Τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν






Τὴ ἁγία καὶ μεγάλη Τετάρτη, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε.


 ***


Σήμερον ὁ Χριστός, παραγίνεται ἐν τῇ οἰκία τοῦ Φαρισαίου, καὶ γυνὴ ἁμαρτωλὸς, πόρνη τινά, προσελθοῦσα, μύρον βαστάζουσα, ἐν κλαυθμῷ, τοὶς ποσὶν (του Σωτήρος) ἐκυλινδοῦτο.


Τι είχε γίνει πρίν; Ιδού…


Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλέει και να οδύρεται γοερά. Άνοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της.  Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, καταφιλώντας τα αδιάκοπα.


      Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με το γεγονός και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Ο καρδιογνώστης Χριστός είπε στον Σίμωνα: Έχω να σου πω το εξής για τις σκέψεις σου: Εκείνος είπε: μίλα μου δάσκάλε. Κάποιος, του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή; Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό. Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».

 
Ήτο η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο; Όσον αφορά να συντρώγη ο Κύριος και να συζητά με αμαρτωλούς όχι. Ιδού πάλι τι είχε ξανασυμβή και στο παρελθόν.


Ο Ματθαίος έκανε το επάγγελμα του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα, κάτι που τον έκανε μισητό στο κόσμο, επειδή έπρεπε να εισπράττει ακόμα και με "σκληρό" τρόπο, τους ρωμαϊκούς φόρους. Κάποια ημέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας την εσωτερική του ψυχή του ζήτησε να Τον ακολουθήσει και είπε προς αυτόν: «Ἀκολούθει μοι».


Ο Ματθαίος, χωρίς καμιά καθυστέρηση, άφησε την εργασία του και αμέσως τον ακολούθησε. Και όχι μόνο εγκατέλειψε το αμαρτωλό, για την εποχή εκείνη, επάγγελμα του τελώνη, αλλά και με χαρά φιλοξένησε τον Κύριο στο σπίτι του. Εκεί, μάλιστα, ήλθαν και πολλοί τελώνες και άλλοι αμαρτωλοί άνθρωποι, με τους οποίους ο Ιησούς συνέφαγε και συζήτησε (Ματθ. 9,10. Λουκ. 5,29).


Οι φαρισαίοι, όμως, που είχαν πωρωμένη συνείδηση, όταν είδαν αυτή την ενέργεια του Κυρίου, αμέσως τον κατηγόρησαν ότι συντρώγει με τελώνες και αμαρτωλούς. Ο Ιησούς το άκουσε και είπε εκείνα τα θαυμάσια λόγια:


«Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13).


Δηλαδή, είπε ο Κύριος, δεν ήλθα για να καλέσω εκείνους που νομίζουν τους εαυτούς τους δίκαιους, αλλά ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς, για να μετανοήσουν και να σωθούν.


Τις ήτο αύτη η πόρνη γυνή; Ιδού οι χαρακτηρισμοί της υπό των υμνογράφων…


·        βεβυθισμένη τὴ ἁμαρτία (= είχεν βυθισθεί στην αμαρτίαν)
·        Γυνὴ δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη (= απαισία και κυλιομένη εις τον βούρκον της ακολασίας)
·        ἀπεγνωσμένη διὰ τὸν βίον (=απελπισμένη λόγω του μέχρις εκείνης της στιγμής βίου της)
·        ἐπεγνωσμένη διὰ τὸν τρόπον (=στιγματισμένη, γνωστή από όλους δια τον τρόπον της ζωής της)


Ήτο δε πάλι η πρώτη φορά που συνέβαινε να πλύνουν τα πόδια του Κυρίου με μύρο; Ο Ματθαίος (26:6-13), ο Μάρκος (14:3-9) και ο Ιωάννης (12:1-8) ομιλούν για την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία, από ευγνωμοσύνη για την ανάσταση του αδελφού της, έκαμε αυτή την σπουδαία πράξη. Ενθάδε όμως δέον να ακούσωμε τον ευαγγελιστήν Λουκά όστις αναφέρει πως η γυναίκα η δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη της Μ. Τετάρτης, που δεν αναφέρεται το όνομά της, ήταν αμαρτωλή πόρνη. Ίσως να ήταν η πόρνη γυναίκα, την οποία έσωσε ο Κύριος από το λιθοβολισμό των υποκριτών Ιουδαίων (Ιωάν.8:5). 


Αν θέλωμε δε κάποιο ιστορικό παράδειγμα για το ποιόν μιας τοιαύτης γυναικός, δια το πόσον τω όντι δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη ήτο, ας αναλογισθώμεν την οσία Μαρίαν την Αιγυπτίαν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε τον 6ον αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στα νεανικά της χρόνια ζούσε μέσα στην ακολασία και παρέσυρε πολλούς ανθρώπους στην ηθική καταστροφή. Όταν ήταν 12 χρονών ξέφυγε από την προσοχή των γονιών της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, πού ήταν τότε πόλις ξακουσμένη, κέντρο γραμμάτων και επιστημών, σπουδαίο λιμάνι της Μεσογείου και εστία κοσμικής ζωής. Είχε όμως και το ατύχημα να πεθάνουν οι γονείς της κ' έμεινε ορφανή. Στο περιβάλλον εκείνο η Μαρία έπεσε στην αμαρτία. Λόγω δε της εκτάκτου καλλονής της έγινε διάσημη εταίρα, πόρνη. Επί 17 χρόνια ζούσε άσωτη ζωή εμπορευόμενη το σαρκίον της. Από την μικρή αυτή ηλικία των 12 ετών δηλαδή ξεκίνησε να διάγει άσωτο βίο. Όλο της το χρόνο τον αφιέρωνε στις ηδονές της σάρκας. Ένα από τα αποτελέσματα της ζωής που έκανε, ήταν να μην καταφέρει να μάθει γράμματα. Έζησε όμως με πολυτέλεια, ό,τι επιθυμούσε το είχε. Οι ερασταί της έδιναν άφθονα χρήματα. Φαγητά, ποτά, αρώματα, άνθη, κοσμήματα, έπιπλα, αμάξια, μέγαρο, ό,τι φανταστεί κανείς, το είχε στη διάθεση της. Κάποια στιγμή, και ενώ βρισκόταν σε ηλικία 30 ετών, παρατήρησε πολλούς ανθρώπους να επιβιβάζονται σε πλοία στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Ρωτώντας έμαθε ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν Χριστιανοί που πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ για την γιορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αποφάσισε να τους ακολουθήσει και γι' αυτόν τον λόγο επιβιβάστηκε σε ένα μικρό πλοίο προσφέροντας το σώμα της στους ταξιδιώτες με σκοπό να καλύψει τα ναύλα και την τροφή της. Έχει σημασία και το ξαναλέμε για να το κατανοήσουμε καλά το πόσο αλλοιώνει σώμα και ψυχή η αμαρτία. Μπήκε στο πλοίο, όχι για να πάει να προσκύνησει. Πήγε, όπως πηγαίνουν πολλοί στις εορτές, όχι για να τιμήσουν τους αγίους αλλά απλώς για να διασκεδάσουν. Ναύλο δεν πλήρωσε. Ναύλο ήταν το σώμα της. Στο ταξίδι οργίασε. Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ συνέχισε να καλύπτει τα έξοδά της με τον ίδιο τρόπο.


Μια τοιαύτη γυνή λοιπόν δέον να υποθέσωμε ότι ήγγιζεν τον Κύριον. Ο σκανδαλισμός μεγάλος. Να βλέπη κανείς Εκείνον που μόλις είχε αναστήσει τον Λάζαρον, Εκείνον που πολύ πρίν λίγες μέρες τον είχαν υποδεχθεί με βάια ως Μεσσίαν να δέχεται να τον αγγίζη μια τοιαύτη γυνή. Ας ξαναθυμηθούμε τις σκέψεις του φαρισαίου Σίμωνος εις την οικίαν του οποίου συνέβαινε αυτό το αλλόκοτο θέαμα και τας οποίας διάβασε ο Σωτήρ… «Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει;» Δεν το θεωρούμε σπουδαίον; Ας αναλογισθή λοιπόν κανείς αν μπορεί να πράξη το ίδιο μπροστά σε συγγενείς και την οικογένειά του. Ας αναλογισθή κανείς αν μπορεί να πλησιάση μια διάσημη πόρνη γνωστή τοις πάσι και να αρχίση όχι να τρώει μαζί της και να συζητάη αλλά έστω αν μπορή να την χαιρετίση κάν και να τον δούν όλοι ότι χαιρετά μιαν τοιαύτη γυναίκα.


Κι όμως ο Σωτήρ το έκανε. Διότι ως είπεν ήρθε να καλέση τους αμαρτωλούς, για να μετανοήσουν και να σωθούν. Δια όλους εμάς ήρθε. Και μην είπη κανείς ότι είναι εις καλυτέραν θέσιν από τοιαύτας γυναίκας. Χειρότεροι είμεθα διότι ό,τι ποιούμε το ποιούμε και δεν είμεθα «ἐπεγνωσμένοι διὰ τὸν τρόπον» δεν μας έχουν στιγματίση αλλά απλά έχομε καταφέρει τας αμαρτίας μας να τας κρύπτωμε και να μην είναι ορατές εις τους άλλους. Χειρότεροι δηλαδή και από λύκοι που έχουν αμφίεσσιν προβάτου. Χειρότεροι και από τους χειρότερους φαρισαίους υποκριτάς.


Τι πράττει λοιπόν η αμαρτωλός γυνή δεικνύουσα και τον δικόν μας τρόπον σωτηρίας για να επιστρέψωμε; Προσῆλθε, δάκρυα προχέουσα ποσί του Σωτήρος, μύρον σὺν δάκρυσι κενούσά αυτοίς ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους αυτού πόδας, θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, καὶ ἐκ βάθους στενάζουσα. Δηλαδή με δάκρυα που έτρεχαν σωρηδόν από τα μάτια της έβρεχε τα πόδια του Κυρίου σκουπίζουσα αυτά με θέρμη μετά των τριχών της κεφαλής της και με βαθείς αναστεναγμούς.


Οι άγιοι υμνογράφοι της ημέρας μας καλούν να προσέξωμε τα λόγια που καταφέρνει αυτή η αμαρτωλή ψυχή να ξεστομίση, κυρίως προς παραδειγματισμόν, ίνα έχωμε παράδειγμα προσευχής. Ιδού τα λόγια της:


1.   : «Ἴδε τὴν βεβυθισμένην τὴ ἁμαρτία, τὴν ἀπηλπισμένην διὰ τὰς πράξεις, τὴν μὴ βδελυχθεῖσαν παρὰ τῆς σῆς ἀγαθότητος, καὶ δὸς μοὶ Κύριε, τὴν ἄφεσιν τῶν κακῶν, καὶ σώσόν με.»


Δές Κύριε αυτήν που έχει βυθισθή στην αμαρτίαν και έχει πλέον απελπισθεί δια τον βίον της. Δές και μην αποστρέψης το βλέμμα σου από αυτήν που σιχαίνονται όλοι τους και δώσε άφεσιν αμαρτιών. Ίνα επέλθη η μετανοία τι προπορεύεται αληθώς; Η απελπισία. Όταν απελπισθής ότι δεν μπορείς να καταφέρης τίποτα στον βίον σου προσέφυγεν τότε εις τον μόνον φιλάνθρωπον Θεόν


2.   : «Μὴ ἀπώση με, μηδὲ βδελύξη Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος.»


Μόνος φιλάνθρωπος ο Κύριος ο θεός μας. Αι φιλανθρωπίαι μετά των οποίων καταπιανόμαστε εμείς στον βίον μας δεν είναι τίποτα άλλον παρά ανακούφισις του σώματος. Την ψυχήν μόνον ο Κύριος δύναται να ανακουφίση.


3.   : «ἐν κλαυθμῷ δυσωποῦσα, ὡς δακρύων ἄξια πράξασα. Διάλυσον τὸ χρέος, ὡς καγῶ τοὺς πλοκάμους, ἀγάπησον φιλοῦσαν, τὴν δικαίως μισουμένην, καὶ πλησίον τελωνῶν σὲ κηρύξω, Εὐεργέτα φιλάνθρωπε.»


Και ότι πάσχουμε εμείς δικαίως το πάσχουμε. Δικαίως δέον να έχομεν, να αντιμετωπίζωμεν μόνον το μίσος των αγαθών ανθρώπων. Ας θυμηθούμε τα λόγια του ληστού όστις είναι ήδη εν παραδείσω… ««οὐ δέ φοβῇ σύ τόν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καί ἡμεῖς μέν δικαίως ( πάσχομεν )· ἄξια γάρ ὧνἔ πραξαμεν ἀπολαμβάνομεν, οὖτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε». Αυτός όμως που οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε ο Κύριος και θεός μας πλησίον τελωνῶν και αμαρτωλών ήρθεν διότι ως Εὐεργέτης φιλάνθρωπος τούτους που έχουν επίγνωσιν της αμαρτωλότητός των θέλει πρωτίστως να σώση.


4.    : «Ἴδε ὁ τῶν ἁμαρτανόντων τὴν μετάνοιαν φέρων, ἀλλὰ Δέσποτα διάσωσόν με, ἐκ τοῦ κλύδωνος τῆς ἁμαρτίας, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.»


Η αμαρτία δεν είναι παρά μια κλύδων, ένα τράνταγμα του βίου, μια φουρτούνα ήτις επιθυμεί να μας βυθίση εις τον βόρβορον, εις την ιλήν του βυθού. Ο Σατανάς και ανθρωποκτόνος διάβολος θέλει να βυθίση στην αφάνεια το ανθρώπινον γένος.


5.   : «Πῶς ἀτενίσω σοὶ τῶ Δεσπότη; αὐτὸς γὰρ ἐλήλυθας, σῶσαι πόρνην, ἐκ βυθοῦ θανούσάν με ἀνάστησον, ὁ τὸν Λάζαρον ἐγείρας, ἐκ τάφου τετραήμερον, δέξαι μὲ τὴν τάλαιναν, Κύριε καὶ σώσόν με.»


Όταν έχης κάνει κάποιο παράπτωμα απέναντι στον συνάνθρωπό σου, συνήθως απέναντι σε αυτούς που αγαπάς, αποφεύγεις και να τους συναντήσης. Πολλάκις δε όταν τούτο είναι ανέφικτον και δεν μπορείς να το αποφύγης, σαν βρεθείς ενώπιος ενωπίω αποφεύγεις να τον κοιτάξης μές τα μάτια μέγα απόδειξις ότι κάτι έχεις πράξει κακό και τον εντρέπεσαι. Κι όμως. Όλοι μας μα όλοι μας έχομε το θράσος να εμφανιζόμεθα μεγάλη Εβδομάδα και να φιλούμε την εικόνα του Νυμφίου ανερυθρίαστα και να κάνωμε τον σταυρόν μας ωσάν να μην έχη συμβεί τίποτα. Ιδού όμως η αμαρτωλή γυνή. Κραυγάζει αυτό που δεν κάνει κανείς μας… Πῶς ἀτενίσω σοὶ τῶ Δεσπότη; Για να την συμπληρώση ο άγιος Δαυίδ «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. σοὶ μόνω ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα»


6.    : «Μὴ με τὴν πόρνην ἀπορρίψης, ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, μή μου τὰ δάκρυα παρίδης, ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων, ἀλλὰ δέξαι μὲ μετανοουσαν, ἣν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν Κύριε, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.»


Ο Κύριος και Θεός των πάντων κατά την ενσάρκωσίν του παρέμεινε άγιος. Απεναντίας ο Δαυίδ το λέγει για όλους εμάς… «ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίες ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου». Άρα εξ ορισμού οι γεννηθέντες με αμαρτίαν μόνον εκ του ασπίλου Χριστού δύνανται σωθήναι. Και τούτο το γνωρίζει μέχρι και η πόρνη γυναίκα που κραυγάζει η δύστυχος «ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων, μή μου τὰ δάκρυα παρίδης»


Το ερώτημα είναι αυτοφυές. Δυνάμεθα να περιπέσωμεν εις τοιαύτην και τοσαύτην συντριβήν; Έχομε το σθένος ή την προαίρεσιν έστω;


Όποιος έχει την δύναμην ας το πράξη. Ας πράξη αυτήν την συντριβήν. Δεν μπορούμε όμως να συντριβούμε τόσον. Το γνωρίζομε. Ακόμα και ο άγιος υμνογράφος της ημέρας το κατανοεί. Δεν έχομε τόσην δύναμην όσην είχεν εκείνη η γυνή. Και συμβαίνει το αξιοσημείωτον… μια πόρνη ως ανωτέρω περιεγράφη να έχη μεγαλυτέραν δύναμιν καρδιάς από όλους μας. Ιδού.. Ὑπὲρ τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομησας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοὶ προσήξα, ἀλλὰ σιγὴ δεόμενος προσπίπτω σοί, πόθω ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοὶ τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχης, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥύσαί με. Αν και έχουμε αμαρτάνει περισσότερον και από αυτήν την πόρνην – λόγω του κεκρυμμένου αμαρτωλού κόσμου μας, της επιτυχημένης απόκρυψης της δυσωδίας μας από τους οφθαλμούς των άλλων - με όμβρους, ποτάμια δακρύων δεν προσεγγίζομεν τον δεσπότην Χριστόν. Έστω όμως απαίσιε άνθρωπε. Έστω και με σιγή, αφού δεν σου βγαίνουν δάκρυα συντριβής, πρόσπεσε στον Σωτήρα σου και φίλησεν τους πόδας αυτού και ζήτα την άφεσιν των αμαρτιών σου μη και σε λυτρώση εκ του βορβόρου των ρυπαρών έργων σου…


Η πόρνη γυνή εὔρε τον λιμένα τῆς σωτηρίας. Δεν έκανε παρά τα εξής τρία. Πρωτίστως τὸν τῆς Παρθένου Υἱόν, αν και Πόρνη αυτή ἐπιγνοῦσα Θεὸν ἔλεγεν. Δηλαδή ανεγνώρισεν ως Θεόν της τον Ιησού. Κατενόησε μέσα της ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας. Δεύτερον προχώρησεν σε μια γρήγορην προετοιμασίαν. Απεφάσισεν να συντριβή αλλά μη γνωρίζουσα αν θα την δεχθή ο Κύριος την συγγνώμην της προετοιμάσθη όσο μπορούσε. Τα εγκατέλειψεν όλα και έτρεξε να αγοράση μύρον. Ἡ ἁμαρτωλὸς ἕδραμε πρὸς τὸ μύρον πριάσασθαι, πολύτιμον μύρον, τοῦ μυρίσαι τὸν εὐεργέτην, καὶ τῶ μυρεψῶ ἐβόα: «Δὸς μοὶ τὸ μύρον, ἵνα ἀλείψω καγῶ τὸν ἐξαλείψαντά μου πάσας τὰς ἁμαρτίας.» Πήγε να κάνη πρώτα εκείνο το οποίο θα της έκανε ή υπέθετε ότι θα της κάνη ο Κύριος. Εκείνος θα της εξέλειπεν όλας της τας ανομίας. Έ το λοιπόν και εκείνη θα του ήλοιφεν τους πόδας. Μάλιστα το διατυμπάνισεν εις τους ανθρώπους. Ιδού. Υπάγω σε Εκείνον να με σώση, τον μόνον που δύναται πράξαι τούτο. Εκείνος θα συγχωρέση όποιον του ζητήση συντετριμμένος την άφεσιν αμαρτιών. Εμείς συγχωρέσαμε όποιον ημάρτησεν εναντίον μας;



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him