Τί σημαίνει να εἶναι κανείς φανατικός



     
 ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ


ΟΡΙΣΜΟΣ - ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ: η μονόπλευρη και μονότονη προσήλωση και εμμονή σε προσωπικές απόψεις, ιδέες και αντιλήψεις με ένταση, πάθος, εγωισμό και εμπάθεια. Ο εγκλωβισμός της σκέψης και του ανθρώπινου νου σε καθορισμένες έννοιες, ιδέες, απόψεις καθώς και η με πάθος μέχρι τη βία υπεράσπιση αυτών, χωρίς να έχει προηγηθεί συγκεκριμένος προβληματισμός, έρευνα και ενδοσκόπηση για την ορθότητα των υποστηριζόμενων απόψεων.

"Ο φανατισμός σήμαινε αρχικά ιερή μανία, την παρουσία ενός θεού μέσα στον άνθρωπο. Αργότερα όμως σήμαινε την τυφλή θρησκευτική πίστη. Επειδή όμως η πίστη αυτή ήταν εύκολο να γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και επειδή φανερώνει έναν τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κατέληξε να σημαίνει πίστη σε κάποια ιδέα χωρίς τη δυνατότητα κριτικού ελέγχου".



ΜΟΡΦΕΣ / ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ

 α) Τυφλός κομματισμός: Στην πολιτική ζωή, που πιστοποιεί την υποβάθμιση και δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, την καταρράκωση της πολιτικής αρετής των ανθρώπων.

β) Η τρομοκρατία που αποτελεί ακραία εκδήλωση πολιτικού ή θρησκευτικού φανατισμού.

γ) Χουλιγκανισμός: Εκτόνωση του φανατισμού κατά τη διάρκεια των αθλητικών συγκεντρώσεων ή και σε άλλους χώρους -σε εκδηλώσεις μαζικού χαρακτήρα (συναυλίες, πορείες-ομιλίες).

δ) Θρησκευτικός φανατισμός,φονταμενταλισμός,  ιδιαίτερα στις χώρες της ανατολής, όπου η θρησκευτική πίστη είναι συχνά πιο ισχυρή και από την πολιτική βούληση, ικανή να διαμορφώσει την πολιτική και κοινωνική ζωή αυτών των εθνών και να προκαλέσει επικίνδυνες εξελίξεις. Παράλληλα, σε όλο τον κόσμο αναπτύσσονται αμέτρητες ομάδες αιρετικών με φανατικούς οπαδούς.

ε) Έξαρση του εθνικισμού: υπέρμετρη προσήλωση στο έθνος και τα εθνικά ιδεώδη, του σοβινισμού που συνιστά φανατική εξύμνηση της εθνικής ζωής και υποτίμηση και καταπολέμηση κάθε ξένου στοιχείου ως επικίνδυνου για το έθνος.

ΑΙΤΙΑ

Α) "Ο φανατισμός δεν έχει ποτέ για βάση του την ηθική και πνευματική υγεία, για τούτο ακριβώς και τα έργα του είναι σκοτεινά"                Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ στην ερμηνεία όλων των μορφών φανατισμού είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η πνευματική ανωριμότητα που συρρικνώνουν τους πνευματικούς ορίζοντες, επιφέρουν την πνευματική μονολιθικότητα, την ακαμψία της κρίσης και της σκέψης, απογυμνώνουν τη συνείδηση από τις δημοκρατικές αρχές της ιδεολογικής ανεκτικότητας, του σεβασμού της προσωπικότητας του άλλου, διαιωνίζουν τις προκαταλήψεις - στερεοτυπικές αντιλήψεις.

Στην ίδια κατεύθυνση μπορούμε να εντάξουμε την πολιστιτική κρίση, την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, την πλημμελή εκπαίδευση.

Β) Τα κοινωνικά - οικονομικά συμφέροντα ατόμων - ομάδων - εθνών: καλλιεργούνται ή και ενθαρρύνονται οι ακραίες ιδεολογίες, οι προκαταλήψεις, για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από επίκαιρα σοβαρά προβλήματα της κοινωνικής - πολιτικής ζωής, για την ευχερέστερη χειραγώγηση και ετεροκατεύθυνση του εκλογικού σώματος (φαινόμενα λαϊκισμού - δημαγωγίας στην πολιτική ζωή) για την αναρρίχηση στην εξουσία και την ικανοποίηση ιδιοτελών φιλοδοξιών. Για παράδειγμα, η έξαρση του ρατσισμού στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής εξηγείται και ως τακτική μετάθεσης των ευθυνών για ουσιαστικά προβλήματα της εθνικής κοινότητας  (όπως η ανεργία και η αύξηση της εγκληματικότητας) στους πρόσφυγες - μετανάστες που ως μειονότητες σε μια χώρα, γίνονται τα "εξιλαστήρια θύματα" για την εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Γ) Η έξαρση του εθνικισμού και των ρατσιστικών τάσεων σε εθνικό επίπεδο αποτελούν ένας είδος μηχανισμού άμυνας των εθνών απέναντι στην απειλή απώλειας της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας.

Δ) Η κρίση των ηθικών αξιών, η καταρράκωση των ανθρωπιστικών αξιών - του σεβασμό προς τον άνθρωπο, η κυριαρχία του εγωισμού, του ατομικισμού.

Ε) Η ανασφάλεια, τα αισθήματα μειονεξίας, η ανάγκη για επιβεβαίωση του Εγώ μέσω της επικράτησης προσωπικών θέσεων, ιδεών των οποίων η  υποστήριξη γίνεται αυτοσκοπός, τα ψυχολογικά συμπλέγματα κατωτερότητας ή και ανωτερότητας.

ΣΤ) Το σύγχρονο άτομο βομβαρδίζεται από τα καταναλωτικά πρότυπα που ενθαρρύνουν τις ανταγωνιστικές τάσεις και απογυμνώνεται από οποιοδήποτε αίσθημα συλλογικότητας.
Ζ) Σε συνδυασμό με τους χαλαρούς κοινωνικούς δεσμούς, την απώλεια της  ατομικότητας στις υπερπληθείς μεγαλουπόλεις, το καθεστώς της μαζοποίησης, την αποπροσωποποίηση της ζωής, ευνοείται η διαμόρφωση αγελαίας νοοτροπίας, καλλιεργείται ο στείρος μιμητισμός, η παρορμητική και αχαλίνωτη συμπεριφορά, ο φανατισμός, Άλλωστε οι συνθήκες μαζοποίησης, που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ζωή, ευθύνονται για την υποχώρηση του αισθήματος της ατομικής ευθύνης, την επιβολή της "κατευθυνόμενης ακρισίας "για την ευχερέστερη χειραγώγηση του ανθρώπου από μηχανισμούς και ομάδες που προωθούν ακραίες ιδεολογίες και επιδιώκουν την ανατροπή του κοινωνικού συστήματος.

Η) Ο θρησκευτικός και εθνικός φανατισμός, που κατά κύριο λόγο εκδηλώνεται στις υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, εντάσσεται στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο, αλλά παράλληλα μπορεί να ερμηνευτεί και ως προσπάθεια αυτών των εθνών να παγιωθούν στο διεθνή χώρο σε μια εποχή θεαματικών πολιτικών ανακατατάξεων ιστορικής σημασίας, οι οποίες κλόνισαν την παγκόσμια ισορροπία.
Θ) Ο ρόλος των ΜΜΕ: για οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς, συχνά, με εμπρηστικά δημοσιεύματα αναζωπυρώνουν το φανατισμό, αλλά και πυροδοτούν ένα κλίμα εθνικιστικής υστερίας - έντασης που διαταράσσει τη ζωή μιας χώρας και τις σχέσεις της με όλες τις άλλες.

Ι) Η ηθική και ιδεολογική σύγχυση, η απουσία συλλογικού οράματος, σταθερών προσανατολισμών, αξιολογικών κριτηρίων και ιδανικών ευθύνονται για την τάση μιας μεγάλης μερίδας της νεολαίας να ενστερνίζεται ακραίες, φασιστικές ή και ανατρεπτικού χαρακτήρα ιδεολογίες, να εντάσσονται σε παρακρατικές οργανώσεις. Για την κατάσταση αυτή ευθύνεται, όπως προαναφέρθηκε, και η κρίση των δημοκρατικών θεσμών και ολόκληρου του πολιτικού συστήματος των σύγχρονων χωρών, η αντιδημοκρατική άσκηση της εξουσίας, ο πολιτικός ολοκληρωτισμός - ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ο πολιτικός αφοπλισμός και παροπλισμός του σύγχρονου νέου.

ΙΑ) Η οικονομική κρίση, η ανεργία, οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις είναι συντελεστές κοινωνικής αποσταθεροποίησης και προκαλούν τη δυσαρέσκεια - απογοήτευση σ' ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας η οποία βρίσκει μέσα από το φανατισμό και τις ακραίες ιδεολογικές τοποθετήσεις, τη δυνατότητα να εκφράσει την αντίθεσή της και συνάμα μια διέξοδο, ένα δρόμο εκτονωτικής διαφυγής. Παράλληλα, οι νέοι μέσα σε ομάδες φανατικών ομοϊδεατών ικανοποιούν την έμφυτη κοινωνικότητά τους  αλλά και εκτονώνουν την ανάγκη για αγωνιστική δράση. Αυτό το δυναμισμό, συχνά, διοχετεύουν στον αθλητισμό που τον αντιμετωπίζουν ως μέσο εκτόνωσης και αυτοεκτίμησης μέσα από τη βίαιη αντίδραση και τη συμμετοχή τους στα αθλητικά δρώμενα η οποία περιορίζεται στα βίαια έκτροπα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: με μεγάλη προσοχή οφείλουμε να προσεγγίσουμε και το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, της έκνομης δράσης των νέων, την τάση να εντάσσονται σε ομάδες του περιθωρίου αλλά και σε παρακρατικές οργανώσεις

Σ΄ αυτήν την περίπτωση οφείλουμε να προσθέσουμε  στο ερμηνευτικό μας πλαίσιο και άλλους παράγοντες όπως:

i) Κύκλοι οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που προβάλλουν στη νεολαία πρότυπα βίας και υπεροχής, υπόσχονται εξουσία και δύναμη στους νέους, εκμεταλλευόμενοι κατ΄ αυτό τον τρόπο το δυναμισμό αλλά και την εκλογική δύναμη των νέων.
 ii) Η δίψα του νέου να αμφισβητήσει και έμπρακτα το κατεστημένο, να ανατρέψει τη σαθρή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ακόμα κι αν χρειαστεί να μετέλθει ριζοσπαστικά και βίαια μέσα.

iii) Τα Μ.Μ.Ε. μυθοποιούν, σχεδόν ηρωοποιούν τα άτομα του περιθωρίου, τη δράση των τρομοκρατών. "Το πρόβλημα είναι ότι παρουσιάζουν τους προβληματικούς ως προβληματισμένους".

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΥ

1) Άμεση συνέπεια του φανατισμού και του δογματισμού, είναι το φαινόμενο της βίας και σε ακραίες περιπτώσεις η εγκληματικότητα. Ο άνθρωπος, που με απόλυτη βούληση και πάθος υπερασπίζεται τις απόψεις του πολλές φορές, όταν συντείνουν και άλλοι λόγοι, μπορεί να φθάσει στο σημείο να βιαιοπραγήσει προκειμένου να μείνουν σταθερές και ακλόνητες οι πεποιθήσεις του. Είναι βέβαια και ο  εγωισμός που επιδεινώνει τα επιθετικά ένστικτα του ανθρώπου, ο οποίος προκειμένου να μην παραδεχτεί τυχόν λάθος, προτιμά να υπερασπίσει με φανατισμό τις απόψεις του.

2) Κρίση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Σε μια εποχή, όπως είναι η σημερινή, η επικοινωνία των ανθρώπων και γενικά οι ανθρώπινες σχέσεις περνούν μια περίοδο βαθιάς κρίσης, η επικοινωνία, η ανθρώπινη επαφή έχει καταστεί δύσκολη και προβληματική. Αυτό είναι φαινόμενο που εντείνεται όταν οι άνθρωποι διακατέχονται από φανατισμό και με άκρατο - άκριτο δογματισμό υπερασπίζονται ίδιες απόψεις και ιδέες, απορρίπτοντας ασυζητητί τις απόψεις άλλων ανθρώπων απλά και μόνο επειδή δεν συμπίπτουν με τις δικές τους.

3) Κατάργηση κάθε μορφής διαλόγου και ειρηνικής προσέγγισης και επίλυσης των προβλημάτων που τυχόν υπάρχουν. Οι περισσότερες πολεμικές συγκρούσεις είναι αποτέλεσμα φανατισμού των ανθρώπων, οι οποίοι τυφλωμένοι από τα πάθη και το δογματισμό, καταφεύγουν στην ένοπλη σύρραξη για την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων τους.

4) Με το φανατισμό και το δογματισμό ο άνθρωπος χάνει κάθε ευκαιρία για δημιουργία, πρόοδο, ανανέωση, επειδή τυφλωμένος από το πάθος του περιορίζεται με μονομανία στις ήδη υπάρχουσες και αποδεκτές από τον ίδιο ιδέες και αντιλήψεις και δεν επιθυμεί ολωσδιόλου να βρει καινούργιες. Επαναπαύεται σε αυτά που έχει ήδη αποδεχθεί και κατανοήσει, οπότε καθετί νέο και ίσως πρωτοποριακό τον ξενίζει, τον "ξεβολεύει" και τον απομακρύνει από γνωστές πλέον φόρμες. Έτσι αυτός ο άνθρωπος είναι ενάντιος σε καθετί  νέο, εφόσον αυτό δεν αντιστοιχεί στα δικά του δεδομένα. "Η ιστορία της επιστήμης είναι μια μακρά σειρά από τολμηρές πρωτοβουλίες για την απελευθέρωση του σκεπτόμενου ανθρώπου από την ιδεοληψία και το δογματισμό".Ε. Παπανούτσος

5) Πάντα το πάθος και ο φανατισμός τυφλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε μοιραία σφάλματα με οδυνηρές συνέπειες. Ο  δογματικός άνθρωπος είναι τυφλωμένος και αδυνατεί να δει πέρα από αυτό που θέλει, αφού ο φανατισμός του γίνεται παρωπίδα που του απαγορεύει να κοιτάξει μακριά, προς την αλήθεια. π.χ. οπαδοί απολυταρχικών καθεστώτων, που με υπέρμετρο ζήλο τα υποστήριξαν, ενώ στο μέλλον αποδείχθηκε το λάθος αυτών των επιλογών, (ναζισμός, φασισμός)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – ΛΥΣΕΙΣ = "Η ουσία της ανθρωπιστικής παιδείας είναι ο αντιδογματισμός"         Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος

Κυριότερα μέσα αντιμετώπισης του φανατισμού είναι η παιδεία και μάλιστα αυτή που έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, στοχεύει στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων και δημοκρατικών προσωπικοτήτων, καλλιεργεί την πίστη σε ιδανικά και υψηλές αρχές, αναπτύσσει την πνευματικότητα του ανθρώπου, καταπολεμά τον παρωπιδισμό και το σκοταδισμό, τη μονομέρεια και την ιδεοληψία που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο άνθρωπο. Η δημοκρατική εκπαίδευση έχει και δημοκρατική οργάνωση και μέθοδο, γεγονός που σημαίνει ότι ενθαρρύνει τον ελεύθερο στοχασμό, την έρευνα, την αμφισβήτηση, την εμβάθυνση στην παρεχόμενη γνώση, τη διανοητική αυτενέργεια. Αντίθετα αποκηρύσσει τις παρωχημένες αντιλήψεις, τη μηχανιστική εκμάθηση, το πνεύμα του ανταγωνισμού. Η άρθρωση υπεύθυνου πολιτικού λόγου, η εξυγίανση της πολιτικής, η ανόρθωση των δημοκρατικών θεσμών θα συμβάλουν στην παγίωση της μετριοπάθειας, της νηφαλιότητας και της ιδεολογικής ανεκτικότητας σ' έναν κατεξοχήν νευραλγικό χώρο που επηρεάζει καθολικά την κοινωνική ζωή, αυτόν της πολιτικής ζωής.


ΚΕΙΜΕΝΟ


    Ο φανατισμός είναι απέραντη δύναμη με διπλό πρόσω­πο : ευεργετική και καταλυτική. Είναι δύσκολο να τον απορρίψει κανείς χωρίς συζήτηση. Αν συμβαίνει συχνά να τον καταριόμαστε, είναι γιατί γνωρίσαμε σχεδόν μονάχα την καταλυτική του ικανότητα. Τον ευεργετικό φανατισμό τον είδαμε σαν κάτι διαφορετικό : προσήλωση σ’ ένα χρέος ή σ΄ένα υψηλότατο ιδανικό. Και δεν τον ονομάσαμε τότε «φα­νατισμό». Δεν μπορούμε, ωστόσο, αν σωστά κρίνουμε, να παραμερίσουμε τις αγαθές πλευρές του φανατισμού : το πά­θος για την αλήθεια, το πάθος για την έρευνα, το πάθος για την παιδεία, το πάθος για την ειρήνη, ανθρώπινες κορυφώ­σεις πού δημιούργησαν ήρωες και μάρτυρες, την πινακο­θήκη πού καταυγάζει με το φως των προσωπικοτήτων της και δικαιώνει συνάμα την ανθρώπινη Ιστορία.


     Η συνηθισμένη, ωστόσο, μορφή του φανατισμού είναι αληθινά αποκρουστική. Ο φανατικός, σ’ όλες τις εποχές, είναι στενοκέφαλος και στενόκαρδος. Το οπτικό του πεδίο είναι περιορισμένο και το πείσμα του ακατανίκητο. Αγνοεί τούς συμβιβασμούς, αλλ’ αγνοεί και τις καλόπιστες κ’ ευγενι­κές παραχωρήσεις. Φρουρός συχνά ενός δόγματος που υποστηρίζει τις εξοχότερες αρετές, όσο προχωρεί τις χάνει ό ίδιος. Γίνεται απάνθρωπος, ωμός, σκαιός, αποθηριώνεται, για να εξανθρωπίσει τους ανθρώπους. Ό φανατισμός δημιουργεί καταστάσεις βρασμού. Αλλά βρασμού από εμπάθεια, μίσος, ακόμη κ’ εγκληματική διάθεση. Ας θυμηθούμε τα ολοκαυ­τώματα κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Θηρία και όχι άνθρωποι τα επραγματοποίησαν. Και οι περισσό­τεροι καλόπιστοι, αφοσιωμένοι στο δόγμα και στην αυθεν­τία της παπικής εκκλησίας. Πίστευαν πώς υπηρετούσαν το θείο θέλημα, το θέλημα της αγάπης, πυρπολώντας ανθρώπους.


Ο φανατισμός είναι γεμάτος εσωτερικές αντιφάσεις. Συχνά ταλαιπωρείται ανάμεσα στην πίστη και στις εξωτερικές εμφανίσεις της, ανάμεσα στη θεωρία και την πρά­ξη. Ταλαιπωρείται, φυσικά, όταν αυτοελέγχεται με αθόλωτη κρίση και ανακαλύπτει πόση απόσταση χωρίζει την εσωτερική του βεβαιότητα από την έμπρακτη εφαρμογή της. 'Ο Καλβίνος για παράδειγμα ήρθε να διορθώσει τα σφάλματα, ν’ αναγεννήσει τον καθολικισμό. Οι ευαίσθητοι πήραν μεγάλη ανάσα, αντικρίζοντας αυτόν τον ίσιο, λιτό και αφοσιωμένο στο χρέος του άνθρωπο, πού άνοιγε καινού­ριους δρόμους στη χριστιανική σκέψη. ΄Υστερα, ένιωσαν πως δέσμιος της αρετής του ό Καλβίνος, φανατικός ενάρετος, έγινε ανθρωποκυνηγός και βασανιστής. Γιατί δεν είναι μόνο ό φανατισμός της άγνοιας, της κακίας, της διαστροφής κα­ταστροφικός. Είναι και ο φανατισμός της αρετής. Οι θετι­κές μορφές του φανατισμού είναι, χωρίς αμφιβολία, αξιέπαινες, αλλά και τόσο σπάνιες, ώστε να μπορούν να θεωρη­θούν απραγματοποίητες.


΄Επειτα και τούτο : ο φανατισμός είναι μια παραγωγική επένδυση των καιροσκόπων, των μηχανορράφων και των εκμεταλλευτών της ανθρώπινης καλοπιστίας ή και αφέλειας' αφέλειας πού φτάνει συχνά ίσαμε τα σύνορα της ηλιθιότητας. ...Τα πλήθη, όταν φανατίζονται από τους επιδέξιους σκηνο­θέτες των ιερών πολέμων ή των «επικών» εξορμήσεων, είναι πάντα ετερόφωτα, άβουλα και καταστροφικά. Μνημόνεψα τούς ιερούς πολέμους και θυμήθηκα τις ορδές των βαρβαρικών λαών που ξεχύθηκαν κατά καιρούς απάνω στο πρόσωπο της γης και ξεπάστρεψαν και ξερίζωσαν και αναισχύντησαν και άρπαξαν ό, τι βρήκαν μπροστά τους και γέ­μισαν αίμα— και το δικό τους και, κυριότατα, το ξένο αί­μα. Πολεμούσαν για τον αφέντη τους και πρόσμεναν πλουσιόδωρη υλική ανταμοιβή ή τιμητική διάκριση — ένα με­ράδι στην εξουσία. Πολεμούσαν για την πατρίδα τους, για τον τόπο τους, και μέσα στη σφαγή και στην ακολασία έβλεπαν το πρόσωπό τους αποθεωμένο από τούς πρόθυμους αίνους των πιστών. Πολεμούσαν, τέλος, για τον παράδεισο, ένα παράδεισο, οι λαοί του Ισλάμ, καμωμένο από γευστικές απολαύσεις και συνεχείς συνευρέσεις με τα μελανόφθαλμα κορίτσια πού διαθέτει σε τόση αφθονία το Κοράνιο. Οι φα­νατικοί όποιας μορφής είναι οι μεγάλοι εγκληματίες που έσπειραν τον όλεθρο απάνω στη γη και σπίλωσαν ανεξίτηλα το νόημα του ανθρώπου.


Το υπόβαθρο του φανατισμού είναι η αυθεντία. Αυτό σημαίνει πως μέσα στη συνείδηση του φανατικού είναι ανάγκη ακόμη και ν’ αχνογράφεται μια πίστη. ΄Η μια αφοσίωση. Φανατικός δεν είναι μόνο εκείνος που πιστεύει αράγιστα και ανεπανόρθωτα. Συνηθέστατα για μια ολόκληρη ζωή. Αλλά κ’ εκείνος που αφοσιώνεται σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα θεσμό ή σε μια κατάσταση όχι από πίστη ή, για να είμαστε πε­ρισσότερο μέσα στην αλήθεια, λιγότερο από πίστη και περισ­σότερο από αγάπη. Στην περίπτωση τούτη παίζει σημαντικότατο ρόλο το στοιχείο του ε φ ε λ κ υ σ μ ο ύ. Ο φανατικός φίλαθλος, ας πούμε, μπορεί και ν' αρρωστήσει ή και να πεθάνει για την ομάδα του-όχι πάντα γιατί π ι σ τ ε ύ ε ι πως ή ομάδα του είναι ή αξιότερη αλλά γιατί είναι ή ομάδα του τόπου του ή και ή ομάδα των φίλων του ή και η αρχαία ομάδα η δική του ή και, χωρίς φανερή αιτία, από  μια μυστική ανεξήγητη έλξη. Η αγάπη, ο θαυμασμός, η αφοσίωση, η στοργή γεννούν φανατισμούς σε πολλές περι­πτώσεις αδιασάφητους, αναβρυσμένους από μυστικές πηγές, που δύσκολα μπορούν να τους ερμηνεύσουν και να τους δι­καιολογήσουν οι αμύητοι. ΄Ετσι γίνεται φανερό το ποσοστό της τύφλωσης πού υπάρχει μέσα στο φανατισμό και ο περιορισμένος αριθμός των πλευρών του που είναι αληθινά γό­νιμες και ωφέλιμες. Κ’ έτσι επίσης γίνεται φανερό γιατί ο αφανάτιστος άνθρωπος είναι ένας πολύτιμος παράγοντας ευ­θυκρισίας, καλής πίστης, νηφαλιότητας και σωφροσύνης — δηλαδή ο αρμοδιότερος κριτής σε κάθε περίπτωση, ο ιδανικός ελλανοδίκης, μορφή πού προκαλεί την εκτίμηση και το σεβασμό.


Η έλλειψη φανατισμού βρίσκεται μέσα στην ουσία του κλασσικού ελληνικού πνεύματος. Αν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος παραμένει ένα αξεπέραστο ίσαμε τώρα πρότυπο ελεύθερου στο­χασμού κι αν το πρότυπο τούτο θεωρείται πάντα από πολλούς και στοχαστικούς το αναγκαίο ορόσημο μιας σωστής παι­δείας, τούτο οφείλεται στην ανάγκη που ένιωσε ο ΄Ελληνας άνθρωπος, μόλις αναγνώρισε τον εαυτό του, να κρίνει και ν’ αποφασίζει μόνος του.


Εκεί, στην Ιωνία, σ' ένα φυσικό περίγυρο παρόμοιο με της Αττικής, στη Μίλητο, στην Έφεσο, στην Πριήνη, στις Κλαζομενές ο άνθρωπος για πρώτη φορά στην ιστορία του απομυθοποιήθηκε κ’ έγινε υποκείμενο.Έστησε τον εαυτό του αντίκρυ στον κόσμο. Είχε βρει και αυτός, φυσικά, ένα «καταστημένο». Οι τόσο ανθρώπινοι θεοί του Ολύμπου είχαν καταπλημμυρίσει τις ελληνικές πολιτείες, τις κοιλά­δες, τις ακροθαλασσιές, τους λόφους με τους βωμούς και τους ναούς της λατρείας τους. Όχι μονάχα ό λαός ένιωθε απέραντο σεβασμό προς αυτούς, αλλά και οι τοπικές εξουσίες τους προστάτευαν, όπως γίνεται πάντα, για να προστα­τεύονται κ’ εκείνες καλύτερα και για να δανείζονται την προέλευσή τους από τα θεία γένη.  Οι θεοί αυτοί δεν αποτελούσαν μόνο ένα λαμπρό θίασο ηθοποιών πολύ κα­λά γυμνασμένων στους ρόλους τους, αλλά εκπροσωπούσαν και τις απαρασάλευτες φυσικές δυνάμεις κ’ υστέρα, με το πέρασμα του καιρού, και τις απαρασάλευτες επίσης ηθικές αξίες.


Κι ωστόσο ο Ξενοφάνης τόλμησε να τη σαρκάσει αυτή τη συντροφιά των θεών. Και ο Αναξαγόρας, παραμερίζοντας τον "Όλυμπο, ανέβασε στην κορυφή των όντων ένα «νουν» («νόος διεκόσμησε πάντα»). Και ο σκοτεινός Ηράκλειτος, αυτός ο σή­μερα τόσο σύγχρονος, που σπουδάζεται με τόσο πάθος, κα­τόρθωσε να εισδύσει στα σπλάχνα των κοσμικών προβλη­μάτων «ερήμην των θεών». Αυτή είναι η αθάνατη δόξα των Ιώνων φιλοσόφων : όλα από την αρχή. "Έκλεισαν τις θεο­γονίες, επραγματοποίησαν την ηρωική έξοδο από το κέλυφος του δόγματος κι άνοιξαν τον ατελεύτητο δρόμο προς τον ανεξάρτητο στοχασμό. Δηλαδή : αρνήθηκαν την αυθεντία. Λυτρώθηκαν από τη σύμβαση και το συμβιβασμό, από την υποταγή σε μια παράδοση που την ένιωσαν χωρίς πε­ριεχόμενο και αναζήτησαν ερμηνείες περισσότερο σύμφω­νες με την πραγματικότητα.


Ο Σωκράτης είναι το τέλειο πρότυπο του ελεύθερου στοχασμού. Ήδη μέσα στον διάλογο του Πλάτωνα, τον «Κρίτωνα», τον ακούμε, δεσμώτης και μελλοθάνατος, να βεβαιώνει πως σε τίποτε άλλο δεν πείθεται παρά μόνο στο λόγο που, όταν συλλογί­ζεται, του φαίνεται ο σωστότερος. Και τούτο τότε που οι σοφιστές, με το στόμα του Πρωταγόρα, αμφισβητούσαν την αντικειμενική αλήθεια και αναγόρευαν κριτή «πάντων χρημάτων» τον άν­θρωπο, σπέρνοντας τον πιραντελλισμό του εικοστού αιώνα, ανάμεσα στ’ άλλα όσα έσπειραν κατά τις εποχές που ακολούθησαν την εμφάνισή τους. Ο Σωκράτης είναι ο αιώνιος συζητητής, ο εσταυρωμένος της αντιλογίας, ο στοχαστής που ένιωσε τη σημασία της θέσης και της άρσης. Φυσικά, ξεκινάει από το τίποτε. ΄Οχι από εκείνο το «ουδέν οίδα», που μπορεί να είναι ακαλαίσθητος ναρκισσισμός ή συντρι­πτική αυτογνωσία. Αισθάνεται την απερίγραπτη ηδονή να ξαναπλάθει τον κόσμο με τα χέρια του, χωρίς συναίσθηση του κιν­δύνου ή ανέμελος φαινομενικά τριγυριστής στην Αθήνα ή καλοπροαίρετος συμποσιαστής — και ο πρώτος ΄Ελληνας που κατείχε την αρετή του «χιούμορ», όχι της σάτιρας ή του σαρκασμού. Βρήκε μπροστά του τη συγκομιδή της ιωνικής φιλοσοφίας, αυ­τούς πού ονομάζουμε τώρα «προσωκρατικούς». Την αγνόησε θεληματικά. Ξεκίνησε για να κερδίσει την αλήθεια από τις πρώτες απλές εμπειρίες του καθημερινού βίου. Το κύριο θέμα του μένει πάν­τα ή αρετή καί κατά ποιο τρόπο μπορεί ν’ αποκτηθεί και να διδαχθεί και να γίνει όρος ζωής. Η ηθική προσωπικό­τητα είναι ή αδιάκοπη μέριμνά του.


Δεν υπάρχει λοιπόν η προκαθορισμένη αυθεντία. Η αυθεντία, για ν’ ασκήσει όλη την επιρροή της είναι υποχρεωμένη να επενδυθεί χιτώνα μυστικισμού. Δε μιλούμε τούτη τη στιγμή για την αυθεντία της επιστήμης ή για τις κατά μέρος αυθεντίες της καθημερινής ζωής.


Τη θέση της φιλοσοφικής αυθεντίας έρχεται να καταλάβει το δόγμα. Το δόγμα δεν έχει αυστηρά κοσμική προέλευση. "Έρχεται από μακριά. Είναι ό λόγος του Θεού, και για τούτο δεν επιδέχεται αντίρρηση. ΄Η το πιστεύεις ή δεν το πιστεύεις. Το δόγμα δεν κατοχυρώνεται με τούς αυστηρούς κανόνες της λογικής. Δεν ευνοεί τις αποδείξεις. Οι αποδείξεις απορρέουν από το ίδιο το δόγμα. Μερικοί κατά καιρούς το αμφισβη­τούν κατά μέρος ή και στο σύνολό του, αλλ’ αυτοί ονομά­ζονται «αιρετικοί» και καταδιώκονται. Το δόγμα που γίνε­ται θρησκεία και η θρησκεία που γίνεται εκκλησία και ή εκ­κλησία που γίνεται κράτος, μια γήινη δύναμη, χωρίς να χά­νει τη μεταφυσική, την υπερβατική της καταγωγή, απευθύνεται σ’ ένα τεράστιο σύνολο πιστών και θεωρεί πως είναι χρέος της να το διαφυλάξει σε αρμονία, γαλήνη και αγάπη, να το προστατεύσει από κάθε κίνδυνο και να του εξασφαλίσει την έξω από τα σύνορα του υλικού τούτου κόσμου μακα­ριότητα, μια ατελείωτη ευδαιμονία. Φυσικά, με το πέρασμα του καιρού, υστέρα από την προοδευτική αποσύνθεση των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, αναπτύσσεται η  κριτική σκέψη. Και είναι η παιδεία που προικίζει τον κάτοχό της με την αρετή της προσωπικής ευθύνης. Τον αναγκάζει ν’ αναρωτηθεί για πολλά και ν’ απαιτήσει πειστική απόκριση. Οι παλιότεροι έλεγαν : «έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ’ αφήσουμε». Απουσία τόλμης και διανοητική ραθυμία, που συ­χνά οδηγεί στην πλήρη αποκτήνωση. Η Αναγέννηση άρχι­σε ν’ αναρωτιέται. Αναρωτήθηκαν οι θρησκευτικοί μεταρ­ρυθμιστές, που αμφισβήτησαν την κοσμική και την πνευ­ματική εξουσία της παπικής εκκλησίας. Αναρωτήθηκαν οι πρώτοι επιστήμονες και οι πρώτοι νεότεροι φιλόσοφοι, συ­στηματικοί και μη. Αναρωτήθηκαν οι σπουδαστές των πρώτων πανεπιστημίων. Κι ολοένα, καθώς οι χιονοστιβάδες, τα ρωτήματα φούσκωναν, πλήθαιναν, έπεφταν στους απόκρημνους βράχους του «καταστημένου» κ’ έσπαζαν και γί­νονταν άπειρα κομμάτια και κατάκλυζαν τον τόπον ολόγυ­ρα. Ήταν μια νεροποντή, που δυνάμωσε στους καιρούς μας και μας ξαφνιάζει. Ενώ το καθησυχαστικό είναι να μην αναρωτιέται ό άνθρωπος.


Η διαφορά ανάμεσα στον κλασσικό ή και, γενικότερα, τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και το μεταγενέστερο υπήρξε βαθύτερη, γιατί δεν είχε κατά τούς χρόνους εκείνους ένα κωδικοποιημένο δόγμα, λεπτολογότατα καθορισμένο, αλλά μια κυμαινόμενη θεολογία, πού άλλαζε κιόλας μορφή από τόπο σε τόπο και από εποχή σ’ εποχή. "Άνθρωποι, βέβαια, που ασεβούσαν στους θεούς, μπορούσαν να διατρέξουν το μέγιστο κίνδυνο, να χάσουν και τη ζωή τους την ίδια ή να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το γενέθλιο έδαφος ή το έδα­φος που τους φιλοξενούσε. Τα παραδείγματα του Αναξα­γόρα και του Σωκράτη είναι χαρακτηριστικά. Αλλά πέρ’ από την οφειλόμενη, έστω και φαινομενικά, ευλάβεια ο χώ­ρος του στοχασμού ανοιγόταν ελεύθερος. Και πολύ σύντομα ήρθαν οι καιροί του «λυκόφωτος των ειδώλων», για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Νίτσε, και του θρησκευτικοί συγ­κρητισμού, όταν οι θεοί της Ανατολής, της Βορεινής Αφρι­κής και της Ασίας εισέβαλαν ορμητικοί στο δωδεκάθεο κ’ έσμιξαν με τους "Έλληνες ή τούς εξελληνισμένους θεούς ή και, διατηρώντας την αυτονομία τους, ήρθαν να διεκδικήσουν μια θέση στον "Όλυμπο. "Έτσι μπόρεσαν ν’ ανθήσουν οι πιο διαφορετικές θεωρίες. Και ν’ απομείνει στη μνήμη των μεταγενέστερων ο αρχαίος κόσμος σά μια παλαίστρα του πνεύματος, όπου η επιδοκιμασία περίμενε τους αθλητές ποι­κίλων αγωνισμάτων. Η επιστροφή στον αρχαίο τούτο κό­σμο δεν είχε, σε πολλές περιπτώσεις, το χαρακτήρα μιας άγονης μορφολατρείας· αλλά μιας ουσιαστικής, υποστασια­κής ανασύνδεσης με την αγάπη της έρευνας και την αποκατάσταση της αξίας του ελεύθερου στοχασμού. "Όταν μιλούμε για την ελληνική ελευθερία, δεν είναι σωστό να εννοούμε μόνο τις μάχες «κατά βαρβάρων», τις Θερμοπύλες, το Μα­ραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, τη Μυκάλη. αλλά να εννοούμε και την αδιάκοπη αγωνία του αποδεσμευμένου πνεύ­ματος και τη συνακόλουθη ανθοφορία του.


Υπάρχουν πολλοί σήμερα πού αντικρίζουν με περίσκεψη και μ’ επιφύλαξη την ανθρωπιστική παιδεία. Και όχι μόνο σαν παιδεία κείμενη έξω από τις απαιτήσεις των καιρών, αλλά και σα μια γενικότερη αγωγή, που, και οι καιροί αν την ευνοούσαν, δεν θα ήταν πια σκόπιμο να επιδιωχθεί. Αν την ευνοούν ή όχι οι καιροί, αυτό είναι άλλο θέμα-αλλ’ αν η χρησιμότητά της έχει ατονήσει για κάθε καιρό, νομίζω πως δεν είναι υπόθεση που μπορεί να συζητηθεί. Και δεν είναι παράδοξο που όσοι πολεμούν την ανθρωπιστική παι­δεία είναι οι άνθρωποι των κλειστών κόσμων ή εκείνοι που βυθισμένοι στη θάλασσα των συγχρόνων τεχνολογικών επιτευγμάτων έχουν απολησμονήσει τις βαθύτερες ανάγκες του πνεύματος. Αυτές τις ανάγκες, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή αγωγής, έρχεται να ικανοποιήσει η ανθρωπιστική παιδεία. Και για τούτο είναι πάντα προσφιλής στις ανοιχτές διάνοιες. Η ουσία της ανθρωπιστικής παιδείας είναι ο αντιδογματισμός. Αυτό το θαυμαστό χαρακτηριστικό είχε αρ­χίσει να γοητεύει τους σπουδαστές των πανεπιστημίων κατά τα τέλη του Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση. Όσο εγνώριζαν τον ελληνικό στοχασμό, τόσο ένιωθαν να κερδίζουν φτερά, να γίνονται οι «αεροναύτες του πνεύματος». Πρέ­πει να αισθανθούμε το βάθος και το πλάτος των εσωτερικών κρίσεων που εδοκίμασαν οι ευσυνειδητότεροι και οι ανησυχότεροι. ’Ακόμη και στην προχωρημένη Αναγέννηση μήτε ό στο­χασμός μήτε ό λόγος είχαν το δικαίωμα ν’ αναπτυχθούν ανεμπόδιστα. Έπρεπε να έρθουν οι καιροί του διαφωτισμού, για να υπάρξουν μερικά ελεύθερα πνεύματα και θαρραλέα, καθώς ό Βολταίρος, για ν’ αποκατασταθεί, όχι χωρίς κίνδυνο πάντα, το δικαίωμα του ανθρώπου να στοχάζεται μόνος του, καθώς θέλει ο ίδιος και όχι καθώς θέλουν οι άλλοι. Φυσικά, κάθε τέτοια κίνηση προκαλεί την αντικίνηση της άμυνας. Και η ελεύθερη ροή του στοχασμού παίρνει συχνά τη μορφή τραγωδίας.


Η μεσαιωνική εποχή της ευρωπαϊκής Ιστορίας είναι ή εποχή του δόγματος και της αυθεντίας που απορρέει από το δόγμα. Οι κύκλοι των σπουδών περιλαμβάνουν μονάχα ό,τι εγκρίνει η εκκλησία. Ο κατά τ’ άλλα αριστοκρατικός πλα­τωνισμός εξορίζεται από τα μεσαιωνικά μοναστήρια, τα κέν­τρα της παιδείας. Μόνο ό Αριστοτέλης γίνεται ανεκτός, είναι η αυθεντία. Όχι μονάχα η δογματική παρέκκλιση θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα, αλλά και η προσθήκη μιας νέας γνώσης στην ήδη παραδεκτή γνώ­ση. Η μεσαιωνική εκκλησία σκοτώνει τους αντιπάλους της. Σκοτώνει και όσους τολμούν να ερευνήσουν θέματα καθαρά επιστημονικά.


Η Αναγέννηση με την ισχυρή στροφή της προς τα κλασ­σικά πρότυπα έρχεται να πολεμήσει την ακαμψία της με­σαιωνικής εκκλησίας. Καταπολεμεί το «καταστημένο». Δεν είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία το ότι ο Αριστοτέλης εκτοπίζεται από τον Πλάτωνα και το ότι οι σημαντικότεροι δά­σκαλοι της πλατωνικής φιλοσοφίας στην Ιταλία της Ανα­γέννησης είναι οι Έλληνες λόγιοι, που καταφεύγουν εκεί λίγο πριν και ύστερ’ από την άλωση της Πόλης από τούς Τούρ­κους. Η Αναγέννηση είναι εικονοκλαστική και ριζοτομική. Ξαναφέρνει το ανθρώπινο σώμα στην υπόληψη που είχε κατά τούς κλασσικούς χρόνους. Ο αγώνας που εγκαινιάζει είναι σκληρός και θα διαρκέσει πολλούς αιώνες. Αλλά σιγά σιγά και με ποτάμια αίματα πολλές φορές θ’ αναγνωρισθεί, του­λάχιστο θεωρητικά, το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να στοχάζεται απ’ αρχής και να στοχάζεται για τον εαυτό του.


Από τούς τελευταίους αιώνες του Με­σαίωνα ίσαμε τους έσχατους τούτους καιρούς τα πανεπιστή­μια είναι οι εστίες συχνής και ορμητικής αναταραχής. Και τούτο είναι πολύ φυσικό. Έχω παρατηρήσει πολλές φορές πως η παιδεία είναι ένα κοφτερό σπαθί πού στρέφεται εναντίον εκείνου που το προσφέρει, κατά γενική τουλάχιστο εκτίμηση. Για τούτο και «κατά κανόνα» οι απολυταρχίες ευνοούν την κοινωνική αθλιότητα και την απαιδευσία. Ο απαίδευτος έτσι που είναι γεμάτος δεισιδαιμονίες και προλήψεις, κ’ έτσι που είναι ξαρμάτωτος από υλική δύναμη, υποτάσσεται ευκολότερα στην εξουσία. Και αν καμιά φορά εξεγερθεί, η εξέγερσή του είναι απόρροια στυγνής απόγνωσης. Οι ορδές που οδήγησαν σε δεινές περιπέτειες οι μεγάλοι κατακτητές του κόσμου τούτου ήταν σχηματισμένες από τέτοια αφώτιστα, απαίδευτα, άβουλα πλάσματα, πεινασμένους που περίμεναν ν’ αρπάξουν το βιός του άλλου, στερημένους που ονειρεύον­ταν βιασμούς, αδικημένους που προσδοκούσαν μια μέρα καλύ­τερη είτε σε τούτον είτε σε κάποιον άλλο κόσμο. Μπορεί κανείς νά συλλογιστεί τί λογής ανθρωποειδή αποτελούσαν τα στρατεύματα του Τιμούρ, του Τζεγκίς Χάν, του Αττίλα ; Τι λογής πλάσματα του Θεού ήταν οι περισσότεροι σταυρο­φόροι, που πήγαιναν, αυτό ήταν το πρόσχημά τους, να υπερα­σπίσουν μια παρανοημένη πίστη, που καλά καλά δεν την ένιω­θαν αυτοί που δεν είχαν μήτε ιερό μήτε όσιο μέσα τους, σκοτεινοί συρφετοί οδηγημένοι από ηγεμόνες που ήταν εξίσου απαίδευτοι και περίμεναν να χειρα­γωγηθούν από επίσης απαίδευτους και φανατικούς καλόγε­ρους; Η παιδεία, όταν παύει να είναι τυφλωτική, καθώς στα μεσαιωνικά μοναστήρια, ή και όταν, τυφλωτική, πέφτει σε γη αγαθή δημιουργεί αναστάτωση στον εσωτερικό κόσμο του μαθητευόμενου και του εξασφαλίζει ώρες γόνιμης περισυλλογής, πού σιγά σιγά τον μεταμορφώνουν σ’ ένα αυτόφωτο πνευμα­τικό οργανισμό. Ο απαίδευτος μπορεί να δεχτεί και να χρη­σιμοποιήσει και ο ίδιος ένα σύνθημα, χωρίς καλά καλά να νιώθει τη σημασία του. Ο ευπαίδευτος δεν υιοθετεί ανεμπόδιστα τα συνθήματα. Πρώτα τα ζει και δεν τα αποδέχεται παρά για όσο τα θεωρεί χρήσιμα. Η πνευματική ζωή — και την αναφέρω τώρα όχι στα εξωτερικά της γνωρίσματα, αλλά στην εσωτερική της δομή, είναι πολύ ευαίσθητη και συνάμα πολύ ανθεκτική κατά το ότι η ταλαιπωρία την πεισματώνει. Φυσικά, για να κατορθώσει να υπάρξει και στα χειμερινά κλίματα, αναγκάζεται συχνά να καταφύγει στις ερμητικές μορφές του λόγου, να γίνει αλληγορία ή μύθος, να χρησιμο­ποιήσει διαφανή ή αδιαφανή, κατά την περίσταση, τεχνά­σματα. Αλλά δεν αναπτύσσεται έτσι κανονικά και δεν εξαν­τλεί την προσφορά της προς τους άλλους ανθρώπους. Για τούτο, κατά βάθος, όλη αυτή η διαδικασία του πνεύματος δεν είναι παρά η διαδικασία της ελευθερίας. Δεν θα υποστηρίξω ότι η ελευθερία μπορεί να είναι απεριόριστη. Αλλά ή ελευθερία του πνεύματος μπορεί και πρέπει να είναι, αρκεί να μην ξεπέφτει στη χυδαιότητα και να μην προσβάλει τον άνθρωπο. Αν «ορίζω» σημαίνει «περιορίζω», τότε και ο ορισμός της ελευθερίας δεν είναι παρά ένας θεμιτός περιορι­σμός. Υπάρχουν, σε όλα τα ανθρώπινα, παντού και πάντα, κάποια σύνορα, που πρέπει να μένουν αξεπέραστα προς όφελος όλων. Έχουμε το δικαίωμα ν’ αντιταχθούμε σε κάθε δόγμα, σε κάθε κώδικα, σε κάθε αυθεντία' ν’ αποδείξουμε, αν το μπορούμε, πως η αξία της είναι πολύ μικρή η και ολωσ­διόλου μηδαμινή· ν’ αντικαταστήσουμε, αν το μπορούμε επί­σης, τη σαθρή αυθεντία με μια νέα, υγιέστερη, ίσαμε που κ’ εκείνη ν’ αποσαθρωθεί. ΄Όλα τ’ ανθρώπινα είναι μεταβλη­τά. ΄Έξω από όσα αναφέρονται στη σωστή εκτίμηση του ανθρώπου ως ανθρώπου. Κ’ εδώ βρίσκεται το κρίσιμο ση­μείο, όπου οι καιροί μας συνάμα κρίνουν και κρίνονται.


                            Οι σκληροί καιροί , Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου,σελ. 89-104
DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him