Η σημασία και η έννοια της αρετής



ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ,
ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Τοῦ
Ἠλία Μπάκου,
Δρ. ΘεολογίαςΦιλολόγου



Α´. Ἡ ἀρετή κατά τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες

Ἀρετή, σημαίνει κατα τήν ἐπικρατοῦσα ἔννοια τῆς σημασίας: μιά σταθερή στροφή τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἀγαθό μέ τήν εὐρύτερη σημασία τοῦ ὅρου.Ἡ ἀρετή δέν εἶναι οὔτε ἁπλῆ γνώση, γιατί ἡ γνώση συμβουλεύει μέν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν διευθύνει πάντοτε καί τή θέλησή του, δεν εἶναι ὅμως καί ἡ ἕξις-ἐθισμός-σταθερή συνήθεια, γιατί μέ τή συνήθεια-ἕξη καί τήν ἄσκηση ἀποκτῶνται καί πολλές ἰδιότητες μέ τάση καί ροπή πρός τό κακό. Ἡ ἀρετή εἶναι κάτι τό ἑνιαῖο, τό συνολικό γενικό γι᾽ αὐτό καί ἀποβαίνει κάτι τό ποικίλον, τό διαφορετικόν, ἀφοῦ ὑποδιαιρεῖται σέ πολλές ἐπί μέρους ἀρετές καί γι᾽ αὐτό παρατηρεῖται ὅτι καί οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου –ἀτομικές καί κοινωνικές– εἶναι διάφορες καί πολλαπλές. Με ἄλλα λόγια ἀρετή εἶναι, μέ τή διαχρονική σημασία τῆς λέξης: ἡ τέλεια σωματική διάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, συνεκδοχικά: ἡ τελειότητα, ἡ ὡραιότητα, ἡ ὑπεροχή ἔναντι τοῦ ἄλλου, ἡ ἀνδρεία στήν πληθυντική της μορφή: ἀρετές εἶναι οἱ γενναῖες πράξεις, τά προτερήματα ἑνός ἀνθρώπου, ἡ ὑπόληψη, ἡ δόξα, ἡ θεάρεστη πράξη καί τέλος ἡ ἠθική τελειότητα, ἡ δέ λέξη ἀρετή παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἀραρίσκω, πού σημαίνει: ἑνώνω, συνάπτω, προσαρμόζω. Οἱ ἠθικολόγοι τις ἀρετές τίς διαιροῦν, τίς ταξινομοῦν καί τίς κατατάσσουν σέ διάφορες κατηγορίες· π.χ. ὁ Πλάτων ἀποδέχεται τέσσερες κύριες ἀρετές: τή φρόνηση, τήν ἀνδρεία, τη σωφροσύνη καί τή δικαιοσύνη, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης δέχεται δύο εἴδη ἀρετῶν: τίς διανοητικές καί τίς ἠθικές· καί ὁ χριστιανισμός πάνω στις τρεῖς λεγόμενες καί θεολογικές ἀρετές: πίστις, ἐλπίς καί ἀγάπη στηρίζει ὅλες τίς ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, πού πρέπει νά συνοδεύουν τόν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναλυτικώτερα:
α) Οἱ ἀρχαῖοιἝλληνες δέν χρησιμοποίησαν τή λέξη ἀρετή μέ την καθαρά ἠθική της σημασία. Γι᾽ αὐτούς ἡ λέξη Ἀρετή, ὅπως καί ἡ ἀντίστοιχη λατινική λέξη virtus, δήλωνε τήν σωματική ἱκανότητα και ὑπεροχή, τή γενναιότητα, την ἀνδρεία, καί προκειμένου περί γυναικῶν τή σεμνότητα. Τήν πρωταρχική αὐτή σημασία τῆς λέξεως την εὑρίσκομε στόνὍμηρο ὅπου στό
πρόσωπο, τόσον τοῦ Ὀδυσσέα, ὅσον καί τῆς Πηνελόπης προβάλλεται ἡ ἀρετή, ὅπως αὐτή ἁρμόζει στόν καθένα, ἀνάλογα καί μέ το φῦλο του. Ὁ Πίνδαρος ἀναζητεῖ τήν ἀρετή στή σωματική διάπλαση καί ἀρτιότητα, στή δεξιότητα και τήν ὑπεροχή τῶν ἀγωνιστῶν στο στάδιο, στή σωματική συμμετρία καί στή ρώμη τῶν ἀθλητῶν. Γι᾽ αὐτό δέν ζηλεύει τόν πλοῦτο, ἀλλά τήν ἀρετή τοῦἩρακλῆ. ΣτόνἨσίοδο ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ἀρετή, παρουσιάζεται συγγενής πρός το «κῦδος»=τιμή, δόξα, φήμη, καί ὡς ἀντίθεση πρός τήν «κακότητα».
Κατά τούς Πυθαγορείους ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς συνδέεται μέ τούς
ἀριθμούς καί μ᾽ αὐτούς ἐκφράζεται.Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς διασώζει ὅτι ὁ Ἐπίχαρμος ἐδίδασκεν ὅτι «ὁ βίος τοῦ ἀνθρωπίνου λογισμοῦ καί ἀριθμοῦ δεῖται πάνυ, ζῶμεν δ᾽ ἀριθμῷ καί λογισμῷ, ταῦτα γάρ σώζει βροτούς» (=δηλ. ἡ ζωή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό λογισμό και ἀριθμούς). Μεταξύ τῶν ἀριθμῶν καταλαμβάνουν ἰδιαίτερη θέση οἱ περιττοί ἀριθμοί, γιατί ἔχουν ἀρχή, μέσον καί τέλος. Γιά παράδειγμα ὁ ἀριθμός ἑπτά (7) ἔχει ἀρχή καί τέλος, ὅπως κάθε ἀριθμός, ἔχει ὅμως καί μέσον τόν ἀριθμόν τέσσερα (4).
Ἡ σημασία τῆς μεσότητας σέ συνδυασμό μέ τήν ἀρετή θά τονισθεῖ ἀργότερα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος διατύπωσε τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι μία μεσότητα μεταξύ δύο ἀκροτήτων, παράδειγμα: ἀνάμεσα στή δειλία καί τήν θρασύτητα τή μεσότητα ἀποτελεῖ ἡ ἀνδρεία...
Κατά τούς Πυθαγορείους ἡ ἀρετή ἡ ἔννοιά της, συνδέεται στενά μέ τήν Πίστη στό Θεό, γιατί τό κατ᾽ αὐτούς τά πάντα ἐξαρτῶνταν ἀπό τό καθῆκον τοῦ «ἀκολουθεῖν τῷ Θεῷ» (=ἀπό τό νά ἀκολουθοῦν το θέλημα τοῦ Θεοῦ). Ὁ Φιλόσοφος Σωκράτης κάνει περισσότερο συγκεκριμένη τήν ἔννοια τῆς ἀρετῆς· διαλεγόμενος γιά τά ἀνθρώπινα θέματα ἐξετάζει: τί εἶναι εὐσεβές, τί ἀσεβές, τί καλόν, τί αἰσχρόν, τι δίκαιον καί τί ἄδικόν, τί σωφροσύνη καί τί μανία, τί ἀνδρεία καί τί δειλία, τί πόλις καί τί πολιτικός, τί ἀρχή ἀνθρώπων καί τί ἀρχικός ἄνθρωπος, ἐνῶ κάνει λόγο γιά τίς τέσσερις ἀρετές δηλ. τή σοφία, τήν ἀνδρεία, τή σωφροσύνη καί τή δικαιοσύνη, στόν Εὐθύφρονα ἀναφέρεται καί ἡ «ὁσιότης»· ὅλος ὁ διάλογος ἀναφέρεται στό τί εἶναι ὅσιον καί τί ἀνόσιον.Ὁ Πλάτων, ἀναφέρθηκε καί παραπάνω, διδάσκει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι τριμερής: νοῦς, θυμός καί ἐπιθυμία. Σέ κάθε ἕνα ἀπό τά μέρη ἀντιστοιχεῖ καί μία ἀρετή.
Τοιουτρόπως: τοῦ νοῦ (=λογιστικοῦ), ἀρετή εἶναι ἡ σοφία (φρόνηση), τοῦ θυμοῦ (θυμοειδοῦς), ἡ ἀνδρεία, καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ (τῆς ἐπιθυμίας), ἡ σωφροσύνη καί ὅλες αὐτές συνδέονται στενά μέ τήν καθαυτό ἀρετή, δηλ. τή δικαιοσύνη, ἡ
ὁποία εἶναι «ὑγίειά τε καί κάλλος καί εὐεξία τῆς ὅλης ψυχῆς» καί κατά τον Θεοδωρακόπουλο «ἔχει την πηγή της μέσα στήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς». Και τό συμπέρασμα «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται»· δηλ. κάθε ἐπιστήμη, κάθε γνώση, ὅσο σοβαρή καί ἄν εἶναι αὐτή, ἐάν χωρίζεται ἀπό τήν δικαιοσύνη καί τίς ἄλλες γενικές ἀρετές δέν εἶναι σοφία, ἀλλά πανουργία. Ὑπέρ αὐτῶν τῶν ἀρετῶν καί τῆς δικαιοσύνης προτρέπει ὁ Πλάτωνας τούς νέους νά δείχνουν μεγάλη προθυμία καί προσπάθεια, γιά νά τίς ἀποκτήσουν, γιατί αὐτές οἱ ἀρετές εἶναι τό ὑπέρτατο ἀγαθό τῆς ζωῆς: «ὦ παῖδες, καί πρῶτον καί ὕστατον καί διά παντός πᾶσαν προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μέν ὑπερβαλεῖσθε καί ἡμᾶς καί τούς πρόσθεν εὐκλείᾳ», ὥστε νά ξεπεράσουν ὅλους τους ἄλλους ἀκόμα καί τούς προγόνους σέ δόξα καί καλή φήμη.Ἡ ἀπόλυτη ἀρετή ὑπάρχει στόΘεῖον, στόΘεό.
Στόν κόσμο, λέγει ὁΠλάτωνας, δεν ὑπάρχει τίποτε τό ἰσάξιον τῆς ἀρετῆς καί στήν ἐκλογή της προβαίνει μόνος του ὁ ἄνθρωπος γιατί ὁ Θεός εἶναι «ἀναίτιος» (Πολιτ. 617 Ε).
Ὅπως προαναφέραμε, ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει τίς ἀρετές σε διανοητικές καί ἠθικές. Ἠθικές ἀρετές εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐλευθεριότητα, ἡ πραότητα, ἡ μεγαλοπρέπεια, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ αἰδώς, ἡ φιλία και πολλές ἄλλες. Οἱ διανοητικές ἀρετές εἶναι πέντε: ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ φρόνηση, ἡ σοφία καί ὁ νοῦς - ἡ λογική. Σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρετή συνδέεται ἄμεσα με τίς ἔννοιες: ἕξις (=ἐθισμός-συνήθεια) καί μεσότητα, μέ ἄλλα λόγια ἡ μέση ὁδός, πού λέμε καί σήμερα.
Ὅπως ὁ Πλάτωνας ἔτσι καί ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τή δικαιοσύνη πρώτη τῶν ἀρετῶν «σπουδαιοτάτη»: «ἡ δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς, ἀλλ᾽ ὅλη ἀρετή ἐστιν, οὐδ᾽ ἡ ἐναντία ἀδικία οὐ μέρος κακίας, ἀλλ᾽ ὅλη κακία»: ἡ δικαιοσύνη δεν εἶναι μέρος τῆς ἀρετῆς, ἀλλά ὅλη ἡ ἀρετή, οὔτε ἡ προσωπική κακία εἶναι μέρος τῆς κακίας, ἀλλά εἶναι ὅλη ἡ κακία.
Ἐδῶ δέν πρόκειται νά ἐξαντλήσουμε τό θέμα γύρω ἀπό τήν ἀρετή, τή σημασία της, καί τή θέση της στή ζωή τῶνἙλλήνων τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος· κλείνουμε τό θέμα ἐπιγραμματικά μέ τό ρητόν: «τῆς ἀρετῆς οὐδέν κτῆμα σεμνότερον οὐδέ βεβαιότερόν ἐστιν», γιά νά δοῦμε τή σημασία της στήν Ἁγία Γραφή καί στούς Πατέρες τῆςἘκκλησίας.

Β´. Ἡ ἀρετή στήν Ἁγία Γραφή

1) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ λέξη Ἀρετή ἀπαντᾶται 16 φορές μέ τη σημασιολογική ἔννοια: δόξα, ἁγιωσύνη, ἕξις, ἐξομολόγησις, μεγαλοπρέπεια, τιμή, ὡραιότης, ἀγαλλίαμα, αἴνεσις, ἔπαινος, καύχημα, ὕμνησις κ.λπ. Ἡ λέξη ἀρετή δέν εἶχε πάντοτε τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τη χρησιμοποιοῦμε σήμερα· ἡ πρωταρχική της σημασία ἐκφράζεται μέ τή λέξη «ἰσχύς» ἤ καί «δύναμις». Μέ τήν ἠθική ἔννοια καί σημασία «ὁ κατ᾽ ἀρετήν βίος ἀποτελεῖ
τό ἰδεῶδες τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς» κατά τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τον Θεό, ἡ ἀποδοχή ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ συγκροτοῦν τήν ἀρετή. Ἡ πίστη στον μόνο ἀληθινό Θεό ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς. Ἡ διασάλευση τῆς ἁρμονίας τῶν σχέσεων Θεοῦ ἀνθρώπου μαρτυρεῖ τήν παρουσία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως στό Θεό ἀποδεικνύει ἀφροσύνη καί τιμωρεῖται ἀπό τό Θεό. Ὅσοι ζοῦν πιστά στό Θεό δικαιώνονται παρά τίς τυχόν ἀντιξοότητες και δοκιμασίες τῆς ζωῆς τους. Γιά τις τέσσερες ἀρετές τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ ἅπαξ στό Η´ Κεφάλαιο τῆς Σοφίας Σολομῶντος, ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἀρετές: «σωφροσύνη, φρόνησις, δικαιοσύνη καί ἀνδρεία» μέ τήν προσθήκη-παρατήρηση ὅτι: «χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις» ἀπό τίς ἀρετές αὐτές.
Ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι πολυσήμαντος στήν Παλαιά Διαθήκη· πολλές φορές ὁ δίκαιος παραλληλίζεται μέ τόν ὅσιο, ἀλλοῦ ὁ δίκαιος θεωρεῖται ὡς ὁ πιστός τοῦ Θεοῦ, πού ζεῖ κατ᾽ ἀρετήν. Στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν χαρακτηρίζεται «ἄμωμος» καί «ἀθῶος». Κάθε προσφορά πρός τό Θεό μέ την ἔν νοια αὐτή τῶν δικαίων εἶναι πάντα εὐπρόσδεκτος ὄχι ὅμως καί ἡ προσ φορά τῶν ἀσεβῶν. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας συνδέει στενότατα τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπιτέλεση ἀρετῶν, πού θεμελιώνονται στή φιλαλληλία, λέγων: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε… μάθετε κα λόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρ φανῷ καί δικαιώσατε χήραν». Κατά τόν Ψαλμωδό στο Ὄρος Κυρίου ἀναβαίνει ὁ «ἀθῶος χερσί καί καθαρός τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβεν ἐπί ματαίῳ τήν ψυχήν αὐτοῦ καί οὐχ ὥμοσεν ἐπί δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ». Σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τονίζεται ἡ πίστη στόν ἕνα καί μόνον ἀληθινό Θεό. Μέ τήν πίστη στό Θεό συνδέεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὑπομονή, ἡ κατά Θεόν σοφία, ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό σύνολον τῶν ἀρετῶν περιέχεται στούς Ψαλμούς. 2) Ἀπό την Παλαιά Διαθήκη περνᾶμε στήν Καινή Διαθήκη, στήν ὁποία ἡ λέξη ἀρετή χρησιμοποιεῖται πέντε φορές. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του μακαρίζει: τους πτωχούς τῷ πνεύματι=αὐτούς πού σέβονται τό Θεό, τούς πραεῖς, τούς πεινῶντας καί διψῶντας την δικαιοσύνην, αὐτούς, πού πεινοῦν καί διψοῦν γιά τό δίκαιο, καί αὐτοί στίς ἡμέρες μας εἶναι πολλοί· τους ἐλεήμονες, τούς καθαρούς τῇ καρδίᾳ. Στήν συνέχεια ὁμιλεῖ γιά την ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, γιά την ἐλεημοσύνη, γιά τήν προσευχή, για τήν ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά τή σταθερή πίστη στο Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρακαλεῖ καί μᾶς προτρέπει: «σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα και ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπαριθμεῖ μερικές ἀπό τίς ἀρετές ὅπως: την πίστη, τήν ἐγκράτεια, τήν ὑπομονή, τήν εὐσέβεια, τήν φιλαδελφία και τήν ἀγάπη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἐπιδιώκουν: «δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα» (Α´ Τιμ. στ´ 11)· χαρακτηριστική εἶναι ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Φιλιππησίους να ἐφαρμόζουν στή ζωή τους: «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος» (Φιλιπ. δ´ 4).
Ἀπό τίς χριστιανικές ἀρετές ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιλέγει και προβάλλει: «τήν πίστιν, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπην» καί θέτει πάνω ἀπό ὅλες τίς ἀρετές τήν Ἀγάπη, ὡς «καινήν ἐντολήν», τῆς ὁποίας τόν ὕμνον συνθέτει στήν Α´ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή. Ὅμως, ἡ θεωρητική γνώση τῶν ἀρετῶν δέν εἶναι ἀρκετή γιά τόν Χριστιανό. Ὁ Κύριος τονίζει τή σημασία τῆς ἐνεργοῦ, τῆς ἐμπράκτου ἀρετῆς: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ἀλλά και αὐτή ἡ ἔμπρακτη ἀρετή δέν ἀρκεῖ ἐάν δέν θεμελιώνεται στήν καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης καί ἐάν δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τήν καθολικότητα, τό ὅλον. Γιατί «ὅστις… τόν νόμον ὅλον τηρή σῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονεν πάν των ἔνοχος». Ἡ θέση αὐτή προϋποθέτει τό ἀδιαίρετο και ἑνιαῖο τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία παρά τις ἐπι μέρους μορφές της, ἀποτελεῖ ἀδιάσπαστη ἑνότητα, ἄνευ χασμάτων καί κηλίδων.
Τοιουτοτρόπως ἔχουμε καί στην Καινή Διαθήκη τήν ἔννοια τοῦ «ἀμώμου» καί γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιθυμεῖ καί προτρέπει οἱ χριστιανοί νά εἶναι «ἅγιοι καί ἄμωμοι κατενώπιον» τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἀγάπῃ» καί «τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι» κατά τον ἀπόστολο Ἰάκωβο.
Πρότυπο τῆς τέλειας χριστιανικῆς ἀρετῆς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας
Κύριος, ὁ ὁποῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», «ὤν
πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καλεῖ τούς Χριστιανούς νά μιμηθοῦν τόν Ἰησοῦ, τό ἴδιο πράττει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
Συμπερασματικά μποροῦμε να ποῦμε ὅτι, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ἡ ἀρετή χωρίς τό Θεό, ἔτσι και στήν Καινή εἶναι ἀκατανόητος ἡ ἀρετή χωρίς Χριστόν, χωρίς τό ζῆν κατά Χριστόν, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος».

Γ´. Ἡ ἀρετή κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπηχοῦν καί ἑρμηνεύουν κατά κανόνα τίς ἀπόψεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί ἀρετῆς. Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο μόνον ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δίδαξε ἁπλῶς καί σαφῶς «περί τοῦ κατ᾽ ἀρετῆς βίου». Προκειμένου να τονίσουν τίς ἐπί μέρους ἀρετές οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρονται στα πρόσωπα, καί στά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς ἤ σέ μάρτυρες και ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους παρουσιάζουν ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος στην ὁμιλία του: «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» λέγει ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου «ἀρετῆς ἔστιν ἔπαινος», γιά νά συμπληρώσει σέ ἄλλο ἔργο του περί ἀρετῆς τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἔχουμε λάβει ἐκ τῶν προτέρων ἀπό τό Θεό τίς δυνάμεις πρός πραγματοποίηση ὅλων τῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐδόθησαν σε ἐμᾶς ἀπό αὐτόν… Καί μέ τίς δυνάμεις αὐτές, ὅταν μέν ἐνεργοῦμε ὀρθῶς καί μέ τόν ἁρμόζοντα τρόπο, ἐπιτυγχάνουμε πλήρως μέ εὐσέβεια τήν ἐνάρετη ζωή. Ὅταν δε κάνουμε κακή χρήση τῆς ἐνέργειας αὐτῶν, παρασυρόμαστε προς τήν ἁμαρτία. Καί αὐτό εἶναι τό σύνορο, τό ὁρόσημο τῆς κακίας, δηλ. ἡ κακή καί ἀντίθετα πρός τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου χρήση ἐκείνων, τά ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό σε ἐμᾶς πρός ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὅπως ἐξάλλου τό σύνορο, τό ὁρόσημο τῆς ἀρετῆς, τήν ὁποία ζητεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἡ σύμφωνα μέ την ἐντολή τοῦ Κυρίου χρήση αὐτῶν ἀπό ἀγαθή συνείδηση».
Συμπερασματικά ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι: ἡ ἀρετή δέν σημαίνει ἄρνηση τῶν διαφόρων ἀγαθῶν, ἀλλά καλή χρήση αὐτῶν· ἀντιθέτως κακία δέν εἶναι ὅτι δεχόμαστε τά διάφορα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό, ἀλλά τό ὅτι κάνουμε κακή χρήση αὐτῶν. Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητής σέ ὁμιλία του γιά «τούς ἁγίους ἀθλητάς τοῦ Σωτῆρος» γράφει: «μιμησώμεθα τόν ἀκατάπαυστον αὐτῶν δρόμον, τήν ζέουσαν προθυμίαν, τῆς ἐγκρα τείας τήν καρτερίαν, τῆς σωφροσύνης τόν ἁγιασμόν, τῆς ὑπομο νῆς τήν γενναιότητα, τῆς μακροθυμίας τήν ἀνοχήν, τῆς συμπαθείας τόν οἶκτον, τῆς πραότητος τό ἀτάραχον, τοῦ ζήλου τήν θερμότητα, τῆς ἀγάπης τό ἀνυπόκριτον, τῆς ταπεινοφροσύνης τό ὕψος, τῆς ἀκτημοσύνης τό ἀπέριττον, τήν ἀνδρείαν, τήν χριστότητα, τήν ἐπιείκειαν».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δεν ἀγνοοῦν τίς ἀπόψεις τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἀρετή· σέ πολλές περιπτώσεις προσλαμβάνουν στούς λόγους καί τίς ἀρετές αὐτές καί τις τιμοῦν· ἐκφράζονται, πολλές φορές, μέ θαυμασμό, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος ἐπαινεῖ τόν Ὅμηρο, γιατί στό νησί τῶν Φαιάκων παρουσιάζει ναυαγό τόν Ὀδυσσέα «ἀρετῇ ἀντί ἱματίων κεκοσμημένον». Ἡ ἑλληνόφωνος Ὀρθόδοξη ἀνατολική θεολογία δέν ἀδίκησε, στό σύνολό της, τήν προσφορά τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀναζήτηση τῆς ἀρετῆς· δέν ἀποδέχθηκε ὅμως καί τίς κατατμήσεις και λογιστικές ὑποδιαιρέσεις αὐτῆς.
Τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς θεωρεῖ βασική ὑποχρέωση κάθε χριστιανοῦ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Πολλές φορές οἱ Πατέρες ἐτόνισαν αὐτή ἤ ἐκείνη τήν ἀρετή ἤ ὑπογράμμισαν τίς προσιδιάζουσες γιά τούς μοναχούς ἀρετές, ὅπως: πτωχεία, παρθενία, ὑπακοή, φιλοπτωχεία και ἐλεημοσύνη καί ἐτέθη πάνω ἀπό ὅλες ἡ ἀγάπη. Τό γεγονός αὐτό δέν ἔχει σχέση μέ τή σχολαστική κα τάτμηση τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἀρετή κατά τούς Πατέρες ἀποτελεῖ ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο πολύπτυχο: «οὐ γάρ ἀρκεῖ μία μόνον ἀρετή παραστῆσαι τῷ Θεῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ
παρρησίας ἡμᾶς, ἀλλά μετά πολλῆς ἡμῖν δεῖ καί ποικίλης καί παντοδαπῆς καί πάσης αὐτῆς» τῆς ἀρε τῆς.
Ἡ «παντελής ἀρετή, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης εἶναι ὁ ἴ διος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κατά τόν Μάρκο τόν Ἐρημίτην «πάσης ἀρε τῆς κατάρχει» (=ὁ Θεός).
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά την ἐξάσκηση τῆς ἀρετῆς κατά τους ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀφ᾽ ἑνός ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καί ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ προαίρεση.

 ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him