Η «αποκατάσταση» των ψυχών (δύο παράλληλα κείμενα)







Ι. Η ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ
του
Ευσταθίου Κεφάλα

Για να εξηγήσουμε τι είναι η ονομαζόμενη από τον Πλάτωνα «αποκατάσταση» θα αντιγράψουμε ένα μικρό απόσπασμα από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, στο οποίο ο Πλάτων λέγει ότι : …..όποιος ζήσει σωστά κατά τη διάρκεια του κατάλληλου χρόνου, θα πορευτεί πάλι στη κατοικία του συννόμου άστρου και θα έχει ζωή ευδαίμονα. ……. Έσπειρε άλλους στη γη, άλλους στην σελήνη και άλλους στα υπόλοιπα όργανα του χρόνου που υπήρχαν. ….. καὶ ὁ μὲν εὖ τὸν προσήκοντα χρόνον βιούς, πάλιν εἰς τὴν τοῦ συννόμου πορευθεὶς οἴκησιν ἄστρου, βίον εὐδαίμονα καὶ συνήθη ἕξοι, ……… ἔσπειρεν τοὺς μὲν εἰς γῆν, τοὺς δ᾽ εἰς σελήνην, τοὺς δ᾽ εἰς τἆλλα ὅσα ὄργανα χρόνου. ……

Εδώ εις αυτό το σημείο θα αναφέρουμε τι είναι η αναφερόμενη εκ του Πλάτωνος σπορά των ψυχών. Αρχικώς θα αναρωτηθούμε όπως και οι περισσότεροι πλατωνικοί διατυμπανίζουν : ο Πλάτωνας αναφέρεται σε διανομή σε άστρα, αφού ο Πλάτωνας λέει ότι ο δημιουργός έσπειρε άλλες ψυχές στη γη άλλες στον ήλιο και άλλες στην σελήνη ;; Και πρέπει να θεωρήσουμε τη σπορά διπλή, μια μέσα στους ουράνιους θεούς και μια στον υποσελήνιο Κόσμο, την οποία έχει παραδώσει ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 272.e» ;; Εδώ, όμως, ο Πλάτωνας θέλει να αναγάγει την αιτία της ύπαρξης των ψυχών στον δημιουργό. Γιατί πρέπει αυτές πρώτα να γεννηθούν, και έπειτα έτσι να διανεμηθεί καθεμία τους σε άλλον ηγεμόνα του ουρανού. Είναι, λοιπόν, ορθό να εννοήσουμε ως σπορά τη γέννηση της ψυχής, επειδή στον πατέρα ταιριάζει να σπέρνει και να γεννά Λόγους και επειδή η ψυχή είναι Λόγος αποτελούμενος από λόγους και έχει για πατέρα της τον δημιουργό του σύμπαντος. Γιατί αυτή είναι η πρώτη σπορά, δεύτερη είναι η σπορά στους νέους θεούς, και τρίτη η σπορά στον υποσελήνιο Κόσμο. Και η πρώτη αφορά και τις θεϊκές ψυχές, η δεύτερη και τους δαίμονες (γιατί και η τάξη των δαιμόνων έχει διανεμηθεί γύρω από τους θεούς), ενώ η τρίτη αφορά μόνο τις ψυχές που είναι συνδεδεμένες με τον υποσελήνιο Κόσμο.

Τώρα, λοιπόν, γίνεται η πρώτη διανομή των επιμέρους ψυχών γύρω από τις θεϊκές, προτού καν εισαχθούν  στον Κόσμο. Γιατί και κατά την υπερκόσμια και κατά την εγκόσμια διευθέτηση τα μέρη συνυφαίνονται με τα σύνολα, ώστε, αν και στις εδώ τελετές αναφέρεται κάποια εγκατάσταση των μυημένων κοντά στον Θεό, αποτελεί εικόνα αυτής της δημιουργικής τοποθέτησης των επιμέρους ψυχών δίπλα στις καθολικές και της διανομής τους γύρω από τους ηγεμόνες θεούς. Γιατί και οι ίδιες οι θεϊκές ψυχές έχουν διανεμηθεί γύρω από τις δυνάμεις της καθολικής ψυχής. Γιατί προέκυψαν με βάση τις πολύμορφες δυνάμεις που υπάρχουν μέσα σε εκείνη και εγκαταστάθηκαν άλλες στην περιφορά της ταυτότητας της καθολικής ψυχής, και άλλες στις περιφορές της διαφορετικότητας. Γύρω από αυτές πάλι έχουν διανεμηθεί οι επιμέρους ψυχές, οι οποίες μοιράστηκαν τις καθολικές δυνάμεις τους και οδηγούνται μαζί με αυτές προς το νοητό και συμπληρώνονται από αυτές με απαρέγκλιτη νόηση και έχουν τακτοποιηθεί από τους αριθμούς των ηγεμόνων τους. Όπως ακριβώς, λοιπόν, αυτές οι θεϊκές εγκόσμιες ψυχές ανεβαίνουν στον υπερουράνιο τόπο μέσω των δώδεκα θεών για τους οποίους κάνει λόγο ο Πλάτων στον «Φαίδρο» 247 a, έτσι λοιπόν και οι επιμέρους ψυχές, όπως λέγει ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 247.a», ανεβαίνουν μέσω των θεϊκών ψυχών. Γιατί είναι ενωμένες με αυτές σύμφωνα με την υπερκόσμια διευθέτηση, την οποία στον «Τίμαιο» αποκάλεσε «διανομή», υπό την έννοια ότι γίνεται σύμφωνα με τον θεϊκό νόμο ο οποίος είναι εγκατεστημένος μαζί με τον Δία, όπως έχει γραφτεί στον «Γοργία, 481 b, 523 a», και μαζί του διευθετεί τις εγκόσμιες τάξεις, τόσο τις καθολικές όσο και τις επιμέρους. Υπάρχει, λοιπόν, μια ομοιότητα όλων των επιμέρους ψυχών και μια διαίρεση τους σύμφωνα με τις ηγεμονίες των θεών, και ο δημιουργός είναι αίτιος και των δύο. Και αυτά υπάρχουν στις ψυχές με υπερκόσμιο τρόπο, ώστε οι διαφορές των ψυχών δεν προέρχονται από τα σώματα ούτε από τις τέτοιου είδους σχέσεις τους, όπως λένε κάποιοι, άλλα από την ίδια την ουσία τους. Γιατί και η τοποθέτηση τους δίπλα σε διαφορετικούς ηγεμόνες και η διανομή τους αφορά την ίδια την ουσία τους. Γιατί όσα έχουν από την μία δημιουργία, αυτά τα έχουν στην ουσία τους.

Επειδή, όμως, έχει ειπωθεί ότι οι επιμέρους ψυχές έχουν διανεμηθεί γύρω από τα άστρα, είναι φανερό ότι έχουν τέταρτη σειρά από την ψυχή του σύμπαντος. Γιατί κάτω από εκείνη βρίσκονται οι ψυχές των σφαιρών, τόσο των ουράνιων όσο και αυτών που περιέχουν όλα τα υποσελήνια στοιχεία. Κάτω από αυτά τα άστρα βρίσκονται τα μερικότερα γένη των θεών τα οποία περιέχονται μέσα στις ολότητες όλων των σφαιρών που έχουν αναφερθεί. Κάτω και από αυτά τα γένη, τέλος, βρίσκονται οι επιμέρους ψυχές. Και η ψυχή του σύμπαντος είναι μόνο καθολική, οι ψυχές που μοιράστηκαν τις σφαίρες είναι καθολικά μερικές, οι ψυχές που περιέχονται μέσα στις σφαίρες είναι αντιστρόφως μερικά καθολικές, ενώ οι επιμέρους ψυχές είναι οι τελευταίες και μόνο μερικές.

Ο Πλάτωνας, λοιπόν, χαρακτήρισε «άστρα» όλες τις θεϊκές ψυχές που συμπεριλαμβάνονται μέσα στις ολότητες είτε στον ουρανό είτε κάτω από τη σελήνη, παίρνοντας το όνομα από αυτά που είναι γνωστά σε όλους και αποδίδοντας το σε όλες. Γιατί όλες έχουν οπωσδήποτε κάποια οχήματα με τη μορφή των άστρων, αφού ο Σωκράτης, στην «Πολιτεία, 621.b», τις ψυχές που πάνω στα οχήματα τους ορμούν εις την γένεσιν τις παρομοίασε με την μορφή κάποιων διαττόντων αστέρων, και ο ίδιος ο Πλάτωνας, στον «Τίμαιο, 42 b» θα πει ότι κάποιες έχουν σπαρθεί από τον δημιουργό γύρω από την γη και γύρω από την σελήνη. Γιατί είναι παράλογο να έχουν διανεμηθεί οι επιμέρους ψυχές γύρω από τα κυριολεκτικώς αποκαλούμενα άστρα, και οι υποσελήνιοι θεοί να μην είναι «αγελάρχες» ψυχών, θεοί οι οποίοι μέσα σε κάθε στοιχείο αντιστοιχούν σε εκείνους τους θεούς, θεοί αέρινοι, υδάτινοι και γήινοι, για τους οποίους είπε ο Πλάτωνας ότι «φανερώνονται όσο τυχόν θέλουν».

Πρώτα λοιπόν έλαβαν υπόσταση, δεύτερον διανεμήθηκαν στις θεϊκές ηγεμονίες και τρίτον επιβιβάστηκαν σε οχήματα και παρατήρησαν την φύση και άκουσαν τους νόμους της Ειμαρμένης. Από αυτά είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι κατά τον Πλάτωνα οι ψυχές κατά την κορυφαία ζωή τους είναι ανώτερες από την Ειμαρμένη. Γιατί αυτό το προνόμιο, το οποίο τους δίνει ο πατέρας του σύμπαντος, τους ανήκει από τη φύση τους.

Όσο αφορά το όχημα της ψυχής πρέπει,  όπως συνηθίζει να λέει και ο Ιάμβλιχος, να γνωρίζουμε ότι γεννιέται από το σύνολο του αιθέρα.

Οι ψυχές ως προς την ουσία τους είναι υπερφυείς, υπερκόσμιες και υπεράνω της Ειμαρμένης, επειδή έλαβαν την πρώτη υπόστασή τους ξεχωριστή από τον ορατό Κόσμο. Ως προς τα οχήματά τους, όμως, και τους κλήρους που έλαβαν να διοικούν, έχουν γίνει εγκόσμιες, λαμβάνοντας και αυτή τη θέση από τον δημιουργό. Για αυτό και μετά την εξάρτηση των οχημάτων από αυτές, τους λέει τους νόμους της Ειμαρμένης, σύμφωνα με τους οποίους κληρώθηκαν να διοικούν τα σώματα, όπως αν κανείς είναι ο ίδιος απαλλαγμένος από τις φασαρίες της πολιτικής και από τις βουλευτικές υπηρεσίες, ενώ τα κτήματά του πληρώνουν τους οφειλόμενους φόρους.

Δεν σταματά, όμως, μόνο εδώ η υπαγωγή των ψυχών στην Ειμαρμένη ούτε υπάγονται οι ψυχές στην Ειμαρμένη μόνο κατά αυτόν τον τρόπο. Γιατί από την Ειμαρμένη περιστρέφονται όχι μόνο τα οχήματα των ψυχών αλλά και των ίδιων των θεών. Προκειμένου, λοιπόν, να τεθούν και οι ίδιες οι ψυχές μαζί με τα οχήματα τους κάτω από την βασιλεία της Ειμαρμένης, οι ψυχές χρειάζονται καθόδους και επαφή με τον Κόσμο της γένεσης, επαφή που είναι η δεύτερη μετά την σπορά (γιατί η σπορά προηγείται) αποτελώντας μια δεύτερη διανομή των οχημάτων κάτω από τις θεϊκές περιφορές, όπως ακριβώς έχει πραγματοποιηθεί με διαίρεση των ίδιων των ψυχών στις θεϊκές ψυχές, διαίρεση η οποία γίνεται και από τη μια δημιουργική αιτία (και για αυτό είναι αιώνια και είναι αδύνατον να υπάρξει μεταβολή των ηγεμόνων αυτού του είδους), γίνεται, όμως, ασφαλώς και από την Ειμαρμένη (γιατί αυτή είναι η κυρίαρχη των περιόδων η οποία συνέχει τις καθολικές και τις μερικές περιόδους και συγκεντρώνει τα όμοια με τα όμοια) και από τις ίδιες τις ψυχές, τόσο τις θεϊκές όσο και τις επιμέρους (γιατί λόγω της μεταξύ τους ένωσης είναι και τα οχήματα ενωμένα μεταξύ τους). Για αυτό και, όταν η επιμέρους ψυχή συντάσσει τον εαυτό της με την καθολική ψυχή, και όπως η μια ψυχή μιμείται τη νόηση της άλλης ψυχής, έτσι και το ένα σώμα απεικονίζει την κίνηση του άλλου σώματος.

Η πρώτη, λοιπόν, σπορά των οχημάτων όχι μόνο καθιστά την ψυχή εγκόσμια, αλλά υπάγει ολόκληρη τη σύσταση της σε κάποιο συγκεκριμένο ηγεμόνα. Γιατί άλλο πράγμα είναι το να είναι εγκόσμια και άλλο πράγμα το να είναι σεληνιακή ή ερμαϊκή. Γιατί αυτό είναι μερικότερο είδος ζωής και, όπως, αφού επιβιβαστεί σε όχημα, γίνεται πολίτιδα της ψυχής του σύμπαντος, έτσι και, αφού σπαρθεί μαζί με το όχημα, γίνεται πολίτιδα της σεληνιακής ή της ηλιακής περιφοράς ή κάποιας άλλης. Και η εξάρτηση του οχήματος της ψυχής  από το σύμπαν αποτελεί προσθήκη στην υπερκόσμια ζωή και σχέση κατά το ήμισυ με το σώμα. Όταν, όμως, η σπορά προοδεύσει, τοποθετεί επικεφαλής της ψυχής μια πιο επιμέρους ηγεμονία.

Μετά τη σπορά, έχει καθοριστεί μια γέννηση για κάθε ψυχή. Στην συνέχεια πραγματοποιούν δεύτερες και τρίτες καθόδους ανάλογα με τις επιλογές τους, ωστόσο μια είναι κοινή για όλες. Γιατί πρέπει κάθε ψυχή να μπει στον κόσμο της γένεσης. Γιατί τέτοιο είναι το είδος των επιμέρους ψυχών, καθώς δεν μπορεί να μείνει ψηλά με αμετάτρεπτο τρόπο. Και εδώ πλέον υπάγεται στα σκήπτρα της Ειμαρμένης. Γιατί υποδέχονται από το σύμπαν και το θνητό είδος της ζωής και το ορατό σώμα και προσλαμβάνουν τη φυσική σχέση με αυτά. Ωστόσο, αν ζήσουν καλά, μπορούν και εδώ να μείνουν καθαρές από τις προσθήκες της Ειμαρμένης, στον βαθμό που δεν είναι μεγάλη ανάγκη να επικοινωνεί η ψυχή με τις προσθήκες αυτές λόγω των σωμάτων. Γιατί τα επακόλουθα της Ειμαρμένης ποια σχέση έχουν με τον σοφό που στον «Θεαίτητο» «ερευνά την πορεία των άστρων πάνω από τον ουρανό» και θεωρεί ότι δεν γνωρίζει ούτε σε ποιο μέρος της γης βρίσκεται ;; Όταν, όμως, στρέφεται προς το σώμα, είναι ανάγκη να επικοινωνεί με όσα δίνει η Ειμαρμένη. Γιατί, αν οι ψυχές κυριαρχηθούν από το θνητό είδος της ζωής, γίνονται δούλες της Ειμαρμένης. Γιατί το σύμπαν τις χρησιμοποιεί ως άλογες. Και αυτό, πάλι, συμβαίνει στις ψυχές και από τον εαυτό τους (γιατί έτσι επέλεξαν και, αφού επέλεξαν, ζουν τη ζωή που τους ταιριάζει), συμβαίνει όμως και από το σύμπαν. Γιατί κάθε πράγμα οδηγείται όπως ταιριάζει στη φύση του, και κάθε είδος ζωής συμπληρώνει κάποια ανάγκη του σύμπαντος, και τίποτα μέσα στο σύμπαν δεν αφήνεται άτακτο και ακαθόριστο, αλλά όλα οδηγούνται προς αυτό που αναλογεί στη ζωή τους. Έτσι, λοιπόν, οι ψυχές κατά την περίοδο τους αφήνουν την πάντα τακτοποιημένη και πρωταρχική ζωή και μέσω των μεσαίων τρόπων ζωής οδηγούνται στην τελευταία ζωή, που εξαρτάται από την Ειμαρμένη. Επίσης, αφήνουν την τάξη που είναι ανώτερη από την Ειμαρμένη και υπάγονται στους νόμους της Ειμαρμένης και στον «θρόνο της Ανάγκης», αφού περάσουν μέσα από τις Μοίρες – κατά πως λέγει στην «Πολιτεία, 620 e».

Όσο για την «πρώτη γέννηση», την οποία ο δημιουργός προαναγγέλλει στις ψυχές, όταν διακηρύσσει τους νόμους της Ειμαρμένης, η ερμηνεία της δεν είναι απλή : ο Ιάμβλιχος αποκαλεί πρώτη γέννηση την σπορά των ψυχών στα οχήματα και ενισχύει την άποψη του η συνέχεια του κειμένου. Γιατί ο Πλάτωνας προσέθεσε το «έπρεπε αυτές αφού σπάρθηκαν» ως συναφές με το προηγούμενο.

Κάποιος άλλος ερμηνεύει την πρώτη γέννηση των ψυχών ως τη μια κάθοδο τους. Γιατί πρέπει καθεμιά από αυτές τις ψυχές οπωσδήποτε να έρθει σε επαφή με τον κόσμο της γένεσης. Γιατί αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Αυτός, λοιπόν, ορίζει γενικά ότι αυτή η γέννηση είναι κάτι σαν τη μια κάθοδο κάθε ψυχής.

Άλλη ερμηνεία, ακριβέστερη και από την προηγούμενη, είναι ότι για κάθε επιμέρους ψυχή έχει καθοριστεί μια κάθοδος όχι γενικά άλλα σε καθεμία «περίοδο του θεϊκού γεννήματος»[1]. Γιατί δεν είναι πιθανό καμία ψυχή, ούτε και από τις αποκαλούμενες άχραντες ούτε και από όσες μπορούν να υποστούν φθορά και πλάνη, να μένει ψηλά για μια ολόκληρη περίοδο, δεν μπορεί πλέον να κατεβαίνει στον κόσμο της γένεσης σε μια δεύτερη περίοδο. Γιατί όλα τα σχήματα του σύμπαντος που αναπτύσσεται, τη διατήρησαν αμετάπτωτη. Και τα ίδια σχήματα ανανεώνονται ξανά και ξανά για πάντα. Επιπλέον, η ζωή της επιμέρους ψυχής είναι μικρότερη από την περίοδο του σύμπαντος, ώστε, αν καθ’ όλη αυτήν την περίοδο είχε αρκετή δύναμη για να παραμείνει ψηλά, έλαβε αμετάτρεπτη τη νοητική (γιατί ζει με παρόμοιο τρόπο καθ’ όλο τον χρόνο), ώστε, αν ολόκληρος ο χρόνος με την εξέλιξη του δεν της έκανε τίποτα καινούργιο, αυτή ανήκει σε όσα μένουν πάντα στη φυσική τους κατάσταση. Άρα είναι ανάγκη κάθε επιμέρους ψυχή να πραγματοποιεί μια κάθοδο σε κάθε περίοδο, και κάποιες να πραγματοποιούν περισσότερες από άλλες, γιατί έχουν μεγάλη αυτεξουσιότητα. Αυτή, λοιπόν, την κάθοδο ο Πλάτωνας την έχει ονομάσει «πρώτη γέννηση». Το δηλώνει, μάλιστα, και ο ίδιος, όταν, συζητώντας για τους κλήρους της ψυχής μετά την πρώτη γέννηση, προσθέτει : «κι αν αποτύχει σε αυτά, κατά τη δεύτερη γέννηση θα μεταβληθεί στη φύση της γυναίκας». Άρα πρώτη γέννηση εννοεί την κάθοδο από το νοητό. Επειδή, όμως, η πρώτη γέννηση συμβαίνει μετά την σπορά των ψυχών στα οχήματα, κατά την οποία υπάγονται για πρώτη φορά στην Ειμαρμένη, για τον λόγο αυτό προσέθεσε : «και ότι έπρεπε αυτές, αφού καθεμία τους σπάρθηκε στο όργανο του χρόνου που της ταιριάζει, να γεννήσει το πιο θεοσεβές ανάμεσα στα ζωντανά όντα».

Γιατί έπρεπε, μετά τη σπορά στα κατάλληλα άστρα, να γεννήσουν το πιο θεοσεβές ανάμεσα στα ζωντανά όντα. Και αυτός είναι ο πρώτος νόμος της Ειμαρμένης, κάθε επιμέρους ψυχή να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο της γένεσης μέσα σε κάθε κοσμική περίοδο. Γιατί είναι ανάγκη η περίοδος της να είναι μικρότερη από την περίοδο του σύμπαντος.

Και είναι κοινό σε όλες τις επιμέρους ψυχές. Διαφέρουν, όμως, μεταξύ τους, ως προς τις ηγεμονίες των θεών (γιατί καθεμία τους υπάχθηκε σε διαφορετική «αγελαρχική» εποπτεία) και ως προς τους τύπους ζωής που υποδεικνύουν (γιατί και ανάμεσα στις ψυχές που υπάγονται στον ίδιο θεό άλλες επιλέγουν τον τρόπο ζωής που τους ταιριάζει, και άλλες όχι, και άλλες συμμετέχουν στον ίδιο θεό ως προς μια ιδιότητα και άλλες ως προς άλλη. Γιατί τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε, αν από τις ψυχές που είναι εξαρτημένες από την μαντική δύναμη του Ήλιου άλλες επιδεικνύουν ιατρικό ή ιερατικό τύπο ζωής, και άλλες ερμαϊκό ή σεληνιακό ;; Γιατί δεν είναι ο ίδιος ο τρόπος της παρεκτροπής και στις δύο περιπτώσεις). Επιπλέον θα διαφέρουν και ως προς της ηθικές επιλογές τους. Γιατί, ακόμα κι αν και οι δυο επιλέξουν ιερατικό τύπο ζωής, ορθά και η άλλη εσφαλμένα. Γιατί κάθε τύπος ζωής επιδέχεται το καλό η το κακό. Επομένως, αν πρέπει να μιλήσουμε γενικά, οι ψυχές είτε υπάγονται στην ίδια δύναμη του θεού και επιλέγουν τον ίδιο τύπο ζωής και ζουν με ηθικώς παρόμοιο τρόπο, είτε υπάγονται στην ίδια δύναμη αλλά δεν επιλέγουν τον ίδιο τύπο ζωής ούτε ζουν με ηθικώς παρόμοιο τρόπο, είτε ούτε υπάγονται στην ίδια δύναμη ούτε ζουν με ηθικώς παρόμοιο τρόπο ούτε επιλέγουν τον ίδιο τύπο ζωής. Γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση από όλες.

Οι τρόποι, λοιπόν, των διαφορών είναι τόσοι. Γιατί, καθώς όλα είναι τρία, είτε θα τα αρνηθούμε όλα είτε θα τα επιβεβαιώσουμε όλα είτε θα αρνηθούμε τα δύο και θα επιβεβαιώσουμε το ένα, είτε το αντίστροφο, και αυτό με τρις τρόπους, είτε δηλαδή τα άκρα σε αντιδιαστολή με το μέσο, είτε τα πρώτα σε αντιδιαστολή προς το τελευταίο είτε το πρώτο σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα. Άρα κατ’ αρχάς είναι ανάγκη τόσες να είναι οι διαφορές της ψυχής όσον αφορά τις ηθικές επιλογές της και τον τύπο ζωής της. Κοινό χαρακτηριστικό, όμως, κάθε ψυχής είναι, όπως έχει ειπωθεί, η μια κάθοδος σε κάθε περίοδο, «για να μην αδικηθεί καμία» από τον δημιουργό, λέει ο Πλάτωνας, επειδή θα έχει αναγκαστεί να κατέβει περισσότερες φορές από τις άλλες. Άρα στην περίπτωση αυτών των ψυχών η αυτεξουσιότητα συνδυάζεται με την αναγκαιότητα (γιατί όσο μερικότερη γίνεται η αυτεξουσιότητα, τόσο περισσότερο μειώνεται ως προς τη δύναμη), ενώ στην περίπτωση των θεϊκών και των δαιμονικών ψυχών η ζωή ήταν ανεξάρτητη, ελεύθερη, εύκολη και υπεράνω κάθε αναγκαιότητας.

Άρα οι ψυχές πραγματοποιούν από μόνες τους τις πρώτες καθόδους και οδηγούνται επίσης και από τη Ειμαρμένη, και σε αυτές είναι μεγαλύτερη η αυτεξουσιότητα, επειδή αυτή ανήκει στις ψυχές από την ουσία τους, ωστόσο υπάρχει και το καθορισμένο από την Ειμαρμένη. Γιατί ο νόμος της Ειμαρμένης, ο οποίο υπάρχει μέσα τους, τις οδηγεί στην πρώτη γέννηση, πολύ περισσότερο αυτό το κάνει ο νόμος που υπάρχει μέσα στο σύμπαν και η δύναμη της Ειμαρμένης. Πραγματοποιούν, μάλιστα, την πρώτη κάθοδο, όταν ήδη σπάρθηκαν γύρω από τους ορατούς θεούς, προκειμένου να τους έχουν σαν σωτήρες τους εις την περί την γένεση περιπλάνησή τους [πλάνη τους] και προκειμένου να τους επικαλούνται σαν επόπτες.
Πώς, όμως, οι ψυχές κυριαρχούν σε αυτές τις σωματικές ζωές ;; Ίσως με το να περιέχουν τις αιτίες τους. Γιατί με τις αιτίες τους καθιστούν και τις ζωές πιο αρμονικές. Γιατί αυτό που εκ φύσεως κυριαρχεί σε κάποια πράγματα, περιέχει μέσα του τη λογική αρχή αυτών στα οποία κυριαρχεί, προκειμένου να έχει υπόψη του αυτή τη λογική αρχή και έτσι να καθορίζει τα μέτρα της κίνησης του αντικειμένου στο οποίο κυριαρχεί. Γιατί χτυπιέται από τον Οδυσσέα ο θυμός στο στήθος του, αλλά και αυτό που τον χτυπά είναι θυμός. Αυτός όμως ο θυμός είναι πλέον εκπαιδευμένος και διευθετεί και τον εξωτερικό θυμό, προκειμένου να πραγματοποιήσει την κίνηση του με δίκη [δικαιοσύνη]. Αν, όμως, υποχωρούσε στο πάθος και την υλική κίνηση, οπωσδήποτε θα κατέστρεφε και την υπόλοιπη τάξη της ψυχής.

Όταν, λοιπόν, οι ψυχές κυριαρχήσουν στα υλικά πάθη και διευθετήσουν τις εσωτερικές ζωές, ζουν με δικαιοσύνη, ενώ, αν κυριαρχηθούν, διολισθαίνουν στην αδικία. Γιατί, αν ακολουθούν τις αμέτρητες επιθυμίες του σώματος, έχουν και τις δικές τους δυνάμεις να είναι άτακτες και να επεκτείνουν πέραν του δέοντος γύρω από τον Κόσμο του γίγνεσθαι.

Πως, όμως, άλλοτε ακολουθούν τη δίκη [δικαιοσύνη] και άλλοτε όχι ; Προ πολλού έχει ειπωθεί για αυτές το «όσα θέλουν να ακολουθούν πάντα τη δικαιοσύνη και εσάς». Ίσως, λοιπόν, θέλουν πάντα να ακολουθούν τη δίκη [δικαιοσύνη] και τους θεούς, αλλά δεν τους ακολουθούν πάντα, σύμφωνα με τους λόγους στον «Γοργία, 459 e, 527b», οι οποίοι διαχωρίζουν την αληθινή βούληση από την φαινομενική εντύπωση. Ίσως ακολουθούν τη δίκη [δικαιοσύνη] και τους θεούς αυτές στις οποίες κυριαρχεί το θείο. Γιατί αυτός  που θέλει τα αγαθά, θέλει να ακολουθεί τη δικαιοσύνη. Γιατί αυτό είπε και ο Πλάτωνας και σε εκείνο το χωρίο: «επειδή μέσα σε αυτά καθοδηγεί όσα θέλουν να ακολουθούν πάντα τη δικαιοσύνη και εσάς». Γιατί εκ φύσεως το θεϊκό μέρος που υπάρχει μέσα μας ακολουθεί τη δίκη [δικαιοσύνη], ενώ το άλογα είδη της ζωής ακολουθούν το θεϊκό μέρος που υπάρχει μέσα μας.

«Και όποιος ζήσει σωστά κατά τη διάρκεια του κατάλληλου χρόνου, θα πορευτεί πάλι στην κατοικία του συννόμου άστρου και θα έχει ζωή ευδαίμονα» λέγει ο Πλάτωνας. Και αυτά πραγματοποιούνται από τις ίδιες τις ψυχές (γιατί είναι αυτοκινούμενες και τοποθετούν τον εαυτό τους στον κατάλληλο τόπο), πραγματοποιούνται και από την Ειμαρμένη (γιατί εκείνη καθορίζει τους οικείους κλήρους κάθε ψυχής και τους προσαρμόζει στα οικεία είδη της ζωής), πραγματοποιείται και από τους θεούς που διευθετούν το σύμπαν (γιατί εκείνοι απονέμουν αυτό που αξίζει στα πάντα, και για αυτό λένε ότι η Δίκη [Δικαιοσύνη] από το κέντρο της σφαίρας του ήλιου απλώνεται παντού και κατευθύνει τα πάντα). Αλλά, όπως ακριβώς μέσα στο σύμπαν «η Δίκη [Δικαιοσύνη], η οποία ακολουθεί τον Δία, είναι τιμωρός των παραβατών του θεϊκού νόμου», όπως λέγει ο Πλάτων στους «Νόμους, 716.a», έτσι και η ενέργεια της Δίκης γύρω από τις ψυχές ανακαλεί στην τάξη όσες έχουν ξεχάσει τους νόμους της Ειμαρμένης και αντάλλαξαν την ανώτερη ζωή με την κατώτερη.

Ποιος είναι, όμως, «ο κατάλληλος χρόνος», ποιο είναι «το σύννομο άστρο» και ποια «η ευδαίμων ζωή» ;;
Ο κατάλληλος χρόνος είναι σαν κι αυτόν που ο ίδιος ο Πλάτωνας καθόρισε στον «Φαίδρο, 249.a» για τις ψυχές που περιφέρονται εδώ μέσα με την πρώτη γέννηση τους, ο χιλιετής ή κάποιος άλλος παρόμοιος. Γιατί, όπως στην περίπτωση των ψυχών που επέλεξαν τη φιλοσοφική ζωή, ο χρόνος είναι χιλιετής, έτσι και στην περίπτωση των άλλων ψυχών ο χρόνος είναι διαφορετικός, μεγαλύτερος ή μικρότερος, καθορισμένος όχι ενιαία αλλά ανάλογα με το είδος της ζωής.

Το σύννομο άστρο είναι αυτό γύρω από το οποίο πραγματοποιήθηκε η σπορά και η διανομή των ψυχών και των οχημάτων, ώστε, αν κάποιες ψυχές είχαν από την αρχή για κλήρο τους τη γη, και αυτές μετά την πρώτη ζωή τους, εφόσον ακολουθήσουν τη δίκη [δικαιοσύνη] και τους θεούς, να αναχωρήσουν για το αιθέριο όχημα της καθολικής γης, εγκαταλείποντας τον γήινο όγκο (και εγκαθιστούν μέσα σε εκείνο τον εαυτό τους και το σύμφυτο όργανο τους, καθώς οι ίδιες συμπληρώνονται με νοητική ζωή και συμπληρώνουν τα οχήματα τους με θεϊκό φως και με δημιουργική δύναμη) και, αν κάποιες προόδευσαν γύρω από τον ήλιο, να ανατρέξουν στην ολότητά τους και με εκείνη να διακοσμήσουν το σύμπαν έχοντας λάβει τέτοια δύναμη από την συμπαράταξη τους με εκείνη, δύναμη με βάση την οποία προνοούν για το σύμπαν χωρίς να αποκόβονται από την νόησή τους.

Η ευδαίμων ζωή είναι αυτή που καθορίζεται από την ιδιότητα των ηγεμόνων. Γιατί αυτοί είναι εκείνοι που, παίζοντας τον ρόλο των δαιμόνων, κρατούν τις επιμέρους ψυχές και τις ανυψώνουν προς το νοητό, όπως ακριβώς ανυψώνουν τις θεϊκές ψυχές οι ηγεμόνες των ανεξάρτητων θεών. Για αυτό και στην «Πολιτεία, 540 c» τις έχει αποκαλέσει «ευδαίμονες» ψυχές, επειδή είναι εξαρτημένες από εκείνους οι οποίοι είναι κάτι σαν δαίμονες. Γιατί παντού αυτό που βρίσκεται αμέσως από πάνω παίζει το ρόλο του δαίμονα σε σχέση με αυτό που κρίνεται άξιο της πρόνοιας εκείνων.

Πρέπει, όμως να διακρίνουμε και την συνοχή των θεωριών. Γιατί ο Πλάτωνας έδωσε υπόσταση στις ψυχές από την δημιουργική και ζωογονική  αιτία, και μετά τη γέννηση τους υπέταξε καθεμία σε διαφορετική θεϊκή ψυχή, καθιστώντας και την πρόοδο και την διανομή τους υπερκόσμια. Μετά την υπερκόσμια πρόοδο και διανομή τους, τις εισήγαγε στο σύμπαν, δίνοντας τους όχημα [στις ψυχές, όχι το σώμα] και τις έσπειρε γύρω από τα άστρα. Κατόπιν τις κατέβασε εις γένεσιν [στον κόσμο της γένεσης] και τους έχει δώσει το θνητό είδος της ζωής. Μετά από αυτά διαίρεσε τους τρόπους ζωής τους απένειμε τους κλήρους που ταιριάζουν στους τρόπους ζωής. Γιατί η πρόοδος των ψυχών πραγματοποιείται από τα υπερκόσμια μέχρι τον Κόσμο, και η κάθοδό τους γίνεται από την καθολική ζωή μέχρι τον κόσμο της γένεσης.

Επειδή, λοιπόν, τώρα έχει κάνει λόγο για τις ψυχές που μετά την πρώτη γέννησης τους αποκαθιστούνται στο σύννομο άστρο τους και υποστηρίζει ότι αυτές, αφού εγκαταλείψουν το σώμα, θα έχουν ευδαίμονα ζωή, πως θα πούμε ότι αυτά συμφωνούν με τα όσα λέγονται στον «Φαίδρο, 249 a»;; Γιατί εκεί αυτός που επέλεξε τη φιλοσοφική ζωή αποκαθίστατο μετά από τρεις ζωές. Θα πούμε λοιπόν ότι ο κλήρος που παραδίδεται εδώ δεν αποτελεί αποκατάσταση στο ίδιο αρχικό σημείο από όπου έχει έρθει κάθε ψυχή (γιατί αυτό συμβαίνει μετά από τρεις χιλιετίες περιόδους), αλλά είναι μια επιστροφή προς το άστρο κάτω από το οποίο η ψυχή ήταν τοποθετημένη ως προς την ουσία της και είχε κοινή ζωή με εκείνο. Γιατί αυτό είναι δυνατόν να υπάρξει και στις μη φιλοσοφικές ψυχές, το «να ανυψωθούν από την δικαιοσύνη σε κάποιο τόπο του ουρανού και να ζήσουν αντάξια του τρόπου ζωής που έζησαν μέσα στο είδος του ανθρώπου». Γιατί αυτό έχει ειπωθεί στον «Φαίδρο» για τις μη φιλοσοφικές ψυχές των οποίων άλλη είναι η εκ νέου αποκατάσταση στο ίδιο αρχικό σημείο και άλλη η άνοδος στο σύννομο άστρο. Γιατί η αποκατάσταση χρειάζεται τρεις περιόδους, ενώ η άνοδος μπορεί να συμβεί και σε μια περίοδο, και η πρώτη ανεβάζει την ψυχή στο νοητό από το οποίο ξεκίνησε να κατεβαίνει, ενώ η δεύτερη την ανυψώνει σε ένα χαμηλότερο είδος ζωής. Γιατί υπάρχουν βαθμοί ευδαιμονίας. Και η άνοδος είναι διπλή, μια αυτή όσων ανεβαίνουν και μια αυτή όσων έχουν ανέβει. Επομένως και η ψυχή που έφτασε στο σύννομο άστρο είναι δυνατόν είτε να συνταχθεί με τις εγκόσμιες δυνάμεις του θεού της είτε να προχωρήσει και πιο πάνω. Αν, μάλιστα, πρόκειται να ανέβει στο ίδιο το νοητό, χρειάζεται την περίοδο των τριών χιλιάδων ετών. Γιατί με αυτήν επιτυγχάνεται η κορυφαία αναπτέρωση.

Προς περισσότερη κατανόηση του τι είναι η γη και κατ’ επέκταση και τι είναι το αιθέριο όχημα της καθολικής γης και έχοντας κατά νου ότι  ο Πλάτων σχετικά με την γη σε κάποιο σημείο στον «Τίμαιο» [40. b.8 - c.3] λέγει: «τη γη που είναι τροφός μας και που είναι τυλιγμένη γύρω από τον πόλο ο οποίος έχει εκτεθεί από τη μια άκρη ως την άλλη, την επινόησε ως φύλακα και δημιουργό της νύχτας και της ημέρας, πρώτη και παλιότερη από όσους θεούς έχουν γεννηθεί μέσα στον ουρανό. …….. γῆν δὲ τροφὸν μὲν ἡμετέραν, ἰλλομένην δὲ  τὴν περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον, φύλακα καὶ δη μιουργὸν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐμηχανήσατο, πρώτην καὶ πρεσβυτάτην θεῶν ὅσοι ἐντὸς οὐρανοῦ γεγόνασιν» θα πούμε ότι η φυσική διδασκαλία για την γη προστίθεται αμέσως μετά το χωρίο για την κίνηση των άστρων, όχι επειδή ο διάλογος παράγει τώρα για πρώτη φορά τη γη με τούτο το χωρίο (γιατί ήδη της έδωσε υπόσταση, όταν έδωσε υπόσταση στον Κόσμο από το σύνολο των στοιχείων, και των ακραίων και των μεσαίων) αλλά επειδή η αναφορά στη γη συμβάλλει στην περιγραφή της πορείας των πλανητών και των απλανών αστέρων και στην περιγραφή του χρόνου και των χρονικών περιόδων, αφού η γη κατέστη φύλακας της νύχτας και της ημέρας. Γιατί ολόκληρος ο ουρανός χορεύει γύρω από αυτήν και περιστρέφεται κυκλικά, και αυτή είναι το κέντρο του Σύμπαντος, όσο είναι αυτό δυνατόν για ένα φυσικό σώμα. Γιατί άλλο είναι το αδιαίρετο κέντρο, το οποίο, μέσα στην αληθέστατη σφαίρα που περιέχει ολόκληρο τον φυσικό και αισθητό Κόσμο, κατέχει τη μεσαία θέση και από τη μέση απλώνεται παντού και αποτελεί δύναμη της σφαίρας και έχει θέση αντίστοιχη με τους πόλους, και άλλο είναι το φυσικό κέντρο, το οποίο η Φύση τοποθέτησε στη μέση και γύρω από το οποίο κινούνται όλα τα άστρα κυκλικά και προς το οποίο αποτελούν τις ενέργειες τους και το οποίο λέμε ασφαλώς ότι είναι η γη. Επομένως, αφού ο Πλάτωνας έκανε λόγο για την κυκλική περιστροφή των ουράνιων σωμάτων, δικαιολογημένα προσέθεσε σε όσα ειπώθηκαν και την αναφορά στη γη.

Επίσης, και από μια άλλη άποψη η φύση της γης επέχει τη θέση της μητέρας σε σχέση με την ουράνια φύση. Γιατί όσα δημιουργεί ο ουρανός με πατρικό τρόπο, αυτά θα δημιουργήσει η γη με μητρικό τρόπο. Γιατί όλα τα ουράνια φαινόμενα, μέσω των οποίων πραγματοποιείται ο κύκλος της γένεσης, λαμβάνουν υπόσταση από τον ουρανό σαν πατέρα τους, ο οποίος κυβερνά από ψηλά ολόκληρη την υλική και κινητή ουσία, και από την γη σαν μητέρα τους. Γιατί η γη παρέχει την ύλη στις αναθυμιάσεις οι οποίες προέρχονται από όσα συρρέουν σε αυτήν και από τον εαυτό της, όπως ακριβώς ο ουρανός τους παρέχει το είδος και την μορφή. Άρα και για τον λόγο αυτό δικαιολογημένα ο Πλάτωνας συνέδεσε την αναφορά στη γη με την αναφορά στον ουρανό, λαμβάνοντας υπόψη του την ίδια την φύση των πραγμάτων και παρατηρώντας τη συμφωνία τους, την επικοινωνία τους και τη συγγενή σύνδεσή τους μέσα στις αρχές.
Αλλά όμως ο Πλάτωνας με τη σειρά του λόγου έκανε εμπράκτως ολοφάνερη τη δύναμη της αναλογίας, εισάγοντας την αναφορά στους πλανήτες στην αρχή και στη μέση, και παραδίδοντας την αναφορά στη γη πριν από τις υπόλοιπες υποσελήνιες θεότητες. Γιατί έτσι τα άκρα γίνονται πρώτα και μεσαία, ενώ τα μεσαία πάλι μετακινούνται στην θέση των ίδιων των άκρων. “και αυτό κάνει με τον καλύτερο τρόπο η αναλογία από τη φύση της“.

Άρα από όλες τις απόψεις η φυσική διδασκαλία για την γη είναι σύμφυτη με τη μελέτη το ουρανού. Αρκετά για τη σειρά του λόγου.

Ποια είναι, όμως, η γη από πού προέρχεται, πως λέγεται “τροφός μας” και “η παλαιότερη και πρώτη από τους θεούς” ;; Γιατί, αν μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτά τα πράγματα, θα έχουμε, προς το παρόν τουλάχιστον, μια ικανοποιητική ερμηνεία της γης.

Η γη, λοιπόν, προέρχεται πρώτα από τη νοητή γη, η οποία περιέχει ενιαία όλες τις νοητές τάξεις των θεών και είναι εδραιωμένη αιώνια μέσα στον πατέρα, και από τη νοητική γη, η οποία είναι παραταγμένη μαζί με τον ουρανό και υποδέχεται όλες τις δημιουργίες του ουρανού. Γιατί, σε αντιστοιχία με εκείνες τις δυο, τούτη η γη μένει αιώνια, εφόσον βρίσκεται στο κέντρο του ουρανού, και συνέχεται ολόγυρα από τον ουρανό και είναι γεμάτη με γεννητική δύναμη και δημιουργική τελειότητα. Άρα η αληθινή γη δεν είναι τούτος ο σωματικός και παχύς όγκος (γιατί λόγω του όγκου δεν θα ήταν «η παλαιότερη και η πρώτη από όσους θεούς έχουν τοποθετηθεί μέσα στον ουρανό») ούτε είναι η ψυχή τούτου εδώ του σώματος. Γιατί δεν θα βρισκόταν «γύρω από τον πόλο που έχει εκταθεί από την μια άκρη ως την άλλη». Γιατί δεν το κάνει αυτό η ψυχή αλλά το σώμα της γης. Αντιθέτως, αν πρέπει να πούμε την πάσα αλήθεια για τη γη, είναι ζωντανό Ον αποτελούμενο από θεϊκή ψυχή και ζωντανό σώμα. Για αυτό και το σύνολο είναι ζωντανό Ον, όπως λέει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 32.d». Γιατί υπάρχει μέσα σε αυτό το ζωντανό Ον νους άυλος και υπερβατικός, ο οποίος κρατά στην ίδια θέση τούτον εδώ τον ορατό όγκο. Υπάρχει μέσα του και θεϊκή ψυχή η οποία χορεύει γύρω από αυτόν εδώ τον νου και σώμα αιθέριο που είναι άμεσα εξαρτημένο από την ψυχή. Τελευταίος υπάρχει τούτος ο ορατός όγκος, ο οποίος από κάθε του πλευρά διαπνέεται από το όχημα της ψυχής και συμπληρώνεται με ζωή, λόγω της οποίας η γη γεννά και τρέφει κάθε λογής ζωντανά όντα, άλλα ριζωμένα μέσα της και άλλα κινούμενα γύρω της. Άρα είναι αναγκαίο να αποδώσουμε στη γη ψυχή και νου, την ψυχή για να την κάνει γόνιμη, και τον νου για να τη συγκρατεί στο κέντρο του σύμπαντος.


Αυτή, λοιπόν, είναι η γη : θεϊκό ζωντανό ον και σύνολο νοητικών και ψυχικών ουσιών και άυλων δυνάμεων. Καθώς, λοιπόν, είναι τέτοια, λέγεται «τροφός μας», πρώτον επειδή έχει κατά κάποιο τρόπο μια δύναμη αντίρροπη προς τον ουρανό και, όπως ακριβώς εκείνος περιέχει θεϊκά ζωντανά όντα, έτσι και αυτή φαίνεται να περιέχει γήινα ζωντανά όντα. Δεύτερον επειδή ζωογονεί τις ζωές μας από τη δική της ζωή. Γιατί όχι μόνο παράγει καρπούς και τρέφει με αυτούς τα σώματά μας, αλλά συμπληρώνει και τις ψυχές μας με τις δικές της εκλάμψεις. Γιατί, αφού είναι θεϊκό ζωντανό Ον και γέννησε εμάς που έχουμε γεννηθεί ως επιμέρους ζωντανά όντα, μέσω του σώματός της τρέφει και συνέχει το σώμα μας, από την ψυχή της τελειοποιεί τη δική μας ψυχή, με τον νου της διεγείρει τον νου που βρίσκεται μέσα μας, και έτσι με το σύνολο της γίνεται τροφός ολόκληρης της υπόστασής μας. Για αυτό φαίνεται ότι ο Πλάτωνας την είπε «τροφό μας», υποδεικνύοντας τη νοητική θρεπτική ενέργειά της. Γιατί, αν είναι «τροφός μας», και αν εμείς είμαστε στην πραγματικότητα ψυχές και νόες, ως προς εκείνα κυρίως θα μας τελειοποιεί, παρακινώντας τον νου μας.

Εάν, τώρα, η γη είναι θεϊκό ζωντανό Ον που περιλαμβάνει πολλά επιμέρους ζωντανά όντα, λέγεται ότι «είναι τυλιγμένη γύρω από τον πόλο που έχει εκταθεί από την μία άκρη ως την άλλη», επειδή συγκεντρώνεται και συμπτύσσεται γύρω από τον άξονα του σύμπαντος. Γιατί είναι πόλος και ο άξονας και λέγεται και εδώ πόλος επειδή γύρω από αυτόν γυρίζει [πολεί] το σύμπαν. Επειδή, όμως, ο πόλος είναι αδιαίρετος ενώ ο άξονας είναι πόλος με διάσταση, όπως αν κανείς έλεγε τη γραμμή «σημείο που σύρθηκε», λέγεται ότι έχει εκταθεί από την μία άκρη ως την άλλη, επειδή διαπερνά από την μία άκρη ως την άλλη το κέντρο της γης. Γιατί δεν έχει ειπωθεί ότι «έχει  εκταθεί από την μία άκρη ως την άλλη» σαν να σημαίνει «από την μία άκρη του σύμπαντος ως την άλλη». Γιατί μια τέτοια ερμηνεία θα εμπεριέχει ανακρίβεια.

Το «τυλιγμένη [ιλλομένη]» δηλώνει την συμπτυγμένη και συγκεντρωμένη και όχι αυτήν που κινείται, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στο «Περί ουρανού, Β΄ 13, 293b 30 – 32». Γιατί ο Πλάτωνας διατηρεί ιδιαιτέρως ακίνητη την γη και, προσθέτοντας την αιτία για την οποία είναι ακίνητη, λέει στον «Φαίδωνα, 109.a» : “Γιατί, αν ένα ισόρροπο πράγμα μπει στη μέση κάποιου ομοιογενούς πράγματος, δεν θα μπορεί να κλίνει προς τη μια ή την άλλη πλευρά περισσότερο ή λιγότερο“. Επιπλέον το επιχείρημα ότι το «τυλιγμένη» σημαίνει την μαζεμένη και όχι την κινούμενη επιβεβαιώνεται από την ελληνική γλώσσα, δια στόματος Ομήρου στην «Ιλιάς» ραψωδία Ν΄ 572, αποκαλεί «ιλλάδας» [ιλλάδες] τους δεσμούς. Και ο ίδιος ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 76.B-c» θα πει στην συνέχεια ότι οι τρίχες ίλλονται στο κεφάλι, όταν ριζώνουν και συμπυκνώνονται μέσα στο δέρμα, ώστε να είναι και από αυτό φανερό πως είπε εδώ τη γη «ιλλομένη».

Αν, όμως, υποστηρίξουμε ότι η φράση «γιατί μόνο η Εστία μένει στον οίκο των θεών», που έχει ειπωθεί από τον Πλάτωνα στον «Φαίδρο, 247 a», έχει ειπωθεί  για την ίδια την γη, πολύ θα απέχει ο Πλάτωνας από το να αποδώσει κίνηση στη γη. Όμως, ακόμα κι αν δεν ταυτίσουμε την εκεί Εστία με τη γη, ωστόσο πρέπει να θεωρήσουμε ότι μέσα στη γη υπάρχει μια δύναμη που φυλάει την εστία. Γιατί, όπως λέμε ότι στον ουρανό οι πόλοι συγκρατούνται από την Εστία, το ίδιο ισχύει για τη γη μέσα στα στοιχεία, και η αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην υπερκόσμια Εστία και στον μεγάλο ηγεμόνα των δώδεκα θεών, υπάρχει μεταξύ της γης και του ουρανού μέσα στα εγκόσμια. Πως, λοιπόν, είναι λογικό εμείς να ερμηνεύσουμε το ιλλομένη (τυλιγμένη) ως ειλλουμένη (περιστρεφόμενη) και να θεωρήσουμε ότι η γη περιστρέφεται, ωσάν να λέμε κάτι που πιστεύει ο Πλάτωνας ;; Ο Πλάτωνας  την καθιστά ακίνητη. Γιατί ασφαλώς δεν θα έκανε το τέλειο έτος μόνο από οκτώ περιόδους, αλλά θα συμπεριλάμβανε ως ένατη και την περίοδο της γης, αποκαθιστώντας και αυτήν μαζί με τις άλλες και δημιουργώντας από όλες τις περιόδους μια αποκατάσταση για τον κύκλο της ταυτότητας. Έτσι, λοιπόν, θα εξηγήσουμε τον πόλο, τον άξονα και τη γη που συγκρατείται στο κέντρο γύρω από αυτόν.

Πρέπει, όμως, από αυτές τις λέξεις να μεταβούμε στη φύση και να παρατηρήσουμε ότι οι πόλοι έχουν δυνάμεις που εδραιώνουν και συνέχουν το σύμπαν και διεγείρουν ολόκληρο τον όγκο του σύμπαντος προς τον έρωτα για τα νοητά και συγκρατούν το αδιαίρετο με τρόπο αδιαίρετο και ενωμένο, και χωρίς διάσταση αυτό που έχει διάσταση (για αυτό και στην «Πολιτεία, 616.c» έφτιαξε “τα άγκιστρα της ηλακάτης [του αδραχτιού] από διαμάντι”, υποδεικνύοντας τον απαρέγκλιτο και ατσάλινο χαρακτήρα τους). Πρέπει, επίσης, να θεωρήσουμε τον άξονα ως μια θεότητα που συνδέει τα κέντρα του σύμπαντος, που συνέχει ολόκληρο τον Κόσμο, που κινεί τις θεϊκές περιφορές, που γύρω της πραγματοποιεί ο χορός του σύμπαντος και οι κυκλικές περιστροφές, που σηκώνει ολόκληρο τον ουρανό και που για τον λόγο αυτόν την έχουν ονομάσει Άτλαντα, επειδή έχει αμετάτρεπτη και ακαταπόνητη ενέργεια. Αλλά όμως και το «έχει εκταθεί» υποδεικνύει ότι αυτή η μια δύναμη, η οποία φρουρεί την κυκλική κίνηση του σύμπαντος, ανήκει στην τάξη των Τιτάνων.

Αν, όμως, όπως υποστηρίζει ο θεϊκός Ιάμβλιχος, επιθυμούμε να εννοήσουμε τη φράση «τον πόλο που έχει εκταθεί από την μία άκρη ως την άλλη» σαν να αναφέρεται στον ουρανό, ούτε κι έτσι θα απομακρυνθούμε από την σκέψη του Πλάτωνα. Γιατί, όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο, 405.c-d», οι ικανοί στην αστρονομία αποκαλούν τον ουρανό «πόλο» επειδή περιστρέφεται (περιπολεί) αρμονικά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, λοιπόν, θα μπορούσε να ονομαστεί «πόλος που έχει εκταθεί από την μία άκρη στην άλλη» ο ουρανός ο οποίος είναι στο σύνολό του λυγισμένος, επειδή δεν έχει γωνίες (γιατί έτσι έχει εκταθεί η επιφάνεια του κύκλου), και ότι γύρω του είναι τυλιγμένη η γη, ότι τοπικά αλλά επειδή η γη, λόγω της επιθυμίας της να του μοιάσει, συγκλίνει προς το κέντρο, προκειμένου, όπως εκείνος κινείται γύρω από το κέντρο, έτσι και αυτή να συγκεντρωθεί στο κέντρο και, αφού γίνει όσο μπορεί σφαιρική, να γίνει όμοια με τον ουρανό, που είναι κατ’ ουσίαν σφαιρικός, και να συμπτυχθεί γύρω από τον ουρανό έτσι, όπως ο ουρανός ολόκληρος έχει εκταθεί γύρω από αυτήν. Ωστόσο,  σύμφωνα και με τις δυο ερμηνείες ο Πλάτωνας έχει παραδώσει την αιτία για την οποία η γη κρατιέται στο κέντρο, επειδή ο άξονας είναι δύναμη που συνέχει τη γη, επειδή η γη συγκρατείται ολόκληρη από τον κύκλο του ουρανού και συγκεντρώνεται στο κέντρο του σύμπαντος.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η μία σωτηρία της ψυχής που προβάλλεται από τον δημιουργό, η σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από την μεγάλη περιπλάνηση και από την άσκοπη ζωή είναι η αναδρομή προς το νοητικό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από την γέννηση. Γιατί πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στην γενεσιουργό σπορά, να αποβάλει το άχυρο και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση της από όσα την έχουν περιβάλει, να γίνει άνθος και καρπός νοητικός, αγαπώντας τη νοητική ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την ομοιόμορφη και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας αντί για την πλανόδια κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας. Γιατί υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δυο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δυο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το αληθινό ΟΝ, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στον νοητικό. Γιατί η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς τον νου, προς τη νοητή φύση και προς  την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον Κόσμο μαζί με τους θεούς, αφού εξομοιωθεί με τους ίδιους τους θεούς, και αυτό το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς το μερικό είναι όταν η ψυχή πέσει στο έσχατο σώμα και ανήκει σε ένα επιμέρους πράγμα αντί για το σύνολο, και το καθολικό – μερικό είδος της ζωής, το οποίο βρίσκεται ανάμεσά τους, είναι όταν ζει μαζί με το μεσαίο όχημα ως πολίτιδα του Κόσμου της γένεσης – απορρίπτοντας, λοιπόν, την προηγούμενη έξη η οποία ακολουθούσε τη σχέση με ολόκληρο τον Κόσμο της γένεσης και με το άλογο στοιχείο, χορηγώντας νου στη δοξασία και οδηγώντας ολόκληρη την ψυχή από την περιπλάνηση γύρω από τον κόσμο της γένεσης προς την ευδαίμονα ζωή. Αυτή τη ζωή εύχονται να πετύχουν όσοι, κατά τον Ορφέα, μυούνται στα μυστήρια του Διονύσου και της Κόρης, καθώς «και να απελευθερωθούν από τον κύκλο και να ξανασάνουν από την αθλιότητακύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος».


***

ΙΙ. Η ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
 Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ 
 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθει δια των τελωνίων.
Φυσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δικαίους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Χριστό. Οι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και δεν θα διακατέχονται από τον φόβο τους. Όλα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων. Ό χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι ειλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Είναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό.
Τελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Οι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Η πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και η δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες.
  Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ο Πλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Γι' αυτό, όταν ο Θεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν δρεοιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεοι τελώναι και συκοφάνται».
      Οι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και ουνελάμ6αναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Πρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού ή ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πει πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες. ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος· εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανέλθειν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών· καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49.
  Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Με το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Αλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους.
  Βασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Χριστό λίγο πριν το Πάθος Του: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ', 30). Ό άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Λέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. Ο Χριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Του. Αναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο.

Έμενε εδώ κάποιος μοναχός Στέφανος, ο οποίος είχε ασπασθή την ερημική και ησυχαστική ζωή. Αγωνίσθηκε πολλά έτη στην μοναχική παλαίστρα. Ήταν στολισμένος με νηστείες, και ιδιαιτέρως με δάκρυα και με άλλα ενάρετα κατορθώματα. Είχε το κελλί του στην κατάβασι του αγίου τούτου όρους, (κάτω από την Αγία Κορυφή), στο σημείο πού ευρίσκεται το σπήλαιο του Προφήτου Ηλιού. Αυτός λοιπόν ο αείμνηστος για πιο ακριβή και κοπιαστική μετάνοια και άσκησι, επήγε στον τόπο όπου έμεναν οι αναχωρηταί, που ονομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε εκεί μερικά χρόνια με υπερβολικές στερήσεις και σκληρή άσκησι, εφ΄ όσον ο τόπος ήταν «απαράκλητος» και αδιάβατος σχεδόν από ανθρώπους - απείχε περίπου εβδομήντα μίλια από το κάστρο. Έπειτα, γύρω στο τέλος της ζωής του, ανεβαίνει ο γέροντας αυτός στο κελλί του, κάτω από την Αγία Κορυφή. Είχε μάλιστα και δύο υποτακτικούς από την Παλαιστίνη πολύ ευλαβείς, οι οποίοι και του εφύλαγαν το κελλί πρίν επιστρέψη. Αφού επέρασαν ολίγες ημέρες έπεσε σε ασθένεια, με την οποία και ετελείωσε την ζωή του. Την παραμονή του θανάτου του περιέπεσε σε έκστασι και με τα μάτια ανοικτά παρατηρούσε δεξιά και αριστερά της κλίνης του. Σαν να τον ανέκριναν κάποιοι, απαντούσε -τον άκουγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι- και άλλοτε έλεγε: «Ναι, πράγματι, αληθινά, πλην όμως ενήστευσα τόσα έτη γι΄αυτό». Άλλοτε: «Όχι. Είναι ψέμα. Αυτό δεν το έκανα». Έπειτα από λίγο: «Αυτό ναι, αληθινά το έπραξα, αλλά έκλαυσα, έκανα διακονήματα αγάπης». Και πάλι: «Αληθινά με κατηγορείτε». Μερικές φορές για ωρισμένα απαντούσε: «Ναι, αληθινά, ναι. Γι΄ αυτά δεν έχω τι να απολογηθώ. Ο Θεός είναι ελεήμων».
Ήταν αλήθεια ένα θέαμα φρικτό και φοβερό. Ένα δικαστήριο αόρατο και χωρίς έλεος. Και το φοβερώτερο, ότι τον κατηγορούσαν και για πράγματα πού δεν είχε διαπράξει. Ο ησυχαστής αυτός και αναχωρητής για ωρισμένα πταίσματά του -αλλοίμονο!- έλεγε: «Γι΄ αυτά δεν έχω τι να ειπώ». Και είχε σαράντα περίπου έτη μοναχός, χωρίς να του λείπει και το δάκρυ! Αλλοίμονο! Και πάλι αλλοίμονο! Πού ήταν τότε η φωνή εκείνη του προφήτου Ιεζεκιήλ, για να τους ειπή: «Εν ώ εύρω σε, εκεί και κρίνω σε, είπεν ο Θεός» (πρβλ. Ιεζ. λγ΄ 12-16). Αλλά δεν κατώρθωσε να χρησιμοποιήση μία τέτοια απολογία. Γιατί άραγε; Άγνωστον. Ας έχη δόξα ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει. (Ας σημειωθή και τούτο): Ο μοναχός αυτός -μου το διηγήθηκαν αψευδείς μάρτυρες- στην έρημο (είχε τόσο χάρι), ώστε να τρέφη με τα χέρια του και λεοπάρδαλι. Και ενώ συνεχιζόταν η αυστηρά αυτή δικαστική ανάκρισις, αποχωρίσθηκε το σώμα του, χωρίς να αφήση καμμία ένδειξι για την κρίσι ή το πόρισμα ή την απόφασι και το τέλος της δίκης.
Η ΚΛΙΜΑΞ - ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ- ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΠΟΙΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ
     Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Χάριτος του Θεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. Β', 1-2). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου.
Επίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Πατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ακόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας.
Υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Το ένα προέρχεται από ψαλμό του Δαυίδ, όπου εκεί ο Προφητάναξ, αναφερόμενος στον Θεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Ψαλμ. ζ', 2 3).
Το άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Προφήτου Ιερεμίου. Εκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10).
     Ύστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Πρέπει να πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. Όπως θα φανεί καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Χάρη του Θεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Οι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. Υπάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και η ενέργεια των παθών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. Ο αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας.
     Ο Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρύσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Εάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Γι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Χριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου».
Και ο μεν Χριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50.
Η ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματά του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Είναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ενορώσι τοις παρούσι».
Δηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Η ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Φως του Θεού νικά τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Φως. Αυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Φως του θεού. Πολύ περισσότερο θα γίνει κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Λέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Χριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Φως του θεού. Πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ο άνθρωπος με το Φως. Γράφει ο άγιος Συμεών:

«Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ο σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52.

     Οι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. Ο άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Η ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του θεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53.

Έτσι, οι άγιοι Πατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Με την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Χριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. Ο διάβολος δεν έχει καμιά εξουσία πάνω του.
     Ο αββάς Ησαΐας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Διδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Τότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Την στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Γι' αυτό και ο αβάς Ησαΐας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Θεού και την δικαιοσύνη Του, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54.
Στο Γεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Οι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Επίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Τότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο.
Αν νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Αν όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθεί η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55.
Τις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Διδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Χριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57.

Επίσης, ο όσιος Θεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58.

Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον θεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες.
     Ο Μέγας Αντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δει προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Ευρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνει από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Κάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Τότε οι οδηγούντες τον Μ. Αντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο θεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59.
Σε μια φοβερή διήγηση του Μ. Αντωνίου αναφέρεται το εξής: Κατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Μ. Αντώνιο και τον προέτρεψε να βγει από το κελλί του για να δη. Τότε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερόν», πού ήταν ο διάβολος, να στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζει τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Αποκαλύφθηκε δε στον Μ. Αντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60.

     Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Στέφανος, πού ησκείτο στο όρος Σινά, κοντά στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Την παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι, όντως είναι αλήθεια· άλλ' ενήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί· όντως ψεύδεσθε, τούτο ουκ εποίηοα». Άλλοτε «ναι, αληθώς τούτο· ναι· άλλ' έκλαυσα· αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Μερικές φορές έλεγε, «ναι αληθώς,ναι· και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω· εν τω Θεώ εστί το έλεος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Το δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61.

     Από όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα.

Στην παράδοση, όμως της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του θεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον θεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Εάν στον Χριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Του. Γι' αυτό και οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Εκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Πατέρων μας, ώστε να μην έχη εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας.
     Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Το φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Δηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο θεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον θεό.
Οι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Γι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Θεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Πραγματικά, είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήσει για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Θεού. Η νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Γι' αυτό και η Εκκλησία εύχεται στον θεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου».
Την ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Η μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Στην πατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται η διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας.

Η διδασκαλία του Επισκόπου Θεοφάνη, του Εγκλείστου, περί Τελωνίων

     Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ ήταν ο κύριος υπερασπιστής της Ορθόδοξης διδασκαλίας περί τελωνίων στη Ρωσία του 19ου αιώνα, όταν άπιστοι και εκσυγχρονιστές είχαν ήδη αρχίσει να τη χλευάζουν, όμως ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος ήταν επίσης σταθερός υποστηρικτής αυτής της διδασκαλίας, την οποία θεωρούσε ως αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής Ορθόδοξης διδασκαλίας σχετικά με τον αόρατο πόλεμο η τον πνευματικό αγώνα των ψυχών εναντίον των δαιμόνων. Παραθέτουμε εδώ μία από τις δηλώσεις του σχετικά με τα τελώνια, μέρος του σχολιασμού του στον ογδοηκοστό στίχο του 118ου Ψαλμού: «γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοις δικαιώμασί σου, όπως αν μη αισχυνθώ» (Ψαλμοί ριη' 80).1 Ο προφήτης δεν αναφέρει το πως και το που ο άνθρωπος είναι δυνατόν να μην «αισχυνθεί».

     Ο στίχος έχει δυό ερμηνευτικές προσεγγίσεις: η μία αναφέρεται στον αγώνα που διεξάγει ο άνθρωπος ώστε να τηρεί το λόγο του Θεού στην επίγεια ζωή του, ενώ η άλλη αναφέρεται στην ώρα του θανάτου και στη διέλευση της ψυχής από τα τελώνια. Ανεξάρτητα με το πόσο παράλογη μπορεί να φαίνεται η ιδέα περί «τελωνίων» στους «σοφούς» μας, δε θα τα γλιτώσουν. Τι ζητούν λοιπόν αυτοί οι «εισπράκτορες» από τις ψυχές που περνούν ανάμεσά τους; Ψάχνουν, μήπως οι ψυχές έχουν κάτι το οποίο χρήζει «τελών»; Τι να είναι άραγε αυτό; Είναι τα πάθη.

     Έτσι λοιπόν, στον άνθρωπο του οποίου η καρδιά είναι καθαρή και απαλλαγμένη από πάθη, δε βρίσκουν τίποτα που να τους κάνει ν' αρχίσουν τον καβγά, αντίθετα, η μη καθαρή καρδιά τους ερεθίζει αφάνταστα.

     Στο θέμα αυτό κάποιος με ελάχιστη μόρφωση εξέφρασε την ακόλουθη σκέψη: τα τελώνια είναι κάτι φρικιαστικό. Είναι όμως αρκετά πιθανό, οι δαίμονες, αντί να παρουσιαστούν με τη φρικιαστική τους μορφή, να παρουσιάσουν στην ψυχή μία παραπλανητική, θελκτική εικόνα, ανάλογη με τα πάθη της, καθώς αυτή θα διέρχεται από κάθε τελώνιο στη σειρά. Στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής, τα πάθη έχουν εκδιωχθεί από την καρδιά και στη θέση τους έχουν φυτευτεί οι αρετές που αντιτάσσονται σε αυτά, τότε οποιαδήποτε δελεαστική εικόνα κι αν παρουσιαστεί στην ψυχή, εκείνη, δείχνοντας έντονη αποστροφή, την προσπερνά αγνοώντας την. Όταν όμως η καρδιά δεν έχει καθαριστεί από τα πάθη, η ψυχή θα τρέξει να πλησιάσει οποιοδήποτε πάθος για το οποίο η καρδιά έχει τη μεγαλύτερη έλξη, και τότε οι δαίμονες θα τη θεωρήσουν φίλη, και γνωρίζουν που θα την οδηγήσουν.

     Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση που παραμένει μέσα στην ψυχή κάποια έλξη για ένα αντικείμενο οποιουδήποτε πάθους, είναι πολύ αμφίβολο το εάν θα καταφέρει να μη ντροπιαστεί καθώς θα διέρχεται από τα τελώνια. Το να αισχυνθεί η ψυχή σημαίνει ότι με δική της ευθύνη καταποντίζεται στην κόλαση. Όμως την υπέρτατη αισχύνη θα τη νιώσει στην Τελική Κρίση, ενώπιον του προσώπου του Παντεπόπτου Κριτού...».2


1. «Είθε η καρδία μου, με τον ιδικόν σου φωτισμόν, να γίνη άμεμπτος και ακεραία εις την τήρησιν των εντολών σου, δια να μη εντροπιασθώ.» (Ψαλμοί ριη' 80).
2. Ο Εκατοστός Δέκατος Όγδοος Ψαλμός, σε ερμηνεία του Επισκόπου Θεοφάνη, Μόσχα 1891, ανατυπ. Jordanville 1976, σελ. 289-290- το έργο εκδόθηκε στα Αγγλικά από το New Diveyevo Convent, Spring Valley, Νέα Υόρκη, 1978, σελ. 24.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Η Ψυχή μετά το Θάνατο (The Soul After Death)- π.Seraphim Rose, Ε' Έκδοση -2004
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας
και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων
της Εκκλησίας για τα τελώνια.
Είπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του ανθρώπου πρόκειται να φύγει από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα όποια ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Είναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Τα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση.
Η ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ο άγιος Γρήγορος ο Νύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Μακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Λέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σε τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Οι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ακριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι' αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Και ο άγιος Γρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι ή ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63.
Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Τα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος.
     Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Τα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός.
Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Η ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως η ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64.
Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον θεό και να ενωθεί μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια. Το μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Δωρόθεος. Λέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Μπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. Σε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ' αυτών». Τότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση.
Στην συνέχεια ο αββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Αν κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Θεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Πραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Αυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Αν αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη.
Χρησιμοποιεί ο αβάς Δωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αν σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Κολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Κόλαση65.
  Τα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα οποία γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Αφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον οποίο είναι ενωμένη.
  Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*.
 τελωνισμός των ψυχών είναι μία κατάσταση πού συμβαίνει κατά τη διαδικασία της εξόδου της ψυχής και πριν αυτή αποχωρήσει από το σώμα. Ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφεύς Ωριγένης στηρίζει την γνώμη αυτή περί των τελωνίων στους λόγους του Κυρίου, ο οποίος πριν από το τέλος της επιγείου ζωής Του είπε: "έρχεται ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν". Εκτός από τούς Πατέρες έχομε και μαρτυρίες μεγάλων ασκητών. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γράφει: "Την ώραν πού η ψυχή σου θα αναχωρεί από το σώμα, οι πονηροί δαίμονες κατέχουσί σου την ψυχή' και δεν την αφήνουν να ανέβει εις τούς ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι " Η ψυχή κατά την ώρα του θανάτου πολλές φορές ανεβαίνει στην επιφάνεια και έπειτα επανέρχεται πάλι στο βάθος και φοβάται και τρέμει, όταν πρόκειται να βγει από το σώμα".

Στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουμε τέσσερα μνημόσυνα. Το τριήμερο, το εννιαήμερο, το σαρανταήμερο και το ετήσιο μνημόσυνο. Όλα δημιουργήθηκαν για να βοηθήσουν στο ταξίδι της ψυχής από τη γη στον ουρανό.

Ποιό είναι όμως αυτό το ταξίδι; Αρχίζει λίγο πριν πεθάνει ο άνθρωπος όταν βλέπει άτομα που γνωρίζει, αλλά έχουν φύγει από τον κόσμο αυτό, γύρω του. Αυτό γίνεται κατά Θεία Οικονομία για να καταλάβει ο ψυχοραγών ότι έφτασε η ώρα που θα συναντήσει τον Δημιουργό του Κόσμου.
Όταν τελικά ο άνθρωπος πεθαίνει χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. « Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος » λέει ένα ιδιόμελο της Νεκρώσιμης Ακολουθίας για να δείξει ότι ο πραγματικός αγώνας τώρα αρχίζει για την ψυχή.
Εκείνη τη στιγμή τη ψυχή παραλαμβάνει ο Φύλακας Άγγελός της. Όταν χωρίζεται από το σώμα και καταλάβει ότι φεύγει από τα άτομα που αγαπά πλημμυρίζει από θλίψη.

Τις δυο πρώτες ημέρες η ψυχή μαζί με τους αγγέλους γυρίζει στους τόπους όπου έζησε και ειδικά εκεί όπου έπραξε καλά έργα. Εκείνη θα μας βλέπει, θα μας μιλάει αλλά εμείς ούτε θα μπορούμε να τη δούμε, ούτε να της μιλήσουμε. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει στη Νεκρώσιμη Ακολουθία έξοχα την κατάσταση της ψυχής εκείνη την ώρα « Προς τους ανθρώπους τα χέρια απλώνει, και κανείς δεν τη βοηθά. ».

Την τρίτη ημέρα από το θάνατο η ψυχή αρχίζει τη πορεία προς τον ουρανό για να κριθεί από το Θεό. Την ημέρα αυτή οι συγγενείς τελούν το τριήμερο μνημόσυνο για δύο λόγους. Πρώτος λόγος είναι, επειδή όπως αναφέραμε νοιώθει η ψυχή λύπη που αφήνει τα εγκόσμια, αυτή τη μέρα οι άγγελοι την ανακουφίζουν από αυτήν. Δεύτερος λόγος και σημαντικότερος είναι ότι η ψυχή στην πορεία της προς τις ουράνιες μονές θα συναντήσει τα φοβερά τελώνια.
Τα τελώνια είναι « εξειδικευμένοι » δαίμονες θα τους ονομάζαμε που έχουν ως στόχο τους να εμποδίσουν την ψυχή να φτάσει στον ουρανό. Οι τρόποι με τους οποίους θα σταθούν εμπόδιο στην ψυχή είναι να την κατηγορούν για τις αμαρτίες που έπραξε, παρόλο που αυτά την είχαν παρασύρει. Οι άγγελοι όμως θα τους απαντούν με τις καλές πράξεις αυτού του ανθρώπου και έτσι θα περνούν ένα ένα τα τελώνια και θα ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Αν όμως, λόγω της έλλειψης καλών πράξεων της ψυχής, οι άγγελοι δεν μπορούν να τους απαντήσουν τότε εκείνα θα παίρνουν την ψυχή στην Κόλαση. Δύσκολη και φοβερή η τρίτη ημέρα για την ψυχή και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να προσευχόμαστε να τη βοηθήσει ο Θεός στην πορεία αυτή. Το πόσο τρομερή είναι αυτή η άνοδος και η συνάντηση με τα τελώνια φαίνεται από το γεγονός ότι η ίδια η Παναγία όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, προσευχήθηκε στο Υιό και Θεό Της να Την βοηθήσει να αντιμετωπίσει τους δαίμονες. Απαντώντας στη προσευχή Της ήρθε ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός παρέλαβε την ψυχή Της και την οδήγησε στον ουρανό.

Περνώντας επιτυχώς από τα τελώνια η ψυχή συνοδευόμενη πάντα από τους αγγέλους φτάνει στον ουρανό που μέχρι την ένατη ημέρα θα περιηγηθεί στον Παράδεισο. Μετά από αυτή και μέχρι την τεσσαρακοστή ημέρα από το θάνατο θα περιηγηθεί στην Κόλαση μη ξέροντας ακόμη που θα κριθεί να μείνει. Οι συγγενείς τελούν το εννιαήμερο μνημόσυνο για να ζητήσουν από το Θεό να βοηθήσει την ψυχή τώρα που ξεκινάει την περιήγηση της στη Κόλαση.

Την τεσσαρακοστή ημέρα η ψυχή θα κριθεί από το Θεό που θα παραμείνει. Το σαρανταήμερο μνημόσυνο έχει σκοπό να παρακαλέσουν οι συγγενείς και οι φίλοι του αποθανόντος το Θεό να κρίνει την ψυχή να μείνει στον Παράδεισο. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε τι μας διδάσκει η Θεολογία για το τι ακριβώς συμβαίνει στη ψυχή μέχρι την Τελική Κρίση. Την τεσσαρακοστή ημέρα γίνεται η Μερική Κρίση της ψυχής. Ονομάζεται Μερική διότι η Τελική θα έρθει με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Μετά από τη Μερική Κρίση η ψυχή προγεύεται, θα λέγαμε, είτε τον Παράδεισο είτε την Κόλαση ανάλογα που θα κριθεί. Μέσα στον Παράδεισο βρίσκεται μόνο ο Χριστός και ο Ληστής που σταυρώθηκε εκ δεξιών του Κυρίου.

Εμείς που μένουμε πίσω τι μπορούμε να κάνουμε για εκείνους που έφυγαν; Όπως είδαμε τα μνημόσυνα που έχει θεσπίσει η Εκκλησία μας έχουν ως σκοπό να βοηθήσουν τη ψυχή στο ταξίδι της. Άρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσευχόμαστε για εκείνη να της χαρίζει το έλεός Του ο Θεός. Στο τελευταίο τροπάριο που ακούμε στη Νεκρώσιμη Ακολουθία τονίζει τι πρέπει να κάνουμε ακριβώς : « Αλλ' αιτώ πάντας και δυσωπώ, αδιαλείπτως υπέρ εμού προσεύξασθαι Χριστώ τώ Θεώ, ίνα μή καταταγώ δια τας αμαρτίας μου, εις τον τόπον της βασάνου, αλλ' ίνα με κατατάξη όπου το φώς της ζωής. »
Κωνσταντίνου Ν. Φιλιππακόπουλου

- Γέροντα, μια ψυχή που φεύγει από αυτήν την ζωή τακτοποιημένη θα περάση από τα τελώνια;

- Όταν μια ψυχή είναι τακτοποιημένη και ανεβαίνη στον Ουρανό, δεν μπορούν τα ταγκαλάκια να την πειράξουν. Ενώ, αν δεν είναι τακτοποιημένη, βασανίζεται από τα ταγκαλάκια. Μερικές φορές μάλιστα ο Θεός επιτρέπει να βλέπη τα τελώνια η ψυχή του ανθρώπου που έχει χρέη, την ώρα που ψυχορραγεί, για να βοηθήση εμάς που θα ζήσουμε ακόμη, ώστε να αγωνισθούμε να εξοφλήσουμε εδώ τα χρέη μας. Θυμάστε το γεγονός με την Θεοδώρα; Οικονομάει δηλαδή να βλέπουν μερικοί ορισμένα πράγματα, για να βοηθηθούν οι άλλοι και να μετανοήσουν. Στον βίο του Οσίου Ευφροσύνου λ.χ. διαβάζουμε ότι ο Ηγούμενος, μετά από το όραμα που είδε, βρέθηκε με τα μήλα στο χέρι, για να τα δουν οι άλλοι και να βοηθηθούν.
 γ.ΠΑΪΣΙΟΣ



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him