Αἰσχύλου Εὐφορίωνος: Ευμενίδες (ΜΕΡΟΣ Α')




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


Οι Ευμενίδες (Ερινύες) κυνηγούν τον Ορέστη


Α. Απ’ τον βίον του Αισχύλου

Εγεννήθη τω 525 στην Σαλαμίνα. Είκοσι και πέντε ετών ενεμφανίσθη δια πρώτην φοράν ως ποιητής. Η πρώτη του νίκη σε δραματικό αγώνα επήλθε το 484 π.Χ.

Πολέμησε στον Μαραθώνα τω 490 και μετά από 10 χρόνια και στην Σαλαμίνα. Εις ηλικίαν 50 ετών τω 472 εδίδαξεν τους Πέρσες τραγωδία που αντικατοπτρίζει την μεγάλη νίκη των ελλήνων στην ναυμαχία που καθόρισε και την ζωή του.


Priamel: η απ'την αρχαιότητα τεχνική της προοδευτικής εστίασης στο θέμα καλά κρατεί

Τιμής ένεκεν στον διδάσκαλο μου

της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Νικόλαο Γεωργαντζόγλου






ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν








«Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι …».

Έτσι ξεκινά ένα από τα κορυφαία και πιο γνωστά μας δημοτικά τραγούδια. Διαβάζομεν: «Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης[1]». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν πιο γνωστή μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη[2] στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ[3]». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ.»

Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.

Εμείς εδώ θα μείνουμε στους 2 πρώτους αρχικούς στίχους. Αληθώς πώς ξεκινά το άσμα; Με τριπλή δήλωση. Σημαίνει λέγει πρώτα ο θεός, μετά η γή, ακολουθούν τα ουράνια όλα και στο τέλος σημαίνει και το μέγα μοναστήρι. Πρίν ηχήσουν τα σήμαντρα, οι καμπάνες της μεγάλης του Θεού Σοφίας εκκλησίας, έχουν ηχήσει σάλπιγγες, έχουν ακουστεί ήχοι χερουβειμικοί τόσο του ίδιου του Θεού και των αγγέλων αυτού, αλλά και όλου του ουρανού και της γής. Άραγε με το να τοποθετείται η Αγιά Σοφιά στο τέλος αποκλιμακώνεται η έντασις ή κλιμακώνεται; Με άλλα λόγια προχωράμε από το μεγάλο και σπουδαίο, εδώ πρώτα ο ίδιος ο Θεός, προς το ταπεινότερο ή συμβαίνει το ανάποδο; Αλλά αν υπάρχει κορύφωσις με την Αγιά Σοφιά δεν σμικρύνει το θείο; Δεν είναι ύβρις;

Νομίζομεν πως έχουμε τω όντι κορύφωσιν αλλά στην βάσιν της ίσης αξίας, του ιδίου μεγέθους. Εδώ η Αγιά Σοφιά αν μη τι άλλο τίθεται ισόθεος και ισουράνιος πολιτεία. Υπάρχει ο κόσμος και αυτός δεν είναι άλλος παρά ο Θεός, η γής, ο ουρανός και η Αγιά Σοφιά. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο σπουδαίο. Και προσέξατε το ζευγαρωτό σχήμα εναλλάξ…

Σημαίνει ὁ Θεός,                 σημαίνει ἡ γῆς, 
σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,     σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά

Σαν σημαίνει ο Θεός σημαίνει κι όλος ο ουρανός, και σαν σημαίνει η Αγιά Σοφιά σημαίνει όλη η γής. Μόνον που η Αγιά Σοφιά ετέθη στο τέλος χάριν κορυφώσεως και επιτάσεως.

Δεν είναι εδώ το θέμα μας το δημοτικό τραγούδι ούτε αυτό το έξοχο της Αγιά Σοφιάς. Είναι να δείξουμε αυτήν την τεχνική της κορυφώσεως. Στην φιλολογία αυτή η τεχνική έχει την ονομασία Priamel. Προτού πούμε περισσότερα για τον όρο ας δώσουμε άλλο ένα παράδειγμα από την δημοτική μας ποίηση κι αυτό παρεμφερές του πρώτου.

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.

Ο γερμανικός όρος Priamel (από τη Λατινική λέξη praeambulum = προοίμιο) εισήχθη στις κλασσικές σπουδές από τον γερμανό φιλόλογο Franz Dornseiff[4] στο μεγαλειώδες έργον του «Το ύφος του Πινδάρου»[5] το 1921. Ο αγαθός γερμανός φιλόλογος αναγκάστηκε εκ του μη όντος να δημιουργήσει τον όρον αυτόν καθώς δεν υπήρχε ονομασία της τεχνικής αυτής, αν και εκ της ελληνικής αρχαϊκής περιόδου ήδη γνωστής, βάσει των γνώσεών του στην μεσαιωνική στιχουργική της γερμανικής λογοτεχνίας.

Ο όρος ανεφέρετο σε ένα ποιητικό είδος που συνετίθετο κατά κύριο λόγο στη Γερμανία από τον 12ο μέχρι τον 16ο αιώνα[6]. Τέτοια priamel ήταν, στο σύνολό τους, σύντομα ποιήματα που αποτελούνταν από μια σειρά φαινομενικά άσχετων, και συχνά παράδοξων καταστάσεων, οι οποίες πολύ εύμορφα και τεχνηέντως συνταιριάζονταν μαζί στο τέλος , συνήθως στο τελευταίο στίχο.


Μερικοί δικοί μας μελετητές την τεχνικήν αυτήν την λέγουν και «τριμερές σχήμα»[7]. Το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα τέτοιου σχήματος απαντά σε ένα ποίημα της Σαπφούς (γνωστό από τον καταληκτικό του στίχο):

        Οἰ μὲν ἰππήων στρότον οἰ δὲ πέσδων
        οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
        ἔμμεναι κάλλιστον ἔγω δὲ κῆν᾽
        ὄττω τὶς ἔραται.

(= Ο ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη, το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό, εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά) (μτφρ. Δ. Ιακώβ)

Ιδού ένα ακόμα παράδειγμα από τον Αρχίλοχο:

        οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
        οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ’ ὑπεξυρημένον,
        ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
        ῥοικός, ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί, καρδίης πλέως.

(= Δε μου αρέσει ο στρατηγός που είναι ψηλός και κάνει δρασκελιές μεγάλες, που περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και φιλάρεσκα ξυρίζει το γένι του. Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει η καρδιά του) (μτφρ. Δ. Ιακώβ)

Και ένα άλλο ακόμα πιο δυσδιάκριτο από την Ιλιάδα (Α 135κε):

Αλλ᾿ εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ 
ἄρσαντες κατὰ θυμὸν ὅπως ἀντάξιον ἔσται·
εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας, ἢ Ὀδυσῆος
ἄξω ἑλών· ὃ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι

(= Αλλ’ αν δώρον ισότιμο της αρεσιάς μου λάβω
απ’ τους γενναίους Αχαιούς, αρκεί, και αν δεν μου δώσουν,
θα έλθω με το χέρι μου να πάρω ή το δικό σου
το δώρον ή του Αίαντος ή κείνο του Οδυσσέως.
Κι εις όποιον έλθω, την χολήν, θαρρώ θα του κινήσω.)
 

Για κάποιους μελετητές ακόμα, το priamel είναι ευρύτερη δομή και ως τέτοια δεν είναι απλώς η απόρριψη σειράς στοιχείων για την ανάδειξη ενός τελικού, αλλά έχει κεντρική θέση στην αρχαϊκή αισθητική, ως «προοδευτική εστίαση στο θέμα, η οποία λειτουργεί ως μια μορφή retardatio (επιβράδυνση) και αποσκοπεί στην κλιμάκωση της έντασης».

Με αυτή την εκδοχή μπορεί να συνδεθεί γενικώς με τα τριαδικά σχήματα που είναι πολύ κοινά και στη λαϊκή λογοτεχνία (πβ. το τριαδικό σχήμα των δημοτικών τραγουδιών,

        «ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη
        παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο»)

Μια σχετική τριαδική δομή μπορούμε να πούμε ότι απαντά στα λόγια του Χριστού στην Καινή Διαθήκη: Ματθ. 8,20,

καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ

Σε κάθε περίπτωση το τρίτο μέλος σε τέτοιες τριάδες αποτελεί ένα είδος κορύφωσης.

Εμείς εδώ αφού επισημάνουμε ακόμα ότι εν τέλει μόνον δύο είδη τέτοιου σχήματος υπάρχουν κατά τον Gerber[8] το αντιθετικό και το αναλογικό[9], θα διαφωνήσουμε με την απόδοση του όρου σαν «τριαδική δομή», «τριμερές σχήμα» κτλ. Ναι μεν επιβιώνει ως τις μέρες μας[10] ως επι των πλείστων των περιπτώσεων με τρία μέλη, αλλά τούτο δεν είναι ο κανόνας. Στο δημοτικό τραγούδι της Αγιά Σοφιάς όπως είδαμε στην αρχή τα μέλη είναι τέσσερα – Θεός, γής, ουράνια, Αγιά Σοφιά - και η κορύφωσις επέρχεται με το τέταρτο μέλος. Αλλά ακόμα και στο αρχαίο λυρικό ποίημα της Σαπφούς τα μέλη είναι κι αυτά 4 – πεζικό, ιππικό, ναυτικό, ερώμενος - και η αντίθεση, η κορύφωσις επέρχεται με το τέταρτον μέλος. Θα αποδίδαμε τον όρο καλύτερα του σχήματος αυτού ως «κλιμακούμενη προδιάθεσις». Διότι και βαθμιαία έντασις υπάρχει αλλά και το κάθε μέλος με το να παρατίθεται το ένα ως συνέχεια του άλλου προδιαθέτει πως κάτι το μεγάλο επέρχεται είτε αναλογικώς είτε αντιθετικώς.

Επίσης θα εμμείνουμε σε αυτό που εσημειώθη ανωτέρω. Το ξαναλέμε διότι είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Το σχήμα τούτο είναι ευρύτερη δομή και ως τέτοια δεν είναι απλώς η απόρριψη ή η παράθεσις σειράς στοιχείων για την ανάδειξη ενός τελικού, αλλά έχει κεντρική θέση στην αρχαϊκή αισθητική. Με άλλα λόγια εμείς εδώ για να δείξουμε την τεχνική της βαθμιαίας και κλιμακούμενης αυτής προδιαθέσεως και κορυφώσεως παραθέσαμε απλά παραδείγματα δημοτικής κυρίως ποιήσεως και λυρικής. Όμως δέον να εννοήσουμε καλώς ότι η τεχνική αυτή είναι πιο ευρεία, πιο μεγάλη και δεν έχει να κάνει παρά με την αισθητική, το ύφος, την λογοτεχνική δημιουργία που κρατεί από την αρχαϊκή περίοδο.

Θα σας δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα μιας τέτοιας βαθμιαίας προδιαθέσεως από τον Πίνδαρο που πάνυ εξόχως ανέλυσε ο καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαος Γεωργαντζόγλου[11] σε ένα δοκίμιο – μελέτη του. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι οι πρώτοι στίχοι από τον 1ον Ολυμπιόνικο[12] του Πινδάρου, προς τιμήν του Ιέρωνα του Συρακουσίου, νικητή στους ιππικούς αγώνες (476 π.Χ.).

«Το νερό η τελειότης. Μα ο χρυσός, φλόγα που καίει,
καταυγάζει τη νύχτα τον πλούτο τον μέγα.
Αλλ’ αν θέλεις, τρυφερή μου ψυχή, να υμνήσεις αγώνες,
απ’ τον ήλιο μην ψάχνεις λαμπρότερο άστρο τη μέρα
μες στον ολόφωτο αιθέρα και άλλους αγώνες υπέρτερους
από της Ολυμπίας…»

Ο ποιητής πώς ξεκινά τον ύμνο του; Μα με το σχήμα της βαθμιαίας κορυφώσεως και προδιαθέσεως. Ψάχνει θέμα για να υμνήσει και δεν βρίσκει τι θα μπορούσε να είναι εξοχότερο από αυτό της εξυμνήσεως των νικών σε ολυμπιακούς αγώνες. Η ευρύτερη δομή έγκειται τόσο στο μακροσκελέστερο ξεδίπλωμα των μελών της κορυφώσεως όσο και εις την όλη κατασκευή, αφού προδιαθέτοντας ο ποιητής τον ακροατή και ξεστομίζοντάς του μια τέτοια μεγαλοστομία, ότι δεν υπάρχει εξοχότερο πράγμα από αυτό που θα υμνήσει, εν προκειμένω νίκη σε αγώνα της Ολυμπίας, δεν μένει παρά να δικαιολογήσει και αυτό που είπε, να φανεί στο τέλος ότι δικαίως είπε και έπραξε τα υμνηθέντα υπ' αυτού και να μην εκτεθεί.

Αυτή η προκατάληψις, το να προκαταλαμβάνει ο αγορητής, ποιητής, αοιδός, υμνητής τα πλήθη ήδη από προοιμίου με το βασικό του θέμα και να το παρουσιάζει ως κάτι το έξοχο, το ισόθεο, το μεγαλειώδες δεν έχει να κάνει παρά με την ενδόμυχη επιθυμία του ανθρώπου διαχρονικώς τόσο να καταδείξει ότι δεν καταπιάνεται με θέματα μικρά αλλά με σπουδαία, για τούτο και απαιτεί τον σεβασμό των υπολοίπων, όσο και το ότι ταύτα άπαντα τα γραφόμενα και τραγουδισμένα απ αυτόν θα μείνουν κτήμα για πάντα στην ανθρωπότητα και αυτός ο ίδιος θα δοξάζεται από τις ερχόμενες γενεές. Το έργο του δεν θα χαθεί ούτε θα λησμονηθεί αλλά θα ζήσει στο διηνεκές.

Θυμηθείτε την αρχή της Ιλιάδας για παράδειγμα και την αρχή της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Ο πρώτος λέγει «μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην ή μυρί’ ‘Αχαιοίς άλγε’ έθηκε» και ο άλλος πάλι «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.» Ο ένας καταπιάνεται να δείξει ότι η οργή ενός ανθρώπου υπήρξε αρχή κακών άλλων αθώων ανθρώπων που δεν όριζαν την μοίρα των και ο άλλος υπολανθάνει ότι δεν θα ξεχασθεί το έργο του αλλά θα είναι χρήσιμο για πάντα. Αυτήν την αισθητική και περιεχόμενο υπηρετεί αυτή η τεχνική που μόλις δείξαμε.






[1] Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Ανώνυμος, επιμέλεια: Εμμ. Κριαράς

[2] Ο Νικόλαος Πολίτης (Καλαμάτα 1852 - Αθήνα 1921) ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστήμίου Αθηνών. Θεωρείται ως ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα.

[3] Πολίτης, Νικόλαος Γ.,1852-1921, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Εν Αθήναις :Τυπογραφείον "Εστία",1914.

[4] Franz Dornseiff (γεννημένος στις 20 Μάρ. του 1888 στο Giessen απεβίωσε στις 22 Μαΐου 1960 στο Markkleeberg) ήταν Γερμανός μελετητής των κλασικών γραμμάτων

[5] Μια σύντομη επισκόπηση του μεγάλου αυτού έργου μπορείτε να βρείτε εδώ: Pindars Stil by Franz Dornseiff, Review by: Lawrence H. Baker The American Journal of Philology  Vol. 43, No. 4 (1922), pp. 376-377

[6] Εισηγητή του είδους θεωρούν κάποιον γερμανό ποιητή ονόματι Hans Rosenblut. Ο Hans Rosenblut με το παρατσούκλι "Ο φλύαρος» (Schnepperer), γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1400 και 1405, κατά πάσα πιθανότητα στη Νυρεμβέργη. Πέθανε κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 1470. Υπήρξε αυτοδίδακτος, αγνοούσε την Λατινική γλώσσα που δέσποζε ως επίσημη στην Ευρώπη εκείνην την εποχή, αλλά ήταν και ένας από τους πλέον παραγωγικούς συγγραφείς. Το γράψιμο απετέλεσε για αυτόν δεύτερη δουλειά, για να λαμβάνει κάποιο εισόδημα. Η φήμη του οφείλεται στην σάτιρα του, που μερικές φορές φθάνει στο όριο του γκροτέσκου. Τα βιβλία του κατανέμονται στις εξής κατηγορίες / είδη: έντεκα σάτιρες (Schwanke), μερικές ιστορίες για θρησκευτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των έργων «Η αυτοκράτειρα της Ρώμης» και «Ο βασιλιάς στο μπάνιο», δεκατρείς διδακτικοί λόγοι μεταξύ των οποίων «Ο κόσμος», «η Εξομολόγηση», «Ο πόλεμος των Γυναικών» και το «Η γυναίκα και ο ιερέας», έξι πολιτικές ομιλίες και μαρτυρίες σχετικά με ιστορικά γεγονότα, δημοφιλή τραγούδια, Διακωμωδήσεις. Αν και χρησιμοποιεί συχνά θέματα που αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των παραμυθάδων της μεσαιωνικής Ευρώπης, ο Rosenplüt αναπτύσσει μια ορισμένη ευδιάκριτη τέχνη. Στα έργα του κατάγγελνε την τοκογλυφία, την διαφθορά της δικαιοσύνης, την αριστοκρατία, για την λαμπρότητα της και την αδιαφορία της για τις δυστυχίες των ανθρώπων. Πίσω από τα γραπτά του Rosenplüt αναδύονται σημάδια χειραφέτησης των πολιτών του δέκατου πέμπτου αιώνα, η συνείδηση εκ μέρους τωνότι αποτελούν μια δύναμη, μια τάξη σε άνοδο. Το έργο του αντικατοπτρίζει πολύ καλά τις αλλαγές που σηματοδοτούν την νότια Γερμανία στα τέλη του Μεσαίωνα.

[8] Douglas E. Gerber is Fox Professor of Classical Studies, University of Western Ontario.

[9] Αντιθετικόν είναι το παράδειγμα της Σαπφούς, αναλογικόν του Θεόγνιδος βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΟΓΛΟΥ: «Το Priamel στην Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση. Υφολογικές – Ερμηνευτικές Παρατηρήσεις”, Ελληνικά 55 (2005) 219-238»

[10] Ακόμα κι όταν λέμε στον προφορικό λόγο το «ούτε εκείνο είναι, ούτε το άλλο..» συνήθως στο τρίτο μέλος λέμε αυτό που θέλουμε να πούμε χάριν εμφάσεως

[11] Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και διευθυντής του τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (δείτε εδώ)

[12] Μετάφραση: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου. Ο 1ος Ολυμπιόνικος, αφιερωμένος στον ολυμπιονίκη σε ιππικούς αγώνες («κέλητι») τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα Α’ (477-466 π.Χ.), αναπτύσσεται, όπως γενικά οι επινίκιες ωδές του Πινδάρου, γύρω από έναν εύστοχα επιλεγμένο μυθικό άξονα: Τη νίκη του Πέλοπα, γιου του ομοτράπεζου των θεών Ταντάλου, κατά του Οινομάου του βασιλιά της Πίσας, σε αρματοδρομία με έπαθλο την ωραία Ιπποδάμεια. Ο ιδεολογικός σκοπός  προφανής: Το μυθικό βάθος προσδίδει στον τιμώμενο «σύγχρονο» ολυμπιονίκη την αίγλη της διαχρονίας της αρετής και της βέβαιης διαιώνισης της φήμης. Εκείνο, όμως που φρεσκάρει θαυμαστά τη σταθερή αυτή ποιητική μέθοδο στη συγκεκριμένη σύνθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Πίνδαρος παρεμβαίνει ευθέως στο μύθο και μετατρέπει μια ιστορία αγριότητας και κανιβαλισμού σε ιστορία έρωτα. Το τίμημα του έρωτα είναι αναπόφευκτα ο θάνατος και για την ακρίβεια η θνητότητα, παρηγορία δε για τη θνητότητα η δόξα της νίκης. Το μυθικό τότε γίνεται έτσι ολοζώντανο τώρα όχι μέσα από τα καθέκαστα του μύθου αλλά μέσα από την ανθρώπινη συνθήκη που τον γεννά.