Ἁντιλήψεις περὶ τοῦ ἠθικοῦ ἰδεώδους


Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ 
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ 




Ὑψηλότερον προορισμὸν δίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ θεωρία τῆς τελειώσεως. Συμβουλεύει νὰ ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τὴν πνευματικὴν καὶ ἠθικήν μας προαγωγήν. Πολλοὺς δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν ὀπαδοὺς τῆς θεωρίας. Ὁ Σωκράτης εὕρισκεν ὅτι τίποτε δὲν παρέχει τόσην ἡδονήν, ὅσον τὸ «ἑαυτοῦ ἡγεῖσθαι βελτίω γίγνεσθαι» (Ξ. Ἀπομ. Α΄, 6, 9). Ἡ σοφία καὶ αἱ ἄλλαι ἀρεταὶ θὰ μᾶς δείξουν τὸν δρόμον πρὸς τὴν τελείωσιν ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν ἄλλων. Καὶ κατὰ τὸν Πλάτωνα μόνος εὐδαίμων εἶναι ὁ σοφός, διότι μόνος αὐτὸς ἀποβλέπει πρὸς τὸν τέλειον κόσμον τῶν ἰδεῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπερτάτη εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεᾶται τὸ ὕψιστον τοῦτο ἀγαθὸν καὶ συμμετέχει αὐτοῦ εἶναι ὡς νὰ γίνεται ἀθάνατος. Ἀρκούμεθα εἰς τὴν μνείαν ἑνὸς μόνον χωρίου: «Ἐνταῦθα τοῦ βίου γενήσεται αὐτῷ, ὁρῶντι τὸ καλὸν τίκτειν...τεκόντι δὲ ἀρετήν ὑπάρχει θεοφιλεῖ γενέσθαι καί, εἴπερ τω ἄλλῳ ἀνθρώπων, ἀθανάτω» (Συμπόσ. 211 δ).


Εἰς τὸ ἠθικὸν ἰδεῶδες τῆς τελειώσεως καὶ εἰς τὴν ἕνωσιν μὲ τὸν Θεὸν πιστεύει καὶ ὁ Ὁλλανδὸς φιλόσοφος τοῦ 19ου αἰῶνος Σπινόζα (B. Spinoza). Ἡ ὑπερτάτη εὐδαιμονία καὶ μακαριότης διὰ τὸν Σπινόζα δὲν εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν γνωριμίαν μὲ τὸν Θεόν. Ὅσον ἡ γνῶσις τελειοποιεῖται, τόσον ὁ ἄνθρωπος ἐννοεῖ τὰ ἐπὶ μέρους πράγματα καὶ τὴν σχέσιν των πρὸς τὴν θείαν φύσιν, μαντεύει τὸν ἐσωτερικὸν ρυθμὸν τοῦ κόσμου.

Συμφωνοτέρα πρὸς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρὸς τὸν ἀνώτερον προορισμόν του φαίνεται ἡ θεωρία τῆς τελειώσεως. Διότι δίδει σκοπὸν εἰς τὴν ζωὴν καὶ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπον, συμφώνως καὶ μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ Γκαῖτε, «πάντα ὑψηλότερα ν’ ἀνεβαίνῃ, πάντα μακρύτερα νὰ πηγαίνῃ». Ἀλλ’ ἔχει τὸ μειονέκτημα τῆς ἀβεβαιότητος. Ὑπὸ ποίαν ἔννοιαν θὰ ἐκληφθῇ ἡ τελείωσις; καὶ πρὸς ποῖον πρότυπον θὰ ἀποβλέπῃ; Ἰδοὺ τί δὲν καθορίζει σαφῶς ἡ θεωρία αὕτη. Δι’ αὐτὸ καὶ κατὰ διαφόρους τρόπους ἐκλαμβάνουν τὴν τελείωσιν οἱ ὀπαδοὶ τῆς θεωρίας. Οἱ μὲν ἀποβλέπουν εἰς τὸ τέλειον σῶμα, οἱ δὲ εἰς τὴν πνευματικὴν ἐξύψωσιν, ἄλλοι εἰς τὴν ἀρμονίαν σώματος καὶ ψυχῆς. Οὗτοι εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἐκεῖνοι εἰς τὴν ἠθικὴν βελτίωσιν τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν ἐξημέρωσιν.

Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπίσης ἠσχολήθη μὲ τὸ θέμα ποῖος ὁ ἔσχατος σκοπὸς τῆς ζωῆς. Κατ’ αὐτὸν ἡ ἀνθρωπίνη εὐδαιμονία δὲν ἔγκειται οὔτε εἰς τὴν τελείαν ἀπραξίαν οὔτε εἰς τὴν ἔντονον ἀπόλαυσιν, ἀλλὰ εἰς τὴν σύμφωνον μὲ τὴν ἀρετὴν ἐνεργητικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὑψίστη ἐνεργητικότης εἶναι ἡ ἐνεργητικότης τοῦ νοῦ. Δι’ αὐτῆς λοιπὸν πραγματοποιεῖται ἡ εὐδαιμονία. Εἰς τὸν νοῦν, ὡς γνωστόν, ἔδιδε τὴν πρώτην θέσιν καὶ ὁ Πλάτων. Μὲ τὴν ἐνέργειαν τοῦ νοῦ ἐναρμονίζεται ἡ φρόνησις καὶ ἡ ἡδονή. Ἡ φρόνησις μόνη ἢ μόνη ἡ ἡδονὴ δὲν ἐξασφαλίζουν εὐδαίμονα βίον. Τὰς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλους ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου εὑρίσκομεν εἰς τὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια» αὐτοῦ (Βιβλίον Α΄, 1 κ. ἑξῆς).

Κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ὁ Πάουλσεν (F. Paulsen), ἀκολουθῶν τὰ διδάγματα τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐδίδαξεν ὅτι σκοπὸς τοῦ ἠθικοῦ βίου εἶναι ἡ ἀνάπτυξις καὶ τελείωσις τῶν λειτουργιῶν τῆς ζωῆς, ἰδίως τῶν ἀνωτέρων. Ὅσαι πράξεις μας προάγουν τὴν ζωὴν εἶναι ἀγαθαί, ὅσαι τὴν βλάπτουν κακαί. Μεταξὺ τῶν λειτουργιῶν αὐτῶν ὑπάρχουν μερικαὶ ἀνώτεραι, ὅπως τὸ λογικόν, καὶ αὐτὰς πρέπει κυρίως νὰ καλλιεργῶμεν. Τὸ σύστημα τοῦτο ὠνομάσθη ἐνεργειοκρατία ἢ ἐνεργισμός .

Οὔτε ἡ ἐνεργειοκρατία ὅμως εἶναι πειστικὴ ὡς θεωρία περὶ τοῦ ὑπερτάτου ἀγαθοῦ. Δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ ἀποχωρίζωμεν ἀπὸ τὸ σύνολον τοῦ ψυχικοῦ βίου ὡρισμένας λειτουργίας καὶ νὰ θεωρῶμεν αὐτὰς ὡς ἀξίας ὅλως ἰδιαιτέρων τιμῶν. Βεβαίως ἡ λογικὴ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τι σημαντικόν, ἀλλ’ εἰς τὸν ἄνθρωπον συναυτῶμεν ἐπίσης καὶ συναίσθημα καὶ βούλησιν καὶ χαρακτῆρα, καὶ εἶναι περισσότεροι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εὐηργέτησαν τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴν ἀρετήν των παρὰ μὲ τὴν σοφίαν των.

Ἑκάστη λοιπὸν τῶν ἀπόψεων τούτων εἶναι μονομερὴς καὶ ἀσταθής. Ἔναντι τῆς τοσαύτης ἀβεβαιότητος ἡ Χριστιανικὴ Ἠθικὴ προσφέρει ἓν ἀδιάσειστον κριτήριον πρὸς ἐκτίμησιν τοῦ ὑπερτάτου σκοποῦ. Εἶπεν ὁ Σωτήρ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰμὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰω. ιδ΄, 6). Καὶ πάλιν: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστι» (Ματθ. ε΄. 48). Ὑπέρτατος λοιπὸν σκοπὸς τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ὁμοίωσις μὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης. Ἐν τῇ προσπαθείᾳ του αὐτῇ ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸ σῶμα θὰ παραμελήσῃ διότι εἶναι κατοικητήριον τῆς ψυχῆς, οὔτε τὸ πνεῦμα θὰ καταφρονήσῃ οὔτε ἄλλην ἐκδήλωσιν τῆς προσωπικότητός του θὰ ἀγνοήσῃ. Δὲν θὰ εἶναι ἐχθρὸς τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς προόδου οὔτε κατὰ πρόγραμμα ἐχθρὸς τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν. Οὔτε ξένος πρὸς τὴν κοινωνικὴν ζωὴν οὔτε περιφρονητὴς τῶν προβλημάτων της καὶ σαρκαστὴς τῶν ἀξιῶν της. Ἀπεναντίας ἡ συνείδησις ὅτι εἶναι συνεργὸς Θεοῦ εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν θὰ τοῦ δίδῃ πτερὰ καὶ θὰ τὸν ἐνδυναμώνῃ εἰς τὴν προσπάθειαν πρὸς ἠθικὴν ἐξύψωσιν τῆς ζωῆς.



DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him