ μὲ πλερώση;» Καὶ τότε ἔτσι τοῦ μίλησε ὁ σείστης Ποσειδώνας «Κι ἂν τύχη ὁ Ἄρης, Ἥφαιστε, καὶ φύγη κι ἀστοχήση τὸ χρέος, ξέρε πὼς ἐγὼ θένα 'μαι ὁ πλερωτής σου.» Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος ἀπολογήθη κι εἶπε «Στὸ λόγο σου δὲ γίνεται νὰ πῶ ὄχι, μηδὲ πρέπει.»

Εἶπε, καὶ τὰ δεσμὰ ὁ τρανὸς ὁ Ἥφαιστος ξελύνει. Κι αὐτοὶ σὰ λευτερώθηκαν ἀπ' τῶ δεσμῶν τὸ βάρος, πετάξανε, καὶ κίνησε κατὰ τὴ Θράκη ὁ Ἄρης[15], κι ἡ φιλογέλαστη θεὰ στῆς Κύπρος πῆε τὴν Πάφο, ποὺ ἔχει ναό της καὶ βωμὸ μοσκολιβανισμένο. Οἱ Χάρες τήνε λούσανε, μὲ λάδι τὴν ἀλεῖψαν ἀθάνατο, ποὺ γιὰ θεῶν κορμιὰ μονάχα τό 'χουν, καὶ μὲ σκουτιὰ τὴν ἔντυσαν, ποὺ θάμαζες νὰ βλέπης. Αὐτὰ ὁ καλὸς τραγουδιστὴς τραγούδαε κι ὁ Δυσσέας φραινότανε ἀγρικώντας τα φραινόντουσαν κι οἱ ἄλλοι οἱ Φαίακες οἱ μακρόλαμνοι κι οἱ θαλασσακουσμένοι.


ραψωδία θ' της Οδύσσειας



[1] Φαίνεται πως ο Άρης εφήρμοσε το παλαιό κόλπο με την προσφορά δώρου για να ρίξη την Αφροδίτη. Ποια γυναίκα λέει όχι σε ένα κόσμημα άραγε;

[2] Έχετε αναρωτηθεί πώς βγήκε η φράσις «Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»;

[3] Το πόσο βαρέως το εξέλαβε ο Ήφαιστος θα φανή και από κατωτέρω όταν καταράται την στιγμήν που εγεννήθη, αφού εκ γενετής υπήρξεν χωλός

[4] Αέναη αντίδρασις των απατημένων. Ευθύς μόλις πληροφορηθούν την απιστίαν ζητούν και αποδείξεις ή το να πιαστή ο μοιχός σύντροφος εις την απιστίαν του

[5] Το πλέον διαδεδομένο κόλπο το απατημένων. Η αιφνίδιος επιστροφή από μια δήθεν μακραίωνη απουσία είναι ό,τι πρέπει ίνα πιασθή ο/η άπιστος σύντροφος επί το έργον.

[6] Αξιοσημείωτη η βιασύνη του Άρη να πάη να βρή την αγαπημένη αλλά μοιχαλίδα Αφροδίτη του. Φαίνεται ότι κι από την αρχαιότητα η προστυχιά δεν κρατούσε ούτε τους τύπους ούτε είχε να κάνει

[7] Προσέξατε καλά την γνώσιν της ψυχολογίας στην Ομηρική εποχή. Προσέξατε πόση γνώσις του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου υπήρχεν ώστε λεπτομερώς να αποδίδονται άπασαι αι μύχιαι σκέψεις και συναισθάνσεις του ατόμου ακόμα και για πράγματα όπως η συνειδητοποίσις της απιστίας. Ιδού τι πρεσβεύουν οι σύγχρονες έρευνες για τα άτομα αυτά. Ο απατημένος σύζυγος λένε βιώνει συναισθήματα εγκατάλειψης, ταπείνωσης, απογοήτευσης, αδυναμίας και απόρριψης. Νιώθει θύμα, βγάζει θυμό στο σύντροφό του αλλά και στον εαυτό του που δεν είχε αντιληφθεί το γεγονός. Ο Ήφαιστος καταριέται και την στιγμή που γεννήθηκε ακόμα

[8] Λέγει ο άγιος Παϊσιος χαρακτηριστικά: Όταν έχουμε κάποια αναπηρία, αν κάνουμε υπομονή και δεν γκρινιάζουμε, τότε έχουμε μεγαλύτερο μισθό. Γιατί όλοι οι ανάπηροι αποταμιεύουν. Ένας κουφό αυτί, ένας τυφλός από το τυφλό μάτι, ένας κουτσός από το κουτσό πόδι. Είναι μεγάλη υπόθεση! Αν κάνουν και λίγο αγώνα κατά των ψυχικών παθών, θα έχουν να λάβουν και στεφάνια από τον Θεό. Βλέπεις, οι ανάπηροι πολέμου παίρνουν σύνταξη, παίρνουν και παράσημα. Όποιος έχει ομορφιά, λεβεντιά, υγεία, και δεν αγωνίζεται να κόψη τα ελαττώματά του, θα του πη ο Θεός: «Απήλαυσες στην ζωή σου τα αγαθά σου, την λεβεντιά σου! Τι σου χρωστώ τώρα; Τίποτε». Ενώ όποιος έχει μια αναπηρία – είτε έτσι γεννήθηκε, είτε την κληρονόμησε από τους γονείς του, είτε την απέκτησε αργότερα -, πρέπει να χαίρεται, γιατί έχει να λάβη στην άλλη ζωή. Όταν μάλιστα δεν έχη φταίξει, θα έχη καθαρό ουράνιο μισθό, χωρίς κρατήσεις. Δεν είναι μικρό πράγμα μια ολόκληρη ζωή να μην μπορή κάποιος λ.χ. να απλώση το πόδι του, να μην μπορή να καθήση, να μην μπορή να κάνη μετάνοιες κ.λπ. Στην άλλη ζωή ο Θεός θα του πη: «Έλα, παιδί μου, κάθησε πια αιώνια άνετα σ’ αυτήν την πολυθρόνα». Γι’ αυτό λέω, χίλιες φορές να είχα γεννηθή καθυστερημένος διανοητικά, τυφλός, κουφός, γιατί θα είχα να λάβω τότε από τον Θεό.

[9] Ο Ήφαιστος ζητά την διαπόμπευση των μοιχών που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρο. Κατά τον Καθ. Γ. Μπαμπινιώτη (131, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 1966) διαπόμπευση είναι Δημοσίος Εξευτελισμός. Στο Βυζάντιο διαπόμπευαν τους τους μοιχούς. Η διαπομπευση γινοταν στα φόρα δηλ. στις αγορές (απο το Λατινικο forum και πληθυτικος fora) αλλα και στο αμφιθέατρο-ιππόδρομο, και στούς δρόμους και τις πλατείες. Δεν βγαζουμε λοιπον κατι (πχ. άπλυτα) ή άνθρωπο "στη φόρα" αλλα "στα φόρα". Επομένως η συνηθισμενη εκφραση "θα τα βγάλω όλα στη φόρα" είναι λάθος.

[10] το συναίσθημα της ντροπής που προέρχεται ιδίως από καταπάτηση των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων. Εδώ φαίνεται να το διαθέτουν όλες οι θεές πάρεξ φυσικά της Αφροδίτης που δεν δίστασε στο ίδιο το συζυγικό κρεβάτι της να βάλη τον εραστή της.

[11] Η έννοια της Ηθικής στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού ήδη από την εποχή του Σωκράτη, που θεωρείται ιδρυτής της. «Όπως ορίζεται σε όλα τα σύγχρονα λεξικά, «η γενική μελέτη του καλού και η γενική μελέτη της ορθής πράξεως αποτελούν το κύριο έργο της ηθικής» (The Cambridge Dictionary of Philosophy, 1955, σ. 244).

[12] Η Ομηρική ηθική: ο άνθρωπος, όταν κάνη κάποια αμαρτία, πρέπει να τιμωρηθή, για να πληρώση για το κακό που έκανε

[13] Ενθάδε ο Ερμής προβάλλει τον ενδόμυχο πόθο όλων εκείνων που κατακρίνουν τάχα και διαπομπεύουν τον/την άπιστο. Κατ’ ουσίαν ο διαπομπεύσας το ίδιο θα έπραττε και άρα ίσως έχει βάσιν αυτό που λένε ότι ό,τι κατακρίνουμε συνήθως το επιδοκιμάζουμε

[14] Ο Ποσειδώνας εμφανίζεται εδώ ως η μόνη συνείδηση που δεν επιχαίρει με αυτήν την μορφή εκδικήσεως. Είναι φαίνεται ο μόνος που κατανοεί την διαφορά της δικαιοσύνης και της στυγνής εκδικήσεως. Δια τούτο ζητά επιτακτικά να σταματήση αυτό που γίνεται. Το καλύτερο είδος της εκδικήσεως είναι να μην είναι κανείς όμοιος με εκείνον που του προξένησε την βλάβη είχε πεί ο Μάρκος Αυρήλιος.

[15] Μετα την διαπόμπευση ο διαπομπευθείς εξοριζόταν de facto, επειδή καταντούσε περίγελως των συντοπιτών του έπαιρνε των ομματιών του.(Δηλ. πηρε το όνειδος (ρεζίλικι) των ματιών του , την τύφλωση)


DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him