Κριτικαί ἐπισημάνσεις εἰς το βιβλίον τῆς Γενέσεως (ΜΕΡΟΣ Α’)




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη.

Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.





1.   Παλαιά Διαθήκη: Το επίσημο αρχαίο κείμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας

            Όπως περιεκτικά μας ενημερώνει ο καθ. Σταύρος Καλαντζάκης:

            «Η αρχαιότερη και σπουδαιότερη από όλες τις μεταφράσεις του πρωτοτύπου εβραϊκού κειμένου της Π. Διαθήκης είναι η ελληνική Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), ή διεθνώς γνωστή και ως Septuaginta (LXX). Η Μετάφραση αυτή εκπονήθηκε, κατά την παράδοση, από 72 ελληνιστές ιουδαίους μεταφραστές … Από τη στρογγυλοποίηση του αριθμού αυτού σε 70 προέκυψε η ονομασία «Εβδομήκοντα», καθώς και η αριθμητική του ένδειξη με το ελληνικό γράμμα Ο΄ ή τα λατινικά LXX».

            Μάλιστα, η «Μετάφραση των Ο΄», «ου μόνον παρά τοις Ιουδαίοις της Αιγύπτου, αλλά και απανταχού της ελληνιζούσης Ιουδαϊκής διασποράς εθεωρείτο, τουλάχιστον μέχρι των μέσων του β΄ μ.Χ. αιώνος, ως εξίσου προς το πρωτότυπον ιερά, και αυτό τούτο θεόπνευστος». Επιπλέον, η μετάφραση αυτή εξαγιάστηκε και εγκρίθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, αφού ουσιαστικά, ήταν «η Βίβλος της πρώτης εκκλησίας, ως βλέπομεν ήδη εν τη Κ.Δ., ένθα τα πλείστα των εκ της Π.Δ. χωρίων παρατίθενται κατά τους Ο΄».

            Όπως μας βεβαιώνουν οι σημαντικότεροι παλαιοδιαθηκολόγοι, η «Μετάφραση των εβδομήκοντα», ή αλλιώς «Μετάφραση των Ο΄», ή Septuaginta ή LXX, είναι το επίσημο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης για τους Ορθοδόξους.

            Ο καθ. Παναγιώτης Μπρατσιώτης γράφει:

«Εν δε τη ορθοδόξω ανατολική εκκλησία εξακολουθεί να παραμένη η μετάφρασις των Ο΄ ως η επίσημος Εκκλησιαστική Βίβλος χρησιμοποιουμένη εν τη δημοσίω λατρεία».

            Και ο Αθανάσιος Χαστούπης:

«Η Ορθόδοξος εκκλησία ανέκαθεν αναγνωρίζει ως επίσημον Βίβλον της την μετάφρασιν των Ο΄».

Όπως και ο καθ. Σταύρος Καλαντζάκης:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία, συνεπής στην παράδοση … δέχεται και σήμερα ως επίσημη εκκλησιαστική Βίβλο της τη Μετάφραση των Ο΄ […] Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι παραγνωρίζει το κύρος ή υποτιμά την αξία του μασωριτικού εβραϊκού κειμένου».

            Οι λόγοι για τους οποίους η «Μετάφραση των Ο΄» κατέχει τη θέση αυτή στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πολλοί και σημαντικοί. Ένας από τους εντυπωσιακότερους όμως, είναι αυτός που περιγράφει στα συμπεράσματα σχετικής του μελέτης ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος:

«Η εργασία αυτή ευθυγραμμίζεται προς την επικρατούσα επιστημονική άποψη ότι η πλειονότητα των παραθέσεων της Παλαιάς Διαθήκης στην Καινή, προέρχονται από τη Μετάφραση των Ο΄, σε τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Μετάφραση των Ο΄ αποτελεί τη Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης».

            Δυστυχώς, το παραπάνω συμπέρασμα έρχεται σε παραφωνία με την ογκώδη έκδοση της Βιβλικής Εταιρείας του 1997, η οποία ως προς την Παλαιά Διαθήκη, δεν περιλαμβάνει το επίσημο -για την Ορθοδοξία- κείμενο της «Μετάφρασης των εβδομήκοντα», αλλά εξέδωσε το εβραϊκό κείμενο (το λεγόμενο και Μασωριτικό), μεταφρασμένο στη νεοελληνική.

            Σίγουρα, η προσπάθεια είναι εξαιρετικής επιστημονικής χρησιμότητας και οι ίδιοι οι καθηγητές αναφέρουν ότι η μετάφραση αυτή έγινε και για «λόγους επιστημονικούς», όμως, παρ’ όλο που η Ανατολική Εκκλησία δεν απορρίπτει το εβραϊκό κείμενο, εντούτοις, για τους Ορθοδόξους, το κείμενο των Μασωριτών, δεν αποτελεί την Παλαιά Διαθήκη που εγκρίθηκε μέσα από αιώνες Ορθόδοξης Λειτουργικής, Πατερικής και Συνοδικής χρήσης.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι απευθυνόταν σε Έλληνες Ορθοδόξους, η Βιβλική Εταιρεία υποχώρησε μόνο ως προς το κείμενο της Καινής Διαθήκης (και χρησιμοποίησε την Πατριαρχική έκδοση του 1904), δεν έκανε όμως την ίδια υποχώρηση και ως προς το εβραϊκό κείμενο, το οποίο ως γνωστόν αποδέχονται ως επίσημο μόνο οι Προτεστάντες.

Βεβαίως, να επισημάνουμε ότι στην έκδοση αυτή της Βιβλικής Εταιρείας, τα βιβλία που σώθηκαν μόνο στα ελληνικά ή γράφτηκαν εξαρχής στα ελληνικά, αποδόθηκαν στη νεοελληνική με βάση τη «Μετάφραση των εβδομήκοντα» (αφού δεν υπήρχε εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο).

Κατά συνέπεια, όσο θετικά κι αν ήταν τα σχόλιά μας για την νεοελληνική μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τη Βιβλική Εταιρεία, αφού υποστήριξε το Πατριαρχικό κείμενο, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο για το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης: αν όπως προείπαμε, «η Μετάφραση των Ο΄ αποτελεί τη Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης», και επίσης, αποτελεί τη Γραφή των Πατέρων, των Αγίων, των Συνόδων και των Λειτουργικών πράξεων της Ορθοδοξίας, ποιος λόγος θα μπορούσε να μας οδηγήσει ώστε εμείς να διαφοροποιηθούμε και να χρησιμοποιήσουμε στη μελέτη μας μια μετάφραση του εβραϊκού κειμένου;!

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, να προσθέσουμε ότι όσοι επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το επίσημο αρχαίο κείμενο της Ορθόδοξης Παλαιάς Διαθήκης σε ηλεκτρονικές εκδόσεις για Η/Υ και φορητές συσκευές, θα πρέπει να αναζητήσουν το κείμενο Septuagint(a) (δείτε ΕΔΩ).

 

2.   Μετάφραση των Εβδομήκοντα

Με το όνομα Μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Μετάφραση των Ο΄ ονομάζεται η πρώτη σωζόμενη ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης (3ος π.Χ. αι.), διότι κατά τον θρύλο[1], τα βιβλία που την αποτελούν μεταφράσθηκαν είτε εν μέρει, είτε στο σύνολο, από 72 (ΟΒ') ελληνιστές ιουδαίους ερμηνευτές (το Ο' αποτελεί στρογγυλοποίηση του αριθμού ΟΒ')[2].
Αποτελεί την "αρχαιότερη και σπουδαιότερη από όλες τις μεταφράσεις του πρωτοτύπου εβραϊκού κειμένου της Π. Διαθήκης"[3] που επίσης ονομάζεται και Αλεξανδρινή μετάφραση από τον τόπο της πραγματοποίησής της. Η διεθνώς γνωστή ονομασία της είναι Septuaginta ή LXX (από την αριθμητική ένδειξη 70, στα λατινικά).

Περιεχόμενο

Η Μετάφραση των Ο΄ περιλαμβάνει συνολικά 49 βιβλία, δηλ. τα 39 βιβλία που περιέχει η Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη (στη μετάφραση των Ο΄ όμως, τα βιβλία έχουν την αρίθμηση του Αλεξανδρινού Κανόνα) και τα εξής 10 επιπλέον, τα επονομαζόμενα Δευτεροκανονικά:
Επίσης περιλαμβάνονται επτά δευτεροκανονικά τεμάχια[4] της Εσθήρ και τέσσερα του Δανιήλ. Τα πρόσθετα βιβλία και τεμάχια αυτά ονομάζονται και Αναγινωσκόμενα και στην αρχαία Εκκλησία "επικράτει η γνώμη ότι είναι ισόκυρα προς τα περιεχόμενα εν τη Εβραϊκή Βίβλω" ενώ οι Διαμαρτυρόμενοι τα θεωρούν συνήθως ως απόκρυφα[5].

Η αξία της Μεταφράσεως των εβδομήκοντα για τους Ορθοδόξους

Η Μετάφραση των Ο΄ απετέλεσε και αποτελεί την επίσημη και αυθεντική Βίβλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας[6] και η αναμφισβήτητη θεολογική σπουδαιότητα της επιβεβαιώνεται πολλαπλά, μέσα από λειτουργική και εκκλησιαστική πράξη, από τον 1ο αιώνα μέχρι και σήμερα[7][8]:
·         Τη Μετάφραση των Ο΄ χρησιμοποίησε ο θεμελιωτής της χριστιανικής πίστεως, Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του, καθαγιάζοντας την με αυτό τον τρόπο.
·         Τη Μετάφραση των Ο΄ παρέδωσαν στις Εκκλησίες που ίδρυσαν, οι Απόστολοι.
·         Με τη βοήθεια της Μετάφρασης των Ο΄ επέστρεψαν από την ειδωλολατρία τα έθνη.
·         Από τη Μετάφραση των Ο΄ προήλθαν οι μεταφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις ανατολικές Εκκλησίες.
·         Η Μετάφραση των Ο΄ έχει χρησιμοποιηθεί κατά τη θεία λατρεία, σε όλους τους αιώνες από την ίδρυση της Εκκλησίας.
·         Η Μετάφραση των Ο΄ επηρέασε τη θεολογική σκέψη, τη λειτουργική ζωή, την υμνογραφία και την αγιογραφία της Εκκλησίας, η οποία τη χρησιμοποίησε στο ομιλητικό, κατηχητικό και παιδαγωγικό έργο της[9].
·         Τη Μετάφραση των Ο΄ χρησιμοποίησαν στα συγγράμματά τους και αυτήν ερμήνευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
·         Τη Μετάφραση των Ο΄ χρησιμοποίησαν και επικύρωσαν οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι.
Επιπλέον, σημαντική είναι η διαπίστωση ότι, η "επικρατούσα επιστημονική άποψη" δέχεται πως η "πλειονότητα των παραθέσεων της Παλαιάς Διαθήκης στην Καινή προέρχονται από τη Μετάφραση των Ο΄", με "τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι...αποτελεί τη Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης"[10]. Μάλιστα, η επίδραση της είναι τόση "ώστε να μη δύναται να κατανοηθεί η Κ.Δ. άνευ γνώσεως αύτης"[11].

Η σύγχρονη ιστορική ματιά περί της μεταφράσεως

Περί της μεταφράσεως των Ο' σήμερα εγείρονται πολλά ερωτήματα και πολλές θεωρίες. Από τη νεώτερη έρευνα με βεβαιότητα απορρίπτεται η πιθανότητα της ιστορικής πρότασης ότι ο Πτολεμαίος Β΄ έδωσε εντολή ώστε να μεταφραστεί το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα. Η ιστορία αυτή μάλιστα κρίνεται πως «προέρχεται από κάποια παράδοση χωρίς προφανώς ιστορική βάση»[12]. Η κυρίαρχη άποψη που σήμερα προκρίνεται είναι πως η μετάφραση αποτελεί μια αρχική μετάφραση της πεντατεύχου και εν συνεχεία των υπολοίπων βιβλίων, με βάση ίσως κάποια targum, για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της Αιγύπτου, αφού όσο περισσότερο η ελληνική παιδεία εξαπλωνόταν, τόσο περισσότερο καταλάμβανε τη θέση της εβραϊκής στην περιοχή. Η ανάγκη αυτή προφανώς προήλθε λόγω αδυναμίας «πλέον να χρησιμοποιήσουν την εβραϊκή, κυρίως στη λατρεία»[13].

Υποσημειώσεις

  1. "Πληροφορίες σχετικές με την ιστορία της προέλευσης της Μεταφράσεως των Ο', διασώζουν, προς τo παρόν τουλάχιστον, δυο παραδόσεις του 2ου αι. π.Χ., οι oποίες όμως ελέγχονται εν μέρει ως προς την αξιοπιστία τους" (Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 188).
  2. "Ο', Μετάφρασις της Παλαιάς Διαθήκης", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 667.
  3. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 187.
  4. Τεμάχια, δηλ. μικρές ομάδες στίχων.
  5. Θ.Η.Ε., ό.π..
  6. Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 578.
  7. βλ. "Εβδομήκοντα, Η Αγία Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης", στο Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Βιβλικές Μελέτες Δ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #40), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 45-66 (ιδιαίτερα σελ. 45 και 65-66).
  8. βλ. "Αγία Γραφή", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927-1934, τόμ. 1, σελ. 281AB.
  9. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 192
  10. "Εβδομήκοντα...", Καραβιδόπουλος, ό.π., σελ. 65.
  11. Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936), σελ. 564.
  12. Ιω. Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 26
  13. ενθ. αν.

 

3.   Γένεσις

Η Γένεσις είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Τίθεται επικεφαλής των βιβλίων τόσο του ιουδαϊκού όσο και του ελληνικού κανόνα. Στον ιουδαϊκό κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Ομοίως και στον αντίστοιχο ελληνικό κανόνα συγκαταλέγεται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων που αποκαλούνται Πεντάτευχος, και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Εισαγωγικά

Η Γένεση είναι το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής και της μωσαϊκής Πεντατεύχου. Ονομάστηκε έτσι, γιατί περιέχει την γένεση, δηλαδή, την αρχή του κόσμου ("Αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γης", Γεν. 2:4), τις γενεαλογίες των πρώτων ανθρώπων ("Αύτη η βίβλος γενέσεως ανθρώπων", Γεν. 5:1) αλλά και την αρχή του ισραηλιτικού λαού.
Περιέχει δύο κύκλους ιστορικών θεμάτων: α) στα πρώτα 11 κεφάλαια περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς και την ιστορία πριν από τους πατριάρχες (Αδάμ, Νώε και οι απόγονοί τους), και β) στα υπόλοιπα 39 κεφάλαια, την ιστορία των πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και εκείνη του Ιωσήφ, κεφάλαια.
Η πτώση των πρωτοπλάστων
Από θεολογικής πλευράς, οι βασικές ιδέες που αναπτύσσονται στο βιβλίο της Γένεσης αλλά και σ' ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, είναι μεταξύ άλλων:
·         Ο Θεός ως Δημιουργός του κόσμου και Κύριος του Ισραήλ,
·         Ο άνθρωπος ως το τελειότερο δημιούργημα του Θεού,
·         Η Δημιουργία ως αφετηρία της Θείας Οικονομίας,
·         Η εμφάνιση της αμαρτίας και του κακού στον κόσμο,
·         Ο έμφυτος ηθικός νόμος,
·         Η θεία αγαθότητα και συγκατάβαση (Πρωτευαγγέλιο),
·         Η πίστη ως θεμέλιο στη σχέση Θεού και ανθρώπου,
·         Η θεία τιμωρία και επιβράβευση, ανθρώπινη σκληρότητα και συγγνώμη.
Για τους Χριστιανούς και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν το βιβλίο αυτό, η Γένεση περιέχει σπερματικά και κεκαλυμμένα όλες τις ευαγγελικές αλήθειες[1]. Εξαιρετικής σημασίας είναι η πρώτη μεσσιακή προφητεία, το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο (Γεν. 3:15): "αυτός (Χριστός) σου τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν". Αυτό σημαίνει ότι παρά το χάσμα που δημιουργεί ανάμεσα στο θεό και τον άνθρωπο η Πτώση των πρωτοπλάστων, ο Κύριος τους δίνει την υπόσχεση ότι ο απόγονος της Εύας (ο Χριστός) θα γεφυρώσει το χάσμα αυτό με τη συντριβή του κακού και τη νίκη του πάνω στο θάνατο. Το Πρωτευαγγέλιο είναι η έκφραση της θείας αγάπης προς το ανθρώπινο γένος, μια παρηγορητική προφητεία χωρίς την οποία θα επικρατούσε η απελπισία.
Το βιβλίο της Γένεσης υπομνηματίστηκε από πολλούς Πατέρες της εκκλησίας με τρόπο που δείχνει ότι η Παλαιά Διαθήκη ανήκει σαφώς στη χριστιανική γραμματεία· παραλλήλισαν τυπολογικά τον Αδάμ με τον Χριστό, τον παράδεισο προς το βάπτισμα, τον ύπνο του Αδάμ (από την πλευρά του οποίου γεννήθηκε η Εύα) προς την γένεση της εκκλησίας (η οποία γεννήθηκε κατά τον ύπνο του θανάτου του Χριστού), τον κατακλυσμό προς το βάπτισμα και την έσχάτη κρίση, την κιβωτό του Νώε προς την εκκλησία, είδαν τον Αβραάμ ως υπόδειγμα της φυγής από τον κόσμο και εξήγησαν τη θυσία του Ισαάκ ως προτύπωση του πάθους του Χριστού[2].
Το βιβλίο της Γένεσης κατέχει σημαντική θέση στα Λειτουργικά Αναγνώσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναγινώσκεται σχεδόν ολόκληρο κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους, ιδιαίτερα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Συγγραφέας, τόπος, χρόνος

Για την Πεντάτευχο συνολικά

Η ιουδαϊκή παράδοση απέδωσε τη συγγραφή της Πεντατεύχου στον Μωυσή. Η Καινή Διαθήκη αναφέρεται σε "βίβλον Μωυσέως"[3] πολλές φορές, με παρόμοιες εκφράσεις, και αυτή η παράδοση έγινε αποδεκτή από την αρχαία Εκκλησία χωρίς σημαντική αμφισβήτηση. Μόνο κάποιοι κύκλοι αιρετικών των πρώτων αιώνων (Ναζηραίοι, Εβιωνίτες) αντιμετώπιζαν με περισσότερο μεθοδικό τρόπο το βιβλικό κείμενο κινούμενοι όμως περισσότερο από δογματικούς παρά γραμματολογικούς λόγους.
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι "αξιόλογοι βιβλικοί ερμηνευτές (Ευσέβιος, Ιερώνυμος, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Αναστάσιος Σιναΐτης κ.ά.)...είχαν επισημάνει ορισμένα χωρία καί φράσεις, που δύσκολα μπορούσαν ν' αποδοθούν στο Μωυσή, χωρίς όμως ν' αρνηθούν την αυθεντία του ως συγγραφέα της"[4]. Ήταν όμως φανερό πως εντοπιζόταν πάντα ένα άλυτο πρόβλημα στη σύνθεση της Πεντάτευχου.
Από τον 16ο αιώνα πάντως, εκφράστηκαν οι πρώτες επιστημονικές αμφιβολίες για τη μωσαϊκή προέλευση συνόλου ή μέρους της πεντατεύχου οι οποίες κατέληξαν μετά από συστηματική έρευνα, στη θεωρία των τεσσάρων πηγών, η οποία βρίσκεται σε επιστημονική ισχύ από τα τέλη του 19ου αιώνα. Συμφωνά μ' αυτή, η Πεντάτευχος δεν αποτελεί έργο ενός συγγραφέα και μιας εποχής, αλλά είναι έργο σύνθετο. Απαρτίζεται από υλικό το όποιο από την προφορική μεταβιβάσθηκε στη γραπτή παράδοση και απετέλεσε τις τέσσερις αυτές πηγές, που συνθέτουν το περιεχόμενο της:
·         Η Γιαχβική πηγή[5] (χαρακτηρίζεται διεθνώς με το γράμμα J), που είναι η αρχαιότερη (9ος αιώνας π.Χ.), περιέχει αφηγηματικό κυρίως αλλά και νομικό υλικό.
·         Η Ελωχιμική πηγή[6] (χαρακτηρίζεται με το γράμμα E) (7ος αιώνας π.Χ.), περιέχει επίσης αφηγηματικό και νομικό υλικό.
·         Ο Δευτερονομιστής[7] (χαρακτηρίζεται με το γράμμα D) (7ος αιώνας π.Χ.), περιέχει νομικό υλικό.
·         Ο Ιερατικός Κώδικας[8] (χαρακτηρίζεται με το γράμμα P) (5ος αιώνας π.Χ.), περιέχει κυρίως τελετουργικό υλικό.
Η σύνθεση των πηγών αυτών για τον απαρτισμό της Πεντατεύχου πιστεύεται ότι ακολούθησε την εξής πορεία: Αρχικά ενώθηκαν οι πηγές J και Ε σ' ένα ενιαίο κείμενο (), στο οποίο κάποιος συντάκτης, που το επεξεργάσθηκε, ενσωμάτωσε την πηγή D. Έτσι προέκυψε η σύνθεση JED, στην οποία αργότερα ένας άλλος συντάκτης πρόσθεσε την πηγή P, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί η τελική σύνθεση της Πεντατεύχου (JEDP).
Ασφαλώς, το σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι, ποια η σχέση του Μωυσή, που έζησε κατά τον 13ο αι. π.Χ., με την Πεντάτευχο, που η παράδοση του αποδίδει. Η απάντηση είναι πως ενώ είναι γνωστά η χρονολογία και το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκαν οι παραπάνω παραδόσεις, δεν είναι όμως γνωστή η πρώτη τους πηγή, η οποία για την Ελωχιμική και Γιαχβική παράδοση πρέπει να είναι κοινή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα τεμάχια της Πεντατεύχου τα οποία παρά τις διαφορές τους, φαίνεται ότι παρέχουν νομικά και λατρευτικά στοιχεία της ίδιας θρησκείας και λατρείας και ανάγονται στην εποχή της συστάσεως του ισραηλιτικού λαού. Εκεί όμως, δεσπόζουν τα γεγονότα του Σινά και κατά ομόφωνη διαχρονική συνείδηση, η παρουσία του Μωυσή ως θρησκευτικού αρχηγού και ερμηνευτή, ως "η ψυχή της Πεντατεύχου...Αυτό τον ιστορικό ρόλο θέλει να εκφράσει η παράδοση συνδέοντας την Πεντάτευχο με το όνομα του Μωυσή"[9]. Αν και θα ήταν μάταιο "να προσπαθήσωμεν να καθορίσωμεν την έκτασιν της πρώτης ταύτης καταγραφής", όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε "την πρωταρχικήν μωσαϊκήν προέλευσιν των παραδόσεων" που έμειναν "αναπόσπαστοι εκ του βίου του λαού και...διετήρησαν τον ουσιαστικόν χαρακτήρα της μωσαϊκής των προελεύσεως"[10].

Για την Γένεση ειδικότερα

Η φιλολογική εξέταση του βιβλίου μαρτυρά ότι η ιστορία της ανθρωπότητας βασίζεται στις πηγές J και Ρ, ενώ οι διηγήσεις για τους Πατριάρχες απαρτίζονται από τις πηγές J, Ε και Ρ. Στοιχεία για Δευτερονομιστική επεξεργασία δεν φαίνεται να υπάρχουν στο βιβλίο της Γένεσης. Στον λεγόμενο Γιαχβιστή φαίνεται να ανήκει η διάταξη της Γένεσης και η σύνδεση της με το πρωταρχικό υλικό της Πεντατεύχου που υπάρχει στα βιβλία της Εξόδου και των Αριθμών. Επίσης, χωρίς να είναι γνωστό αν οι αφηγήσεις περί των Πατριαρχών ήταν γραπτές ή όχι, τις χρησιμοποίησε βάζοντας ως συνδετικό κρίκο την παράδοση για τον Ιωσήφ την οποία επεξεργάστηκε λογοτεχνικά[11].
Είναι γεγονός ότι, οι λεγόμενες Δημιουργικές (Δημιουργία) ή Κοσμολογικές-ανθρωπολογικές διηγήσεις της Γένεσης, σχετίζονται, λόγω του αντικειμένου τους, με τις σύγχρονες θετικές επιστήμες (αστρονομία, γεωλογία, βιολογία, κ.λπ.) όμως δεν παρουσιάζουν εξάρτηση απ' αυτές και σε καμμιά περίπτωση δεν συγκρίνονται τα δεδομένα τους αφού οι διηγήσεις της Γένεσης δεν θεωρούνται ως επιστημονική έκθεση των πραγμάτων αλλά ως παρουσίαση της πεποίθησης για τη σχέση και εξάρτηση του κόσμου, του ανθρώπου και της ζωής από το Θεό[12] (βλέπε περισσότερες σχετικές απόψεις εδώ).

Διάγραμμα περιεχομένου

Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από 50 κεφάλαια:
Α΄ ΜΕΡΟΣ - Από της δημιουργίας του κόσμου μέχρι της διασποράς της ανθρωπότητας (1:1-11:26):
  • 1:1-3,24: Δημιουργία του κόσμου, του ανθρώπου και πτώση αυτού.
  • 4:1-6:4: Απόγονοι του Αδάμ και ηθική διαφθορά.
  • 6:5-11:26: Κατακλυσμός, η μετά του Νώε διαθήκη, γενεαλογικός πίνακας διαφόρων λαών, Πύργος Βαβέλ και διάσπαση της ανθρωπότητας.
Β' ΜΕΡΟΣ: Ιστορία των πατριαρχών (11:26-50:26):

Υποσημειώσεις

  1. Φούντας Ιερεμίας (Επίσκοπος Γόρτυνος), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - Γένεσις, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σελ. 22.
  2. Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 211.
  3. Μάρκ. 12:26.
  4. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 271.
  5. Το συγγραφέα της "τον ονομάζουμε Γιαχβιστή γιατί κατά την έκθεση του από τη Δημιουργία του κόσμου μέχρι την εποχή του χρησιμοποιεί ως θείο όνομα το Γιαχβέ." (Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία της Θρησκείας του Ισραήλ, Ελληνικά Γράμματα,Αθηνα 1995, σελ. 116).
  6. Το συγγραφέα της τον "ονομάζουμε Ελωχιμιστή γιατί κατά την έκθεση της ιστορίας του από τον Αβραάμ μέχρι την εποχή του Μωυσή χρησιμοποιεί ως θείο όνομα το Ελωχείμ." (Αγουρίδης, ό.π.).
  7. "Η τρίτη παράδοση...είναι η λεγομένη «Δευτερονομική», η οποία διακρίνεται εύκολα, λόγω του ότι περιορίζεται στο βιβλίο του Δευτερονομίου, από το οποίο και έλαβε το όνομά της" (Φούντας Ιερεμίας (Επίσκοπος Γόρτυνος), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - Γένεσις, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σελ. 346).
  8. "Η τετάρτη παράδοση της Πεντατεύχου είναι η «Ιερατική»...Ονομάστηκε έτσι γιατί αποδόθηκε στους ιερείς της Ιερουσαλήμ...Σ' αυτήν ανήκει αρκετό διηγηματικό υλικό, αλλά κυρίως τα νομικά και θεσμικά τεμάχια της Πεντατεύχου." (Φούντας, ό.π.).
  9. Φούντας, Γένεσις, ό.π., σελ. 350.
  10. Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 204-205.
  11. Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 209.
  12. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 290.


4.   Τα πέντε(5) πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως




 
·        Κεφάλαιο 1

1 1 ᾿Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ θεός Γενηθήτω φῶς. καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ὅτι καλόν. καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσεν ν ύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα μία.
6 Καὶ εἶπεν ὁ θεός Γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 7 καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος. 8 καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα δευτέρα.
9 Καὶ εἶπεν ὁ θεός Συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά. 10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν.— 11 καὶ εἶπεν ὁ θεός Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου, σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾽ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. 12 καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου, σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾽ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν. 13 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα τρίτη.
14 Καὶ εἶπεν ὁ θεός Γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15 καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. 16 καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας. 17 καὶ ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18 καὶ ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν. 19 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα τετάρτη.
20 Καὶ εἶπεν ὁ θεός ᾿Εξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως. 21 καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά. 22 καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ ὁ θεὸς λέγων Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς. 23 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα πέμπτη.
24 Καὶ εἶπεν ὁ θεός ᾿Εξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 25 καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά.— 26 καὶ εἶπεν ὁ θεός Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς. 27 καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾽ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. 28 καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς. 29 καὶ εἶπεν ὁ θεός ᾿Ιδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου— ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν— 30 καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο οὕτως. 31 καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα ἕκτη.

·        Κεφάλαιο 2

2 1 Καὶ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. 2 καὶ συνετέλεσεν ὁ θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησεν, καὶ κατέπαυσεν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησεν. 3 καὶ ηὐλόγησεν ὁ θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν, ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ θεὸς ποιῆσαι.
4 Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο, ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν 5 καὶ πᾶν χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, 6 πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζεν πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. 7 καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.
8 Καὶ ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν Εδεμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν. 9 καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ. 10 ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Εδεμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. 11 ὄνομα τῷ ἑνὶ Φισων· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Ευιλατ, ἐκεῖ οὗ ἐστιν τὸ χρυσίον· 12 τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος. 13 καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γηων· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. 14 καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ πορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος, οὗτος Εὐφράτης.
15 Καὶ ἔλαβεν κύριος ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν. 16 καὶ ἐνετείλατο κύριος ὁ θεὸς τῷ Αδαμ λέγων ᾿Απὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φάγῃ, 17 ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ· ᾗ δ᾽ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
18 Καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾽ αὐτόν. 19 καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Αδαμ ἰδεῖν, τί καλέσει αὐτά, καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ Αδαμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτοῦ. 20 Καὶ ἐκάλεσεν Αδαμ ὀνόματα πᾶσιν τοῖς κτήνεσιν καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ, τῷ δὲ Αδαμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.— 21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Αδαμ, καὶ ὕπνωσεν· καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ᾽ αὐτῆς. 22 καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Αδαμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Αδαμ. 23 καὶ εἶπεν Αδαμ Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη. 24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. 25 καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.

·        Κεφάλαιο 3

3 1 ῾Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησεν κύριος ὁ θεός· καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί Τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός Οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ; 2 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει ᾿Απὸ καρποῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγόμεθα, 3 ἀπὸ δὲ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ θεός Οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ οὐδὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. 4 καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· 5 ᾔδει γὰρ ὁ θεὸς ὅτι ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. 6 καὶ εἶδεν ἡ γυνὴ ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγεν· καὶ ἔδωκεν καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾽ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. 7 καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
8 Καὶ ἤκουσαν τὴν φωνὴν κυρίου τοῦ θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου κυρίου τοῦ θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. 9 καὶ ἐκάλεσεν κύριος ὁ θεὸς τὸν Αδαμ καὶ εἶπεν αὐτῷ Αδαμ, ποῦ εἶ; 10 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τὴν φωνήν σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην. 11 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τίς ἀνήγγειλέν σοι ὅτι γυμνὸς εἶ; μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἔφαγες; 12 καὶ εἶπεν ὁ Αδαμ ῾Η γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾽ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον. 13 καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῇ γυναικί Τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή ῾Ο ὄφις ἠπάτησέν με, καὶ ἔφαγον. 14 καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ ὄφει ῞Οτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φάγῃ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. 15 καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. 16 καὶ τῇ γυναικὶ εἶπεν Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου, ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα· καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. 17 τῷ δὲ Αδαμ εἶπεν ῞Οτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φάγῃ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· 18 ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φάγῃ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. 19 ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φάγῃ τὸν ἄρτον σου ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήμφθης· ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ.— 20 καὶ ἐκάλεσεν Αδαμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
21 Καὶ ἐποίησεν κύριος ὁ θεὸς τῷ Αδαμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.— 22 καὶ εἶπεν ὁ θεός ᾿Ιδοὺ Αδαμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, καὶ νῦν μήποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα καὶ λάβῃ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 23 καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν κύριος ὁ θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήμφθη. 24 καὶ ἐξέβαλεν τὸν Αδαμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξεν τὰ χερουβιμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.

·        Κεφάλαιο 4

4 1 Αδαμ δὲ ἔγνω Ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Καιν καὶ εἶπεν ᾿Εκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ. 2 καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν Αβελ. καὶ ἐγένετο Αβελ ποιμὴν προβάτων, Καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν. 3 καὶ ἐγένετο μεθ᾽ ἡμέρας ἤνεγκεν Καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ, 4 καὶ Αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν. καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ Αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, 5 ἐπὶ δὲ Καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν. καὶ ἐλύπησεν τὸν Καιν λίαν, καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ. 6 καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ Καιν ῞Ινα τί περίλυπος ἐγένου, καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου; 7 οὐκ, ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες; ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ. 8 καὶ εἶπεν Καιν πρὸς Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη Καιν ἐπὶ Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν. 9 καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς Καιν Ποῦ ἐστιν Αβελ ὁ ἀδελφός σου; ὁ δὲ εἶπεν Οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ; 10 καὶ εἶπεν ὁ θεός Τί ἐποίησας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς. 11 καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου· 12 ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς. 13 καὶ εἶπεν Καιν πρὸς τὸν κύριον Μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με· 14 εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με. 15 καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ Καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν. 16 ἐξῆλθεν δὲ Καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναιδ κατέναντι Εδεμ.
17 Καὶ ἔγνω Καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Ενωχ· καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ενωχ. 18 ἐγενήθη δὲ τῷ Ενωχ Γαιδαδ, καὶ Γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν Μαιηλ, καὶ Μαιηλ ἐγέννησεν τὸν Μαθουσαλα, καὶ Μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν Λαμεχ. 19 καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λαμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Αδα, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλα. 20 καὶ ἔτεκεν Αδα τὸν Ιωβελ· οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων. 21 καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ιουβαλ· οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν. 22 Σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν Θοβελ, καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ δὲ Θοβελ Νοεμα. 23 εἶπεν δὲ Λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν Αδα καὶ Σελλα, ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες Λαμεχ, ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους, ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί,
24 ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ Καιν, ἐκ δὲ Λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.
25 ῎Εγνω δὲ Αδαμ Ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σηθ λέγουσα ᾿Εξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς σπέρμα ἕτερον ἀντὶ Αβελ, ὃν ἀπέκτεινεν Καιν. 26 καὶ τῷ Σηθ ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ενως· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ.

·        Κεφάλαιο 5

5 1 Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν Αδαμ, κατ᾽ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν· 2 ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν Αδαμ, ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς. 3 ἔζησεν δὲ Αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σηθ. 4 ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι Αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σηθ ἑπτακόσια ἔτη, καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 5 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Αδαμ, ἃς ἔζησεν, ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
6 ῎Εζησεν δὲ Σηθ διακόσια καὶ πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Ενως. 7 καὶ ἔζησεν Σηθ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ενως ἑπτακόσια καὶ ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 8 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Σηθ ἐννακόσια καὶ δώδεκα ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
9 Καὶ ἔζησεν Ενως ἑκατὸν ἐνενήκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Καιναν. 10 καὶ ἔζησεν Ενως μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Καιναν ἑπτακόσια καὶ δέκα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 11 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ενως ἐννακόσια καὶ πέντε ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
12 Καὶ ἔζησεν Καιναν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Μαλελεηλ. 13 καὶ ἔζησεν Καιναν μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Μαλελεηλ ἑπτακόσια καὶ τεσσαράκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 14 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Καιναν ἐννακόσια καὶ δέκα ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
15 Καὶ ἔζησεν Μαλελεηλ ἑκατὸν καὶ ἑξήκοντα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Ιαρεδ. 16 καὶ ἔζησεν Μαλελεηλ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ιαρεδ ἑπτακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 17 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαλελεηλ ὀκτακόσια καὶ ἐνενήκοντα πέντε ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
18 Καὶ ἔζησεν Ιαρεδ ἑκατὸν καὶ ἑξήκοντα δύο ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Ενωχ. 19 καὶ ἔζησεν Ιαρεδ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ενωχ ὀκτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 20 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ιαρεδ ἐννακόσια καὶ ἑξήκοντα δύο ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
21 Καὶ ἔζησεν Ενωχ ἑκατὸν καὶ ἑξήκοντα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Μαθουσαλα. 22 εὐηρέστησεν δὲ Ενωχ τῷ θεῷ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Μαθουσαλα διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 23 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ενωχ τριακόσια ἑξήκοντα πέντε ἔτη. 24 καὶ εὐηρέστησεν Ενωχ τῷ θεῷ καὶ οὐχ ηὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός.
25 Καὶ ἔζησεν Μαθουσαλα ἑκατὸν καὶ ἑξήκοντα ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Λαμεχ. 26 καὶ ἔζησεν Μαθουσαλα μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Λαμεχ ὀκτακόσια δύο ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 27 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαθουσαλα, ἃς ἔζησεν, ἐννακόσια καὶ ἑξήκοντα ἐννέα ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
28 Καὶ ἔζησεν Λαμεχ ἑκατὸν ὀγδοήκοντα ὀκτὼ ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱὸν 29 καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νωε λέγων Οὗτος διαναπαύσει ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν καὶ ἀπὸ τῶν λυπῶν τῶν χειρῶν ἡμῶν καὶ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς κατηράσατο κύριος ὁ θεός. 30 καὶ ἔζησεν Λαμεχ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Νωε πεντακόσια καὶ ἑξήκοντα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. 31 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Λαμεχ ἑπτακόσια καὶ πεντήκοντα τρία ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
32 Καὶ ἦν Νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν Νωε τρεῖς υἱούς, τὸν Σημ, τὸν Χαμ, τὸν Ιαφεθ.





Βιβλιογραφία

  • Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία της Θρησκείας του Ισραήλ, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995
  • Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006
  • Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήνα 1993 (c1936)
  • Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986
  • Φούντας Ιερεμίας (Επίσκοπος Γόρτυνος), Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - Γένεσις, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004
  • David Noel Freedman, The Anchor Bible Dictionary, New York: Doubleday, 1992
  • Gleason Leonard Archer, A Survey of Old Testament Introduction, 3η έκδ., Moody Press, 1998
  • James Luther Mays et al., Harper's Bible Commentary, San Francisco: Harper & Row, 1988
  • John Barton and John Muddiman, Oxford Bible Commentary, New York: Oxford University Press, 2001



(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)




ΠΗΓΑΙ:
  1. Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
  2. Ορθόδοξο wiki
  3. The Greek Old Testament (Septuagint)









DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him