Μτφρ. Β.
Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση,
σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.
Έπειτα ο
Κύρος κάλεσε το Μήδο Αράσπα, που ήταν παιδικός του φίλος (και που του είχε
χαρίσει, αφού έβγαλε, την περσική στολή, τότε που έφυγε από τον Αστυάγη για την
Περσία) και του ανέθεσε τη φροντίδα να του φυλάξει τη γυναίκα και τη σκηνή. Η
γυναίκα εκείνη ήταν σύζυγος του Αβραδάτα από τα Σούσα. Όταν κυρίευαν το
στρατόπεδο των Ασσυρίων, ο σύζυγός της συνέβη να μη βρίσκεται εκεί, γιατί είχε
σταλεί σαν πρεσβευτής στο βασιλιά των Βάκτριανών, από το βασιλιά της Ασσυρίας,
για να διαπραγματευθεί συμμαχία, επειδή έτυχε να είναι φίλος του. Αυτή λοιπόν
τη γυναίκα διέταξε τον Αράσπα να φυλάξει, μέχρις ότου την πάρει ο ίδιος. Ο
Αράσπας, παίρνοντας τη διαταγή, ρώτησε: Έχεις δει, Κύρε, τη γυναίκα που μου
αναθέτεις να φυλάξω; Όχι, μα το Δία, απάντησε ο Κύρος. Εγώ όμως την είδα, είπε,
όταν τη διαλέξαμε για σένα. Καθώς τότε μπήκαμε στη σκηνή της, στην αρχή δεν την
αναγνωρίσαμε, γιατί καθόταν χάμω και γύρω της όλες οι δούλες· μετά, όταν
θελήσαμε να μάθουμε ποια ήταν η δέσποινα και τις κοιτάξαμε όλες, όπως ήταν
ολόγυρά της, αμέσως φάνηκε πως πολύ διέφερε απ' όλες τις άλλες, μολονότι
καθόταν σκεπασμένη και με το βλέμμα στραμμένο στη γη. Όταν τη διατάξαμε να
σηκωθεί, σηκώθηκαν μαζί της κι όλες εκείνες που ήταν γύρω της∙ τότε πράγματι
διέφερε από τις άλλες τόσο στο ανάστημα, όσο και στην ωραιότητα και την
ευπρέπεια, αν και στεκόταν κατά τρόπο ταπεινό. Φαίνονταν μάλιστα και τα δάκρυά
της να τρέχουν, άλλα στο φόρεμά της και άλλα στα πόδια της. Τότε ο γεροντότερος
από μας είπε: Να έχεις θάρρος, γυναίκα· ακούμε βέβαια πως ο σύζυγος σου είναι
ωραίος και ανδρείος. Τώρα όμως έχε υπόψη σου πως σου διαλέξαμε έναν άντρα, που
δεν είναι κατώτερος από εκείνον, ούτε στην ωραιότητα, ούτε στο πνεύμα, ούτε και
λιγότερη έχει δύναμη, αλλά, τουλάχιστο κατά τη γνώμη μας, ο Κύρος είναι
περισσότερο από κάθε άλλον αξιοθαύμαστος. Σ' αυτόν θα ανήκεις από σήμερα. Μόλις
άκουσε αυτό η γυναίκα, καταξέσχισε το πάνω μέρος του πέπλου της και άρχισε να
κλαίει και να φωνάζει, και μαζί της έκλαιγαν φωνάζοντας και οι δούλες. Τότε πια
αποκαλύφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της, καθώς και ο λαιμός και τα
χέρια της∙ σε βεβαιώνω λοιπόν, Κύρε, πως κατά τη γνώμη και τη δική μου και όλων
των άλλων που την είδαν, δε γεννήθηκε ακόμη, μήτε υπήρξε ποτέ τέτοια γυναίκα,
γεννημένη από θνητούς ανθρώπους στην Ασία. Πάντως πρέπει κι εσύ οπωσδήποτε να
τη δεις. Μα το Δία, καθόλου, του είπε ο Κύρος, και μάλιστα πολύ λιγότερο, αν είναι
όπως εσύ την περιγράφεις. Μα γιατί; ρώτησε ο νεαρός. Γιατί, του απάντησε, αν θα
πειστώ τώρα σε σένα που μου λες πως είναι ωραία, και έρθω να τη δω, ενώ δεν έχω
και πολύ καιρό στη διάθεσή μου, φοβάμαι μήπως εκείνη με πείσει πολύ γρηγορότερα
να έρθω και πάλι να τη δω· και ύστερα, για να κάθομαι να τη βλέπω, ίσως
παραμελήσω όσα πρέπει να κάνω.