Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

Theo Xarit

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια. Απάντηση σε Νεοπαγανιστές και Προτεστάντες.


Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια


Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια. Του π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών.




Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ξεσκεπάζει μια Δυτικόφερτη συνωμοσία των αρχαίων Παγανιστών, την οποία συνεχίζουν να συντηρούν σε συνεργασία Νεοπαγανιστές και Προτεστάντες!

Η εορτή του αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του, της αγίας Ελένης, που είχαμε πριν από δύο μέρες, επικαιροποιεί το θέμα το οποίον εξαγγείλατε προηγουμένως.


Η σωστή χρήση των πηγών



Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε μέγα αίνιγμα ή στυγνός δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους δε, το μέγα θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικρατούν συνήθως ιδεολογικά κριτήρια και παραταξιακές εκτιμήσεις ερήμην των πηγών. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο χώρο της ιστορίας, που οδηγεί αυτόχρημα στην αυτοκατάργηση του ιστορικού και των ερευνών του, είναι η χρησιμοποίηση της ιστορίας με οποιεσδήποτε διασκευές της κατά το δοκούν, ώστε να χρησιμοποιείται για να αποδειχθούν πράγματα που ιστορικά δεν θεμελιώνονται.

Ένα άλλο επίσης πρόβλημα είναι όχι μόνον η ιδεολογική χρήση της ιστορίας και των πηγών ακόμη, αλλά είναι και ο ιστορικός αναχρονισμός. Να επιχειρούνται δηλαδή ερμηνευτικές προσβάσεις στα ιστορικά γεγονότα και στα ιστορικά πρόσωπα μέσα από κρίσεις και προϋποθέσεις του παρόντος, του οποιουδήποτε παρόντος. Γνωρίζετε ασφαλώς όλοι ότι όταν συντάσσει κανείς μια ιστορική διατριβή και μάλιστα αν είναι διδακτορική διατριβή που είναι η σημαντικότερη εργασία ενός επιστήμονος, παραθέτει ένα εισαγωγικό ή πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εποχή μέσα στην οποία τοποθετούνται τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Αυτή η τοποθέτησις είναι απολύτως αναγκαία, σφαιρική από πάσης πλευράς τοποθέτηση, για να μπορεί κανείς τα συμπεράσματα τα οποία θα συναγάγει, να τα τεκμηριώνει και μάλιστα κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επαναλαμβάνω, είναι από τις μεγαλύτερες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία, στην εποχή μας περισσότερο. Επίσης, είναι δυνατόν, να στοχάζεται κανείς εις τα ιστορικά γεγονότα ερήμην των πηγών. Αυτό είναι μυθιστόρημα, δεν είναι ιστορία.

Μυθιστόρημα σημαίνει, ή ιστορικό ρομάντσο ακόμη, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κανείς κάποια γεγονότα τα οποία έστω, στηρίζονται στις πηγές και τα συνδέει με έναν αυθαίρετο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι πάλι άλλη νόσος της ιστορικής επιστήμης. Ο μακαρίτης, ο μέχρι του θανάτου του πατριάρχης των εκκλησιαστικών ιστορικών στον τόπο μας, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, μ’ ένα κλασικό έργο που μας έδωσε για την ιστορία, πολύτομο, του νέου ελληνισμού, αναγκάζεται να απολογηθεί στην επανέκδοση του πρώτου και δευτέρου τόμου και να πει το εξής, ότι «με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές», έλεγε ο Βακαλόπουλος, «και εν συνεχεία σεις, κάμνετε τους στοχασμούς σας».

Επαναλαμβάνω λοιπόν, ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιστορικός αναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, και εν συνεχεία ανέρειστος, αθεμελίωτος στοχασμός, καταργούν τον ιστορικό και την έρευνά του.


Οι πηγές


Μιλώντας για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες; Ο σύγχρονος ιστορικός, ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος συνεδέετο με φιλικούς δεσμούς με τον Μέγα Κωνσταντίνο και γι’ αυτό το λόγο και οι δικές του πληροφορίες πρέπει να κρίνονται και να διασταυρώνονται με άλλες πηγές. Αν δεν μπορούν να διασταυρωθούν παραμένουν ως μαρτυρίες αλλά που δε μπορεί να τις επικαλείται κανείς και να υποστηρίξει αυτό το οποίον θέλει.

Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, φίλος του γιου του Κωνσταντίνου, του Κρίσπου, ήταν οΛακτάντιος. «Περί του θανάτου των διωκτών», του Χριστιανισμού προφανώς, έχει γράψει. Είναι όμως και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ο οποίος εις τα έπη του ασχολείται με τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θεωρεί την δευτέρα, Νέα Ρώμη, ως σύνδεσμο Ανατολής και Δύσεως, θα επανέλθω σ’ αυτό. Αυτές είναι οι ασφαλέστερες, σύγχρονες πηγές.



Ζώσιμος



Από την άλλη πλευρά, πηγή που περιέχει όποιο αρνητικό στοιχείο επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι ο ειδωλολάτρης, ο εθνικός και φανατικός μάλιστα ειδωλολάτρης ιστορικός, ο Ζώσιμος. 425 περίπου με 518. Γράφει δηλαδή ένα, ενάμιση αιώνα μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Ευσέβιος όπως είπαμε είναι ο πατέρας της Εκκλησιαστικής ιστορίας και κοιμάται, αποθνήσκει, περί το 339, 340. Το 337 πεθαίνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άρα είναι σύγχρονος. Ο Zώσιμος ήταν φανατικός οπαδός της αρχαίας θρησκείας και έγραψε το έργο «Ιστορία Νέα» που αρχίζει από τον Αύγουστο και τελειώνει το 410, σε έξι βιβλία. Οι πηγές του είναι παγανιστικές. Οι πληροφορίες τις οποίες δίδει δεν διασταυρώνονται. Αλλά εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίπτωση εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αντλούν συνεχώς από αναπόδεικτα στοιχεία τα οποία παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλέπετε πως προσπαθώ να μείνω αντικειμενικός, δεν είναι αν εμάς μας ενδιαφέρει ο Κωνσταντίνος να φανεί καλός ή κακός. Το πρόβλημα στην έρευνα είναι τι λέγουν οι πηγές. Επομένως, και ο Ευσέβιος σε πολλά σημεία πρέπει να δεχθεί αυτή τη διασταύρωση για το έγκυρο των πληροφοριών του, αλλά πολύ περισσότερο ο Ζώσιμος που είναι και μεταγενέστερος. Είναι απορριπτικός έναντι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και είναι συγχρόνως λιβελογράφος.

Η επιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ότι ο Ζώσιμος πραγματικά δεν υπήρξε ιστορικός επιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, είναι ηθικολόγος περισσότερο παρά επιστήμων. Υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο, του Ντίντλεϋ, σε ένα περίφημο γερμανικό περιοδικό του 1972. Όπως επίσης ένα σπουδαίο άρθρο, που έχει τον Ντίντλεϋ υπόψιν, εις το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, του κυρίου Τσακανίκα. Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη. Εντελώς διαφορετικά δηλαδή είναι τα πράγματα απ’ ό,τι τα παρουσιάζει ο Ζώσιμος.

Σημασία έχει ότι άκριτα αναπαράγονται από τους μεταγενεστέρους, και μάλιστα από τους συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ή νεοειδωλολάτρες, οι απόψεις του Ζωσίμου. Σκόπιμα για να στιγματιστεί και απορριφθεί ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έργο του. Να σπιλωθεί και να υποτιμηθεί το πρόσωπό του. Η κορύφωση είναι η ύπουλη πραγματικά και αδίωκτη, ακαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τι να κάνεις, που να προσφύγεις σε ποια δικαιοσύνη σ’ αυτό το χώρο, είναι τα όσα δημοσιεύονται, ανώνυμα τις περισσότερες φορές. Πόσες φορές μου στέλνουν κείμενα, από το ίντερνετ, άλλοι με επαινούν αλλά οι περισσότεροι, κυρίως οι νεοειδωλολάτρες, με κατηγορούν και μου αποδίδουν απόψεις που ποτέ δεν τις σκέφτηκα. Άλλοι το κάνουν ίσως για να αποκτήσουν κύρος, να μην τους αδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στην έρευνα, σου λέει το λέει και ο Μεταλληνός. Κι αυτό είναι τιμή μου. Αλλά δε με τιμά το ότι μου αποδίδουν απόψεις που δεν τις γνωρίζω εγώ ο ίδιος. Δε θέλω τώρα να φέρω… έτσι δουλεύει και ο… θα πω το όνομα διότι είναι δημόσια πράγματα, ο κύριος Γεωργαλάς, ο παλαιός συνεργάτης του Παπαδοπούλου, είναι ανέντιμο διότι αποδίδει σε κάποιο βιβλίο ανθελληνικές θέσεις τις οποίες ποτέ δε σκέφτηκα. … (απάντηση σε ακροατή: Ο Γεωργαλάς… ζει… και να ’ναι καλά ο άνθρωπος και να ζήσει και να μετανοήσει πριν φύγει από τον κόσμο για τα ψέματα τα οποία λέει.) Μένει όμως το κείμενο και το παίρνουν φοιτητές. Αυτό γίνεται γενικά και με τον Ζώσιμο. Ο Βολταίρος επί παραδείγματι, τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Κωνσταντίνο. Ο Γίββων τοποθετείται αρνητικά και θα το δούμε αυτό στη συνέχεια. Αμέσως τώρα, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι διαχρονικά και συγχρονικά στην εποχή μας, κατηγορούν και απορρίπτουν τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, τον 19ο αιώνα, ο πρώτος μεγάλος ιστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει να ανανεωθούν σήμερα, αλλά βασικά το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, το λέγω γι’ αυτούς που ίσως δεν το γνωρίζουν, ο Παπαρηγόπουλος έχει ένα προσόν: δε στοχάζεται κυρίως αλλά ακολουθεί τις ιστορικές πηγές. Το έργο του είναι ανάπτυξη των ιστορικών πηγών. Άρα και να μη βρει κανείς όλες τις πηγές, μπορεί πιστότατα να τις μελετήσει όπως αποδίδονται από τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Λέγει λοιπόν. Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. 

Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές, κατά τον Ζώσιμο, συμφορές του κράτους. Και σήμερα λοιπόν αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον έχουν δίκιο, θα το δούμε στη συνέχεια. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού. Μια γνώμη του Ζωσίμου, που διέφυγε, την υπογραμμίζω: «εγκατέλειπε το πάτριον δόγμα και ησπάσθη την ασέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Ασέβεια είναι ο Χριστιανισμός. Και η πάτρια θρησκεία τιμάται! 

Βέβαια ένας ερευνητής της ιστορίας όπως ο ομιλών, δεν ασχολείται με συναισθηματικά πράγματα. Αλλά καταλαβαίνετε, πώς ανατρέπεται η προοπτική και πως περιμένεις να επαινέσει κάποιος τον Κωνσταντίνο όταν έχει αυτή τη βασική προοπτική στην προσέγγισή του. Παρόλα αυτά, σπεύδω να πω ότι πολλές φορές ο Ζώσιμος ή αποσιωπά σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου ή τον επαινεί για τις αρετές τις οποίες διέθετε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλώντας για τον Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεί την εξής παροιμία που ίσως είναι δική του: «θαυμάζει ανδρός αρετήν και πολέμιος». Τη λεβεντιά ενός ανθρώπου τη θαυμάζει και ο αντίπαλός του. Όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου σημαίνει ότι κάτι αξίζεις. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται ο Ζώσιμος να επαινέσει τον Κωνσταντίνο.


Διαφωτιστές



Οι Διαφωτιστές λοιπόν, ο Γίββων, ο Βολταίρος. Ο Βολταίρος συνεχώς απορρίπτει το Βυζάντιο ο δε Γίββων ακόμη και στον τίτλο του βιβλίου του, ναι μεν δεν αρνείται ότι το όνομα της αυτοκρατορίας δεν είναι Βυζάντιο αλλά είναι Νέα Ρώμη, είναι συνέχεια από πλευράς πολιτικής και εδαφικής αλλά όχι και πολιτιστικής και πνευματικής, της παλαιάς Ρώμης, μιλεί για την Decline and Fall of the Roman Empire. Δηλαδή είναι το κατρακύλισμα και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό οφείλεται κατ’ αυτόν, κατά τον Γίββωνα, στον Χριστιανισμό. Το έργο του είναι σπουδαίο, αλλά όταν έχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε το βασικό μειονέκτημά του.

Στη διαστροφή των πνευμάτων κατά τον Παπαρηγόπουλο, ουκ ολίγον συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος εις το αγιολόγιο του παπισμού (σημ. ΟΟΔΕ: τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να μισείται ή να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη και οδήγησε στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. 
Αν γινότανε κάτι τώρα σε μας, λέγω τώρα μια σκέψη, η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, τι θα κάναμε κύριε δήμαρχε εμείς, οι χαμουτζήδες, όπως μας λένε οι βόρειοι, σ’ αυτή τη μεταβολή; 

Σημασία τώρα ουσιαστικότερη έχει το εξής: το όνομα Κωνσταντίνος μολονότι εννοιολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική, αλλά το όνομα Κωνσταντίνος επεκράτησε στη Δύση. Από το σχίσμα και μετά, ουδείς πάπας και ουδείς ηγεμόνας της Δύσεως, έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Έγινε το μισητότερο όνομα εις την Δύση εν αντιθέσει με την Ανατολή που φθάσαμε πριν από κάποια χρόνια από τον ανώτατο άρχοντα και όχι μόνο τον πρώην, τον τέως βασιλέα, αλλά και πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, να έχουν όλοι το όνομα Κωνσταντίνος. 

Και η μακαρίτισσα η Μαλβίνα η Κάραλη, είπε κάποτε με κάποια αγανάκτηση, καλά βρε παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Βρασσίδας, Επαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντίνοι υπάρχουν. Έγινε το αγαπητότερο όνομα, κι επειδή έχω και τον γαμπρό μου Κωνσταντίνο, συγνώμη γι’ αυτό που λέγω, το έζησα και προχτές, οι Κωνσταντίνοι έγιναν, δόξα τω Θεώ, περισσότεροι από τους Γιώργηδες και τους Γιάννηδες. Αυτό σημαίνει πόσο αγαπήθηκε, λαογραφικά μιλώ αυτή τη στιγμή, πόσο αγαπήθηκε αυτό το όνομα.

Και τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες οι οποίοι, ακρίτως, ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι.


Βιογραφικά στοιχεία Μέγα Κωνσταντίνου



Δύο τρία βιογραφικά στοιχεία πριν προχωρήσω σε κάποιες απολογητικές θέσεις. Το όνομα του ήτανImperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – το πλήρες όνομα όταν από το 324 έγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου περί το 280. Κατ’ άλλους λίγο ενωρίτερα, κατ’ άλλους λίγο αργότερα. Στη Ναϊσό, εις την Νίσσα της Σερβίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ως όμηρος εις την αυλή του αυτοκράτωρος Διοκλητιανού ή στην αυλή του συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Όμηρος ώστε να εμποδιστεί ο πατέρας του που ήταν Καίσαρ, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτωρος. Ίσως γνώρισε το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου και τα θαύματά του στην Ανατολή, γιατί η αγάπη του προς τους μάρτυρες πρέπει να έχει κάποιο ουσιαστικό έρεισμα. Υπήρξε γενναίος πολεμιστής με πολλά προσόντα, με ηρωικό φρόνημα. Στην αρχή ενυμφεύφθει τη σεμνή Νινευίνα και απέκτησε τον Κρίσπο, το πρώτο παιδί του. Για πολιτικούς λόγους, όπως και ο πατέρας του, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτωρος Μαξιμιανού, την Φαύστα. Η Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα και πραγματικά ήταν η Φάουστα της οικογενείας. Ο Βοσταντζόγλου έχει γράψει ο μακαρίτης σχετικά με την Φαύστα. Απέκτησε από την Φαύστα τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Βλέπετε, όλα τα ονόματα στρέφονται γύρω από την ίδια ρίζα. Ο Διοκλητιανός εφήρμοσε ένα νέο σύστημα διοικήσεως, την Renovatio Imperius, την ανανέωση της αυτοκρατορίας από το 285, την τετραρχία.

Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, δεύτερος Αύγουστος θα λέγαμε, ο Γαλέριος. Βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου στη Νίσσα. Το 305, την 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος τότε εκλήθη στη Δύση, κοντά στον πατέρα του.

Το 306 επέρχεται ο θάνατος του Κωνσταντίου Χλωρού και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη κάτι εδώ. Δεν υπήρχε κληρονομικότητα της βασιλείας, όπως όλη την περίοδο του Βυζαντίου, της Νέας Ρώμης δηλαδή, της Ρωμανίας, όπως δεν υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δεν υπήρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Απλούστατα, ο στρατός η σύγκλητος και ο λαός μπορούσαν να δεχθούν το γιο κάποιου να τους διαδεχθεί, αλλά όχι κληρονομικώ δικαιώματι. Αυτή είναι η δημοκρατία του ελληνισμού και όχι το όνομα βασιλεύς. Έχω πει και άλλες φορές σ’ αυτή την αίθουσα, ας λέγεται όπως θέλει να λέγεται, αρκεί να εκλέγεται. Αυτή είναι η δημοκρατία. 

Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ανακηρύχθηκε από τον στρατό και την σύγκλητο αυτοκράτωρ. Αλλά και ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 αποθνήσκει ο Γαλάριος και τον διαδέχεται ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία – Κωνσταντία και αυτή – θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος ενίκησε τον Μαξέντιο – θα το δούμε γιατί – στη Μιλβία, κατ’ άλλους Μουλβία, γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτον Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος ενίκησε τον Μαξιμίνο. Και μένουν τώρα δύο Αύγουστοι. Ο Κωνσταντίνος ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος Αύγουστος. Έτσι το 313 εκδίδεται το περιβόητο διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα δούμε πια είναι η σημασία του. Το 321 ο Λικίνιος επαναφέρει τους διωγμούς με νέο διάταγμα εναντίον των χριστιανών ενώ το 313 είχε αποφασιστεί, με πρώτον τον Κωνσταντίνο, να πάψουν οι διωγμοί. Επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας, η αυτοκρατορία αποκτά ενότητα σε μία αχανή έκταση. Από την Θούλην, που μπορεί να ήταν η σημερινή Ισλανδία, ή τουλάχιστον η Ιρλανδία, μέχρι την Περσία και την Ινδία. Επομένως γίνεται ένα ενιαίο κράτος, με μία κεντρική εξουσία, έναν κεντρικό αυτοκράτορα. 

Το 325 συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο και το 330 εγκαινιάζει τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πεθαίνει στο Δρέπανο της Βιθυνίας – Μικρασία – που ήταν η πόλις καταγωγής της Αγίας Ελένης και γι’ αυτό ονόμασε την πόλην αυτήν Ελενούπολη. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκή εσθήτα, ως κατηχούμενος και μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη.

Κατηγορίες από τον Ζώσιμο


Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε από τον Ζώσιμο για τη δολοφονία και εξόντωση των αντιπάλων του.

Τι μαρτυρούν οι πηγές; Κάποια πράγματα τα οποία λέγονται από τους αντιπάλους του, και μάλιστα το Ζώσιμο που είναι η πηγή των συκοφαντιών κατά του Κωνσταντίνου, μένουν στο χώρο του θρύλου. Όταν είναι κάτι αναπόδεικτο το αναφέρει μεν ο ιστορικός όπως κάνω και ’γω τώρα, χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε συμπεράσματα σε αμέριστες υποθέσεις ή σκέψεις.


Η περίπτωση του Μαξιμιανού


Η περίπτωση του Μαξιμιανού, για να μείνω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου, στην κόρη του Φαύστα και ζήτησε προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία και κίνημα για ανατροπή του Κωνσταντίνου. Αυτή ήταν η κατάσταση της εποχής. Ξέρετε, κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δε μπορεί να πάψει να είναι τέκνο της εποχής του. Γι’ αυτό σας είπα ότι όταν εφαρμόζεται ο λεγόμενος ιστορικός αναχρονισμός, είναι αποτυχία της ιστορικής έρευνας. Εμείς θα ερμηνεύσουμε τα πράγματα της εποχής εκείνης, μεθιστάμενοι σ’ αυτή την εποχή κι όχι μεταφέροντας την εποχή στις δικές μας συνθήκες σήμερα. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Φραγκογερμανών στα βόρεια σύνορα, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον αιχμαλωτίζει, τον συγχωρεί όμως, με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του της Φαύστας. Νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Αποτυγχάνει η προσπάθεια. Η Φαύστα τότε, η Φάουστα όπως είπα της οικογένειας, ενοχοποιεί τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ότι τα πράγματα έγιναν σκληρότερα γι’ αυτόν. Κατηγορούν γι’ αυτό τον Κωνσταντίνο. Κοιτάξτε, όταν κάποιος είναι ανώτατος άρχων, και δεν είναι απλώς πολιτικά και διοικητικά ανώτατος άρχων, αλλά συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες ονομάζετο Rectus Totius Omnis, δηλαδή ο κυβερνήτης, ο διοικητής ολοκλήρου του κόσμου. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο Ανώτατος Δικαστής. Ήταν Pontifex maximus, ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά δεν τα μετέφερε ο ίδιος στον εαυτό του, τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, πάσα πράξις έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή. Ο οποίος βέβαια περιεστοιχίζετο από τον στρατό αλλά στα πολιτικά πράγματα από την σύγκλητο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Αν αρνηθεί ο ανώτατος άρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος της δημοκρατίας, να δεχθεί αυτό που προτείνει η δικαστική εξουσία καταλαβαίνετε ποιες επιπτώσεις θα γίνουν.


Η περίπτωση του Βασσιανού



Δεύτερο, η περίπτωση του Βασσιανού. Θ’ αποφύγω τις λεπτομέρειες, διότι, εις την στάση του Βασσιανού, κι εδώ ο Κωνσταντίνος έδειξε μεγαθυμία κι όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – εναντίον του ανωτάτου άρχοντος, ο Βασσιανός εξετελέσθη με την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Είναι δυνατόν λοιπόν, εν ψυχρώ, να αποδοθεί η κατηγορία στον Κωνσταντίνο και να θεωρηθεί δολοφόνος; Κάθε ανώτατος άρχων τότε θα έπρεπε να ονομάζεται δολοφόνος, εκτός και αν ο ανώτατος άρχων χρησιμοποιεί τους νόμους. Αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γι’ αυτό κατόρθωσε τόσα χρόνια να επιβιώσει ’ δεν ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο.



«Τούτω Νίκα» περίπτωση του Μαξεντίου



Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαξεντίου, του κουνιάδου του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος επεθύμησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και εστράφη κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο – την δολοφονία κατ’ αυτόν – του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διατάζει την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων έρχεται στην Ιταλία και συναντώνται οι δύο στρατοί στην ιδία γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος, κατά το απομεσήμερο.

Βλέπει δηλαδή στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα», όχι δηλαδή «Εν Τούτω Νίκα». Με αυτό το σύμβολο θα μπορείς να νικάς, ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Και λέει πάλι ότι ήταν Σταυρός, ότι το είδε σε ενύπνιον ο Κωνσταντίνος, βλέπετε υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και είπε ότι τα γράμματα ήσαν In Hoc Vincas, Εν τούτω, εδώ δηλαδή υπάρχει το In. Εν αυτώ, δηλαδή να νικάς. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός, υπάρχουν σχετικές πηγές, εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε ολόκληρος ο στρατός και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Γεγονός είναι ένα. Είτε ως ενύπνιον το είδε, είτε μέρα μεσημέρι στον ουρανό, σημασία έχει ότι από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκευάζει το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σε ένα στεφάνι. Και εις τις ασπίδες των στρατιωτών εμφανίζεται το μονόγραμμα.

Ο Ζώσιμος αποσιωπά το γεγονός, ενώ θα μπορούσε να το διαψεύσει, αλλά δε μπορεί. Αποσιωπά το γεγονός όπως και άλλοι παγανιστές συγγραφείς. Το επιβεβαιώνουν όμως μεταγενέστεροι ιστορικοί, ο Φιλοστόργιος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο ησυχαστής του 14ου αιώνος. Ο δε Σωζομενός, ιστορικός του 5ου αιώνος, έναν αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο μαζί με τον Σωκράτη τον σχολαστικό, λέγει ότι οι λέξεις «Τούτω Νίκα» ήσαν άγγελοι. Όπως το αστέρι της Βηθλεέμ, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ήταν υπερφυές θαύμα, δηλαδή άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, το ίδιο και ο Σωζομενός, το ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη. 

Ο Κωνσταντίνος είχε 25.000 στρατό, ο Μαξέντιος 100.000 και κυριολεκτικά συνετρίβη ο στρατός του Μαξεντίου. Σπάζει μια γέφυρα του Τιβέριου ποταμού και πολλοί στρατιώτες πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται και μαζί τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Εμένα με ενδιαφέρει στην έρευνά μου ο όρος που χρησιμοποιείται: «δολοφόνος ο Κωνσταντίνος». Ξέρετε τι σημαίνει δολοφόνος. Να πείτε ότι με τον τρόπο που επετέθη κατόρθωσε κλπ να πέσει ο Μαξέντιος στο ποτάμι και να πνιγεί, εντάξει το δέχομαι. Αλλά δολοφόνος από πού ως που; Όταν είναι μία μάχη κατά την οποία αντιμετωπίζεται στάσις, επανάσταση εναντίον του ανωτάτου άρχοντος. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Θριαμβική Αψίδα η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη. Τώρα μια αντίφαση, στους αντιπάλους του Κωνσταντίνου είναι ότι δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφήρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιες αντιφάσεις υπάρχουν εις την κρίση του Κωνσταντίνου.

Κρίσπος – Φαύστα


Χαρακτηριστικότερες από αυτές – να ολοκληρώσω αυτές τις αναφορές – είναι η περίπτωση του γιου του του Κρίσπου και η περίπτωση της Φαύστας, της δεύτερης συζύγου του. Το 316 γιόρταζε τα δέκα χρόνια της ανόδου του εις τον θρόνο, στα ανάκτορα. Και εξαπλώνεται αυτόματα η είδηση ότι συνελήφθη ο Κρίσπος και εφυλακίσθη εις την φυλακήν της Πόλας εις την Ίστρια – από εκεί κατήγετο ο Ιωάννης Καποδίστριας και η οικογένειά του, την Ίστρια. Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεπτάχρονος, είχε περιβληθεί ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και ήταν μάλιστα και αρχηγός του στόλου της αυτοκρατορίας. Μη σας φαίνεται περίεργο, ο Γκουαρνέ της Ιωσηφίνας, ο θετός γιος του Ναπολέοντος, δεκαέξι χρονών ηύρε να καταλάβει τα Επτάνησα με τους δημοκρατικούς Γάλλους. Εδώ φαίνεται το μίσος της Φαύστας. Ο Κρίστπος υπερτερούσε έναντι των τριών δικών της γιων. Ετίθετο θέμα διαδοχής. Επίσης η αγία Ελένη, αγαπούσε τον Κρίσπο για τα προσόντα, της θύμιζε τον γιο της στα νεανικά του χρόνια. Γίνεται μια σατανική ενέργεια. Ένα μήνα πριν από τον θάνατο του Κρίσπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε εκδώσει ένα νόμο εναντίον της μοιχείας. Μοιχεία με έγγαμη γυναίκα, όχι απλώς πορνεία. Η τιμωρία ήταν ο θάνατος. Με ψευδομάρτυρες κατηγορήθηκε από την Φαύστα ο Κρίσπος, πρώτον για συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου και δεύτερον ότι της επετέθη, στη μητριά του δηλαδή, με ανήθικους σκοπούς. Ο Ζώσιμος, προσέξτε, ο ειδωλολάτρης ιστορικός, και ο Ιωάννης Ζωναράς τον δωδέκατο αιώνα δέχονται ως αβάσιμες τις πληροφορίες και όλοι οι σοβαροί ερευνητές δέχονται ότι αυτά μένουν στο χώρο του θρύλου. Δεν μπορεί να συναγάγει κανείς σοβαρά συμπεράσματα. Το δίλημμα που είχε ο Κωνσταντίνος σε αυτή την περίπτωση ήταν ανάλογο εκείνο ενός μεγάλου νομοθέτη του ελληνισμού. Τον έβδομο αιώνα ο Ζάλευκος – Ζάλευκος σημαίνει Πάλευκος, όμως λέμε ζάπλουτος (παρακαλώ όσους δεν το ξέρουν να μη λένε ζάμπλουτος – ζα σημαίνει πάρα πολύ, ζάπλουτος και ζάλευκος). Ο Ζάλευκος είναι σύγχρονος του Χαμουραμπί, ή Χαμουράμπι και εκδίδει την πρώτη ελληνική νομοθεσία – είναι αρχαιότερος του Σόλωνος. Είχε λοιπόν ένα νόμο που έλεγε: ο κατηγορούμενος και συλλαμβανόμενος για μοιχεία καταδικάζεται με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών. Ο πρώτος που συνελήφθη για μοιχεία ήταν ο γιος του Ζαλεύκου. Έρχεται λοιπόν ο βασιλεύς, όπως ο Κωνσταντίνος ανώτατος δικαστής, να δικάσει. Τι να κάνει; Να τυφλώσει το γιο του που ο στρατός τον ήθελε ως διάδοχό του και η εκκλησία του δήμου; Ρωτάει λοιπόν σοφότατα ο Ζάλευκος την σύναξη: πόσα μάτια απαιτεί ο νόμος στην περίπτωση αυτή ως τιμωρία; Και του είπαν δύο. Ε, λέει, ένα μάτι του γιου μου και ένα μάτι δικό μου. Τυφλώθηκε και αυτός κατά το ένα μάτι για να μην καταδικάσει με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών το γιο του.

Αυτό το επικαλούμεθα συνήθως, ο Δημινιάτης και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος για να δικαιώσουν την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης θεολογική, δυτική, παπική δηλαδή θεωρία – αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και άλλο θέμα.

Δεν εκτελεί τον Κρίσπο, απλώς τον φυλακίζει ο Κωνσταντίνος. Ο νέος εκτελέστηκε με άγνωστο τρόπο και δεν βρέθηκε διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που να καταδικάζει τον Κρίσπο σε θάνατο, όπως έπρεπε να υπάρχει. Οι ιστορικοί μας λέγουν ότι η μόνη που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την σφραγίδα του αυτοκράτορος ήταν η γυναίκα του η Φαύστα και σ’ αυτήν αποδίδεται η δολοφονία. Η απάντηση λοιπόν είναι αδύνατη και ανεύθυνη και προς πάσα κατεύθυνση. Η Ελένη επέστρεψε από τη Ρώμη και πληροφορήθηκε τη συνωμοσία της Φαύστας και απεκάλυψε τα πράγματα στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε διέταξε την σύλληψη της Φαύστας. Ο Ζώσιμος αυθαίρετα λέει ότι ο Κωνσταντίνος διέταξε να πνιγεί η Φαύστα στο λουτρό με καυτό νερό. Προχθές μου έστειλαν ένα άρθρο – θα το επικαλεστώ για ολίγο στη συνέχεια – που επαναλαμβάνει ένας εχθρός του Χριστιανισμού, τα όσα γράφει ο Ζώσιμος. Χωρίς καμία άλλη πηγή, χωρίς διασταύρωση της πληροφορίας. Αναπαράγεται λοιπόν αυτή η κρίση αναπόδεικτα. Αλλά το μύθο του Ζωσίμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος. Εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ).
Άριστος ελληνιστής, είχε ζήσει κοντά σε πατέρες στην ανατολή και μάλιστα κοντά στον Ιωάννη το Χρυσόστομο – ανατολικός, Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, ανήκουν στην ίδια ομάδα από πλευράς Ορθοδοξίας – έζησε ο Ιερώνυμος τα γεγονότα, και αυτός παρέχει την πληροφορία ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να συνδέονται, και μάλιστα άμεσα, τα δύο γεγονότα; Ακόμη και ο ιστορικός Γίββων εις την ιστορία του καταθέτει την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας. Και ο Παπαρηγόπουλος επίσης απορρίπτει μια τέτοια θεωρία. Τις περιπτώσεις λοιπόν, κυρίως, του Κρίσπου και της Φαύστας, καλύπτει θρύλος.

Η στάση του Μ. Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρείας



Ποια ήταν η στάση τώρα του Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρίας. Ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο της Νικαίας το 326, ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της Βασιλείας του, τα δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική, ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η άρνηση του αυτοκράτορος να τελέσει τα καθήκοντά του ως εθνικός, ως ειδωλολάτρης αυτοκράτορας. Μάλιστα πρέπει να ξέρουμε, θα το πω παρενθετικά, γιατί εδιώκετο ο Χριστιανισμός, κυρίως τους τρεις πρώτους αιώνες; Αλλά δεν σταμάτησαν ποτέ οι διωγμοί αυτοί, μέχρι σήμερα. Εδιώκετο διότι δεν απεδέχετο άλλες θεότητες.

Η φράσις της λειτουργίας: «εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός», κατά τους μεγάλους λειτουργιολόγους, εισήλθε εις την θεία λειτουργία ήδη από τον πρώτο αιώνα. «Εις Άγιος», ήταν απάντηση στους Εβραίους’ ένας είναι ο Άγιος που αγιάζει, ο Τριαδικός Θεός. «Εις Κύριος», ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, απευθύνεται στους Ρωμαίους. Ένας είναι εκείνος ο οποίος είναι ο βασιλιάς ο δικός μας. Κι αυτό το επαναλαμβάνει το 160 περίπου στη δίκη του, ο άγιος Πολύκαρπος, επίσκοπος Σμύρνης. Τι του είπε ο Στάτιος ο Κονδράτιος, ο διοικητής της Σμύρνης; «Ώμοσον του Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στο άγαλμα του Καίσαρα. Διότι ο Καίσαρ ήταν Θεός επί της γης.

Τιμούσαν το πνεύμα του Καίσαρος και το πνεύμα της Ρώμης, με αγάλματα με θυσίες, ετιμώντο ως θεότητα. Άρα δεν θα είχε αντίρρηση η Ρώμη οι Χριστιανοί να εισαγάγουν μια νέα θεότητα εις την πανσπερμία των θεοτήτων – ο Οράτιος έλεγε την εποχή αυτή «υπάρχουν περισσότεροι θεοί απ’ όσον άνθρωποι» - οπότε δε θα ηρνείτο η Ρώμη εάν πρώτα εδέχοντο τη θεότητα του Καίσαρος και της Ρώμης. Γι’ αυτό εδιώκοντο οι Χριστιανοί. Ήταν απηγορευμένη εταιρεία – ομάδα διότι δεν εδέχετο «ους η πόλις», για να επαναλάβω το Σωκράτη, «ους η πόλις ενόμιζε θεούς», κατά νόμον εδέχετο ως θεότητες. Αυτό λοιπόν λειτουργεί μ’ έναν τρόπο περίεργο στη συνείδηση των ειδωλολατρών όταν ο αυτοκράτωρ που ετιμάτο ως θεός – και ο Κωνσταντίνος μέχρι τότε ετιμάτο – αρνείται να προσφέρει τα νενομισμένα όπως επέβαλε η θρησκεία της Ρώμης. Ύστερα απ’ όσα είχε βιώσει εις την Σύνοδο της Νικαίας, δεν μπορούσε να δεχθεί όλα αυτά.

Επίσης κατά τον Ζώσιμο, προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, εβεβήλωσαν τα αγάλματά του. Δηλαδή χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατά του προσώπου στα αγάλματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά εκείνος, ειρηνικότατα, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε ιδιαίτερα φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους της χώρας και των περιοχών που υπήρχαν ειδωλολάτρες να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Πως είναι δυνατόν να τον αγαπήσουν οι εθνικοί; Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς. Γι’ αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Διότι ένας άρχοντας, για να καταλαβαίνουν οι διοικούντες, ενδιαφέρεται σε κάθε εποχή γι’ αυτό που λέει η λαϊκή φράση: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Ήθελε δηλαδή να αποφύγει τις άκαιρες διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι’ αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, εστάλη εις την Δύση. Εξόριστος στη Ρώμη, 335-36, και στα Ρέμιδα το σημερινό Πριρ, τη γενέτειρα του Μαρξ. Εκεί ακριβώς εστάλη ο Μέγας Αθανάσιος και μετέφερε το μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου, το κοινοβιακό μοναστήρι. Δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία. Κατά τον Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών.

Η συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Φιλοσοφική, η κυρία Πολύμνια Αθανασιάδη, έχει μια σπουδαία εργασία εις την οποία λέει ότι αμέσως μετά τη Νίκαια ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, τέσσερις ναούς. Δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει την ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα και ενότητα των πολιτών. Επίσης χρηματοδότησε τους ναούς της αγίας Ελένης, την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, τους ναούς εκεί που βρίσκονται και σήμερα στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ, στο Σταυροβούνι, στη σκήτη που μετέφερε η αγία Ελένη μεγάλο τμήμα του Τιμίου Σταυρού και ούτω καθεξής. Συγχωρήστε με, βλέπω σ’ αυτό το άρθρο, και δε θα το διαβάσω ολόκληρο, και πολλοί νεοπαγανιστές μας κατηγορούν λέγοντας «δεν είναι Τίμιος Σταυρός αυτό, αλλά δάσος ολόκληρο». Μη νομίσητε ότι όποιος έχει Τίμιο Ξύλο είναι απευθείας από το Σταυρό του Χριστού. Έχουμε τα λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, με το άγγιγμα του αίματος των μαρτύρων και με το άγγιγμα του Σταυρού του Χριστού, το ξύλο αγιάζεται και λέγεται και αυτό Τίμιο Ξύλο αλλά δεν ανήκει στο Σταυρό του Χριστού. Προσέξτε τώρα. Άλλο στη Μονή Ξηροποτάμου και στη Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο που υπάρχει μεγάλο τμήμα του Σταυρού. Δεν είναι λοιπόν πολλοί σταυροί που κόπτονται, αλλά με αυτόν τον τρόπο παράγονται φυλαχτά που έχουν άμεση σχέση εξ επαφής με τον Σταυρό του Χριστού. Αλλά και ο πατέρας του Κωνσταντίνου είχε ευνοήσει τους Χριστιανούς με την έννοια ότι δεν εφήρμοζε τα διωκτικά διατάγματα του Διοκλητιανού απέναντί τους. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο Κωνσταντίνος.

Ο Κωνσταντίνος συνέβαλε στη νίκη του Χριστιανισμού. Ένα τεράστιο εγκληματικό λάθος – μακάρι να οφείλεται σε άγνοια – είναι το διαθρυλούμενο και επαναλαμβανόμενο πολλάκις ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ανεκήρυξε επίσημη θρησκεία το Χριστιανισμό – άπαγε της βλασφημίας! Αυτό θα γίνει στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Ισπανικής προελεύσεως και θερμόαιμο αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο τον Α’, αλλά όχι από τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους. Όχι ότι ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτό είναι τεράστιο ιστορικό λάθος και ψέμα συγχρόνως. 

Ο Κωνσταντίνος ο Παπαρηγόπουλος λέγει ότι «προς τον Χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος ηδύνατο να πολιτευτεί και άλλως ή όπως επολιτεύθη, ηδύνατο να μην προστατεύσει και να τον καταδιώξει». Άρα μόνο σε μεταφυσικές, κυρίως υπερφυσικές παρεμβάσεις μέσα στην καρδιά του Κωνσταντίνου βλέπει ο Παπαρηγόπουλος την στάση του έναντι των Χριστιανών. Και κάτι σημαντικό. Κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ εις την μειοψηφία αλλά πάντα στην πλειοψηφία. Είτε για να επιτύχει στις εκλογές είτε για να επιτύχει τους δικούς του στόχους. Και η εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι την Α’ Οικουμενική Σύνοδο που δείχνει το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, ποιος ήταν ο αριθμός των Χριστιανών στην Αυτοκρατορία; Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Αυτό το μαρτυρεί σε μια σπουδαιότατη εργασία του ο Άντολφ φον Χάρμερ, ένας μεγάλος ιστορικός φιλευθέρας ιδεολογίας εις την Ευρώπη, εις την Γερμανία «Η εξάπλωσις του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες». Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Μειοψηφία ήσαν αυτή την εποχή οι Χριστιανοί.

Επίσης ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, για μένα, και μόνο γι’ αυτό είναι Μέγας και άγιος της εκκλησίας. Άγιος σημαίνει ότι έχει τη Χάρη του Θεού μέσα του, αυτό σημαίνει, όχι αλάθητος. Έχει τη Χάρη του Θεού, ζωντανή και αισθητή. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αυτοκαταργήθηκε σε κάποια στιγμή ως αυτοκράτωρ, δεχόμενος τον δημοκρατικότερο θεσμό της Ιστορίας που είναι η Σύνοδος, το Συνοδικό σύστημα. Το 311 και εν συνεχεία 313 – 14 ξέσπασε μια μεγάλη διένεξις, για το σχίσμα των Δονατιστών. Μάλωναν μεταξύ τους οι Χριστιανοί που ανήκαν στον Δονάτο και οι άλλοι στον νόμιμο επίσκοπο σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος που έπρεπε να δικάσει την υπόθεση, αυτοκαταργείται από «Ύψιστος Δικαστής» και λέγει εις τον Μιλτιάδη – Έλληνα – επίσκοπο Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης : «έχετε σύλλογο, δικάστε με τον συνοδικό σύλλογο». Έτσι φθάσαμε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Όταν λέμε δε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πρόεδρος της Συνόδου – με συγχωρείτε αλλά δεν ξέρω γράμματα, να διαβάσω τα κείμενα – ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, συνάδελφός μας έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο για την προεδρία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Οι πηγές μας λένε, αναλυόμενες κριτικά από τον κύριο Φειδά και από άλλους επιστήμονες, τελευταίος είναι αυτός που γράφει ο κύριος Φειδάς, ότι πρόεδρος υπήρξε ο Αντιοχείας Ευστάθιος.

Άλλο ο πρόεδρος που συντονίζει τις συζητήσεις και άλλο ο συγκαλέσας τη Σύνοδο. Μόνο ο αυτοκράτωρ είχε δικαίωμα να δώσει άδεια στους επισκόπους από όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας να κινηθούν προς την πρωτεύουσα και μάλιστα εδώ προς τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ξέρετε αυτό και επί Ιουστινιανού ισχύει και επί Παλαιάς Ρώμης ίσχυε και επί Κατοχής. Μπορούσε να κυκλοφορήσει κανείς αν δεν είχε άδεια της γερμανικής διοικήσεως και στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να πει κανείς «πετάγομαι μέχρι τη Ρώμη για ψώνια» αν δεν είχε άδεια της αστυνομίας; Διότι εφοβούντο στάση, εξεγέρσεις. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 

Ο Κωνσταντίνος όμως και οι μετέπειτα αυτοκράτορες δίνει την άδεια να συγκληθεί η Σύνοδος. Προσφωνεί τους Πατέρες της Συνόδου σε άπταιστα ελληνικά, ήταν εγκρατέστατος της ελληνικής γλώσσης, και εν συνεχεία αποσύρεται και το έργο της Συνόδου διεξάγεται από τους αγίους Πατέρες μεταξύ των οποίων ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, διάκονος ακόμη ο Μέγας Αθανάσιος – καταλαβαίνετε για ποια πρόσωπα μιλούμε. Αλλά δεν υπήρξε πρόεδρος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Όπως θα συμβεί και στη μετέπειτα ιστορία της Εκκλησίας. Θα μου πει κανείς, συζητήσεις, επηρεασμοί εις τα μετόπισθεν μπορούσαν να υπάρχουν πάντοτε. Αλλά όταν στις Οικουμενικές Συνόδους μπορούσαν να υπάρχουν άγιοι, έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη του Θεού, ουδεμία επιρροή είναι δυνατή. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Μπορεί να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος; Αν δεν έχουμε θεουμένους, δε μπορούμε να έχουμε Οικουμενική Σύνοδο. Ή, αν δεν έχουμε επισκόπους που αγωνίζονται για την πίστη του Χριστού και ακολουθούν τους αγίους τους θεουμένους, διαφορετικά όποια Σύνοδος που θα γίνει στο μέλλον που θα διεκδικήσει τον τίτλο Πανορθοδόξου και Οικουμενικής Συνόδου και θα εναντιώνεται εις τον λόγο και την πολιτεία και την πράξη των θεουμένων, δηλαδή των αγίων, θα αποδειχθεί και εύχομαι να μη γίνει αυτό, ψευδοσύνοδος, ληστρική σύνοδος. Επίσης, από ελληνολάτρης ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε πραγματικά πιστός εις τον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον Ιησού Χριστό. Έγινε υπέρμαχος της χριστιανικής θρησκείας όπως αποδεικνύει ήδη το 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων, χωρίς, όπως είπα, να διακηρύξει επίσημη και μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων



Το διάταγμα των Μεδιολάνων, ο Λακτάντιος το περιέχει στο έργο του και ο Ευσέβιος εις την Ιστορία του. Τι περιείχε το διάταγμα. Παρείχε ελευθερία λατρείας. Γενικά, σε κάθε θρησκεία. Κατήργησε τους νόμους οι οποίοι ίσχυαν εναντίον των Χριστιανών και οι τόποι λατρείας – που τους είχαν αρπάξει οι ειδωλολάτρες – επεστράφησαν στους Χριστιανούς. Ή, όπου δεν ήταν δυνατό αυτό, οι Χριστιανοί έπαιρναν αποζημίωση για τους τόπους λατρείας που είχαν αρπαγεί. Είπαμε για την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ανύψωσε συγχρόνως τον ελληνισμό σε πολιτική και εκπολιτιστική δύναμη. Τεράστια προβλήματα. Ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί τη γλώσσα της Ρωμανίας, της αυτοκρατορίας, της Ελληνικής δηλαδή αυτοκρατορίας η οποία εκτεινόταν απ’ τη Δύση μέχρι το βάθος της Ανατολής. Οι γλώσσες ήταν δύο, λατινικά και ελληνικά. 

Ο Κωνσταντίνος μιλεί ελληνικά στη Σύνοδο όπως και στη Σύνοδο το 324, στην Αντιόχεια. Εκεί ακριβώς ολοκληρώνει την αυτοταπείνωσή του και την αποδοχή της Συνόδου, του Συνοδικού θεσμού, όταν λέγει στους επισκόπους το περίφημο εκείνο: «Εσείς είστε επίσκοποι των εντός, μέσα δηλαδή στα πνευματικά, στα sacra interna της Εκκλησίας. Εγώ, ο αυτοκράτωρ, υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είη». Όσοι είστε φιλόλογοι ξέρετε τι σημαίνει αυτό το «αν είη». Θα μπορούσα να είμαι εφόσον μου το αναγνωρίζετε, επίσκοπος, που θα επιβλέπω δηλαδή τα εκτός της Εκκλησίας, τα εκτός του αγίου βήματος. Μπορούμε να συναγάγουμε τα συμπεράσματα από τις μετέπειτα επιδρομές κυριολεκτικά όχι μόνο στην Ελλάδα, εις τα sacra interna της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας σήμερα, ξανατοποθετεί την στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολλών άλλων αυτοκρατόρων μας στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δύο τρία πραγματάκια για να κλείσω.

Έργα του Μ. Κωνσταντίνου



Ανέτρεψε την πορεία της ιστορίας, με τις θρησκευτικές και αστικές αλλαγές τις οποίες επέφερε. Μια απ’ αυτές ήταν η απελευθέρωση, η δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν καταργεί τη δουλεία, δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να καταργηθεί, αλλά όπως ο απόστολος Παύλος με την προς Φιλήμονα επιστολή, αλλάζει το περιεχόμενο της δουλείας. Γίνεται αδελφός ο δούλος. Γίνεται δηλαδή συνεργάτης κι όπως εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι κύριε πρόεδρε δεν είμαστε δούλοι κανενός – όποια στιγμή θέλουμε λέμε τα βροντάω και φεύγω – κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ο δούλος ανεγνωρίζετο ως άνθρωπος, ως ανθρώπινον πρόσωπον, δεν ήταν πλέον δούλος αλλά συνεργάτης προς τους πρώην κυρίους του. Είναι ο πρώτος έπειτα Ρωμιός αυτοκράτορας, δηλαδή ορθόδοξος αυτοκράτορας στην Ιστορία, με ποιαν έννοια: είναι αυτός ο οποίος χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα. Από το 326 αρχίζει η αναζήτηση πόλεως – δεν ικανοποιείτο με το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσεως και κατάλαβε ότι η τύχη της αυτοκρατορίας μετεφέρετο πλέον στην ανατολή. Εκεί θα έτρεχε το μεγάλο παιχνίδι που το έπαιξε για χίλια εκατό χρόνια και περισσότερο – μέχρι σήμερα το παίζει, οικουμενικά. Ο Ελληνισμός διατηρεί την οικουμενικότητά του συνδεδεμένος πνευματικά με τη Νέα Ρώμη, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει, τόσο ανθέλληνας ήταν, είχε επιλέξει στην αρχή την Τροία. Εκεί ήθελε να χτίσει την πρωτεύουσα. Τα λέει ο ιστορικός Σωζομενός. Εν συνεχεία όμως κατάλαβε τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήταν ερείπια τώρα, που έλεγχε το πέρασμα προς τη Μαύρη θάλασσα, τα στενά δηλαδή του Βοσπόρου. Ο Παπαρηγόπουλος το είχε επιχειρήσει, ο Γίββων το είχε επιχειρήσει και πολλοί άλλοι ιστορικοί, μέτρησαν την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη της Ισλανδίας και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα. Είναι περίπου τα ίδια χιλιόμετρα. Αντελήφθη ο Κωνσταντίνος ότι το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή η νέα πόλη. Μάλιστα όταν εχάρασε την πόλη, τον ρωτούσαν οι αξιωματικοί: «που μας πας, πολύ μακριά χαράσσεις τα όρια της πόλης». Έχουμε δεύτερη χάραξη με τον Θεοδόσιο και τρίτη χάραξη με τον Ιουστινιανό και μετέπειτα. Ο Κωνσταντίνος είπε : «δεν μπορώ να σταματήσω γιατί με οδηγεί αυτός μπροστά». Δηλαδή επεκαλέσθει υπερφυσικές παρεμβάσεις, κάποιος άγγελος, που οδηγούσε τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αυτό ή είναι αλήθεια ή είναι ψέμα δεν είναι το πρόβλημά μας. Το πρόβλημα είναι η διορατικότητα και η οξυδέρκεια αυτού του πολιτικού να αναγνωρίσει τον ρόλο που επρόκειτο να παίξει η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη δηλαδή, στην περιοχή αυτή.

Έγινε ο αυτοκράτωρ ο οποίος δεν έχασε κανένα πόλεμο. Δε νικήθηκε ποτέ ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Κατήργησε το σώμα των πραιτοριανών, που είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται οι κύριοι των αυτοκρατόρων, κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, κατεδίκασε τη μοιχεία όπως είδαμε, με νόμους ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε την οικογένεια και τα παιδιά απ’ την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ’ την απαγωγή. Ρύθμισε τα ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κοκ. Όλη η πολιτεία του δείχνει ότι ενεργούσε ως χριστιανός. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη βία και τη σωματική τιμωρία. Μάλιστα κάτι σημαντικότατο για τον 4ο αιώνα: απαγορεύει τον στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. Είχαν τη συνήθεια δηλαδή να στιγματίζουν με σπαθί, καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων. Και έλεγε ότι το πρόσωπο είναι εκείνο που μας φέρει εις τον Θεόν. Το κατ’ εικόνα Θεού, αφού πλαστήκαμε έτσι. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να αχρειώνεται η εικόνα του Θεού στους σκλάβους; Δεν ξέρω πόσοι χριστιανοί ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επέφερε την ειρήνευση και το τελευταίο ερώτημα:


Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό


Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχουν γραφεί πολλά. Εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες βιβλία και άρθρα. Μιλούν για σκοπιμότητα, και σας μίλησα ήδη για τον Χριστιανισμό ως μειοψηφία. Ο δάσκαλός μας, ο μακαρίτης Ανδρέας Φυτράκης, το 1945 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο «Η πίστις του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τα τελευταία έτη της ζωής του». Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζει την τιμή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων θεολογία της Εκκλησίας και του απλού λαού του Θεού. Μάλιστα γονυπετής προσήυχετο μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε μαρτύριον, τόπον συναγωγής λειψάνων – ήθελε να συναγάγει, να συγκεντρώσει τα λείψανα των αποστόλων – σ’ αυτό θα προχωρήσει ο Κωνστάντιος ο γιος του, δεν ετελεσφόρησε: έξι αποστόλων βρήκαν τα λείψανα – δεν είναι ανάγκη να σας απασχολήσω τώρα με αυτό, για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω της εκεί Βαπτίσεως του Ιησού Χριστού. Προσέξτε: κι αν βαπτίστηκε περί το τέλος της ζωής του, που δεν ήξερε ο Κωνσταντίνος πότε θα έρθει – όπως κανείς μας δεν ξέρει, εγώ δεν ξέρω αν θα βγω έξω από τη θύρα ζωντανός όρθιος και αν δεν πάω για να κηδευθώ στην Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών της εποχής του. Είναι παιδί της εποχής του. Θέτω ερώτημα σεβαστοί πατέρες και θεολόγοι, θέτω ερώτημα πολλές φορές στη σχολή, χάριν λογοπαιγνίου, που κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος;
Πουθενά δεν κοινωνούσαν. Εκκλησιάζοντο εις τους αγίους Ισιδώρους που λέμε σήμερα, στο εκκλησάκι εκεί στο Λυκαβηττό, αλλά εβαπτίστηκαν γύρω στα τριανταδύο τους χρόνια. Εάν δεν γύριζαν από όλους τους πνευματικούς να αισθανθούν ότι προχωρούν στην κάθαρση της καρδιάς, δεν εβαπτίζοντο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ήταν κοινή συνήθεια. Ποιος ήταν ο πνευματικός του Κωνσταντίνου. Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήσαν φίλοι, γνωρίζωντο από την ειδωλολατρική του περίοδο. Γι’ αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας – που ήταν διάμεσος πρωτεύουσα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης – να βαπτιστεί. Και λένε, μα πήρε βάπτισμα ειδωλολάτρη. Αφήστε τον Θεόν να κάνει αυτό που θέλει. Και θα σας πω γιατί ο Θεός κάνει αυτό που θέλει. Όταν ο ένας δεν έχει συνείδηση ότι ο άλλος είναι ειδωλολάτρης τότε κανείς λόγος δε μπορεί να γίνει γι’ αυτό το θέμα. Απλούστατα, ο Μέγας Κωνσταντίνος πνευματικό σύμβουλο είχε μια μεγάλη ασκητική μορφή της εποχής, τον όσιο Κορδούη. Με αυτόν συνελέγετο, με έναν μεγάλο άγιο της Εκκλησίας, της Κόρδοβας της Ισπανίας, όσιος Κορδούης. Η Εκκλησία τον τιμά όχι γι’ αυτά τα οποία λέγουν συνήθως, όχι γιατί προσέφερε ευεργεσίες και λοιπά.

Για να καταλάβετε γιατί τον τιμάμε ως ορθόδοξο, ανοίξτε το μηναίο της 21ης Μαΐου για να δείτε τις ακολουθίες, τα τροπάρια που αναφέρονται στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Ελένη. Πρώτος λόγος: «ως ο Παύλος ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο.» Όταν ο απόστολος Πέτρος επήγενε εις τον Κορνήλιον, έλεγεν εις τον Χριστόν :«μα που να πάω;» που του εμφανήσθη σε όραμα. Και του έλεγε « α ο Θεός εκαθάρισε, συ μη κοίνου » - μη μολύνεις τα πράγματα που ο Θεός εκαθάρισε. Και όταν πήγε στον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο τον Ρωμαίο, τον βρήκε να έχει θεοπτικές εμπειρίες. Οπότε, τα είχε ετοιμάσει όλα ο ίδιος ο Θεός! Και τότε ο Πέτρος υποχώρησε και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, να βαπτίσει τον Κορνήλιο, που είχε χρόνο μπροστά του ζωής για να βαπτιστεί. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο Μέγας Κωνσταντίνος, «ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο», όπως ο απόστολος Παύλος. Αυτό είναι σημαντικότατο. Βέβαια, κάποιος μου έλεγε, μα είναι βέβαιο; Αφού φτάνει στα όρια του θρύλου, κι αυτό μολονότι έχουμε αρχαίες πηγές που μαρτυρούν το όραμα ή το θεοπτικό βίωμα που έζησε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εμένα με ενδιαφέρουν, σεβαστοί πατέρες, τα αγιολογικά κριτήρια της Εκκλησίας. Που στηριζόμαστε. Όχι βοήθησε, έδωσε, έχτισε καμπαναριά και ναούς και άλλα. Ξέρετε, η Ορθοδοξία σε αντίθεση με τον παπισμό, το λέγω γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν, δεν αγιοποιεί κανέναν. Αγιοποίηση, παρακαλώ να ξεχαστεί ο όρος. Είναι βλασφημία. Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη, στους αγίου Πατέρες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τι υπάρχει: αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, με τα λείψανα και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.

Το δεύτερο είναι, στην Κωνσταντινούπολη, οι ντόπιοι εκεί, έλεγαν και έψαλαν ότι η λάρνακά του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρύει ιάματα. Εάν πάει κανείς στην Κέρκυρα, συγχωρήστε μου αυτή την αναφορά, και πει ότι η λάρναξ του Μεταλληνού βρύει ιάματα θα γελάσει ο κάθε ένας. Διότι όχι δεν πέθανα ακόμη αλλά διότι δεν είμαι άξιος να θεραπεύει το αγίασμα που βγαίνει από τον τάφο. Για να το λένε για τον Κωνσταντίνο δεν ξεγελιώνται οι ντόπιοι τουλάχιστον. Ο ιστορικός Σωζομενός λέγει πάλι για τον άγιο Σπυρίδωνα «τα δε θαυμάσια αυτού ίσασι... τα θαύματα του αγίου Σπυρίδωνα. Και το τρίτον είναι ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας». Με το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού ανεδείχθη εκείνος ο οποίος εκράτηνε, ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Για τον άγιο Σπυρίδωνα ενθυμείσθε, λέγεται χαρακτηριστικά, και το σύμβολον επήρωσε. Ο άγιος Σπυρίδων επικυρώνει με το θαύμα της κεράμου το σύμβολο. Ο Κωνσταντίνος απλώς κρατύνει την ορθόδοξον πίστιν, επειδή είχε την έμπνευσιν να αυτοκαταργηθεί από κύριος του κόσμου και να δεχθεί τον Συνοδικόν θεσμόν. Μια τελική κρίση, δυο λόγια του Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου. Έχω κάνει μια σχετική μελέτη στον Παπαρηγόπουλο και γι’ αυτό το λόγο αναφέρομαι συχνά σ’ αυτόν. Λέει ο Παπαρηγόπουλος: «και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται – απλουστεύω τη γλώσσα – σε αγριότητα της ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.» Αυτά λέει ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.

Ευχαριστώ.


Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη ομιλία: Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ / ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Εισαγωγή στον «Ρήσο» του Ευριπίδη

Nota Chryssina


Το υλικό της τραγωδίας «Ρήσος» προέρχεται κατευθείαν από την Ιλιάδα σχεδόν ατόφιο, με ελάχιστες αλλαγές στο βασικό του πυρήνα και εμπλουτισμένο βέβαια σύμφωνα με το μέτρο που συνήθως η δραματική τέχνη πλουτίζει τα θέματα της μυθολογίας ή της επικής παράδοσης, όταν τα διαχειρίζεται ως υποθέσεις δραμάτων.
Τα γεγονότα του «Ρήσου» περιέχονται στη ραψωδία Κ και είναι γνωστά με τον τίτλο «Δολώνεια».
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα οι Αχαιοί σε σύντομη σύσκεψη αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα με το Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα κι ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει στο ελληνικό στρατόπεδο το Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από το Διομήδη και τον Οδυσσέα κι ανακρίνεται. Τους πληροφορεί ότι έχει φτάσει σύμμαχος της Τροίας, ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρήσος. Μαθαίνοντας αυτοί όσα ήθελαν, σκοτώνουν τον Δόλωνα, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις τρωικές θέσεις, σκοτώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Αυτά τα περιστατικά της Ιλιάδας αποτελούν τον πυρήνα της τραγωδίας που εξετάζουμε.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Στα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη συγκαταλέγεται και ο «Ρήσος», που γι’ αυτόν διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου τραγικού ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από μια αρχαία μαρτυρία και στη νεώτερη εποχή έχουμε απόψεις και γνώμες που με επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι αυθεντικό. Παράλληλα όμως υπάρχουν και εργασίες της νεότατης φιλολογικής επιστήμης ή ακόμα στοιχεία και ενδείξεις, οι οποίες αποδεικνύουν αντίθετα τη γνησιότητα του έργου.
Παραθέτουμε συνοπτικά την υπέρ και κατά της γνησιότητας σχετική επιχειρηματολογία που αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της τεχνικής, της μετρικής κλπ., όσο και σ’ εκείνα του ύφους, των χαρακτήρων και της δομής του έργου.
Κανένας αρχαίος συγγραφέας ή γραμματικός δεν υπαινίσσεται πουθενά ότι ο «Ρήσος» είναι νόθος. Η μοναδική πληροφορία που εκφράζει αμφιβολίες για τη γνησιότητά του, είναι εκείνη που διασώθηκε στην πρώτη από τις δύο «Υποθέσεις» της τραγωδίας: «Τούτο το δράμα ένιοι νόθον υπενόησαν ως ουκ ον Ευριπίδου, τον γαρ Σοφόκλειον υποφαίνει χαρακτήρα».
Στη νεώτερη φιλολογία διάφοροι μελετητές του θέματος αρνούνται τη γνησιότητα, αντλώντας τα επιχειρήματά τους από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κείμενο.
Έτσι οι ελάχιστοι γνωμοδοτικοί στίχοι που υπάρχουν, η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή του προλόγου, οι δύο από μηχανής θεοί, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα.
Απέναντι σε όλα αυτά μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:[1]
Υπάρχουν τρία σημεία στον Αριστοφάνη που μας οδηγούν στη βεβαιότητα σχεδόν, ότι ο κωμικός ποιητής γνωρίζει τον «Ρήσο» σαν έργο του Ευριπίδη και παρωδεί στίχους του κατά τη γνωστή του συνήθεια που έχει κυρίως στόχο τον μεγάλο τραγικό. Τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω:
Στους «Αχαρνείς», ο Χορός πέφτοντας πάνω στον Δικαιόπολη κραυγάζει: «Αυτός ο ίδιος είναι, αυτός. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα, βάρα του, βάρα του τον βρωμερό» (στ. 280 κε.). Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν σαν παρωδία εκείνων του «Ρήσου», όταν ο Χορός των Τρώων κυνηγάει τον Οδυσσέα φωνάζοντας: «Εε, εε. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπησέ (τον). Σκότωσε, σκότωσέ (τον). Ποιος είναι ο άντρας;» (στ. 675 κε.).
Στους «Αχαρνείς» επίσης ο στίχος όπου ο Λάμαχος έχει γυρίσει στη σκηνή και θρηνολογεί: «…Ω μαύρη συμφορά μου!» (στ.1203), παρωδεί προφανώς ανάλογο στίχο του Ηνίοχου στο «Ρήσο», όταν αυτός πληγωμένος θρηνεί το φόνο του αρχηγού του: «…βαριά συμφορά των Θρακών» (στ. 731).
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τον στίχο 840 των Βατράχων: «Αληθινά, παιδί θεάς του χωραφιού», που παρωδεί στο δεύτερο ημιστίχιο τον 974 στίχο του «Ρήσου»: «…τη θαλασσινή θεά».
Το ότι πρόκειται για παρωδία ευριπίδειου στίχου το βεβαιώνει κατηγορηματικά και ο Σχολιαστής: «Είρηται δ’ ο στίχος παρά τα Ευριπίδου, άληθες, ω παι της αρουραίας θεού».
Κάποιοι ανώνυμοι αρχαίοι κριτικοί αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα το έργου και η αμφιβολία τους αυτή αιτιολογείται με το Σοφόκλειο χαρακτήρα του δράματος. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Το πρώτο είναι η έλλειψη του πάθους, όπως τουλάχιστον το βρίσκουμε στη «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Εκάβη». Το δεύτερο οφείλεται στο γεγονός ότι η υπόθεση του «Ρήσου» είναι πιστή σχεδόν αντιγραφή των περιστατικών της «Δολώνειας» της Ιλιάδας. Είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης, αντίθετα από τον Σοφοκλή, διασκεύαζε ελεύθερα το επικό υλικό ή τους μύθους που χρησιμοποιούσε στα δράματά του και μια τέτοια πιστότητα φαίνεται ξένη στη θεατρική τεχνική του. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι το έργο γράφτηκε από τον ποιητή σε μια ηλικία που οπωσδήποτε ήταν ακόμα νέος (η πληροφορία αυτή παρέχεται από τον Κράτη), τότε ο Σοφόκλειος χαρακτήρας δικαιολογείται ως νόμιμη επίδραση της τεχνοτροπίας ενός μεγαλύτερου προκατόχου στο νεώτερο, που ακόμα δεν έχει διαμορφώσει οριστικά τη μορφή της τέχνης του.
Στην ίδια «Υπόθεση» έχουμε επίσης τη μαρτυρία ότι: «Εν μέντοι ταις διδασκαλίαις ως γνήσιον αναγέγραπται…». «Διδασκαλίες» ήταν οι κατάλογοι στους οποίους η πόλη καταχωρούσε τα ονόματα όσων λάβαιναν μέρος κάθε χρόνο σε δραματικούς αγώνες, τους νικητές, τους νικημένους, τα δράματά τους και τα σχετικά. Τέτοιους έγραψαν ο Αριστοτέλης, ο Καλλίμαχος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι. Κανένας όμως δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αμφιβολία για τη γνησιότητα του έργου.
Εξάλλου στον «Βίο» του Ευριπίδη αναφέρονται ως νόθες μόνο οι τραγωδίες «Τέννης», «Ροδάμανθυς», «Πειρίθους».
Η εξονυχιστική έρευνα, σύγκριση και παραβολή που κάνει ο Ritchie στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μετρική του «Ρήσου» και των άλλων τραγωδιών είναι αποκαλυπτική. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική τεχνική του Ευριπίδη, αδιαμόρφωτη κάπως, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική.
Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι τα εξωτερικά στοιχεία και οι σχετικές γνώμες ή μαρτυρίες δεν μπορούν να στηρίξουν μια ισχυρή άποψη που να αρνείται πειστικά τη γνησιότητα του έργου.
Εξετάζοντας τώρα τη δραματουργική υφή του «Ρήσου», το ήθος, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, καταλήγουμε σε μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα.
Η ζωηρή σκηνή του προλόγου όπου οι φρουροί ανήσυχοι και τρομαγμένοι ξυπνούν τον Έκτορα και του αναγγέλλουν τα νέα, δίνεται με γοργότητα και ρεαλισμό, δημιουργώντας μέσα σε λίγους στίχους ολοζώντανη την ατμόσφαιρα του αναστατωμένου νυχτερινού στρατοπέδου.
Η επεξεργασία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα των ομηρικών προσώπων, δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της Ιλιάδας, με μόνη εξαίρεση ίσως τον Αινεία που παρουσιάζεται κάπως πιο στοχαστής από ό,τι στο έπος, σε αντίθεση με την ασύνετη ορμητικότητα του Έκτορα. Ο Ρήσος, ο βάρβαρος Θρακιώτης αρχηγός, είναι γεμάτος κομπαστική βεβαιότητα για τη νίκη του, ένα ήθος, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο με τη βαρβαρική του καταγωγή. Ο αγώνας «λόγων» που γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Έκτορα, όχι τόσο «ρητορικός» όπως σε άλλες τραγωδίες του ίδιου, ανήκει στη γνώριμη ευριπίδεια τεχνική.
Η «αγγελική ρήση» του βοσκού αλλά και το μέρος του Ηνίοχου έχουν αδρότητα και δύναμη υποβολής καθόλου τυχαίες.
Τα χορικά εξάλλου, κυρίως το Γ' Στάσιμο, το τραγούδι της βάρδιας, στέκεται άνετα δίπλα στα καλύτερα λυρικά κομμάτια του ποιητή.
Τέλος οι δύο από μηχανής θεοί, η Αθηνά και η Μούσα, που εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο γνησιότητας, αφού η χρήση του από μηχανής θεού είναι χαρακτηριστική και συνηθισμένη στον Ευριπίδη.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Από την πληροφορία που μας δίνουν τα σχόλια των στίχων 527-531: «Κράτης αγνοείν φησί τον Ευριπίδην την περί τα μετάρσια θεωρίαν δια το νέον έτι είναι ότε τον Ρήσον εδίδασκε», και σύμφωνα με μια συνηθισμένη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν ιστορικούς υπαινιγμούς στα δράματα του Ευριπίδη, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το έργο μπορεί να διδάχτηκε γύρω στα 453, όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.
Πάντως η τραγωδία πρέπει να γράφτηκε στην πρώτη συγγραφική περίοδο του ποιητή, όπως υποθέτει ο Ritchie, δηλαδή ανάμεσα στο 455 και στο 440.

Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ «ΡΗΣΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ένα ακόμα επιχείρημα ότι ο «Ρήσος» είναι νόθο δημιούργημα του Ευριπίδη υπήρξε, όπως είπαν, και η έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας που αναπτύσσει. Νομίζουμε όμως ότι το τραγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του «Ρήσου», δηλαδή στην ύβρη που προκαλεί η αλαζονεία και στον τρόπο που κορυφώνεται.
Αυτής της αλαζονείας λοιπόν έχουμε τρεις διαδοχικές διαβαθμίσεις, που από πρόσωπο σε πρόσωπο αυξάνουν φτάνοντας σε μια εσωτερική κορύφωση για να δώσουν αμέσως τη θέση τους στην αντίδραση της «θεϊκής αρμονίας και του μέτρου», στο φόνο δηλαδή του Ρήσου.
Την πρώτη διαβάθμιση αποτελεί ο μονόλογος του Έκτορα (στιχ.56 κε.), όπου με κομπασμό ασυνήθιστο παραπονιέται γιατί νύχτωσε και η νικηφόρα ορμή του σταμάτησε αναγκαστικά.
Η δεύτερη διαβάθμιση είναι οι μεγαλαυχίες του Δόλωνα (στιχ.214-224) καθώς αυτός ξεκινάει για να κατασκοπεύσει τους Έλληνες. Η σιγουριά που δείχνει για την επιτυχία του είναι συγχρόνως υβριστική και παράλογη.
Η τρίτη διαβάθμιση αρχίζει, κορυφώνεται και τελειώνει στο μέρος του Ρήσου (στιχ.443-517). Εδώ ο Θρακιώτης αρχηγός κομπάζει μ’ έναν τέτοιο προκλητικό και κουφό τρόπο, που κι αυτός ο αλαζονικός Έκτορας, από αντίδραση ή δεισιδαίμονα φόβο, δείχνεται ρεαλιστής και μετριοπαθής. Σαν αντίρροπη δύναμη στην αυξανόμενη υπερβολή που πάνω από κάθε μέτρο διασαλεύει την τάξη του κόσμου, επέρχεται η τιμωρία με την εκμηδένιση του ενόχου. Ο υβριστής Ρήσος σκοτώνεται, έτσι τιμωρείται κι ο αλαζονικός Έκτορας και οι ενδόμυχες ίσως ελπίδες του, για μια τελειωτική νίκη πάνω στους Έλληνες, αφανίζονται.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος – Πάροδος του Χορού (στ. 1-51): Ο Χορός που τον αποτελούν Τρώες φρουροί μπαίνει βιαστικά από την πάροδο ανήσυχος και ταραγμένος. Ξυπνά τον κοιμισμένο Έκτορα και του αναγγέλλει ότι οι εχθροί έχουν ανάψει παντού φωτιές στους ναύσταθμους. Αυτό το φεγγοβόλημα πρέπει να σημαίνει κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό χρειάζεται γρήγορα να ετοιμαστούν οι Τρώες για μάχη.
Επεισόδιο Α' (στ. 52-223): Ο Έκτορας παραπονιέται για την κακή του τύχη, που τέλειωσε γρήγορα το φως της μέρας και τον ανάγκασε να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Κατηγορεί ακόμα και τους οιωνοσκόπους του που τον συμβούλευσαν να περιμένει. Βέβαιος τώρα ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μες στη νύχτα, αποφασίζει να τους επιτεθεί αμέσως. Στο μεταξύ έρχεται ο Αινείας και ρωτάει ανήσυχος τι συμβαίνει. Μαθαίνοντας τους σκοπούς του Έκτορα, με συνετές συμβουλές τον αποτρέπει από το παράτολμο κι επικίνδυνο σχέδιό του της νυχτερινής επίθεσης και τον συμβουλεύει να στείλει κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα του φέρει, να πράξει. Πράγματι εκείνος δέχεται τις υποδείξεις του Αινεία και ζητάει κάποιον εθελοντή. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμβάνει ο Δόλων. Σαν ανταμοιβή πετυχαίνει να του υποσχεθεί ο αρχηγός του τα θαυμαστά και αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Εξηγεί μετά στο Χορό το τέχνασμα που θα μεταχειριστεί. Θα ρίξει πάνω του ένα τομάρι λύκου κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του φεύγει.
Στάσιμο Α' (στ. 224-263): Ο Χορός στην πρώτη στροφή επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα που είναι προστάτης της Τροίας. Τον παρακαλεί να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα. Στην πρώτη αντιστροφή και στη δεύτερη στροφή εύχεται την επιτυχία της αποστολής του κατασκόπου και υμνεί την πολύτιμη ανταμοιβή του, τα άλογα του Αχιλλέα. Θαυμάζει το μεγάλο του θάρρος και τον πατριωτισμό του. Στη δεύτερη αντιστροφή τον φαντάζεται να μπαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και να θριαμβεύει.
Επεισόδιο Β' (στ. 262-341): Καθώς τελειώνει ο Χορός το τραγούδι του φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός που αναγγέλλει στον Έκτορα ότι έρχεται ένας τρανός σύμμαχος. Ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊκό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό που φέρνει. Ο Έκτορας περιφρονητικά εκφράζει τη σκέψη ότι ο Ρήσος είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία έρχεται καθυστερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί μαζί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γι’ αυτό σκέφτεται να τον δεχθεί ψυχρά και να αρνηθεί τη βοήθειά του. Μεταπείθεται όμως από το Χορό και το βοσκό.
Στάσιμο Β' (στ. 342-388): Στην πρώτη στροφή και αντιστροφή ο Χορός εκφράζει πολύ μεγάλο θαυμασμό κι εμπιστοσύνη στη δύναμη του Ρήσου που τον βλέπει σαν ελευθερωτή. Στη δεύτερη στροφή και αντιστροφή, βέβαιος για τον οριστικό λυτρωμό της Τροίας, αποτέλεσμα της βοήθειας του Θρακιώτη αρχηγού, φαντάζεται τους χορούς και τις γιορτές που θα ακολουθήσουν, όταν οι Έλληνες κυνηγημένοι θα φεύγουν για την Ελλάδα. Στην επωδό που μπορεί να θεωρηθεί και υπόρχημα, καθώς μπαίνει μεγαλοπρεπής και φανταχτερός ο Ρήσος με τη συνοδεία του, ο Χορός θαυμάζει την κορμοστασιά του και τα λαμπερά όπλα, παρομοιάζοντάς τον με θεό που έρχεται να ανακουφίσει την Τροία.
Επεισόδιο Γ' (στ. 389-526): Ο Ρήσος χαιρετά τον Έκτορα φιλικά και του λέει για το σκοπό που ήρθε. Ο Έκτορας τον κατηγορεί για αχαριστία και αδιαφορία που φτάνει τα όρια της προδοσίας. Ο Θρακιώτης αρχηγός, δίκαια οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της μεγάλης του αργοπορίας. Πολεμούσε με τους Σκύθες, και με αλαζονική αυτοπεποίθηση τον βεβαιώνει ότι μέσα σε μια μέρα αυτός θα πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Τρώες σε δέκα χρόνια. Θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέλει να πολεμήσει μοναχός με το στρατό του κι αφού τους νικήσει, να μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Κατηγορεί τον Έκτορα για έλλειψη αντιδράσεων όταν αυτός εκφράζει τη γνώμη ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένος, αν ο πόλεμος τελειώσει. Ο αρχηγός των Τρώων του λέει έπειτα το σύνθημα και τον οδηγεί στο μέρος, όπου τελικά θα κατασκηνώσει με το θρακικό στράτευμά του.
Στάσιμο Γ' (στ. 527-564): Στη στροφή ο Χορός κοιτάζει το νυχτερινό ουρανό και βλέποντας ότι πέρασε πια η ώρα της δικής του σκοπιάς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν ύστερα από αυτόν. Είναι η σειρά των Λυκίων που έχουν την πέμπτη βάρδια. Στην Αντιστροφή ακούει το μακρινό λάλημα του αηδονιού που κελαηδεί στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, ακούει τις φλογέρες των βοσκών καθώς αυλίζουν στο βουνό της Ίδης τα κοπάδια τους. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα των φρουρών και κουρασμένοι φεύγουν για να ξυπνήσουν τους αντικαταστάτες τους.
Επεισόδιο Δ' (στ. 565-691): Στην άδεια σκηνή μπαίνουν με προφύλαξη ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Βαστούν τα λάφυρα που πήραν από το Δόλωνα: Τα όπλα του και το λυκοτόμαρο. Πλησιάζουν προσεκτικά τη σκηνή του Έκτορα. Σκοπός της επιδρομής τους είναι να τον σκοτώσουν. Καθώς δεν τον βρίσκουν, απογοητεύονται και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Διομήδη που θέλει να σκοτώσει τον Αινεία ή τον Πάρη. Τότε αμφανίζεται η Αθηνά και τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες, αν αυτός ζήσει ως την άλλη μέρα και πολεμήσει εναντίον τους. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα άλογά του. Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει τρέχοντας ο Πάρις να ειδοποιήσει τον αδελφό του Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή και την ομιλία της Αφροδίτης τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον. Ο Πάρις φεύγει ήσυχος. Πριν αποχωρήσει η θεά με δυνατή φωνή φωνάζει στον Οδυσσέα και τον Διομήδη να βιαστούν, γιατί οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν και τρέχουν καταπάνω τους.
Επιπάροδος (στ. 692-827): Μπαίνει ο Χορός κυνηγώντας τον Οδυσσέα που τον περικυκλώνει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των δολοφόνων του Ρήσου, ξεγλιστρά και φεύγει. Στη στροφή κι αντιστροφή που ακολουθούν, οι φύλακες συνειδητοποιούν σιγά – σιγά ότι αυτός που έφυγε ήταν ίσως ο Οδυσσέας. Τους κυριεύει φόβος γιατί πιστεύουν ότι ο Έκτορας θα τους θεωρήσει σαν μοναδικούς υπεύθυνους του κακού που έγινε.
Επεισόδιο Ε' (στ. 828-881): Ενώ ο Χορός κάνει όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, ακούγεται θρήνος και σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο πληγωμένος Ηνίοχος του Ρήσου που εξιστορεί τα γεγονότα του φόνου του αρχηγού του και κάνει υπαινιγμό πως όλα αυτά είναι έργα φίλων κι όχι εχθρών. Οι φρουροί προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Έρχεται οργισμένος ο Έκτορας και τους απειλεί με πολύ σκληρή τιμωρία, γιατί εξαιτίας τους έγινε ό,τι έγινε. Έντρομοι αυτοί τον βεβαιώνουν ότι έμειναν ξάγρυπνοι και προσεκτικοί. Ο λαβωμένος Ηνίοχος παρεμβαίνει και κατηγορεί με επιχειρήματα τον Έκτορα σαν αυτουργό του φόνου, επειδή ήθελε να αποκτήσει τα άλογα του Ρήσου. Εκείνος αντικρούει την κατηγορία κι αρχίζει να υποθέτει σχεδόν με βεβαιότητα μήπως δράστης αυτών ήταν ο Οδυσσέας. Ο Ηνίοχος δεν παραδέχεται την άποψη αυτή κι εύχεται να πέθαινε στην πατρίδα του. Τέλος πείθεται να τον μεταφέρουν στην Τροία, όπου θα του περιποιηθούν το τραύμα. Ακόλουθοι του Έκτορα τον παίρνουν και φεύγουν.
Έξοδος (στ.889-995): Καθώς ο Χορός θλιμμένος απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων, εμφανίζεται από ψηλά η Μούσα κρατώντας το σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρώες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της, και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη που τον σκότωσαν και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του. Έπειτα εξιστορεί πώς γεννήθηκε, πώς ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Ρήσος. Ο Έκτορας εκφράζει τη λύπη του και προθυμοποιείται να θάψει τιμητικά τον Θρακιώτη αρχηγό. Η Μούσα όμως προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμονα, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει το θάνατο του Αχιλλέα. Τέλος, θρηνώντας για τις συμφορές που φέρνει ο θάνατος των παιδιών στους γονείς, αποσύρεται. Ο Έκτορας δίνει εντολή στο Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώες να ετοιμαστούν για επίθεση. Κι ο Χορός φεύγει με την ευχή ο θεός να τους χαρίσει τη νίκη μαζί με το φως της ημέρας που έρχεται.

[1] Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του William Ritchie, «The authenticity of the Rhesus of Euripides» - Cambridge University Press 1964.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ / ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Βασικές κατευθύνσεις που παίρνει ο ποιητικός λόγος από τα μέσα του 15ου μέχρι τα τέλη του 17 ου αιώνα


                                                             Claude Lorrain Gellé

της Νότας Χρυσίνα

Ο ουμανισμός που ξεκίνησε στην Ιταλία εξαπλώνεται από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.[1]Συνεχίζεται η συγγραφή επών και έμμετρων ιπποτικών μυθιστοριών σε παραλλαγές των παραδοσιακών θεμάτων και έργα που παρωδούν τα μεσαιωνικά πρότυπα όπως  ο «Μαινόμενος Ορλάνδος» του Αριόστο.[2] Ο δημιουργός είναι επώνυμος και το δημιούργημα πρέπει να είναι πρωτότυπο. Οι ποιητές μιμούνται το πετραρχικό σονέτο και υμνούν τον  εξιδανικευμένο έρωτα ενώ στον αντίποδα στη Γαλλία καλλιεργείται από τον Βιγιόν η μπαλάντα με ρεαλιστικό περιεχόμενο.[3]



Ερωτόκριτος

Nota Chryssina


Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:




ΠΟΙΗΤΗΣ



1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20 
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
     Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·     
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50



     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.



     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70



     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' ’στρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.



     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
     Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
     Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.



     Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,          
          κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ' εγεννήσα'.          130
     Kαι τ' όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
          σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
     Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
          μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.



EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει· "Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
          γιατ' ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν' αφορμίσω.
     Σ' τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
          το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
          οπού άνεμος δεν τση'διδε, ουδ' ήλιος την εθώρει,          140
     κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
          ο λογισμός οπού'βαλα, δίχως θεμέλιο να'χει.
     Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
          κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
     Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
          κ' ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
     Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
          και τούτα που με βρήκασι δεν τα'λπιζα ποτέ μου."



ΠOIHTHΣ
     Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν' ακούσει
          το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
     Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ' όψιν αλλαμένη,
          στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ' έτσι του συντυχαίνει.



ΠOΛYΔΩPOΣ
     "Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου'χεις μιλημένα,
          ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ' όλπιζα σε σένα,
     να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ' έτσι να κιντυνεύγεις,          155
          και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
     γιατί σ' εκράτου' γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
          μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το'χω γρικημένο.
     Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
          σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
     H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
          ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ' έτοιες έγνοιες έχει.
     K' εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
          Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
     Oπού'χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
          κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ' αγκάθια γεμισμένο·
     ο ανθός του είν' θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
          αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ' αγαπήσει,
          εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
     μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
          και να μακρύνεις από 'πά, να πορπατείς στα ξένα,
     παρά σ' Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
          και το κακό σου μοναχός να θέ' να το γυρεύγεις.
     Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
          πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
     γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
          και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.



     "K' εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ' έτοια Πάθη;
          H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
     Aν το νοήσει κ' ήβαλεν Πόθο σ' αυτείνη ο νους σου,
          κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
     να σας ξορίσουν από 'πά, φτωχούς να σας-ε κάμου',
          ετούτα κι άλλα πλι' άσκημα θέ' να'ν' προυκιά του γάμου.
     Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
          μην πά' κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
     Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ' είναι το φυσικό του,
          να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
     Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
          Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
     Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
          κείνο το πράμα π' αγαπά κι οπού πολλά τ' αρέσει,
     ο νους παραλαφρώνεται, κ' η ολπίδα του πληθαίνει,
          κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
     Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
          ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
     K' εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ' ολπίδα;
          Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!
8     K' επάσκισε το Pιζικό κ' η Mοίρα να σε βάλει,
          κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
     Όνειρον είν' πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
          και γι' αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα'.
     Πολλά'ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
          να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ' Pηγάτα, και σε πλούτη,
     οπού'ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
          εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
     Tα χόρτα π' αγκυλώνουσι, τ' αγκάθια που κεντούσι,
          για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
     Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη 'γγίξεις, γιατί καίγει·
          μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά' γυρεύγει.          210



     "O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
          κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
     εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
          και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
     O Bασιλιός είν' σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
          μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ' εσένα.
     Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν' και σφάλει,
          τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
     και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
          και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.     
     Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221     
          γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
     Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
          φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
     Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
          γιατί, σα σε θωρού' συχνιά ν' ανεβοκατεβαίνεις,
     ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
          κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν' και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ' ορίσει,
          λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ' να κάμει η κρίση.          230
     O Pήγας έχει την εξά, κ' είναι η δουλειά δική του,
          και μ' απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
     Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού'βαλεν ο νους σου,
          εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου."



ΠOIHTHΣ
     Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
          ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
     Kαι με την ώραν την πολλή, σ' απόκριση εκινήθη,
          με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.



EPΩTOKPITOΣ
     "Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
          και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
     Kατέχω, κι α' μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
          εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
     Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
          μ' όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
     Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ' αφήσω,          245
          και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
     μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,     
          και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
     κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
          έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
     Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
          εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
     Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
          Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
     Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
          εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ' Eρωτιάς η κρίση.
     Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,
          και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
          γνώση δεν εί' ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
     Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
          έχει τ' ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
     βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
          και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
     την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
          φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
     ’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που'χαν Kαιρού θεμέλιο,
          του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
     Eύκολα και τα κάρβουνα κ' η σπίθα αναλαμπάνει
          τ' άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270



     "Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν' αρχίσω
          να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
     να'βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
          και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
     και σ' άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
          και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
     Kι ως το λογιάσω, μου'ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
          τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου'ρχεται τρομάρα·
     θαμπώνουνται τα μάτια μου κ' η όψη απονεκρώνει,
          ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
     κι οπίσω α' θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ' αμπώθει
          σ' εκείνο που ο λογαριασμός κ' η γνώση πλιό δε γνώθει.
     Λόγιασε σ' ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
          πέ' μου, πώς θες να βουηθηθώ σ' έτοια δουλειά μεγάλη;



     "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
          μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
     Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
          και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
          κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.           290     
     Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,          
          κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
     Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
          κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
     Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
          τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
     κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
          και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
     κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
          κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
     το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
          Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
     μα εδά'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
          οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.
     K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
          κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
     θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
          πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
     σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
          και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
     Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
          κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.



     "Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
          σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
     Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
          που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.
     Eμέ κιανείς δε μου'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
          τινός αλλού, στα βάσανα και σ' τσι καημούς οπού'μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
          και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
     Tούτες την Πεθυμιάν πετού', στον Oυρανόν την πάσι,
          κι όσο σιμώνου' τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
     Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
          γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
     Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
          πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
     και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
          κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
     Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
          και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.          
     Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331     
          και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
     Kι ώστε οπού να'μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
          Mαγάρι να μ' ολόκαψε, να μ' έκαμεν αθάλη!"



ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του ο Φίλος· "Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
          και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
     Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ' αυτήν τη ζάλη,
          στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
     Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
          κόψε τα, ρίξε τα από 'κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
     γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
          ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
     Θωρώ το πως σε πολεμού' δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
          η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ' η μιά, λέγω, κ' η άλλη
     μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ' αφήσεις          345
          τ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
     Πάντά'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
          κείνου οπού τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου',
          πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
     Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
          τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
     Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
          θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
     εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,          355
          οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
     Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
          και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις."



ΠOIHTHΣ
     Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
          του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360



EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει· "Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
          σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ' εφέρα'.
     K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
          και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' Aγάπης τα μαντάτα,
     να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
          κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
     Kι α' δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ' ώρα ας αποθαίνω
          με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
     Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
          παρά να πού' πως μ' εντροπήν απ' τη φλακή μ' εβγάνα'."          370



ΠOIHTHΣ
     Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
          την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
     Mα'σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά'τασσε να κάμει,
          και το κορμί του εσούρωνε, κ' ήτρεμε ωσάν καλάμι.



     Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,          375
          και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
     ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
          κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
          κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
     Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
          και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
     Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
          σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
     εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
          στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
     εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
          το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
     Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
          πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

Συνέχεια και εδώ 


300 χρόνια «Ερωτόκριτος»

Πρωτοεκδόθηκε το 1713 στη Βενετία. Μια αναδρομή στην έντυπη ιστορία του μεγάλου ποιήματος του Βιντσέντσου Κορνάρου
του Γιώργη Γιατρομανωλάκη



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ / ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ