Η έννοια της δικαιοσύνης και τα γενικά χαρακτηριστικά της




της
Σταυρούλας Κεσόγλου*



1. α. Εισαγωγικά

Το θέμα της δικαιοσύνης είναι παρόν σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Τα άτομα που βιώνουν την αδικία νιώθουν εκνευρισμό, θυμό, ενώ συχνά οδηγούνται στη ματαίωση και την παραίτηση. Μια πρωταρχική λειτουργία της κρατικής μηχανής είναι για τους παραπάνω λόγους, η διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών. Πολλές κυβερνήσεις και κοινωνικές οργανώσεις μάχονται για τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, που αποτελούν τελικά σημαντική συνιστώσα της πολυπόθητης δημοκρατικής μας διακυβέρνησης.



Η οργανωσιακή δικαιοσύνη, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αναδειχθεί ως ένας μείζων παράγοντας στην οικοδόμηση των στάσεων των εργαζομένων. Αναγνωρίζεται ως ένας συνεκτικός και ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της επαγγελματικής ικανοποίησης, που βρέθηκε ότι μειώνει την εξουθένωση, το επαγγελματικό άγχος και ενισχύει τη δέσμευση των εργαζομένων (Lease, 1998).
Την τελευταία 25ετία, τόσο η θεωρία όσο και η έρευνα σχετικά με τους παράγοντες που επιδρούν στις σχετικές κρίσεις περί δικαιοσύνης, έχουν οδηγήσει στη διάκριση μεταξύ δικαιοσύνης, που αφορά σε διαδικασίες, που χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα (διαδικαστική δικαιοσύνη) και στη δικαιοσύνη, που αφορά σε αμοιβές (Lind & Tyler, 1988, Tribaut & Walker, 1975) .
Είναι φανερό ότι η δικαιοσύνη σχετικά με τις αμοιβές μελετήθηκε πρωταρχικά σε σχέση με θέματα, όπως το εισόδημα καθαυτό, με το εισόδημα των άλλων ή ακόμα και με το επιδιωκόμενο εισόδημα, που ο εργαζόμενος θεωρεί ότι δικαιούται να απολαμβάνει (Folger, 1986).
Από την άλλη πλευρά, η διαδικαστική δικαιοσύνη, αρχικά, μελετήθηκε σε σχέση με διαφορετικές κάθε φορά οπτικές της διαδικασίας, π. χ με την ακρίβεια, τη συνεκτικότητα, την εγκυρότητα με την οποία εφαρμόζονται οι διαδικασίες στο χώρο
της εργασίας (Leventhal, 1980) ή ακόμα και με τον σεβασμό, που εκδηλώνεται στο άτομο, που είναι υποκείμενο σε μια διαδικασία (Smith, & Tyler, 1996).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον θεωρείται το εύρημα, σύμφωνα με το οποίο οι αμοιβές έχουν συνάφεια με τα θέματα των διαδικασιών (Lind & Tyler, 1988, Tribaut & Walker, 1975). Όταν δηλ. μια διαδικασία εκλαμβάνεται ως δίκαιη, τα άτομα προσλαμβάνουν πιο θετικά ένα αποτέλεσμα από ότι όταν η διαδικασία θεωρείται
άδικη. Αυτό το φαινόμενο, που ονομάστηκε ως το φαινόμενο της δίκαιης διαδικασίας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αποδεικνύει ότι οι δίκαιες διαδικασίες πιθανόν ικανοποιούν τα εμπλεκόμενα άτομα, ακόμη και όταν οι αμοιβές δεν είναι δεόντως ικανοποιητικές (Lind & Tyler, 1988). Επομένως, πολλοί ερευνητές δίνουν έμφαση στη διαδικαστική δικαιοσύνη σε σχέση με τη διανεμητική σήμερα, ενώ παλαιότερα ίσχυε το αντίστροφο, καθώς ως καθοριστικός παράγοντας επαγγελματικής ικανοποίησης, κινήτρων και δέσμευσης θεωρούνταν οι αποδοχές του κάθε εργαζομένου. Σήμερα, χωρίς αυτές να υποτιμώνται, δίνεται μια νέα διάσταση, που αφορά στο δίκαιο των διαδικασιών, στο πώς αυτό προσλαμβάνεται και εννοείται από τον κάθε εργαζόμενο και στις εκφάνσεις που περικλείει σε συνάρτηση με το εργασιακό περιβάλλον.
Δεδομένο πλέον θεωρείται ότι η οργανωσιακή δικαιοσύνη στο σύνολό της αφορά σε ένα ευρύ φάσμα οργανωσιακών δραστηριοτήτων από την διαδικασία στράτευσης και πρόσληψης προσωπικού μέχρι τη διαδικασία προαγωγής αλλά και την απομάκρυνσή του εργαζομένου από έναν οργανισμό. Γι΄αυτήν την πολύπλευρη έννοια έχουν γίνει πολλές έρευνες, που έχουν αποδώσει καρπούς στο χώρο εργασίας και έχουν βοηθήσει τόσο τη διοίκηση και την ηγεσία των οργανώσεων όσο και τους ίδιους τους εργαζομένους.
Οι εργαζόμενοι, άλλωστε, είναι υποκείμενα αποφάσεων καθημερινά στην επαγγελματική τους ζωή. Κάποιες από τις αποφάσεις αυτές σχετίζονται με τις αμοιβές, που απολαμβάνουν, κάποιες με τις δραστηριότητες, το έργο, που οφείλουν να φέρουν σε πέρας και κάποιες άλλες με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δρουν.
Οι αποφάσεις αυτές έχουν τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικοσυναισθηματικές συνέπειες, η βαρύτητα των οποίων συχνά εγείρει στο άτομο το ερώτημα: “ Ήταν αυτό δίκαιο;”

1.    β. H έννοια/ αντίληψη του δίκαιου και άδικου

Αυτός που πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με την έννοια και τα κριτήρια, που στοιχειοθετούν την πρόσληψη του άδικου ήταν ο Mikula, ο οποίος το 1993, πρότεινε ένα θεωρητικό μοντέλο, το οποίο αναλύει τα 5 (πέντε) πιο σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν ένα γεγονός ή αποτέλεσμα ως άδικο. Ο Mikula θεωρεί ότι το άτομο αυξάνει την πιθανότητα να αντιληφθεί ένα αποτέλεσμα ως άδικο όσο περισσότερο 1) καταπατώνται τα δικαιώματά του 2) από δράσεις εξωτερικών παραγόντων, δηλ.
ατόμων, οι οποίοι, 3) θα μπορούσαν να έχουν πράξει διαφορετικά αλλά 4) επέλεξαν να πράξουν κατά τον τρόπο αυτό 5) χωρίς σαφή και αποδεκτή αιτιολόγηση της πράξης τους αυτής.
Από την άλλη πλευρά, οι Bies, Greenberg καθώς και οι Sheppard και Lewicki (1987) υιοθέτησαν με τη σειρά τους μια άλλη προσέγγιση στην προσπάθεια τους να αναγνωρίσουν τους παράγοντες εκείνους, που συντονίζουν την πρόσληψη και τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ο Bies ζήτησε από υποψηφίους για πρόσληψη να περιγράψουν τη δίκαιη κατ΄ αυτούς διαδικασία στράτευσης και πρόσληψης των υποψηφίων σε μια θέση εργασίας. Μια ανάλυση περιεχομένου των απαντήσεων των υποψηφίων φανερώνει έντονο ενδιαφέρον για την αλληλεπιδραστική, διαπροσωπική (interactional) δικαιοσύνη. Ο Greenberg με τη σειρά του(1988), ζήτησε από μεσαία στελέχη ενός μεγάλου οργανισμού να ανακαλέσουν στη μνήμη τους γεγονότα δίκαια και άδικα κατ΄ αυτούς. Στην ανάλυση περιεχομένου των απαντήσεων των στελεχών, που ακολούθησε διαφαίνονται δυο διαστάσεις για τη διάκριση και αξιολόγηση του δίκαιου και άδικου: η διαδικαστική και η διανεμητική.
Συνολικά, τα αποτελέσματα των ερευνών τόσο του Mikula όσο και των άλλων ερευνητών, που ασχολήθηκαν με τα κριτήρια, που απαρτίζουν την έννοια της δικαιοσύνης και της αδικίας, ξεχωρίζουν περισσότερο για την ποικιλία τους παρά για τη συνοχή τους, καθώς άλλα δίνουν έμφαση στην έννοια της διανεμητικής, άλλα στην έννοια της διαδικαστικής και άλλα στην έννοια της διαπροσωπικής δικαιοσύνης. Η ποικιλία αυτή οφείλεται κατά βάση στα διαφορετικά περιβάλλοντα, που κάθε φορά αποτέλεσαν τα περιβάλλοντα της έρευνας και στην ώθηση, που αυτά έδιναν στους συμμετέχοντες σχετικά με την πρόσληψη αυτών των εννοιών.

1.γ. Η απάντηση των κοινωνικών επιστημόνων για τη δικαιοσύνη και την αδικία

Από το Σωκράτη μέχρι σήμερα πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι προσπάθησαν να μελετήσουν την έννοια κα το περιεχόμενο της δικαιοσύνης και έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις σχετικά με τα κριτήρια που την απαρτίζουν. Διακρίνονται 3 ευρείες κατηγορίες κριτηρίων για τη δικαιοσύνη, καθεμία από τις οποίες αποτελείται από επιμέρους κριτήρια.
Μια κατηγορία αφορά σε κριτήρια που σχετίζονται με τη διανομή, γι αυτό και θα τα ονομάσουμε διανεμητικά και εστιάζουν στους κανόνες και τις νόρμες, που τα άτομα χρησιμοποιούν προκειμένου να αποφανθούν για το δίκαιο ή το άδικο της διανομής των αμοιβών ή των ποινών, που τους αντιστοιχούν. Εδώ, δεσπόζουν τα κριτήρια ή οι νόρμες της Ευθυδικίας, της Ισότητας και της Ανάγκης.
Η διαδικαστική ομάδα κριτηρίων εστιάζει στις διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες πραγματοποιούνται οι διανομές. Οι Tribaut & Walker υποστηρίζουν ότι οι αποδέκτες της διαδικασίας διανομής επιθυμούν να ασκούν κάποια επιρροή και να έχουν λόγο σε αυτήν, όταν γνωρίζουν ότι αυτή η διαδικασία επηρεάζει τα προσωπικά τους οφέλη.
Η επιθυμία τους αυτή να επηρεάζουν τα μέσα, τα οποία σχετίζονται με τα προσδοκώμενο γι΄ αυτούς αποτελέσματα μεταμορφώνεται σε ένα εργαλειακό κίνητρο. Εν γένει, τόσο οι Tribaut & Walker, όσο και πολλοί άλλοι, όπως οι Lind & Tyler (1988) και ο Leventhal (1980) καθορίζουν αρκετές συνιστώσες της διαδικαστικής πλευράς της δικαιοσύνης και τελικά πολλά κριτήρια γι αυτήν, όπως τα παρακάτω:
1) τήρησης ρητής υπόσχεσης ή συμφωνίας,
2) τήρηση κανόνων ή νορμών
3) πρόσληψη της διαδικασίας διανομής ως δίκαιης
4) συνοχή στις αποφάσεις και ουδετερότητα στη διανομή
5) ευκαιρία έκφρασης γνώμης από τα ενδιαφερόμενα μέρη
6) έλεγχος πάνω στις αποφάσεις, που επηρεάζουν τα αποτελέσματα,
7) ακριβής πληροφόρηση για τη διαδικασία λήψης απόφασης, 8) ευκαιρίες για διόρθωση ή κατάργηση άδικων αποφάσεων.
Σχετικά με τα παραπάνω έχει γίνει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια, ενώ ερευνητές που ασχολήθηκαν με αυτά διέκριναν εκτός από το εργαλειακό κίνητρο των Tribaut & Walker (1975) και ένα άλλο που σχετίζεται με την έννοια της ταυτότητας του ατόμου. Πρόκειται για ένα μοντέλο της αξίας της ομάδας (Lind & Tyler, 1992).
Σύμφωνα με αυτό, οι ομάδες συνήθως προάγουν διαδικασίες που ενισχύουν την ταυτότητα και την αξία τους, ενώ τα άτομα προσέχουν ιδιαίτερα το πώς τους συμπεριφέρονται αυτοί που διαχειρίζονται τις αμοιβές και τις ποινές τους, καθώς αυτές οι συμπεριφορές τους παρέχουν σημαντική πληροφόρηση για την εικόνα τους.
Μια τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει κριτήρια, που αφορούν στις διαπροσωπικές σχέσεις (interpersonal). Αυτά αναφέρονται σε διαστάσεις της διαδικασίας διανομής, που δεν επιδρά άμεσα στα αποτελέσματα αυτά καθαυτά, ούτε τόσο σε συγκεκριμένες διαδικασίες, που οδηγούν στα αποτελέσματα αυτά, αλλά συνοδεύουν τις διαδικασίες (Brewer & Brown, 1998). Διαπροσωπική χροιά στη δικαιοσύνη φαίνεται να εμφανίζεται στην έκταση, που τα παρακάτω συμβαίνουν: 1) το άτομο είναι σεβαστό από αυτούς, που διαχειρίζονται τις διαδικασίες διανομής, 2) το ενδιαφερόμενο άτομο κατανοεί για ποιο λόγο λαμβάνει χώρα ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο και 3) το ενδιαφερόμενο άτομο απολαμβάνει μια τίμια συμπεριφορά στο πρόσωπό του.
1.δ. Χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη δικαιοσύνη από την αδικία

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στα διαφορετικά κριτήρια, που κατά περίπτωση χρησιμοποιούν τα “ανυποψίαστα” άτομα, προκειμένου να αξιολογήσουν μια κατάσταση ή ένα αποτέλεσμα ως δίκαιο ή άδικο. Σε έρευνα του Lupfer και των συνεργατών του, που διεξήχθη το 1998, βρέθηκε ότι η κρίση των συμμετεχόντων σχετικά με τη δικαιοσύνη των αποτελεσμάτων βασιζόταν περισσότερο σε κριτήρια, που αφορούσαν τη διαδικασία παρά σε αυτά που αφορούσαν τη διανομή. Από την άλλη πλευρά, όταν έπρεπε να αξιολογήσουν ένα άδικο αποτέλεσμα οι συμμετέχοντες στηρίζονταν και πάλι σε κριτήρια, που αφορούσαν τις διαδικασίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ενώ αυτά που αφορούσαν τη διανομή και τις διαπροσωπικές σχέσεις αποκτούσαν μεγαλύτερη βαρύτητα. Επίσης, σύμφωνα με τον Messick και τους συνεργάτες του (1985) τα άτομα κωδικοποιούν με διαφορετικό τρόπο τα δίκαια και τα άδικα γεγονότα, που βιώνουν.
Ένα διαφοροποιητικό στοιχείο συνίσταται στο ότι η αδικία είναι πιο εμφανής από τη δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι στα μη δίκαια αποτελέσματα δίνεται μεγαλύτερη προσοχή από ότι στα δίκαια (Kanouse & Hanson, 1972). Μια πιθανή αιτιολόγηση του
φαινομένου πιθανότατα σχετίζεται με το ότι οι αδικίες είναι περισσότερο συνδεδεμένες με την απώλεια, ενώ η δικαιοσύνη με οφέλη και κέρδη. Οι θεωρητικοί της προοπτικής (Kahneman & Tversky,1979) επανειλημμένα διατύπωσαν την άποψη ότι οι απώλειες μετρούν περισσότερο από τα οφέλη και βιώνονται εντονότερα.
Με αφετηρία τα παραπάνω συμπεράσματα, πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι καθώς τα άδικα συμβάντα προάγουν σε μεγαλύτερο βαθμό γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις, πιθανότατα θα οδηγούν και σε προώθηση της δράσης και μεγαλύτερη κινητοποίηση του ατόμου. Αυτήν την άποψη υποστήριξε τόσο ο Adams (1965) όσο και οι Walster και οι συνεργάτες του (1978). Παρόλα αυτά, στην έρευνα των Lupfer
και των συνεργατών του, οι συμμετέχοντες που ένιωσαν ότι αδικούνται, στην πλειοψηφία τους δεν ενεργοποιήθηκαν, δεν ανέλαβαν δράση, προκειμένου να αλλάξουν το άδικο αποτέλεσμα.
Σε σχέση, επιπρόσθετα, με τα εκάστοτε κριτήρια, που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να αξιολογηθεί μια κατάσταση, η ίδια έρευνα έδειξε ότι τα άτομα προτιμούν κριτήρια, που αφορούν τις διαδικασίες σε γενικές γραμμές, αλλά και ειδικά, όταν τα αποτελέσματα έχουν άμεσο αντίκτυπο σε αυτά. Όταν, όμως, πρόκειται να αποτιμήσουν αποτελέσματα άλλων, κάνουν χρήση περισσότερο κριτηρίων διανομής (Barrett-Howard & Tyler, 1986). Αυτός ο διαχωρισμός, πιθανότατα, να οφείλεται στα διαφορετικά κατά συνθήκη κίνητρα, που διέπουν τα άτομα ή που επιδρούν σε αυτά.
Εκτός από τα κίνητρα, η διαφορετική αυτή έμφαση στα κριτήρια περί δικαιοσύνης και αδικίας σχετίζεται και με τα πληροφοριακά δεδομένα. Δηλαδή, το άτομο φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για κίνητρα, που αφορούν στην ταυτότητά του, για εργαλειακά κίνητρα παρά για κίνητρα των άλλων και επομένως ασχολείται περισσότερο με τη διαδικαστική και τη διαπροσωπική πλευρά των αποτελεσμάτων. Είναι, επίσης, εύλογο το άτομο να γνωρίζει τα προσωπικά του κίνητρα, τις δικές του ευκαιρίες, το βαθμό που ελέγχει τα πράγματα και την εκτίμηση, που λαμβάνει κάθε φορά (Deutsch, 1985). Με βάση αυτή τη γνώση και πληροφόρηση, λοιπόν, αξιολογεί τα αποτελέσματά του. Αντίθετα, όταν πρέπει να προβεί σε αξιολογήσεις, που αφορούν τρίτους, δεδομένα που αφορούν τρίτους, τέτοιου είδους διαδικασίες δεν υφίστανται, γι αυτό και το άτομο καταφεύγει σε πιο απτές και αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της δικαιοσύνης ή της αδικίας, που είναι οι αμοιβές και γενικότερα οι όποιου είδους παροχές. Παρακάτω, παρουσιάζονται συνοπτικά δύο θεωρίες, που επισημαίνουν με τον πλέον απλό τρόπο τη σημασία της δικαιοσύνης και τις διεργασίες, που ενεργοποιούνται τόσο για να γίνει αντιληπτή όσο και για να εκτιμηθεί από αυτόν που τη βιώνει.

εκ της μεταπτυχιακής εργασίας αυτής
με τίτλον: «Εργασία στο δημόσιο τομέα: (αντί)παραγωγική πλήξη και (αντι)συστημικές προσδοκίες;»
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Τμήμα Ψυχολογίας
http://hdl.handle.net/123456789/536
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him