Τίς ἀγορεύειν βούλεται;






Αδαμαντίου Κοραή

ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Όταν εις τας εκκλησίας των προγόνων ημών ήτον ο λόγος περί της σωτηρίας της πατρίδος, και εκκλησίαι περί τούτου πολλάκις εσυναθροίζοντο, αφ’ ού έκαμναν τας συνηθισμένας τότε θυσίας εις τους θεούς και τας ευχάς των, εσηκώνετο ο κήρυξ και έλεγεν μεγαλοφώνως, «Τις αγορεύειν βούλεται;»

Την φωνήν ταύτην ουχί ο κήρυξ αλλ’ αυτή η πατρίς με το στόμα του κήρυκος την εφώναζεν εις όλους τους πολίτας . . . «Τις αγορεύειν βούλεται;» Τουτέστιν… τους έλεγεν ωσάν τα εξής «Τέκνα μου, τίς από σας έχει φρόνησιν ικανήν και αγάπην προς εμέ ειλικρινήν δια να συμβουλεύση τα κοινώς εις όλους συμφέροντα;». Κι τότε όστις ήθελεν από τους πολίτας εσυμβούλευεν ό,τι εγνώριζεν ωφέλιμον εις την πατρίδαν του. Αλλ’ αν και ευτυχούσα τότε η πατρίς είχεν όμως χρείαν συμβουλής από τα τέκνα της, πόσον είναι την σήμερον αναγκαιοτέρα η συμβουλή εις την πατρίδαν;

Από πολυχρόνιον δουλείαν κατασπαραγμένη, από πολλών αιώνων απαιδευσίαν ασχημισμένη, ίσχυσεν όμως να σηκώση από της γής το πληγωμένον της σώμα και να σταθή εις τους κλονουμένους αυτής πόδας, όχι δια να φωνάξη,  - και πού πλέον έμεινεν ισχύς εις αυτήν, ίνα φωνάξη - αλλά μεν συχνά κοπτόμενην από δάκρυα ταπεινήν φωνήν, δεικνύουσα προς όλους ημάς τας πληγάς της,  ίνα λέγη «Τις αγορεύειν βούλεται;
Βλέπετε εις οποίαν ελεεινήν αδοξίαν εκατήντησα εγώ η πατρίς των επιστημών και των τεχνών. Τις αγορεύειν βούλεται;. Τις από εσάς, ω τέκνα μου, είναι ικανός να εύρη και να συμβουλεύση τα πρόσφορα μέσα να επιστρέψω πάλι εις την αρχαίαν μου δόξαν;»

Ουαί και μυριάκις ουαί εις εκείνον από τους λογίους άνδρας του γένους, όστις δεν ακούσει της μητρός αυτού και πατρίδος το θλιβερόν κάλεσμα τούτο και δεν αποκριθεί πάραυτα εις αυτό.

«Εγώ, πατρίς μου… εγώ αγορεύειν βούλομαι». Μήτε επιστήμην έχω ικανήν να ερευνήσω και να καταλάβω το βάθος όλον των πληγών σου, μήτε δύναμιν αρκούσαν να τας θεραπεύσω. Αλλ’ όμως, ότι εμπορώ να κάμω δια εσέ δυστυχεστάτη μου πατρίς και μήτηρ, εις εσέ μετά χαράς το προσφέρω. Η προσφορά μου είναι πολλά μικρά το γνωρίζω αλλ’ είναι αναγκαία εις το ν’ αυξήση τον σωρόν των καλών, όσα δύνανται να προσφέρωσι εις εσέ οι άλλοι μου αδελφοί ή κάν να μ’ ελευθερώση από την καταισχύνην του μόνος εγώ να φανώ κωφός εις την φωνήν σου, μόνος εγώ να φανώ τυφλός εις τας πληγάς σου.

Τοσαύτη είναι την σήμερον η χρεία του συμβουλευτικού μέρους της Ρητορικής εις ημάς και πλήν από τους λογίους άνδρας άλλοι να πληρώσωσιν την χρείαν ταύτην δεν είναι καλοί.



Τό προφίλ ἑνός φαύλου ἀνδρός




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


Ο Μένων (; - 400 π.Χ.) ήταν μαθητής του Γοργία, μέλος του Σωκρατικού κύκλου και ένας από τους στρατηγούς του εκστρατευτικού σώματος του Κύρου του νεότερου εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β΄. Αναφέρεται και στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο· ίσως η παρουσία του στην Αθήνα σχετίζεται με το επικείμενο στρατιωτικό εγχείρημα.Η προσωπικότητά του μας είναι γνωστή από το έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις». Συμμετείχε στη μάχη στα Κούναξα. Μετά τη μάχη αυτή ο ανταγωνισμός του με τον Κλέαρχο οδηγησε άμεσα στη σύλληψη των αρχηγών των Ελλήνων με δόλιο τρόπο από τον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη και τον θάνατο του Κλεάρχου. Στάλθηκε αιχμάλωτος στην Περσική αυλή, όπου εκτελέστηκε ύστερα από κράτηση ενός έτους. Ο Ξενοφών περιγράφει τον Μένωνα ως φίλαρχο, φιλάργυρο, συκοφάντη και γενικά ως άνθρωπο φαύλο. Ο Πλάτων στο διαλογό του δεν του αποδίδει τέτοια ελαττώματα. Ο μόνος υπαινιγμός τον οποίον κάνει είναι ότι τον αποκαλεί «πατρικό φίλο» του βασιλιά των Περσών.

Μένων δὲ ὁ Θετταλὸς δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν μὲν πλουτεῖν ἰσχυρῶς, ἐπιθυμῶν δὲ ἄρχειν, ὅπως πλείω λαμβάνοι, ἐπιθυμῶν δὲ τιμᾶσθαι, ἵνα πλείω κερδαίνοι: φίλος τε ἐβούλετο εἶναι τοῖς μέγιστα δυναμένοις, ἵνα ἀδικῶν μὴ διδοίη δίκην.[1]  
          [6.22] ἐπὶ δὲ τὸ κατεργάζεσθαι ὧν ἐπιθυμοίη συντομωτάτην ᾤετο ὁδὸν εἶναι διὰ τοῦ ἐπιορκεῖν τε καὶ ψεύδεσθαι καὶ ἐξαπατᾶν, τὸ δ᾽ ἁπλοῦν καὶ ἀληθὲς τὸ αὐτὸ τῷ ἠλιθίῳ εἶναι[2].        
          [6.23] στέργων δὲ φανερὸς μὲν ἦν οὐδένα, ὅτῳ δὲ φαίη φίλος εἶναι, τούτῳ ἔνδηλος ἐγίγνετο ἐπιβουλεύων. καὶ πολεμίου μὲν οὐδενὸς κατεγέλα, τῶν δὲ συνόντων πάντων ὡς καταγελῶν ἀεὶ διελέγετο[3].
          [6.24] καὶ τοῖς μὲν τῶν πολεμίων κτήμασιν οὐκ ἐπεβούλευε: χαλεπὸν γὰρ ᾤετο εἶναι τὰ τῶν φυλαττομένων λαμβάνειν: τὰ δὲ τῶν φίλων μόνος ᾤετο εἰδέναι ῥᾷστον ὂν ἀφύλακτα λαμβάνειν[4].
          [6.25] καὶ ὅσους μὲν αἰσθάνοιτο ἐπιόρκους καὶ ἀδίκους ὡς εὖ ὡπλισμένους ἐφοβεῖτο, τοῖς δὲ ὁσίοις καὶ ἀλήθειαν ἀσκοῦσιν ὡς ἀνάνδροις ἐπειρᾶτο χρῆσθαι[5].          
          [6.26] ὥσπερ δέ τις ἀγάλλεται ἐπὶ θεοσεβείᾳ καὶ ἀληθείᾳ καὶ δικαιότητι, οὕτω Μένων ἠγάλλετο[6] τῷ ἐξαπατᾶν δύνασθαι, τῷ πλάσασθαι ψεύδη, τῷ φίλους διαγελᾶν: τὸν δὲ μὴ πανοῦργον τῶν ἀπαιδεύτων ἀεὶ ἐνόμιζεν εἶναι. καὶ παρ᾽ οἷς μὲν ἐπεχείρει πρωτεύειν φιλίᾳ, διαβάλλων τοὺς πρώτους τοῦτο ᾤετο δεῖν κτήσασθαι.          
          [6.27] τὸ δὲ πειθομένους τοὺς στρατιώτας παρέχεσθαι ἐκ τοῦ συναδικεῖν αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο. τιμᾶσθαι δὲ καὶ θεραπεύεσθαι ἠξίου ἐπιδεικνύμενος ὅτι πλεῖστα δύναιτο καὶ ἐθέλοι ἂν ἀδικεῖν. εὐεργεσίαν δὲ κατέλεγεν, ὁπότε τις αὐτοῦ ἀφίσταιτο, ὅτι χρώμενος αὐτῷ οὐκ ἀπώλεσεν αὐτόν.   
          [6.28] καὶ τὰ μὲν δὴ ἀφανῆ ἔξεστι περὶ αὐτοῦ ψεύδεσθαι, ἃ δὲ πάντες ἴσασι τάδ᾽ ἐστί. παρὰ Ἀριστίππου μὲν ἔτι ὡραῖος ὢν στρατηγεῖν διεπράξατο τῶν ξένων, Ἀριαίῳ δὲ βαρβάρῳ ὄντι, ὅτι μειρακίοις καλοῖς ἥδετο[7], οἰκειότατος [ἔτι ὡραῖος ὢν] ἐγένετο, αὐτὸς δὲ παιδικὰ εἶχε Θαρύπαν ἀγένειος ὢν γενειῶντα.
          [6.29] ἀποθνῃσκόντων δὲ τῶν συστρατήγων ὅτι ἐστράτευσαν ἐπὶ βασιλέα ξὺν Κύρῳ, ταὐτὰ πεποιηκὼς οὐκ ἀπέθανε, μετὰ δὲ τὸν τῶν ἄλλων θάνατον στρατηγῶν τιμωρηθεὶς ὑπὸ βασιλέως ἀπέθανεν, οὐχ ὥσπερ Κλέαρχος καὶ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλάς, ὅσπερ τάχιστος θάνατος[8] δοκεῖ εἶναι, ἀλλὰ ζῶν αἰκισθεὶς ἐνιαυτὸν ὡς πονηρὸς λέγεται τῆς τελευτῆς τυχεῖν.


Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Βιβλίο Β΄, κεφ. 6, 21 κ.ε

ΣΧΟΛΙΑ:


[1] Ένας άνθρωπος όστις αγαπούσε το χρήμα υπερβολικώς και την εξουσίαν συνάμα. Και όποιαν φιλίαν έκανε την έκανε μόνον με σκοπόν να κερδίση κάτι από αυτήν. Έτσι έκανε φίλους τους έχοντας δύναμιν τινά ώστε αν πιανόταν ποτέ ως αδικών να μην τιμωρείται λόγω των υψηλών γνωριμιών του.

[2] Είχε στο μυαλό του μόνον την επιβουλίαν. Και σύντομότατον δρόμον για να βάζη χέρι σε όσα έβαζε στο μάτι είχε την κατηγορίαν, την απάτη και τον δόλον. Και εκείνους που είχαν ως αξίαν την αλήθεια και την τιμήν τους θεωρούσε ηλιθίους.

[3] Και καταγελούσε μόνον τους φίλους του. Όχι τους εχθρούς του. Διότι ήτο θρασύδειλος άνδρας. Αυτούς που τον εμπιστευόντουσαν τους θεωρούσε εύκολα θύματα. Απεναντίας όσοι ήταν καχύποπτοι απέναντί του τους θεωρούσε δύσκολους στόχους ώστε να πλέξη πέριξ αυτών τις πλεκτάνες του. Διότι οι ξέροντες αυτόν καλά φυλάσονταν απ’ αυτόν και δεν μπορούσε να τους κάνη καμιάν ζημιά. Απεναντίας στους αφελείς που πείθονταν στην λυκοφιλία του τους ρήμαζε το βιός τους και την τιμήν τους. Άλλη μια ζωντανή απόδειξις της ρήσεως: «θεέ μου σώσε με από τους φίλους μου γιατί τους εχθρούς μου τους γνωρίζω».

[4] Το θέμα είναι σοβαρόν. Το ζήτημα είναι πώς δύναται να γνωρίση κανείς τους φίλους του και να τους διακρίνη από τους προσποιηθέντας τον φίλον. Για αυτό ίσως είπανε το εξής πάλι σοφό «Στη φιλία και στον έρωτα είμαστε συχνά πιο ευτυχισμένοι χάρη στα όσα αγνοούμε παρά στα όσα ξέρουμε». Βέβαια τα όσα πράττει ενθάδε στον βίον του ο Μένων, αν γίνονται προς τον εχθρόν είναι κλέος και δόξα, αφού τότε έχει κανείς ευγενήν σκοπόν. Για παράδειγμα ας θυμηθούμε την στάσην τύπου Μένωνα του Καραϊσκάκη προς τον Κιουταχή… «Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίση η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν ότι έχει ραγιάδες τους Έλληνας και εγώ με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι».

[5] Κλασσική αντίδρασις μεταξύ κατεργαρέων. Ο είς φοβείται τον άλλον. Ούτοι οι χαρακτήρες δεν δεικνύουν εμπιστοσύνην σε κανέναν. Φοβούνται τους ομόιδιούς τους μη τους καταφέρουν κάτι που θα τους κάνη κακό. Διότι κανένας απ’ αυτούς δεν γνωρίζει ποιος είναι πιο δυνατός εις την απάτη και το ψέμα. Απεναντίας, κάθε άγιον άνθρωπον, συνετόν και ευλαβήν τον θεωρούν υποψήφιον θύμα των. Λησμονούν οι αχρείοι ότι αυτοί οι ευλαβείς τυγχάνουν της προστασίας του θείου, το οποίο αυτοί έχουν λησμονήσει την ύπαρξιν και αγνοούν.

[6] Η πλήρης διαστροφή της ψυχής. Τοιούτοι τύποι αγάλλονται με την δυστυχίαν που προκαλούν. Η ηδονή που νοιώθει η διεστραμμένη των ψυχή είναι απόρροια της παντελούς ελλείψεως αρχών και αξιών. Τελικώς αυτοί νοιώθουν μιαν απέραντην δυστυχίαν μόλις δεν θα μπορούν πλέον να εξασκήσουν την πανουργίαν και σαθρότητά των. Διότι έρχεται κάποια στιγμή αφ’ ή στιγμής τους εγκαταλείψουν αι δυνάμεις των ένθα και ξεσκεπάζονται και τιμωρούνται και περιθωριοποιούνται. Και πεθαίνουν είτε μόνοι και ως βδελύγματα της κοινωνίας όλης ή τους προλαβαίνει η Άτις και ο όλεθρος και έχουν έν κατηραμένον τέλος.

[7]  Δεν είναι τυχαίον ότι την σαθρότητα του εσωτερικού κόσμου του καθενός, η θεία φύσις οικονομεί έτσι ώστε να γίνεται φανερή, αφού εκδηλώνεται και εις τα πάθη του σώματος. Αληθώς μην περιμένει τις εν ώ βλέπει κάποιον να είναι διεστραμμένος ως προς την γενετήσιαν ορμήν ότι χαίρει υγείας και εσωτερικώς. Ταύτα να τα βλέπουν οι προωθούντες την ομοφυλοφιλίαν και τον κυναιδισμόν εις την την σύγχρονον εποχήν.

[8] Η Άτις που είπαμε παραπάνω. Συνήθως η κακία ξεπληρώνεται εις αυτήν την παρούσα ζωή. Διότι το θείον δεν περιμένει κάν λόγω της πληθύος των ανομημάτων των φαύλων να καθυστερήση την τιμωρίαν των και να την αναβάλλη εις μέλλουσαν ζωήν. Δια τούτο ο λαός λέγει το «όλα εδώ πληρώνονται». Ο Μένων τυραννήθηκε πιο πολύ απ’ όλους και δεν είχε έναν αργόν θάνατον άλλα τον θάνατον που του άξιζε.







Τό προφίλ ἑνός φιλοπολέμου ἀνδρός






ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν






Ο Τισσαφέρνης διαβεβαίωσε τον Κλέαρχο ότι δεν επιβουλευόταν τους Έλληνες (βλ. και ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.3–2.5.15). Με μια υποκριτική χειρονομία καλής θελήσεως προσκάλεσε τους στρατηγούς των Μυρίων στη σκηνή του, για να τους αποκαλύψει δήθεν ποιοι τους συκοφαντούσαν. Έτσι κατόρθωσε να συλλάβει πέντε από τους στρατηγούς των Ελλήνων, ανάμεσά τους και τον Κλέαρχο. Την ίδια στιγμή δολοφονήθηκαν οι είκοσι λοχαγοί και οι διακόσιοι στρατιώτες που τους είχαν ακολουθήσει στο περσικό στρατόπεδο. Ο Ξενοφώντας θα σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα των πέντε στρατηγών. Αρχικά παρατίθεται το πορτρέτο του Κλέαρχου.

[2.6.1] Οἱ μὲν δὴ στρατηγοὶ οὕτω ληφθέντες ἀνήχθησαν ὡς βασιλέα καὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλὰς ἐτελεύτησαν, εἷς μὲν αὐτῶν Κλέαρχος ὁμολογουμένως ἐκ πάντων τῶν ἐμπείρως αὐτοῦ ἐχόντων δόξας γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ φιλοπόλεμος ἐσχάτως. [2.6.2] καὶ γὰρ δὴ ἕως μὲν πόλεμος ἦν τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς τοὺς Ἀθηναίους παρέμενεν, ἐπειδὴ δὲ εἰρήνη ἐγένετο, πείσας τὴν αὑτοῦ πόλιν ὡς οἱ Θρᾷκες ἀδικοῦσι τοὺς Ἕλληνας καὶ διαπραξάμενος ὡς ἐδύνατο παρὰ τῶν ἐφόρων ἐξέπλει ὡς πολεμήσων τοῖς ὑπὲρ Χερρονήσου καὶ Περίνθου Θρᾳξίν. [2.6.3] ἐπεὶ δὲ μεταγνόντες πως οἱ ἔφοροι ἤδη ἔξω ὄντος ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ Ἰσθμοῦ, ἐνταῦθα οὐκέτι πείθεται, ἀλλ’ ᾤχετο πλέων εἰς Ἑλλήσποντον. [2.6.4] ἐκ τούτου καὶ ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν ὡς ἀπειθῶν. ἤδη δὲ φυγὰς ὢν ἔρχεται πρὸς Κῦρον, καὶ ὁποίοις μὲν λόγοις ἔπεισε Κῦρον ἄλλῃ γέγραπται, δίδωσι δὲ αὐτῷ Κῦρος μυρίους δαρεικούς· [2.6.5] ὁ δὲ λαβὼν οὐκ ἐπὶ ῥᾳθυμίαν ἐτράπετο, ἀλλ’ ἀπὸ τούτων τῶν χρημάτων συλλέξας στράτευμα ἐπολέμει τοῖς Θρᾳξί, καὶ μάχῃ τε ἐνίκησε καὶ ἀπὸ τούτου δὴ ἔφερε καὶ ἦγε τούτους καὶ πολεμῶν διεγένετο μέχρι Κῦρος ἐδεήθη τοῦ στρατεύματος· τότε δὲ ἀπῆλθεν ὡς ξὺν ἐκείνῳ αὖ πολεμήσων. [2.6.6] ταῦτα οὖν φιλοπολέμου μοι δοκεῖ ἀνδρὸς ἔργα εἶναι, ὅστις ἐξὸν μὲν εἰρήνην ἄγειν ἄνευ αἰσχύνης καὶ βλάβης αἱρεῖται πολεμεῖν, ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν ὥστε πολεμεῖν, ἐξὸν δὲ χρήματα ἔχειν ἀκινδύνως αἱρεῖται πολεμῶν μείονα ταῦτα ποιεῖν· ἐκεῖνος δὲ ὥσπερ εἰς παιδικὰ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ ἡδονὴν ἤθελε δαπανᾶν εἰς πόλεμον. [2.6.7] οὕτω μὲν φιλοπόλεμος ἦν· πολεμικὸς δὲ αὖ ταύτῃ ἐδόκει εἶναι ὅτι φιλοκίνδυνός τε ἦν καὶ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἄγων ἐπὶ τοὺς πολεμίους καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς φρόνιμος, ὡς οἱ παρόντες πανταχοῦ πάντες ὡμολόγουν. [2.6.8] καὶ ἀρχικὸς δ’ ἐλέγετο εἶναι ὡς δυνατὸν ἐκ τοῦ τοιούτου τρόπου οἷον κἀκεῖνος εἶχεν. ἱκανὸς μὲν γὰρ ὥς τις καὶ ἄλλος φροντίζειν ἦν ὅπως ἔχοι ἡ στρατιὰ αὐτῷ τὰ ἐπιτήδεια καὶ παρασκευάζειν ταῦτα, ἱκανὸς δὲ καὶ ἐμποιῆσαι τοῖς παροῦσιν ὡς πειστέον εἴη Κλεάρχῳ. [2.6.9] τοῦτο δ’ ἐποίει ἐκ τοῦ χαλεπὸς εἶναι· καὶ γὰρ ὁρᾶν στυγνὸς ἦν καὶ τῇ φωνῇ τραχύς, ἐκόλαζέ τε ἰσχυρῶς, καὶ ὀργῇ ἐνίοτε, ὡς καὶ αὐτῷ μεταμέλειν ἔσθ’ ὅτε. [2.6.10] καὶ γνώμῃ δ’ ἐκόλαζεν· ἀκολάστου γὰρ στρατεύματος οὐδὲν ἡγεῖτο ὄφελος εἶναι, ἀλλὰ καὶ λέγειν αὐτὸν ἔφασαν ὡς δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι μᾶλλον τὸν ἄρχοντα ἢ τοὺς πολεμίους, εἰ μέλλοι ἢ φυλακὰς φυλάξειν ἢ φίλων ἀφέξεσθαι ἢ ἀπροφασίστως ἰέναι πρὸς τοὺς πολεμίους. [2.6.11] ἐν μὲν οὖν τοῖς δεινοῖς ἤθελον αὐτοῦ ἀκούειν σφόδρα καὶ οὐκ ἄλλον ᾑροῦντο οἱ στρατιῶται· καὶ γὰρ τὸ στυγνὸν τότε φαιδρὸν αὐτοῦ †ἐν τοῖς ἄλλοις προσώποις† ἔφασαν φαίνεσθαι καὶ τὸ χαλεπὸν ἐρρωμένον πρὸς τοὺς πολεμίους ἐδόκει εἶναι, ὥστε σωτήριον, οὐκέτι χαλεπὸν ἐφαίνετο· [2.6.12] ὅτε δ’ ἔξω τοῦ δεινοῦ γένοιντο καὶ ἐξείη πρὸς ἄλλον ἀρξομένους ἀπιέναι, πολλοὶ αὐτὸν ἀπέλειπον· τὸ γὰρ ἐπίχαρι οὐκ εἶχεν, ἀλλ’ ἀεὶ χαλεπὸς ἦν καὶ ὠμός· ὥστε
διέκειντο πρὸς αὐτὸν οἱ στρατιῶται ὥσπερ παῖδες πρὸς διδάσκαλον. [2.6.13] καὶ γὰρ οὖν φιλίᾳ μὲν καὶ εὐνοίᾳ ἑπομένους οὐδέποτε εἶχεν· οἵτινες δὲ ἢ ὑπὸ πόλεως τεταγμένοι ἢ ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀνάγκῃ κατεχόμενοι παρείησαν αὐτῷ, σφόδρα πειθομένοις ἐχρῆτο. [2.6.14] ἐπεὶ δὲ ἄρξαιντο νικᾶν ξὺν αὐτῷ τοὺς πολεμίους, ἤδη μεγάλα ἦν τὰ χρησίμους
ποιοῦντα εἶναι τοὺς ξὺν αὐτῷ στρατιώτας· τό τε γὰρ πρὸς τοὺς πολεμίους θαρραλέως ἔχειν παρῆν καὶ τὸ τὴν παρ’ ἐκείνου τιμωρίαν φοβεῖσθαι εὐτάκτους ἐποίει. [2.6.15] τοιοῦτος μὲν δὴ ἄρχων ἦν· ἄρχεσθαι δὲ ὑπὸ ἄλλων οὐ μάλα ἐθέλειν ἐλέγετο. ἦν δὲ ὅτε ἐτελεύτα ἀμφὶ τὰ πεντήκοντα ἔτη.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.1–2.6.15


***

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938.
Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις.
Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις.
Αθήνα: Πάπυρος.

Οι στρατηγοί τέλος πάντων ούτω συλληφθέντες ωδηγήθησαν κατόπιν εις τον βασιλέα και εκεί εθανατώθησαν δι' αποκεφαλισμού. Εξ αυτών είς, ο Κλέαρχος, κατά την ομολογίαν πάντων, όσοι τον εγνώριζον καλώς, ανεδείχθη ανήρ και εμπειροπόλεμος και φιλοπόλεμος εις τον υπέρτατον βαθμόν. Και όντως, έως ότου μεν οι Λακεδαιμόνιοι είχον πόλεμον προς τους Αθηναίους, παρέμενε χρησιμοποιούμενος εις αυτόν. Άμα δε έγινεν ειρήνη, αφού κατέπεισε τους συμπολίτας του ότι οι Θράκες ηδίκουν τους Έλληνας και αφού κατώρθωσε, καθ' ον τρόπον ηδύνατο, να λάβη των εφόρων την συγκατάθεσιν, ανεχώρησε δια θαλάσσης, δια να υπάγη να πολεμήση εναντίον των Θρακών, οι οποίοι κατώκουν υπεράνω της Θρακικής Χερσονήσου και της Περίνθου. Επειδή δε ήλλαξαν κάπως γνώμην οι έφοροι, ότε πλέον αυτός ευρίσκετο έξω των ορίων της Λακωνικής, και προσεπάθουν να τον γυρίσουν οπίσω από τον Ισθμόν, εις την περίστασιν αυτήν δεν υπήκουσε πλέον, παρά έπλευσε κατ' ευθείαν εις τον Ελλήσποντον. Ένεκα δε τούτου και κατεδικάσθη εις θάνατον υπό των ανωτάτων αρχόντων της Σπάρτης ως δεικνύων απείθειαν. Έκτοτε δε πλέον εξόριστος διατελών έρχεται εις τον Κύρον. Και με ποίου μεν είδους λόγους τον κατέπεισε τον Κύρον, εις άλλο σύγγραμμα έχει γραφή, πάντως όμως του έδωσεν ο Κύρος δέκα χιλιάδας δαρεικούς. Και αυτός άμα τους έλαβε, δεν παρεδόθη εις άνετον βίον, παρά με τα χρήματα αυτά εστρατολόγησε στράτευμα και ήρχισε πόλεμον εναντίον των Θρακών, και αφού τους ενίκησεν εις μίαν μάχην, έκτοτε πλέον ελεηλάτει την χώραν των και επολέμει συνεχώς εναντίον των, μέχρις ότου ο Κύρος έλαβεν ανάγκην του στρατεύματός του. Τότε δε έφυγεν απ' εκεί, δια να υπάγη να πολεμήση πάλιν μαζί με εκείνον. Αυτά βέβαια είναι, όπως νομίζω, έργα φιλοπολέμου ανθρώπου, που μολονότι δύναται να διάγη ειρηνικώς χωρίς εντροπήν και χωρίς καμίαν ζημίαν, εν τούτοις προτιμά να κάμνη πόλεμον, και μολονότι δύναται να ζη ανέτως, θέλει να κοπιάζη, αρκεί να ευρίσκεται εις πόλεμον, και μολονότι δύναται να έχη χρήματα, χωρίς να διατρέχη κανέναν κίνδυνον, προτιμά να διεξάγη πόλεμον και να τα κάμνη ολιγώτερα. Ούτω εκείνος, όπως ακριβώς άλλοι εις παιδικούς έρωτας, ή δι' άλλην τινά απόλαυσιν, ήθελε να εξοδεύη εις πολέμους. Τόσον φιλοπόλεμος ήτο. Ικανός δε εις τα του πολέμου πάλιν υπ' αυτήν την έποψιν εθεωρείτο, ότι δηλαδή ηγάπα να εκτίθεται εις κινδύνους, βαδίζων όχι μόνον εν καιρώ ημέρας παρά και εν καιρώ νυκτός εναντίον των εχθρών, και ότι κατά τας ώρας του κινδύνου ήτο κύριος του λογικού του, όπως οι παρευρισκόμενοι πλησίον του πανταχού πάντες ομοφώνως εβεβαίωνον.
Και εις το άρχειν δε ικανός ελέγετο ότι ήτο, όπως είναι δυνατόν να είναι κανείς ικανός εις τούτο με τον τρόπον που και εκείνος είχε. Δηλαδή αφ' ενός μεν είχε την ικανότητα περισσότερον από κάθε άλλον πρώτον μεν να επινοή πώς το στράτευμά του θα εξεύρισκε τα τρόφιμα, και δεύτερον να προμηθεύη εις αυτό ταύτα, αφ' ετέρου δε είχε την ικανότητα και να εμπνέη εις τους περί αυτόν την πεποίθησιν ότι ώφειλον να υπακούουν εις τον Κλέαρχον. Και τούτο το κατώρθωνε με το να είναι σκαιός άνθρωπος. Διότι και η όψις του ήτο αποκρουστική και η φωνή του τραχεία, και ετιμώρει πάντοτε με μεγάλην αυστηρότητα, μάλιστα εν οργή ευρισκόμενος ενίοτε, ώστε και αυτός ο ίδιος να μετανοή κάποτε. Αλλ' ουχ ήττον και εσκεμμένως ετιμώρει. Διότι από στράτευμα, εις το οποίον δεν επιβάλλονται τιμωρίαι, ουδεμία ωφέλεια εφρόνει ότι δύναται να υπάρχη, και μάλιστα έλεγε, όπως εβεβαίωνον οι περί αυτόν, ότι πρέπει ο στρατιώτης να φοβήται περισσότερον τον αρχηγόν του παρά τους εχθρούς, εάν θα πρόκειται είτε ως φρουρός να εκτελή καλώς την υπηρεσίαν του, είτε από το να προξενήση βλάβην τινά εις φίλους να απέχη, είτε χωρίς καμίαν αντίρρησιν να βαδίζη εναντίον των εχθρών. Κατόπιν τούτων εις μεν τας κινδυνώδεις περιστάσεις επροθυμοποιούντο να υπακούουν εις αυτόν πλήρως και δεν επροτίμων άλλον στρατηγόν οι στρατιώται. Καθόσον μάλιστα η αγριότης του προσώπου του τότε, φαιδρότης εν μέσω των άλλων προσώπων έλεγον ότι ενεφανίζετο, και η σκαιότης του δύναμις απέναντι των εχθρών εφαίνετο ότι ήτο, και επομένως σωτηρίας μέσον και ουχί πλέον επαχθής ενεφανίζετο. Όταν όμως ευρίσκοντο έξω του κινδύνου και είχον την ευκολίαν να απέλθουν, δια να ταχθούν υπό τας διαταγάς άλλου στρατηγού, τότε τον άφηνον και έφευγον. Διότι το χάρισμα του να ελκύη τους ανθρώπους δεν το είχε, παρά πάντοτε ήτο σκαιός και σκληρός. Και ούτω, τα προς αυτόν αισθήματα των στρατιωτών του ήσαν οποία τα αισθήματα παίδων προς ένα διδάσκαλον. Δι' αυτόν λοιπόν ακριβώς τον λόγον ανθρώπους, οι οποίοι από αγάπην και φιλικήν διάθεσιν να τον ακολουθούν, ουδέποτε είχε. Όποιοι δε είτε κατά διαταγήν της πατρίδος των είτε ένεκα απορίας είτε από αλλην καμίαν ανάγκην πιεζόμενοι ευρίσκοντο υπό την αρχηγίαν του, τούτους εις αυστηράν πειθαρχίαν τους εκράτει. Άμα όμως ήθελον αρχίσει να νικούν μαζί με αυτόν τους εχθρούς, έκτοτε πλέον σπουδαία ήσαν τα προσόντα, τα οποία καθίστων χρησίμους τους υπό τας διαταγάς του στρατιώτας. Διότι και το θάρρος του να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς είχον, και ο φόβος της εκ μέρους εκείνου τιμωρίας τους καθίστα ευπειθείς. Τοιούτος τέλος ως αρχηγός ήτον ο Κλέαρχος. Να δέχεται δε διαταγάς άλλων δεν είχε πολλήν διάθεσιν, όπως έλεγαν. Ήτο δε τότε που απέθανε πεντήκοντα περίπου ετών.



Οι Παλαιοημερολογίται και η εφημερίς «Ορθόδοξος Τύπος»




ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
-πτυχιούχος κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακός ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 1

Οι ζηλωτές, παλαιοημερολογίτες με ου κατ' επίγνωσιν ζήλο και έμμονες ιδέες, κατέκριναν το Γέροντα, γιατί δεν ακολουθούσε τη δική τους γραμμή στο θέμα των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ζητούσαν να διακόψει κάθε σχέση μ' αυτό, να μην μνημονεύει τον Πατριάρχη και να διαφωτίζει τους επισκέπτες του σχετικά με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ορθοδοξία από τον Πατριάρχη και τις ενέργειές του. Οι άνθρωποι αυτοί αδιαφορούσαν εντελώς για τη μεγάλη πνευματική προσφορά του Γέροντα, για τη μέριμνα του να καλλιεργηθούν οι άνθρωποι σύμφωνα με το ορθόδοξο ήθος, για την καλή ανησυχία που έσπερνε στους ανθρώπους, για την παρηγοριά που τους έδινε, για την προσευχή που έκανε για τους πονεμένους, για την μεγάλη του ασκητικότητα, με δύο λόγια για την ευλογημένη παρουσία του στο Άγιον Όρος. Ήθελαν σώνει και καλά ο Γέροντας να αρνηθεί την Εκκλησία και να γίνει ένας τυφλός ζηλωτής.
Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο περιπτώσεις: Το περιοδικό «Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης», της μονής Εσφιγμένου (της αδελφότητας που παρανόμως και αντικανονικώς βρίσκεται ακόμα μέσα στο μοναστήρι αποδεικνύοντας τον εωσφορικό εγωισμό των προεστών τους), που κρίνει τους πάντες και τα πάντα και μόνο τον εαυτό του ξεχνάει, σε κάποιο σχόλιο του που φέρει τον τίτλο «Και μετά θάνατον επιζήμιος ο π. Παΐσιος ο αγιορείτης», λέγει και τα εξής: «Παρεκτραπέντος αυτού, εις την Ορθόδοξον Πίστιν των Πατέρων μας, επλάνει τον λαόν του Θεού, όστις ήρχετο εκ περάτων της γης να τον συμβουλευθή και συνεβούλευεν αυτούς να ακολουθούν αιρετικούς ποιμένας». Και επειδή είχε πληροφορηθεί το καλό περιοδικό ότι επρόκειτο να κυκλοφορήσουν και βιογραφίες του Γέροντα, ανησυχούσε γιατί και μετά την κοίμησή του θα ήταν επικίνδυνος. Μάλιστα προέτρεπε τους βιογράφους και αρθρογράφους να μην επιβαρύνουν την ψυχή τους με το να γράφουν για την ανύπαρκτη αγιότητα του π. Παϊσίου.
Αλλά και στο περιοδικό «Αγιορείτης» κατηγορείται ο Γέροντας, όπως και όλοι οι σύγχρονοι Γέροντες, γιατί ποτέ δεν συμβούλεψαν «κάτι που να προστατεύει τους πιστούς από τας αντορθοδόξους ενεργείας του Οικουμενικού πατριάρχου και των δορυφόρων του. Ουδέποτε! Δια θέματα πίστεως ετήρουν σιγήν, σιγήν ένοχον και κατάκριτον κατά τους αγίους Πατέρας». Και αμφισβητώντας τα χαρίσματα που είχαν, ο συντάκτης του σχολίου λέγει ότι δεν αποτελούσαν κριτήριο Ορθοδοξίας, αλλά «είχον γίνει παίγνιον του πονηρού, αφού τίποτα από τα λεγόμενά τους δεν εναρμονίζεται προς τον Πατερικόν, αντιαιρετικόν λόγον, γενόμενοι αιτία να παραμένουν τόσαι ψυχαί εις την κοινωνίαν της αιρέσεως».
Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τα ανωτέρω αποσπάσματα, γιατί είναι άδικα και προπαντός εμπαθή. Τα αναφέραμε μόνο για να φανεί ότι ο Γέροντας αντιμετώπιζε όσο ζούσε την μανία των ζηλωτών (σχισματικών παλαιοημερολογιτών οι οποίοι δεν έχουν "κοινωνία" με την Μία, Αγία και Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία), οι οποίοι συνεχίζουν την τακτική τους και μετά την κοίμηση του.

πηγή:εδώ


Βάσει των ανωτέρω η πολλά καλή εφημερίδα όλων των ορθοδόξων, γνωστή και δια τον αντιαιρετικόν αγώνα της, δύναται να μας πληροφορήσει δια τα εξής:

·        Διατί τόσος ζήλος κατά απάντων των ενεργειών του Πατριάρχου; Είναι μόνον κατά ωρισμένων ενεργειών του εις την προσέγγισιν μετά των αλλοδόξων; Ή ταυτίζεται εις τον αγώνα εναντίον του με τας θέσεις των Γ.Ο.Χ Ελλάδος εις πάντα;
·        Γιατί προσφέρει βήμα εις την αδελφότητα που παρανόμως και αντικανονικώς βρίσκεται ακόμα μέσα στο μοναστήρι;  



Θεωρεί αυτήν καλώς υπάρχουσα αν και αγνοή αποφάσεις της κανονικής διοικήσεως της εκκλησίας; Αν ναι δύναται άρα κανείς να παραθεωρή αυτάς τας αποφάσεις και να μην αποκόπτεται από το σώμα αυτής; Πότε δύναται τι τοιούτο να υπάρχη; Μήπως και εις αυτό απολύτως ταυτίζεται μετά τας δοξασίας των αιρετικών Γ.Ο.Χ;

ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 2




Και άλλα πολλά που φυσικά η έγκριτη εφημερίδα μας γνωρίζει…
Δύναται να μας ειπή διατί καταχωρεί εις τας σελίδας της περιοδικά των αιρετικών αυτών;




[Ο « Ορθόδοξος Τύπος » υποστηρίζει τούς « ΓΟΧ » καταληψίες τής Ι. Μ. Εσφιγμένου ! ]



Μπορεί να καταγγείλει αυτούς με ανακοίνωσίν της ως αιρετικούς και ότι δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν μαζί των, προκειμένου να αποφευχθή ο σκανδαλισμός των πιστών;

ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 3



Τι ήλλαξεν από το 1976 ένθα η εφημερίς είχεν μιαν συγκεκριμένην θέσιν; Ιδού τι έλεγεν τότε

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ 15/2/76:

 «Οι «Γ.Ο.Χ» έσχισαν την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ή μάλλον απεσχίσθησαν από την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Η αμαρτία του σχίσματος αυτούς βαρύνει, όχι εμάς… Απεχθανόμεθα τους πρωτεργάτας του ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ και τους συνεχιστάς του».

Ο «Ο.Τ» εξεκίνησε και συνεχίζει την πορείαν του ως εφημερίς αποσκοπούσα εις την προβολήν και άμυναν των Πατερικών Παραδόσεων και την απόκρουσιν των [δυσδιάκριτη λέξη] επιδράσεων εις την Εκκλησίαν μας.
Το Ημερολόγιον δεν είναι παράδοσις, ούτε αποστολική, ούτε εκκλησιαστική. Το ημερολόγιο είναι παράδοσις εκκλησιαστική. Αυτό σημαίνει, ότι η Εκκλησία, το τονίζομεν Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, έχει το δικαίωμα το ημερολόγιον να το κρατήσει ή και να το απορρίψη. Τας ιδικάς της παραδόσεις δεν έχει δικαίωμα να απορρίψη ή αθετήση. Μπορεί όμως να τας βελτιώση ή τροποποιήση, αναλόγως των ποιμαντικών της αναγκών.
Στερρώς εχόμενος ο «Ο.Τ» της απόψεως, ότι αι παραδόσεις πρέπει να διατηρούνται άθικτοι και μη συντρέχοντος λόγου αδηρρίτου να μην αλλοιούνται ουδέ κατ’ ελάχιστον, ακόμη και δια ποιμαντικούς λόγους, ευχαρίστως θα έβλεπεν αποκαθιστάμενον εις την Εκκλησίαν μας το επί αιώνος ισχύσαν Ιουλιανόν Ημερολόγιον.
Παρά ταύτα οφείλομεν να παρατηρήσωμεν προς τους λεγομένους «Παλαιοημερολογίτες» ή άλλως «Γ.Ο.Χ» τα εξής, εις τα οποία όχι μόνον δεν συμφωνούμεν μαζί τους αλλά και έχομεν εκ διαμέτρου αντίθετον γνωμην.
Α) Άλλο μια παράδοσις εκκλησιαστική, έστω η σπουδαιοτέρα, και άλλο ΣΧΙΣΜΑ εις την Εκλησίαν χάριν της δήθεν τηρήσεως της παραδόσεως αυτής. Το σχίσμα δεν συγχωρείται ούτε με μαρτύριον, διότι τότε και το μαρτύριον δεν είναι μαρτύριον αλλά απλώς βίαιος θάνατος.
Β) Οι Πατέρες (Φώτιος, Πέτρος Αντιοχείας, Μάρκος) τονίζουν ότι η διαφορά εις επουσιώδη σημεία δεν επιτρέπεται να γίνεται αφορμή σχισμάτων ή διατηρήσεως σχισμάτων εις την Εκκλησίαν.
Γ) Οι «Γ.Ο.Χ» έσχισαν την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ή μάλλον απεσχίσθησαν από την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Η αμαρτία του σχίσματος αυτούς βαρύνει, όχι εμάς.
Δ) Σχισθέντες οι «Γ.Ο.Χ» εγκατελείφθησαν από την χάριν του Θεού, ίσως επειδή δεν εφοβήθησαν τον Θεόν να κατακρίνουν ολόκληρον την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ως στερηθείσαν της Χάριτος του Θεού. Έτσι 1) Εσχίσθησαν μεταξύ τους εις «παρατάξεις», ή άλλως αλληλοαναθεματιζομένας «Εκκλησίας» (Ματθαιϊκοί, Φλωρινικοί κλπ). 2) Παρέβησαν τόσους Κανόνας, όσους ποτέ Εκκλησιαστικόν Σώμα, αφού έφθασαν να πράξουν τα εξής ακατανόητα ακνονικώς (χειροτονία επισκόπου από έναν επίσκοπον, μικτά μοναστήρια, χειροτονία επισκόπου Γ.Ο.Χ υπό Ρουμάνου νεοημερολογίτου, απόρριψις και καταδίκη αγίων, αναχειροτονία, βλασφημία του αγίου Πνεύματος).
Ε) Παρ’ ότι μόνον 55.000 άτομα (ολιγώτερα ναι, περισσότερα όχι), λόγω επάρσεως εξ επηρείας του Δαιμονίου των Σχισμάτων και Αιρέσεων εκήρυξαν ότι τα μυστήρια των Νεοημερολογιτών και των Κοινωνούντων μετ΄αυτών, ήτοι όλων των Ορθοσόξων, αφού όλοι οι Ορθόδοξι του Κόσμου κοινωνούν μεθ΄ημών και ουδείς μετ’ αυτών, είναι άμοιρα θείας χάριτος και συνεπώς μάταιαι τελετουργίαι. (Παρά ταύτα παίρνουν ως «λουκούμι» ‘ο,τι εμείς πετάμε εις τον σκουπιδοντενεκέ!).
Στ) Το σχίσμα κρίνεται με βάσιν την επικοινωνίαν με τα 4 Ρωμέϊκα Πατριαρχεία. Η Αίρεσις με την ανάπτυξιν διαφόρου διδασκαλίας. Άρα, αφού οι «Γ.Ο.Χ» δεν έχουν επικοινωνίαν μετά των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας, είναι ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ. Όσον και αν τους συμπαθούμεν, είμεθα υποχρεωμένοι να είπωμεν την αλήθειαν.
Ζ) Η ιερωσύνη των «Γ.Ο.Χ» και των δυο Παρατάξεων [σημ.Αντ.Εγκόλπιου: σήμερα είναι περίπου 12] αιωρείται εις τον ΑΕΡΑ. Άρα εις τους «Γ.Ο.Χ» ουδεμία βεβαιότης υπάρχει ότι έχουν τα μυστήριά τους χάριν.
Η) Ουδέποτε θα συγχωρήσωμεν εις την ηγεσίαν τους, ότι ακόμη δεν έχουν αφορίσει την ενεργουμένην υπό ακαθάρτου πνεύματος «μοναχήν» Μαγδαληνήν την υβρίζουσαν τον Άγιον Νεκτάριον. Η ενέργειά της και η προς αυτήν ανοχή των προϊσταμένων της αίρουν μεταξύ ημών και αυτών τείχος ανυπέρβλητον, ωρύσσουν χάσμα αγεφύρωτον.
Συμπερασματικώς τονίζομεν:
Αγαπώμεν τας Παραδόσεις της Εκκλησίας μας. Θα ηθέλαμε και το Ημερολόγιον να αποκατασταθή εις την Παλαιάν του μορφήν, παρ’ ότι η ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ του δεν το μετέβαλεν ούτε το ηλλοίωσεν, ούτε το ανέτρεψεν.
Αγαπώμεν και τους αγνούς παλαιοημερολογίτας, αλλά μόνον τους αγνούς. Απεχθανόμεθα τους πρωτεργάτας του ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ και τους συνεχιστάς του.
Ευχόμεθα να πρυτανεύση παρ’ ΑΠΑΣΙ ΠΝΕΥΜΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ, ώστε να πανηγυρίσωμεν την ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

Δακτυλογράφηση από το Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Το άρθρο υπάρχει στην εφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» της 15ης  Φεβρουαρίου 1976.
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolρion.com
18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012



Συνεχίζει άρα γε και σήμερα να πρεσβεύη ταύτα;




Ἡ ἀριστοτελική θεώρησις τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς





του
Βασιλείου Μπετσάκου*





Ο Αριστοτέλης δεν ορίζει αυστηρά τα πάθη· συντάσσει, όμως, παραδειγματικούς καταλόγους παθών, επιχειρεί περιγραφικούς ορισμούς (1) αλλά και διεξοδικότερες αναλύσεις στα ηθικά του έργα, στην Ῥητορικὴν και στο Περὶ Ψυχῆς. Καθώς η αφόρμηση και η προοπτική κάθε πραγματείας διαφέρει, τα κοινά τους επιστημονικά αντικείμενα (στην περίπτωσή μας τα πάθη της ψυχής) δεν μένουν αμετάβλητα αλλά τροποποιούνται ανάλογα (2).



Τό τῆς καρδίας ταξείδι πρός τό θεῖον




τοῦ
Κυρίλλου Κεφαλοπούλου
Ἀρχιμανδρίτου *




Σὲ αὐτὸ τὸ ταξίδι ἡ καρδιὰ θὰ περάσει ἀπὸ διάφορες φάσεις. Στὴν πρώτη φάση ἡ καρδιὰ ὑπερβαίνει τὴν πεπτωκυία φύση καὶ τὴν ὑποδούλωση στὰ πάθη, καὶ ἀνέρχεται σταδιακὰ τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν (κάθαρση). Στὴν δεύτερη φάση ἡ καρδιὰ προσηλώνεται στὸν Θεό, περνάει στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, καὶ στὴν τρίτη φάση, ἡ καρδιὰ κεκαθαρμένη πλέον ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, φθάσει στὴν μυστικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεό.
Μόνον μία καθαρὴ καρδιά, ἀκηλίδωτη ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς μέριμνες, καθίσταται ὁ καθρέπτης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντανακλᾶ τὶς θεϊκὲς ἀρετές. Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς περιγράφει αὐτὲς τὶς τρεῖς φάσεις, ποὺ πρέπει νὰ περάσει ἡ καρδιὰ γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό: "ἀπὸ τὰ τρία στάδια, τὸ πρῶτο εἶναι τῶν ἀρχαρίων, ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουν νὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές. Στὴν ἀρχὴ στέκεται ἡ πίστη, στὸ τέλος ἡ ἀγάπη, ποὺ συγκεντρώνει ἐν ἑαυτῇ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γνώση (ἐνν. τὴν μυστικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ- θεωρία). Τὸ τελικὸ στάδιο εἶναι ἡ μυστικὴ γνώση... αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἔκσταση τῆς ἀγάπης, ποὺ παραμένει ἀμετακίνητη, σταθερὰ προσηλωμένη στὸν Θεό. Ἔχει φθάσει στὴν κατάσταση τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, τῆς μυστικῆς ἕνωσης μὲ τὸν Θεό".
Πρώτη φάση λοιπὸν εἶναι ἡ καρδιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Τὰ πάθη ἀποτελοῦν παρορμήσεις ἐσωτερικές, ἐνάντιες στὴν θέλησή μας, εἴτε ἐπιθυμίες ποὺ τὶς ἐπαναλαμβάνει ἡ καρδιὰ ὥστε νὰ καταστοῦν ἕξη, ἐξάρτηση, συνήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Οἱ Πατέρες ἀναφέρονται σὲ ὀκτὼ βασικά, κύρια πάθη, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, λύπη, ἀκηδία, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, ἐκ τῶν ὁποίων ἐκπηγάζουν ἄλλα πάθη. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ πάθη, ξεχνᾶ τὸν Θεό. Ἡ θεραπεία τῆς καρδιᾶς ἀρχίζει ὅταν μὲ πίστη ἀνοίγεται στὸν Θεὸ καὶ ἀρχίζει τὸν πνευματικὸ ἀγώνα της νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετές.
Δὲν εἶναι ὅλα τὰ πάθη κακά. Ὑπάρχουν τὰ λεγόμενα φυσικὰ πάθη (λ.χ. πεῖνα, δίψα, χαρά, φόβος,) ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς βιολογικῆς μας ὑπάρξεως. Ὅταν τὰ φυσικὰ αὐτὰ πάθη μεταβάλλονται σὲ ἀφύσικα πάθη, ποὺ δεσμεύουν τὴν καρδιὰ στὰ γήινα καὶ τὴν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπάρχει πρόβλημα. Ἡ καρδιὰ ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ ἔναντι αὐτῶν, νὰ τὰ ἐλέγξει, νὰ τὰ περιορίσει, νὰ τὰ μεταβάλλει ἀπὸ γήινα πάθη σὲ πνευματικὲς ἐπιθυμίες.
Γράφει ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: "τὰ φυσικὰ πάθη γίνονται καλὰ σὲ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται ὅταν, ἀποσυνδέοντας αὐτὰ ἀπὸ τὰ ζητήματα τῆς σαρκός, τὰ χρησιμοποιοῦμε, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ οὐράνια. Π.χ. μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὴν ὄρεξη σὲ πνευματικὴ ἐπιθυμία τῶν οὐρανίων πραγμάτων, τὴν ἡδονὴ (εὐχαρίστηση) σὲ ἁγνὴ χαρὰ πρὸς τὴν συνέργεια τοῦ νοῦ πρὸς τὶς θεῖες δωρεές, τὸν φόβο σὲ φροντίδα πρὸς ἀποφυγὴ μελλουσῶν ἀποτυχιῶν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὴν λύπη πρὸς ἐπανόρθωση καὶ μετάνοια". Τότε ἡ καρδιὰ θὰ βρίσκει χαρὰ ὅσο θὰ προοδεύει πνευματικὰ καὶ θὰ γεύεται πνευματικὲς εὐλογίες.
Ἡ πρόκληση, ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ καρδιά, εἶναι μεγάλη. Ἡ καρδιὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ (εὐχαρίστηση), ποὺ προκαλοῦν τὰ πάθη, καταλήγουν ὅμως σὲ ὀδύνη, πόνο καὶ θλίψη, ποὺ γεννᾶ ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ καρδιά, ποὺ θέλει νὰ ἀνοιχθεῖ στὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ ἀγωνισθεῖ κατὰ τῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν,ποὺ τὴν ἐμποδίζουν νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ ἀνοιχθεῖ ἡ καρδιὰ στὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει τὰ δεσμὰ τῆς ἡδονῆς τῶν παθῶν, ποὺ καταλήγουν στὴν ὀδύνη, τὴν θλίψη τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ δυσκολία, ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ καρδιὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, εἶναι μεγάλη. Ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος ἐντοπίζεται πολὺ νωρίς, στὸν Παράδεισο, ὅταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα προτίμησαν τὴν ἀπόλαυση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ. Ἔτσι, εἰσῆλθε στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ἡ δουλεία στὰ πάθη. Τὰ κακὰ καὶ ἀφύσικα πάθη εἰσῆλθαν στὸν ἄνθρωπο, κατέκλυσαν τὴν καρδιά του, καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἕνας φαῦλος κύκλος μεταπτώσεων μεταξὺ ἐμπαθῶν ἀπολαύσεων, ποὺ ξεκινοῦν μὲ ἡδονὴ (εὐχαρίστηση) καὶ καταλήγουν σὲ θλίψη καὶ πόνο (ὀδύνη).
Ἀπὸ τότε ἡ καρδιὰ εἶναι διχασμένη μεταξὺ τῶν ἐμπαθῶν καὶ πονηρῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ τῆς ἐπιθυμίας νὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεό. Ὅσο ἡ καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἐλέγξει τὰ πάθη, ξεχνᾶ τὸν Θεὸ καὶ καταλήγει πνευματικὰ ἀνισόρροπη καὶ προβληματική, φοβισμένη, ἀνελεύθερη, ἐξαρτημένη.
Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, δέχεται τὴν ἐπίδραση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνοικεῖ σὲ αὐτήν, ἐργάζεται μέσα της, γλυκαίνει καὶ μαλακώνει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ γίνει δεκτικὴ στὶς θεῖες δωρεὲς καὶ ἀρετές. Ὅταν ἀνοίγεται ἡ καρδιὰ στὸν Θεό, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἀρετές. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰσέρχεται στὴν καρδιά, τὴν μαλακώνει ὥστε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ὑπάκουη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δέχεται τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν προσπάθεια τῆς ἀπόκτησης τῶν ἀρετῶν.
Ἡ καρδιά, γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν προσβολὴ τῶν παθῶν, πρέπει νὰ ἀντισταθεῖ στὴν προσβολὴ τῶν κακῶν λογισμῶν. Αὐτὸ εἶναι πολὺ κρίσιμο σημεῖο στὸν πνευματικὸ ἀόρατο πόλεμο, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ποὺ διεξάγει ἡ καρδιὰ ἐναντίον τῶν παθῶν. Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες περιγράφουν αὐτὴν τὴν διαδικασία περίπου ὡς ἑξῆς: ὁ Σατανᾶς βάζει στὸ μυαλὸ μία ἁμαρτωλὴ σκέψη, ἕναν πονηρὸ λογισμό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη προσβολή. Ὅμως αὐτὸς ὁ λογισμός, τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας, δὲν εἶναι ἀκόμη ἁμαρτία. Γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ ἁμαρτωλὴ πράξη ποὺ ὑποκινεῖται ἀπὸ τὴν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, πρέπει νὰ συγκατατεθεῖ τὸ μυαλὸ (ὁ νοῦς), νὰ κατέλθει ὁ πονηρὸς λογισμὸς στὴν καρδιά, νὰ παραμείνει, νὰ καλλιεργηθεῖ, ὥστε νὰ προκληθεῖ σύγχυση, σκοτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη ἀγαθῶν καὶ πονηρῶν λογισμῶν. Τότε ὁ Σατανᾶς ἔχει πετύχει τὸν σκοπό του, ἔχει σπείρει στὴν καρδιὰ τὴν ἀνησυχία καὶ τὴν ἀγωνία τῶν λογισμῶν, ποὺ καταλήγουν σὲ πάθη καὶ ὑλοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, κυριαρχεῖται ἀπὸ θεοφιλεῖς, εἰρηνικοὺς λογισμούς, καὶ ἡ ἴδια γαληνεύει. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ ἀνοίγει εἴσοδο στοὺς πονηροὺς λογισμούς, ποὺ ὑποβάλλει ὁ Σατανᾶς, τότε ἀπὸ ἁγία γίνεται ἀγρία, γεμάτη σκότος, ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση. Αὐτὸν τὸν διχασμὸ τῆς καρδιᾶς μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀντιστρατεύεται ὁ σαρκικὸς νόμος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία πολλὲς φορὲς ἐνάντια στὴν καλή του προαίρεση, περιγράφει μὲ πολλὴ παραστατικότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ρωμ. 7:15-25).
Πρωταρχικὴ ὑποχρέωση τῆς καρδιᾶς, ἂν θέλει νὰ προχωρήσει στὴν πνευματικὴ ζωή, εἶναι νὰ ἀπορρίψει τὸν πονηρὸ λογισμὸ ἀμέσως μόλις ἐμφανισθεῖ. Ἡ "φυλακὴ τοῦ νοὸς" (=φύλαξη τοῦ νοῦ), ἡ νήψη, ἡ ἀντίρρηση στὴν προσβολὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἡ καρδιακὴ προσευχὴ (ἡ νοερὰ προσευχὴ) ἀποτελοῦν τοὺς τρόπους, ποὺ συνιστοῦν οἱ νηπτικοὶ Πατέρες, οἱ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου καὶ τῆς πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὥστε ἡ καρδιὰ νὰ μὴ ὑποκύψει στὰ πάθη.
Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, συνηθίζει, μαθαίνει νὰ ζεῖ
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετές. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, συνηθίζει νὰ τὰ ὑποθάλπει, νὰ τὰ ἐπιθυμεῖ, νὰ τὰ τροφοδοτεῖ, νὰ φοβᾶται νὰ ζήσει χωρὶς τὴν ἡδονή, ποὺ προσφέρουν τὰ πάθη, νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀναταραχὴ ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Μία τέτοια καρδιὰ εἶναι πλήρως ὑποταγμένη καὶ ὑποδουλωμένη στὸν πονηρό, ἁλυσοδεμένη μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες. Ζεῖ μία ζωὴ ἐγκόσμια, γεμάτη μέριμνες, ἄγχος, φοβίες, χωρὶς Θεό. Τὰ πάθη καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ ἀποτελοῦν τὴν πηγὴ τοῦ ἄγχους καὶ τὴν αἰτία τῆς κατάθλιψης στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, μεριμνᾶ πλέον πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὸν κόσμο. Ἀποζητεῖ πλέον τὰ πνευματικά, καθὼς σταδιακὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἐπιβάρυνση, ποὺ τῆς προξενοῦν τὰ πάθη, αἰσθάνεται ἐλεύθερη, ἀνάλαφρη, καθὼς ἔχει φθάσει στὴν κατάσταση, ποὺ προσευχόμαστε στὴν Θ. Λειτουργία: "πᾶσαν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν".
Ἡ ἀπόθεση, ἡ ἀπομάκρυνση τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, ποὺ συμπνίγουν τὴν καρδιά, καὶ ἡ ἐναπόθεση τῶν πάντων μὲ ἐλπίδα καὶ πίστη στὸν Θεό, βοηθοῦν τὴν καρδιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ βαρίδια τῶν παθῶν καὶ νὰ ἀνέλθει ἀνάλαφρη πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Ἂς προσέξουμε αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι σημαντικὸ στὴν πνευματική μας ζωή.
Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς στὸν Θεὸ ξεκινάει πρωτίστως ἀπὸ τὴν πίστη. Τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίστη. Ἡ καρδιὰ βαθαίνει στὴν πίστη, ὅταν μὲ εὐλάβεια ἐνθυμεῖται τὸν Θεὸ καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομά Του. Οἱ Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι γράφουν σχετικῶς: "ἡ ἀρχὴ κάθε θεοφιλοῦς πράξεως εἶναι ἡ ἐπίκληση μὲ πίστη τοῦ σωτηρίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος εἶπε, 'χωρίς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε' (Ἰω. 15:5)... πρέπει νὰ βιάζουμε ἑαυτοὺς ἐν παντὶ τρόπῳ νὰ ζοῦμε, ἀναπνέουμε, κοιμόμαστε, ξυπνᾶμε, τρῶμε καὶ πίνουμε μαζὶ μὲ Αὐτὸν καὶ ἐν Αὐτῷ".
Αὐτὴ ἡ πίστη στὸν Χριστὸ σὲ ὅ,τι κάνουμε εἶναι θεμελιώδης στὴν πορεία, ποὺ κάνει ἡ καρδιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἐγείρονται ἄγρια. Προτοῦ νὰ ἐγερθοῦν τὰ πάθη, ἡ καρδιὰ πρέπει νὰ προλάβει νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει ἐπικαλούμενη μὲ πίστη τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (νοερὰ καρδιακὴ προσευχή). Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συνεργεῖ καὶ ἐπενεργεῖ στὴν καρδιά, ἐνδυναμώνοντας τὴν θέλησή της νὰ περικόψει τὰ πάθη. Ὅταν στὴν καρδιὰ ἀνθίζει μία τέτοια πίστη, ποὺ αὐξάνει μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, τόσο περισσότερο ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεὸ καὶ αἰσθάνεται τὴν παρουσία Του. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρδιακὴ προσευχή, βοηθοῦν νὰ αὐξηθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ καρδιὰ νὰ προχωρήσει πνευματικά.

* Απόσπασμα από την επιφυλλίδα του
«ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ»




Η αποκατάσταση της δημοκρατίας




Γ.Α Ράπτη




Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ' αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ' τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με προσφυγές.
Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη μέσα στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι (οι επαναστάτες) θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ' ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακριά από τον οπλισμό τους, και οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα και όρμησαν κατεπάνω τους τρέχοντας· μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους και όλους τους άλλους, που το έβαλαν στα πόδια, τους κυνήγησαν ως έξι με εφτά στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από εκατόν είκοσι και από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν «ωραίο», κι άλλους δύο που τους έπιασαν στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω και έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν από την πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπροστά τους και, αφού έμειναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος (είπαν) να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στην παραλία είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχαν συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και, αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου χίλιοι, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ' αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν.
Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια, και ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:
«Άνδρες συμπολίτες, σ' άλλους από σας θέλω να πω και σ' άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή, και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας και εμείς όπλα.
Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στην πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μέσα στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει, και όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να υψώνουμε τρόπαια νίκης· και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί, και ορμώντας κατεπάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ' αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ' αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά (σ' όσους υπάρχουν) και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ' αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ' όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα. Και αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί».
Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους· «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ». Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:
«Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.

ΞΕΝ Ελλ 2.4.1–2.4.23