Αναγνωστάκη: Μέρες του 1969 μ.Χ.



της 
Άννας Καρτάλη 



Κάθε πρωί
 Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετούμε τους χθεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
- Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
 Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
 Μα που τελειώνει η μοναξιά;




Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Η πολιτική του συνείδηση ανεπτυγμένη, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.


Ιστορικό φόντο

Ο Αναγνωστάκης στη ποίηση του μιλά για τη Κατοχή, τον Εμφύλιο και την Μετεμφυλιακή περίοδο, για τη διδακτορία του 1967. Κυρίαρχο στοιχείο της ποίησής του είναι καταστροφή, η απογοήτευση από την συντριβή των ονείρων και η διάψευση των ελπίδων μιας ολόκληρης γενιάς. Εκείνο που εξοργίζει το ποιητή είναι η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, στην οποία κατέφυγαν ή υποχρεώθηκαν να προσφύγουν. Οι αντιδράσεις του εκφράζονται συχνά με ειρωνεία, η οποία πηγάζει από την απόγνωση του. Στο ποίημα, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ. Χ., βλέπουμε τη πίκρα του ποιητή που του τη προκαλεί η ψεύτικη εικόνα μιας ευημερούσης κοινωνίας που κρύβει μέσα της σαπίλα και αθλιότητα. Το ποίημα ανήκει  στη συλλογή «Στόχος, 1970» και αποτελείται από 13 πολιτικά ποιήματα. Σε αυτό το ποίημα επαναλαμβάνει το στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Τον Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος, με τις μνήμες, τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της, η Ελλάδα του 1936 (δικτατορία Μεταξά)με το ξεπεσμό της και την τυπολατρία των ανθρώπων. Τον Αναγνωστάκη τον πληγώνει η κατάντια του λαού της, η Ελλάδα σε μια περίοδο γενεών, από τότε που οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν πως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Τον πληγώνει η Ελλάδα του παρόντος, με τα «ωραία νησιά», στα οποία εξόριζε τους αντιπάλους της (πολιτικούς), με τα  «ωραία γραφεία», που αποτελούσαν όργανα αυστηρού ελέγχου και εκμετάλλευσης, με τις «ωραίες εκκλησίες», που στήριζαν κάποιες φορές τη δικτατορία.

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. 
Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
 
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Θέματα της ποίησης του Αναγνωστάκη 
Τα ποιήματα του Αναγνωστάκη τα διακρίνει ένας πεσιμισμός, μια υποβόσκουσα δειλία, ένας θρήνος και μια αγωνία. Τα ποιήματά του δοσμένα άλλοτε με φιλικό, εξομολογητικό και άλλες φορές με ερωτικό τρόπο, δείχνουν μια απέχθεια απέναντι στο κόσμο της καθημερινότητας που προσπαθεί να τον εγκαταλείψει. Σε αντίθεση με το παρόν, ο Αναγνωστάκης νοσταλγεί το παρελθόν και προσπαθεί να το περισώσει. 

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
 Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
 Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν; 
Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)
Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη
  • Η κριτική και σατιρική στάση του
  • Η ειρωνεία του που θυμίζει Καβαφική ποίηση
  • Η απαισιοδοξία
  • Ο εξομολογητικός τόνος της ποίησής του με προσωπικές μνήμες και βιώματα
  • Χρησιμοποιεί καθημερινό λεξιλόγιο, έτσι επιτυγχάνει μια κυριολεξία και ακριβολογία
  • Η ποίησή του είναι αφηγηματική, ο λόγος του συνεχής με παύσεις και ενότητες που άπτονται του προφορικού λόγου
  • Χρησιμοποιεί το ρητορικό σχήμα της επαναφοράς όπου επαναλαμβάνει λέξεις, φράσεις ή χρησιμοποιεί απαριθμήσεις.
Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1954)
 

Βιογραφικά και Εργογραφία 
Γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της συμπρωτεύουσας, ενώ ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη 1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Συμμετείχε στην εθνική Αντίσταση ενεργά και στα χρόνια που ακολούθησαν εξορίστηκε και φυλακίστηκε. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των ποιητών που εκφράζουν το πνεύμα της Αντίστασης.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Το ποιητικό του έργο έχει εκδοθεί αναλυτικά ως εξής:
Εποχές (1945)
Εποχές 2 (1948)
Εποχές 3 (1951)
Η Συνέχεια (1954)
Παρενθέσεις (1955)
Η Συνέχεια 2 (1956)
Η Συνέχεια 3 (1962)
Ο Στόχος (1970).
Από το 1941 έως το 1971, ο Μανώλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε 88 ποιήματα. Το 1979 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του.
Η Απόσυρση του Αναγνωστάκη 
Tο 1983 κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο του:
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω γιατί το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του λέει κάτι που δικαιολογεί αυτή του την απόφαση: «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
 Την σιωπή του την είχε προαναγγείλει με τους πιο κάτω στίχους από τη συλλογή ποιημάτων, Στόχος, 1970.
    Το θέμα είναι τώρα τι λες.
    Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
    Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
    Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
    Το θέμα είναι τώρα τι λες...




ΠΗΓΗ
  
***

Συμπληρωματικά στοιχεία για το ποίημα

επιμέλεια: Γερακίνη Αλεξάνδρα


 Το ποίημα 


Ανήκει στη συλλογή "Ο στόχος" που πρωτοδημοσιεύτηκε στα δεκαοκτώ κείμενα. Είναι ποίημα πολιτικό , εντάσσεται στην αντίσταση κατά της δικτατορίας και αντικατοπτρίζει τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής εκείνης.Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Καβάφη. Κυριαρχούν η σύγκριση με το παρελθόν, η απουσία στοιχείων βελτίωσης και  και η διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο.


Δομή του ποιήματος


α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί
β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Αναφορά στα παιδιά
γ΄ενότητα στιχ 13-19 : Επαναφορά στην πρώτη ενότητα και στα αίτια της κατάστασης.


Αλλαγές που συντελούνται στην Οδό Αιγύπτου 
  • Αλλοτρίωση των ανθρώπων
  • Απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών  του συναισθήματος και της εμπιστοσύνης.
  • Κυριαρχούν τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας.
  • Εμπορευματοποίηση των πάντων και ανελέητο κυνήγι του κέρδους.
  • Ιδεολογικές και οικονομικές συναλλαγές.
  • Κυριαρχία των τραπεζών και των γραφείων μετανάστευσης.
  • Έντονα σημάδια αστικοποίησης : τα παιδιά δεν μπορούν πια να παίξουν στους δρόμους εξαιτίας των τροχοφόρων. 
Τα χρονικά επίπεδα του ποιήματος
  1. Το επίπεδο του παρόντος(τώρα)
  2. Το επίπεδο του παρελθόντος: δίνεται υπαινικτικά και έμμεσα  με την τεχνική της σύγκρισης με το παρελθόν. Στο παρελθόν λοιπόν  δεν υπήρχαν μεγάλα κτίρια αλλά μικρές μονοκατοικίες, τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στους ήσυχους δρόμους, δεν υπήρχαν τράπεζες και τουριστικά γραφεία, οι άνθρωποι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, γελούσαν και ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
 Νοηματικά επίπεδα
  1. Το πρώτο επίπεδο αποτελεί περιγραφή της καθημερινής ζωής στον κεντρικό δρόμο μιας σύγχρονης πόλης.
  2. Υπάρχει όμως και ένα άλλο επίπεδο που αποτελεί  καταγγελία για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία και δηλώνουν κάτι διαφορετικό από το φανερό:
  •  Θεσσαλονίκη=Ελλάδα
  • Τράπεζα=αλισβερίσι, ξεπούλημα,  εμπορευματοποίηση, διάβρωση , αλλοτρίωση
  • Υψώνεται= κυριαρχεί, δεσπόζει
  • Τουριστικά γραφεία=επιφανειακή ευημερία, τουριστική αλλοτρίωση, φτώχεια και  μετανάστευση
  • Πρακτορεία μεταναστεύσεως=οικονομική εξαθλίωση, ανεργία, μετανάστευση
  • Βαριές, αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί=συμφορές
  • Θωρακισμένοι στρατιώτες=δικτατορία
  • Ωραία γραφεία= χώροι συναλλαγής και χώροι βασανιστηρίων αθώων πολιτών.
  • Ωραίες εκκκλησίες= εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματιος των Ελλήνων από τους δικτάτορες αλλά και υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας στην περίοδο της δικτατορίας.
Στοιχεία τεχνικής
  •  Εσωτερικός ρυθμός.
  • Καθημερινή γλώσσα, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις.
  • Έλλειψη σχημάτων λόγου και λογοτεχνικών στολιδιών.
  • Δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
  •  Καβαφικό ύφος
  • Διάχυτη ειρωνεία και σαρκασμός
  • Μελαγχολική διάθεση, αγανάκτηση, απογοήτευση, οργή του ποιητή 
  ***
 Παράλληλα κείμενα


Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
(…)
απόσπασμα από το ποίημα “ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.” από το “ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ”, Γιώργος Σεφέρης
Ο ήλιος του απογεύματος , Κ. Καβάφης

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτιπου αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.
...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθείγια μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
Η Ελλάδα που λες..., Μιχάλης Γκανάς
Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του διαβόλου
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,
με το ντουφέκι στο ’να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him