ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Διήγημα της
Παρασκευής Χαλκιά



ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνος (βίντεο)




Ένα χρήσιμο βίντεο στα ελληνικά
που μας αφηγείται με κινούμενα σχέδια την αλληγορία
του σπηλαίου των ιδεών του Πλάτωνα
με θέμα την επίδραση της παιδείας και της απαιδευσίας
όσο και του καθήκοντος της διάχυσης της γνώσης...
Ο Πλάτωνας μας καλεί από τα βάθη των αιώνων  να πάψουμε να είμαστε δεσμώτες της άγνοιας,
να μην περιοριζόμαστε σε αντίλαλους, σκιές και είδωλα
αλλά να πάρουμε τον ανηφορικό δρόμο προς το φως της αληθινής γνώσης.

Εικονογράφηση Dick Oden
Μουσική Larry Wolff
Μουσική υπόκρουση Goran Bregovic
Παραγωγή Nick Bosustow & C. S. Wismar
Σκηνοθεσία Sam Weiss
Διανομή Churchill Films
Προσαρμογή στα ελληνικά Παναγιώτης Αθανασόπουλος




Οι διαχρονικές παιδαγωγικές αρχές του Αλέξανδρου Δελμούζου




Του
Στυλιανού Δ. Χαραλαμπίδη
Θεολόγου με Μεταπτυχιακό
Δίπλωμα Ειδίκευσης

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου
-μεταπτυχιακού της εφηρμοσμένης
Παιδαγωγικής του παν/μίου Αθηνών



Ο Αλέξανδρος Δελμούζος θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Το πρότυπο εκπαιδευτικό του όραμα, η κριτική του ενάντια στο δασκαλοκεντρισμό, οι απόψεις του για το «Νέο Σχολείο», αλλά και οι παιδαγωγικές του αρχές που θέτουν τον μαθητή στο κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας είναι μερικά από τα σημεία του έργου του που το καθιστούν διαχρονικό.



Η έννοια του Φιλοσόφου στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη





Δέδε Θεώνη

Άρθρο στον
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΧΩΡΟ




Η εικόνα του φιλοσόφου σκιαγραφείται και από τους ορισμούς που δίνουν οι φιλόσοφοι για τη φιλοσοφία. Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι η γνώση ή η θέαση των αιώνιων και αμετάβλητων ιδεών, ενώ για τον Αριστοτέλη είναι η έρευνα των αιτιών- ο έρωτας προς τη γνώση και η επιδίωξη της σοφίας στη βάση της απορίας και του θαυμασμού[5]. Στη συνέχεια, θα ανατρέξουμε σε αποσπάσματα από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη και θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την εικόνα του φιλοσόφου. Η μελέτη είναι χωρισμένη σε δυο μεγάλες ενότητες και ακολουθούν τα συμπεράσματα, όπου επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση των θέσεων των φιλοσόφων.



Ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου
-μεταπτυχιακού της εφηρμοσμένης
Παιδαγωγικής του παν/μίου Αθηνών



Κατά την μυθολογία στα έγκατα της Αίτνας ευρίσκεται φυλακισμένος ο Τυφώνας, ένα μισαρό τέρας, προσωποποίησις των ηφαιστειακών εκρήξεων και των θυελλών. Ο Τυφώνας μέσα από τα έγκατα της Αίτνας, ξεφυσάει πυκνούς καπνούς και εξαπολύει πύρινα ποτάμια. Το κακό αν και καταχωνιασμένο, απομακρυσμένο από τους ανθρώπους, έχει την δύναμη να κάνη εμφανή την παρουσία του και κατά παραχώρηση Θεού να δοκιμάζη, ενίοτε κι έντονα τους ανθρώπους, οι οποίοι συνεχώς λοξοδρομούν από την οδό του αγαθού.
Ο Στράβωνας περιγράφει την Αίτνα και είναι μια περιγραφή ίδια της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, όταν το κακό ξεχύνεται σ’ αυτούς. Ιδού πως μοιάζει η ζωή όταν το κακό την βρίσκει. «Τα επάνω μέρη του βουνού είναι γυμνά από βλάστηση και καλυμμένα με τέφρα και τον χειμώνα με χιόνι. Το όρος λαμβάνει ποικίλες μορφές κι επίσης λόγω του αλλεπάλληλου εκσφενδονισμού φλογών καπνού και πυρακτωμένων μαζών μέσα από τα έγκατα του βουνού». Όταν το κακό βρίσκει τους ανθρώπους και το σκότος εξαπλώνεται παντού, η στάχτη, ο καπνός και η φωτιά καίει τα πάντα στην ζωή τους, μερικοί αντέχουν την δοκιμασία, ενώ άλλοι όχι. Είναι η περίοδος εκείνη που πολλές στ’ αλήθεια απόψεις, ιδέες και στάσεις ζωής διαμορφώνονται, ανάλογα με τις αξιακές δομές του καθενός.
Αυτές τις αξιακές δομές, την συγκρότησιν των ατόμων με αέναες, κλασσικές αξίες, έχουν αποστολή οι δάσκαλοι να εμφυτεύσουν στα νέα μέλη της κοινωνίας. Δια τούτο πασχίζουν δια πολλά έτη, όταν και η πολιτεία τους έχει αναθέσει τούτο το καθήκον. Αξίες που δύνανται να χαλυβδώσουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου και να τον προσανατολίσουν προς την διαρκήν ενατένιση του αγαθού, πράγμα που τους επιτρέπει σε χαλεπούς καιρούς και κινδύνους και εις περιστάσεις όπου το κακό κυριαρχεί ανηλεώς, να αντέχουν την δοκιμασία και να μην μετατρέπωνται σε τέρατα, πλάσματα του σκότους και αυτοί, αλλά να διατηρούν την ανθρωπιά τους. Λένε οι δάσκαλοι φερ’ ειπείν στα παιδιά λόγια σαν αυτά: «να σέβεσαι τους γονείς σου», «ό,τι προσφέρεις σ’ αυτούς τα ίδια να περιμένεις και σύ από τα παιδιά σου» ή «είναι δυστυχισμένο παιδί όποιο δεν ανταποδίδει στους γονείς του την πιο καλή συμπεριφορά»
Κι όμως βλέπει το σύγχρονο παιδί γέροντες να πεινούν και να ελεεινολογούν εαυτούς από τηλεοράσεως, να μην έχουν να λάβουν τα φάρμακά των, να διαδηλώνουν για μια αξιοπρέπεια και να τους μεταχειρίζονται οι δυνάμεις του καθεστώτος σαν αλήτες. Άνθρωποι που για πολλά χρόνια δούλεψαν για ένα κομμάτι ψωμί και τους απομύζησαν την ψυχή των, τον κόπο και τον ιδρώτα των, που εστερέωσαν το σήμερα με την δούλεψή τους και την πνοή τους. Και την ίδια στιγμή βλέπει το παιδί νέους να διασκεδάζουν μέχρι πρωίας, να πίνουν, να μεθούν κι άλλους, συζύγους πολιτικών, να κάμνουν τις βόλτες τους σε σαλέ της Ελβετίας, να αγοράζουν έπιπλα εκατομμυρίων, να κυκλοφορούν με λαμπρά αυτοκίνητα και να ζούν σε υπερσύγχρονα παλάτια.
Ο ρήτορας Λυκούργος παρεμβάλλει σε κάποιον λόγο του μια μυθική παράδοση προκειμένου να υπογραμμίση τον σεβασμό και την στοργή που πρέπει να τρέφουν τα παιδιά προς τους γονείς τους ιδίως μάλιστα όταν αυτοί είναι ανήμποροι και υπερήλικες.
«Λένε λοιπόν ότι στην Σικελία», λέγει στον λόγο του κατά Λεωκράτους, (Κατά Λεωκράτους, 95-96) «δημιουργήθηκε από την Αίτνα χείμαρρος φωτιάς και λένε ότι αυτός κατευθυνόταν προς κάποια πόλη απ’ όσες εκεί κατοικούνταν. Και λένε ότι όλοι οι άλλοι ώρμησαν να φύγουν να σωθούν, αναζητώντας την σωτηρία τους, ένας όμως από τους νεώτερους επειδή έβλεπε ότι ο πατέρας του ήταν πολύ ηλικιωμένος και δεν μπορούσε να φύγη, αλλά ότι κινδύνευει να αποκλειστή, πως αφού τον σήκωσε στους ώμους του τον μετέφερε. Επειδή όμως προστέθηκε φορτίο πάνω του κι αυτός αποκλείστηκε»
Και παρόλο που όλα ήταν δυσοίωνα για τον πάγκαλο αυτόν νέο, θέλετε να μάθετε την κατάληξιν; Μάθετε λοιπόν ότι η λάβα δεν τον άγγιξε, γιατί παρενέβη το θείο και τον έσωσε. Όλοι οι άλλοι που εγκατέλειψαν όμως τους γονείς τους αφανίστηκαν από τον πύρινο κλοιό. Τα λόγια του Λυκούργου έχουν αξία…. « στο σημείο αυτό, αξίζει να προσέξωμε την θεία δύναμη, ότι δηλαδή δείχνει ευνοϊκή διάθεσιν προς τους ενάρετους ανθρώπους. Λένε δηλαδή ότι η ροή της φωτιάς έγινε κυκλική σ’ εκείνο το μέρος κι ότι σώθηκαν μόνον αυτοί, δηλαδή γιός και πατέρας, από τους οποίους και το μέρος αυτό ακόμη και τώρα, ονομάζεται τόπος των ευσεβών. Και λένε ότι όσοι έφυγαν γρήγορα και εγκατέλειψαν τους γονείς τους, όλοι ανεξαιρέτως πέθαναν».
Η τραγική μοίρα όσων τρέχουν να γλυτώσουν την ζωή τους, να την διασκεδάσουν, αδιαφορώντας για τους ηλικιωμένους γεννήτορές τους, δείχνει ότι το θείο παρακολουθεί άγρυπνα τις πράξεις των ανθρώπων κι ενώ επιβραβεύει τις ενάρετες και δίκαιες, αντίθετα τιμωρεί σκληρά όσες δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες της αρετής.
Πιστεύει κανείς αλήθεια ότι ως κοινωνία έχομεν ευοίωνο μέλλον, αφήνοντας την αδικία να πλήττη τους γεννήτορές μας και εμείς αδιάφορα και παγερά να την παρατηρούμε και να κοιτάμε τις ζωές μας; Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι οι κυβερνώντες δεν καταστρατηγούν με τις πράξεις τους αυτές ό,τι από τα πιο όμορφα διδάγματα, ύψιστη αξία και αρετή, αυτήν την τιμή προς τους ηλικιωμένους, προσπαθούμε εμείς να διδάξωμε στα παιδιά μας; Ή ποιος αλήθεια πιστεύει ότι η τιμωρία του θείου η σκληρή, είναι μακρυά από εμάς, αφού είναι διαπιστωμένο από τους πάντες ότι τα μάτια της δικαιοσύνης παρακολουθούν τα πάντα; Ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν, στο όνομα του ελληνικού λαού, με τις πράξεις τους να κατακρημνίσουν βαθμιαίως όλες τις αξίες που έχουν ριζωθεί στην πεμπτουσία της ψυχής του ελληνικού έθνους από την γέννησίν του κιόλας;
Θα αφεθώμε στ’ αλήθεια να μας τιμωρήση η θεία δίκη, επειδή αφήσαμε την αδικία να κατακυριεύση το πάν δίπλα μας;







Τα θέματα της έκθεσης ιδεών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις


Τα θέματα της έκθεσης ιδεών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις (1983-2001). Δοκιμάζοντας τη γκραμσιανή έννοια του κοινού νου.

της
Μαρίνας Κόντη

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Ο άρχοντας της Παλίς (Le seigneur de la Palice) ήταν ένας Γάλλος στρατηγός που σκοτώθηκε στον πόλεμο της Παβίας το 1525. Οι στρατιώτες του συνέθεσαν ένα τραγούδι προς τιμήν του με τα ακόλουθα λόγια: “ένα τέταρτο πριν πεθάνει ζούσε ακόμα...”. Η Παλισιανή αλήθεια έγινε έτσι κοινή έκφραση για να δηλώσει την αυταπόδεικτη αλήθεια η οποία είναι τόσο πρόδηλη που δεν χρειάζεται καν να επισημανθεί.

Εισαγωγή
Το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας ευρύτερης ερευνητικής εργασίας στην οποία είχαν μελετηθεί τα θέματα της έκθεσης ιδεών που δόθηκαν στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο από το 1983, χρονιά που εισάγονται οι Δέσμες στο Λύκειο, μέχρι το 2001, χρονιά που επισήμως πλέον καταργούνται και οι υποψήφιοι εισάγονται με το νέο σύστημα.
Θα αναφερθούμε στα κεντρικότερα σημεία που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάλυσης και θα επικεντρωθούμε στην έννοια του κοινού νού, γκραμσιανής προέλευσης, δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα παρμένα από τα ζητήματα που τέθηκαν στους υποψηφίους αυτά τα χρόνια.
Η έκθεση ιδεών, και από το 1992 «Έκφραση-Έκθεση», είναι το μόνο μάθημα που διαπερνά όλο το εκπαιδευτικό σύστημα ξεκινώντας από το Δημοτικό και καταλήγοντας στο Λύκειο, το μόνο μάθημα που διαπερνά όλες τις δέσμες ή τους θεματικούς κύκλους κρίνοντας την επιτυχία των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν (λεκτικούς, εννοιολογικούς, αξιακούς) για να μεταφερθεί στους αποδέκτες η ιδεολογία του κοινού νου. Κυρίαρχο ερώτημα είναι πώς ο τρόπος διατύπωσης των θεμάτων γίνεται πεδίο αναπαραγωγής των κοινών παραδοχών, ελαχιστοποιώντας τη δυνατότητα κριτικής παρέμβασης και απομακρύνοντας στρατηγικούς διδακτικούς στόχους όπως η πρωτοτυπία, η δημιουργικότητα και η φαντασία, στόχοι οι οποίοι
υπογραμμίζονται στη στοχοθεσία του μαθήματος στα –κατά καιρούς- αναλυτικά προγράμματα.

1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Πώς ορίζεται όμως ο κοινός νους2; Το ζήτημα του κοινού νου είναι από τα μεγάλα ζητήματα που ο Γκράμσι, ήδη από το 1929, (από την εποχή των Τετραδίων της φυλακής) προσπαθεί να διερευνήσει. Ξεφεύγει από τις φιλοσοφικές καταβολές του όρου και τον μετασχηματίζει ριζικά εισάγοντας την έννοια στην πολιτική συζήτηση.
Σκοπός του η ανάδειξή της σε λειτουργική κατηγορία της πολιτικής δράσης και ερμηνευτική της κοινωνικής πραγματικότητας. Μια από τις ωριμότερες διατυπώσεις βρίσκεται στο Τετράδιο 24 (1934): «Κάθε κοινωνικό στρώμα έχει τον κοινό του νου και τις κοινές του παραδοχές ορθοφροσύνης που είναι τελικά η πιο διαδεδομένη αντίληψη της ζωής και του ανθρώπου. Κάθε φιλοσοφικό ρεύμα αφήνει ένα υπόστρωμα κοινού νου. Τούτο αποτελεί και την απόδειξη της ιστορικής του αποτελεσματικότητας. Ο “κοινός νους” δεν είναι κάτι άκαμπτο και ακίνητο αλλά τροποποιείται συνεχώς, πλουτίζεται από επιστημονικές γνώσεις και από φιλοσοφικές γνώμες που εισάγονται στα ήθη. Ο κοινός νους είναι το φολκλόρ της φιλοσοφίας και βρίσκεται πάντοτε μεταξύ του αληθινού, του πραγματικού φολκλόρ (όπως αυτό γίνεται κοινά κατανοητό) και της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της οικονομίας των επιστημόνων».
Η λειτουργικότητα της έννοιας αποδεικνύεται δραστική όταν εφαρμόζεται στην πολιτική επαναστατική δράση. Μια νέα αντίληψη μπορεί να είναι αποτελεσματική καθόσον μπορεί να τροποποιήσει τη «μέση γνώμη» μιας κοινωνίας δημιουργώντας νέους κοινούς τόπους. Σε άλλο σημείο ο Γκράμσι αναφέρει: «Δεν σημαίνει ότι δεν περιέχει αλήθειες [ο κοινός νους] αλλά είναι μια έννοια διφορούμενη, αντιφατική,
πολυδιάστατη. Το να αναφερόμαστε σε αυτή σαν να είναι η λυδία λίθος της αλήθειας δεν έχει νόημα. Μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι μια συγκεκριμένη αλήθεια έγινε αλήθεια του κοινού νου για να δειχθεί ότι διαδόθηκε πέρα από τα όρια της τάξης των διανοούμενων».
Ο Γκράμσι δεν ταυτίζει τον κοινό νου με την αλήθεια· το αντίθετο. Υπογραμμίζει τη σχετικότητα της έννοιας, η οποία εξαρτάται όχι μόνον από τη διαχρονικότητα (αυτό που ήταν κοινός νους χθες, σήμερα δεν είναι) αλλά και από τη συγχρονικότητα (τάξεις, κοινωνικές ομάδες), αναδεικνύοντας και τη λειτουργική της διάσταση, αφού μπορεί να αποβεί αποτελεσματική στη μεταβολή της «μέσης γνώμης» μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, να έχει δηλαδή και τροποποιητική διάσταση· κάτι, βέβαια, που το συνδέει με την έννοια της ηγεμονίας.
Στον ορισμό του Γκράμσι διαπιστώνεται ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Ο κοινός νους έχει κυρίως δύο διαστάσεις: μία, ας πούμε, συντηρητική, μη κριτική, που συνδυάζεται με τη έννοια του φολκλόρ και μια λειτουργική, ας την ονομάσουμε κριτική, αφού, όπως αναφέρει, «πλουτίζεται από επιστημονικές γνώσεις» και μπορεί να γίνει μια «νέα αντίληψη» η οποία θα είναι αποτελεσματική αφού έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τη μέση γνώμη της κοινωνίας. Ακόμα και εκείνος, δηλαδή, που θα κάνει κριτική στους υπάρχοντες κοινούς τόπους λειτουργεί με τον κοινό νου και δημιουργεί, μέσα από διαφορετικού τύπου συζεύξεις και ανατροπές, διαφορετικού τύπου συνδέσεις εννοιών, δηλαδή έναν νέο κοινό τόπο. Το ζήτημα δεν είναι, κατά τον Γκράμσι, η απαξίωση του κοινού νου αλλά η ανάδειξη του πολυδιάστατου της έννοιας και η αξιοποίηση της «κριτικής» λειτουργίας με στόχο τη δημιουργία νέων τόπων οι οποίοι εφαρμοζόμενοι μπορούν να οδηγήσουν στην επαναστατική δράση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κοινός νους, υπ’ αυτή την έννοια, εμφανίζεται ως η δυνατότητα να ασκηθεί κριτική στους κοινούς τόπους.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα του μαθήματος της Έκθεσης, κοινός στόχος και επαναλαμβανόμενο μοτίβο του νέου και παλαιού συστήματος ήταν η ανάπτυξη της κριτικής στάσης και δημιουργικής ικανότητας των μαθητών και μαθητριών. Στην πράξη, το μάθημα της Έκθεσης, αποτέλεσε το εργαστήριο του κοινού νου, εκεί δηλαδή που σμιλεύεται και αναπαράγεται το αυτονόητο, οι κοινές παραδοχές, το «φολκλόρ της φιλοσοφίας». Ο μαθητής διδάσκεται συστηματικά στο εργαστήριο αυτό, όχι μόνο τη γλώσσα και τις συντακτικές δομές της αλλά το σπουδαιότερο: διδάσκεται συστήματα πεποιθήσεων (τόπους) και κανονιστικές αρχές οι οποίες αργότερα θα λειτουργήσουν ως εργαλεία ανάλυσης της πραγματικότητας.

2. Ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο
Η χρονική περίοδος που εξετάζεται, όπως προαναφέρθηκε, κινείται μεταξύ του 1983 και του 2001. Σ’ αυτό το αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα βρίσκεται υπό την κυριαρχία «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ, που από το 1981 κατέχει την εξουσία, προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Με ένα διάλειμμα δύο ετών, από το 1990-1992 (όπου την κυβέρνηση παίρνει η Νέα Δημοκρατία), το ΠΑΣΟΚ διαχειρίζεται την εξουσία. Η πολιτική συγκυρία οπωσδήποτε επηρεάζει και το εκπαιδευτικό σύστημα. Το σημαντικότερο στοιχείο που προβάλλει έντονα –και που ενδιαφέρει στην ανάλυση- ήταν η ιδεολογία που προώθησε το κόμμα αυτό προτού αποκτήσει εκσυγχρονιστικό μανδύα. Ο λαϊκισμός, ως ιδεολογία, χαρακτήρισε τις πολιτικές επιλογές σε όλα τα επίπεδα. «[…] Η λειτουργία του αυτονόητου ή της κοινής παραδοχής, εξασφαλίζει στη λαϊκιστική εξουσία τα πρόσημα προοδευτικότητας [...] και συνάμα το χαρακτήρα γενικής εκπροσώπησης όλου του λαού».
Η συμμετοχή των νέων σε τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας, το θέμα της έκθεσης το 1983, ταίριαζε με τη θεσμοθέτηση των 15μελών συμβουλίων στη Β’θμια εκπαίδευση, η επισήμανση της σπουδαιότητας της διατήρησης της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς [1987]6, όπως και η διαπίστωση των δεινών που φέρνει η αποξένωση [1984], η απώλεια της ανθρωπιάς [1993], των ιδανικών [1992] κ.λπ. ήταν ορισμένα από τα θέματα που αναδείκνυαν αυτή την ιδεολογία.
Μετά το 1994-95 αρχίζει ελάχιστα να διαφοροποιείται το σκηνικό. Ο κοινός νους εξάλλου, όπως είδαμε, αλλάζει με τις ιστορικοπολιτικές συγκυρίες. Τα θέματα μοιάζουν περισσότερο «προοδευτικά» και εκσυγχρονιστικά. Γίνεται λόγος για την αλλοτρίωση που υφίσταται ο άνθρωπος στην παραγωγική διαδικασία, για την παιδική εργασία, για τα πλεονεκτήματα των νέων τεχνολογιών, για την ανάγκη διαλόγου και ελεύθερης επικοινωνίας των λαών. Επί της ουσίας, όμως, τίποτα δεν αλλάζει.

3. Η αυθαιρεσία του γενικού και αφηρημένου. Το εμπόδιο της γενίκευσης
«Η χρήση της γλώσσας δεν είναι ουδέτερη, «αξιακά ελεύθερη» (value free), αλλά σχηματίζεται από ένα μωσαϊκό πολιτισμικών δεδομένων, πολιτικών πεποιθήσεων και θεσμικών πρακτικών». Η χρησιμοποίηση της παθητικής και μέσης φωνής, που αποκρύπτει το φορέα της δράσης, τα αφηρημένα ουσιαστικά, η θέση του υποκειμένου στην πρόταση είναι μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν γλωσσικά τα θέματα. Αν αναλυθούν συντακτικά οι προτάσεις, προκύπτει ότι πίσω από το αφηρημένο γ’ πρόσωπο, πίσω από τη χρησιμοποίηση της παθητικής φωνής, το δρών υποκείμενο είναι βέβαια ο άνθρωπος· όμως, γενικά και αφηρημένα. Ενδεικτικές εκφράσεις που δηλώνουν την έλλειψη ή απόκρυψη του υποκειμένου της πράξης είναι οι ακόλουθες: «Στις μέρες μας αναγνωρίζεται», «παρατηρείται ή παρατηρήθηκε εκμετάλλευση», «η ιστορία ενδιαφέρεται», «μεταχειρίζονται (κάποιοι) τα ανθρώπινα όντα», «προβάλλονται πρότυπα». Ποιοί αναγνωρίζουν; Ποιοί μεταχειρίζονται ή
εκμεταλλεύονται; Η ιστορία δεν ενδιαφέρεται· οι άνθρωποι ενδιαφέρονται. Οι άνθρωποι βρίσκονται πίσω από όλα τα τριτοπρόσωπα ρήματα· όμως η απορία συνεχίζεται. Ποιοι άνθρωποι εκμεταλλεύονται; Όχι, μάλλον, οι άνθρωποι που ανήκουν σε χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα… Ας αναφέρουμε το παράδειγμα του θέματος του 1997, παράδειγμα αοριστολογίας κι ας είναι απόσπασμα από λόγια του Τσόμσκι.
1997
4η Δέσμη
«Δεν υπάρχει πια καμιά κοινωνική αναγκαιότητα να μεταχειρίζονται (κάποιοι) τα ανθρώπινα όντα ως μηχανικά στοιχεία στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό μπορούμε να το υπερβούμε και πρέπει να το υπερβούμε με μια κοινωνία ελευθερίας και ελεύθερης επικοινωνίας, στην οποία η δημιουργική παρόρμηση, που εγώ θεωρώ εγγενή στην ανθρώπινη φύση, θα μπορεί αληθινά να πραγματώσει τον εαυτό της με όποιον τρόπο θελήσει» (απόσπασμα συζήτησης του Νόαμ Τσόμσκι με τον Μισέλ Φουκό) .

Προφανώς οι καπιταλιστές είναι αυτοί οι «κάποιοι» που εκμεταλλεύονται «τα ανθρώπινα όντα» [sic] στην παραγωγική διαδικασία και προφανώς οι ίδιοι εκμεταλλεύονταν και τα παιδιά «τον αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης» [1996].
Σε όλα τα θέματα που εξετάσαμε είναι παρούσες γενικευτικές κατηγορίες. Γίνεται λόγος για την κοινωνία που κάνει αυτό ή το άλλο, για τον άνθρωπο, για την ιστορία.
Δεν γίνεται σαφές για ποια κοινωνία μιλάμε, για ποιους ανθρώπους. Η κοινωνία, όρος γενικός και αφηρημένος ή οι κοινωνικές ομάδες και το κοινωνικό σύνολο είναι ένας τρόπος επικάλυψης ή αποσιώπησης των ταξικών διαχωρισμών. Πουθενά, δεν γίνεται λόγος για κοινωνικές τάξεις. Πουθενά, δεν γίνεται λόγος για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής ούτε καν στο θέμα που θα μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση που ονοματιζόταν ο φορέας της δράσης, πολλοί θα ήταν εκείνοι που θα διαφωνούσαν.
Όλοι θα συμφωνούσαμε δηλαδή ότι οι άνθρωποι αλλοτριώνονται μέσα σε διαδικασίες από τις οποίες έχει αφαιρεθεί το δημιουργικό μέρος. Όλοι θα συμφωνούσαμε στην αξία της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού. Το ποιοι όμως εκμεταλλεύονται τους άλλους, ποιοι καταστρέφουν το περιβάλλον, πώς προκύπτει να είναι ο πολιτισμός και η τεχνολογία αιτία να χάνουν οι άνθρωποι την ανθρωπιά τους, δεν θίγεται καθόλου.
Το εμπόδιο της γενίκευσης που χαρακτηρίζει και τα θέματα της έκθεσης,
παρεμποδίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης. Ο Γκαστόν Μπασελάρ αναφέρει: «Τίποτα δεν καθυστέρησε την πρόοδο της επιστημονικής γνώσης τόσο πολύ όσο η εσφαλμένη διδαχή του γενικού, που κυριαρχούσε από τον Αριστοτέλη μέχρι και τον Βacon και που για πολλά πνεύματα εξακολουθεί να αποτελεί μια θεμελιώδη γνωστική διδαχή»9, αυτά δηλαδή που ονόμασε επιστημολογικά εμπόδια.
Αν κάνουμε έναν παραλληλισμό της θεωρίας των επιστημολογικών εμποδίων του Μπασελάρ με αυτό που συμβαίνει στα θέματα των εκθέσεων, βλέπουμε ότι η χρήση γενικευτικών κατηγοριών, όπως ο άνθρωπος ή η κοινωνία, η ιστορία ή η ανθρωπότητα, λειτουργούν ως να ήταν κοινωνικοί νόμοι, όπως ακριβώς λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι, και επέχουν θέση ορισμού: π.χ οι νέοι είναι αγνοί, η κοινωνία πρέπει να βαδίσει προς την πρόοδο, ο καλλιεργημένος άνθρωπος προσφέρει αρωγή
στους συνανθρώπους του [1985]. Η τάση λοιπόν αυτή να γίνεται αναφορά γενικά στην κοινωνία ή στα άτομα ή στην ανθρωπότητα ή στους λαούς και τα κράτη παρεμποδίζει την ανάπτυξη της σκέψης προάγοντας πνευματική οκνηρία, κατά Μπασελάρ.

4. Παράδειγμα ενσωμάτωσης του κοινού νου
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παρουσιάζονται ζητήματα που αναφέρονται στους νέους, στην παράδοση, τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και την εθνική ταυτότητα, θέματα που ασχολούνται με τον πολιτισμό, με την τεχνολογία και τις νέες μορφές πληροφόρησης, θέματα που θίγουν κοινωνικά προβλήματα, όπως τα ναρκωτικά, τα αδιέξοδα της τρίτης ηλικίας, την έκπτωση του αθλητικού ιδεώδους, την παιδική εργασία.
Σε αυτό το σημείο θα αναφερθώ σε ένα μόνον παράδειγμα χαρακτηριστικό, θεωρώ, της ιδεολογίας του κοινού νου. Επιλέγω τη θεματική κατηγορία Νέοι/νεότητα.
Ξεκινώ από το θέμα του 1988:
ΝΕΟΙ
1988
«Είναι μέσα στη φύση των νέων10, στην αδιάφθαρτή τους αγνότητα, να πιστεύουν στο τέλειο και, όταν βλέπουν τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα των μεγαλύτερών τους, να πιστεύουν πως αυτοί, όταν κάποτε πάρουν τη δύναμη στα χέρια τους, θα ξεριζώσουν την κάθε κακία και θα πλάσουν έναν κόσμο δίχως καμιά ατέλεια και αδικία».
Α) Να διατυπώσετε τις απόψεις σας για τις θέσεις που περιέχονται στο
απόσπασμα αυτό.
Β) Νομίζετε ότι οι νέοι σήμερα έχουν τη διάθεση και τη δυνατότητα να
συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός καλύτερου κόσμου;

Κρατώντας ως δεδομένο ότι οι νέοι είναι φύσει αγνοί, συνεχίζω με το θέμα του 1992.
1992
1η, 2η και 3η Δέσμη
Στην κοινωνία μας υπάρχουν ή προβάλλονται διάφορα πρότυπα. Οι σημερινοί νέοι έχουν ανάγκη από αυτά και ποια ανταποκρίνονται στα ιδανικά τους;

Κρατώντας ως δεδομένο ότι οι νέοι έχουν ιδανικά, συνεχίζω με το θέμα του 1997.
1997
1η, 2η και 3η Δέσμη
Ένας μαθητής, μέλος της Βουλής των Εφήβων, στην προχθεσινή αγόρευσή του είπε και το εξής: «... και αν η σημερινή κοινωνία επιβάλλει το συντηρητισμό, εμάς θα μας επιτρέψετε να ονειρευόμαστε».
Σ’ αυτή τη φράση υπάρχει μια διαπίστωση, η επιβολή του συντηρητισμού από την κοινωνία, και ένα αντίπαλο δέος, το όνειρο. Ποιος είναι ο ρόλος σας σε μια τέτοια κοινωνία; Νομίζετε ότι τα όνειρα σας μπορούν να δράσουν επαναστατικά απέναντι σ’ αυτή την επιβολή;

Το θέμα του 1988 ήταν απόσπασμα από το βιβλίο του Ι.Θ. Κακριδή, Χαιρετισμός στους νέους φοιτητές, (1957).

«Είναι μέσα στη φύση τους[...]στην αγνότητά τους να πιστεύουν στο τέλειο[...]πως αυτοί θα ξεριζώσουν την κάθε κακία».
Οι νέοι, φύσει αγνοί, χωρίς ελαττώματα και αδυναμίες, στοιχεία που διαθέτουν οι ενήλικες, μπορούν να συμβάλουν στην καλυτέρευση του κόσμου. Το θέμα υπαινίσσεται βέβαια ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι δίκαιος και καλός, οπότε οι νέοι είναι η ελπίδα για την καλυτέρευσή του. Όπλο η αγνή, καλή φύση τους που δεν έχει ακόμα αλλοτριωθεί.
Αφού οι νέοι, ως μη αλλοτριωμένοι, έχουν ιδανικά, πρέπει να επιλέγουν τα πρότυπα που προσιδιάζουν στα ιδανικά τους. Πέντε χρόνια αργότερα από τα ιδανικά των νέων και περίπου μια δεκαετία μετά από το απόσπασμα περί της έμφυτης καλοσύνης τους, εμφανίζεται, το 1997, ένας μαθητής στη Βουλή των Εφήβων να γίνεται ο φορέας της κοινής παραδοχής, ότι δηλαδή οι νέοι ως μη αλλοτριωμένα άτομα και αδιάφθαρτα διαθέτουν το όνειρο ως όπλο ενάντια στην επιβολή του συντηρητισμού. Ο έφηβος αυτός και μαζί του, βεβαίως, χιλιάδες έφηβοι-υποψήφιοι που θα συμφωνήσουν, έχει πλήρως ενσωματώσει την ιδεολογία του κοινού νου. Οι νέοι, μέσα από τη φωνή του μαθητή στη Βουλή των Εφήβων, παρουσιάζονται ως ονειροπόλοι οι οποίοι θέλουν να αντισταθούν στην επιβολή του συντηρητισμού που επιβάλλεται. Το ιδανικό, το όνειρο θα μπορούσε «να δράσει επαναστατικά»;, ρωτούνται οι υποψήφιοι. Βεβαίως, οι μαθητές θα συμφωνούσαν με αυτή την ερώτηση. Αφού είναι προφανές, τόσο προφανές όσο η Παλισιανή αλήθεια
στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή της εισήγησης, ότι οι νέοι, ως φύσει αγνοί και με ιδανικά, μπορούν να κάνουν ρηξικέλευθες τομές και να δράσουν ακόμα και επαναστατικά με σκοπό το ξερίζωμα του κοινωνικού συντηρητισμού.
Ας ξαναθυμηθούμε: η ιδεολογία του κοινού νου έχει και τροποποιητική διάσταση· εμπλουτίζεται, γίνεται ένας άλλος κοινός νούς και μπορεί να συμβάλει στην επαναστατική δράση. Αυτοί οι νέοι, του 1997, θα έλεγα και οι σημερινοί, αληθινά, θα θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα των προηγούμενων γενεών, ίσως σήμερα όχι με μόνο όπλο το όνειρο…

5. Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΤΩΝ
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Σκεφτόμαστε με ιδέες. Οι ιδέες αυτές μπορεί να είναι λανθασμένες, συχνά ψευδείς ή κενές. Όλοι οι άνθρωποι δρουν με έννοιες του κοινού νου και είναι την ίδια στιγμή υποψιασμένοι ότι αυτές μπορεί να είναι γνωστικά ανεπαρκείς.
Παρ’όλα αυτά, μέσα από τα θέματα παρουσιάζονται συχνά οι φορείς των ιδεών αυτών να είναι έγκριτοι άνθρωποι των γραμμάτων· παρουσιάζονται αποσπάσματα από λόγους σημαντικών ιστορικών προσώπων όπως του στρατηγού Μακρυγιάννη ή κομμάτια δοκιμιακού λόγου όπως των Α. Σαμαράκη, Γ. Γραμματικάκη, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, άλλες φορές –παλαιότερα- του Κ. Τσάτσου και του Παπανούτσου, ή σχετικά πρόσφατα του Τσόμσκυ και του Φουκώ (για να συνάδει με το προοδευτικό κλίμα της εποχής και τη «μόδα» των καιρών). Αξίζει να σημειωθεί ότι πουθενά, σε κανένα απόσπασμα, τα δεκαοκτώ αυτά χρόνια, δεν παρουσιάζεται γυναίκα συγγραφέας.
Εύκολο, βεβαίως, να υπάρξει συναίνεση και αναπαραγωγή από τον μέσο άνθρωπο –πόσο μάλλον από τους μαθητές- της άποψης που εκφράζεται από τα χείλη καταξιωμένων ανθρώπων. Σαν να θυμίζουν γνώμη ειδικού παθολόγου. Θα αντιστεκόταν ο οποιοσδήποτε -μη ειδήμων- στη γνώμη αυτή; Όταν μιλούν οι αυθεντίες, οι υποψήφιοι θα κάνουν καλά να συμφωνήσουν· ειδάλλως, η μάστιγα του κακού βαθμού παραμονεύει επικίνδυνα.

6. ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Τα θέματα ακολουθούν το τρίπτυχο εμπειρία-δεοντολογία-προσταγή11 ώστε το ζήτημα να εμφανιστεί ως πρόταση κρίσεως που επιδέχεται απόδειξη. Ακόμα και αν δεν είναι κατά τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, πρέπει να αναχθεί σε τύπο προτάσεων αξιολογικής κρίσης. Για παράδειγμα, πίσω από την προσταγή «γνώρισε τον εαυτό σου» υπάρχει η επιταγή ότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του. Πίσω από τη δεοντολογία υπάρχει, κρύβεται μια διασταυρωμένη εμπειρία· δηλαδή «ο σωστός άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του». Έτσι περιγράφεται το τριώνυμο εμπειρία-δεοντολογία-προσταγή που χαρακτηρίζει τη δομή των θεμάτων. Το σχήμα οργάνωσης που λειτουργεί και ως συντακτική αρχή οργάνωσης του νοήματος παίρνει έτσι τη μορφή Θέση-Ερώτηση. Παραλείπεται ο κρίκος της αντίθεσης, που θα μπορούσε να εισάγει τους μαθητές σε πραγματικό δίλημμα και όχι σε ψευδοδίλημμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα θέματα μπορούν να αναλυθούν βάσει του αξιολογικού διπόλου: «καλό» και «κακό». Χαρακτηριστική ως προς τον τρόπο διατύπωσης των θεμάτων είναι η χρησιμοποίηση αντιθετικών συνδέσμων, κυρίως του όμως και του αλλά. Το νόημα συσκοτίζεται με αυτό τον τρόπο. Ενώ δηλαδή από τη μια διαπιστώνεται το γεγονός, από την άλλη η βαρύτητά του αλλοιώνεται από τη χρησιμοποίηση του αντιθετικού σχήματος. Για παράδειγμα: «το αθλητικό ιδεώδες είναι παγκόσμια αποδεκτό, παρατηρούνται όμως φαινόμενα εκφυλισμού του» [1991].
«Η πληροφόρηση βοηθά στην διακίνηση ιδεών και γνώσεων [...] μερικές φορές όμως μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες» [1994], «Η ιστορία διαδραματίζει κεντρικό πολιτικό ρόλο στη σημερινή Ευρώπη [...] μπορεί όμως και να γίνει αιτία διαιρέσεων, βίας και μισαλλοδοξίας» [1999].
Είναι ενδιαφέρον ακόμα να παρατηρήσουμε και τι θεωρείται «καλό», ποιες είναι εκείνες οι αξίες που προωθούνται και ποιες όχι. Τελικά, δεν αγγίζονται οι θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες. Ο άνθρωπος οφείλει να διατηρήσει την ανθρωπιά του (έννοια κλειδί σε πολλά θέματα), ο μορφωμένος οφείλει να προσφέρει «αρωγή» στους συνανθρώπους του [1985], να πιστεύει στην ελευθερία και να προοδεύει. Ο ανθρωπισμός, η διατήρηση της παράδοσης, της εθνικής ταυτότητας, του αθλητικού ιδεώδους, ο σεβασμός προς τους γεροντότερους, η υπευθυνότητα, η ωριμότητα και ευθύνη, η ομαδικότητα, η αγνότητα και ο ρομαντισμός, η ελευθερία προβάλλουν ως αξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο οφείλει να κινείται με στόχο να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να προοδεύσει.
Η πρόοδος ως τελικός σκοπός και η διατήρηση της ανθρωπιάς είναι οι δύο πόλοι στους οποίους περιστρέφεται κάθε ένα ζήτημα. Βεβαίως, καμιά κριτική στην έννοια της προόδου κι ας έχουν γίνει ιστορικές κριτικές αναλύσεις επί αυτού. Ας σημειωθεί ότι πέρα από το μανιχαϊστικό μοντέλο, το οποίο προβάλλεται έντονα, παρατηρείται -ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της περιόδου που εξετάζουμε- ενός τύπου σχετικισμός. Για παράδειγμα: η τεχνολογία είναι καλό και κακό, το ίδιο και η πληροφόρηση.

Συμπεράσματα-συζήτηση
Ο μαθητής-ιδεολογικό υποκείμενο εγκαλείται στη διαδικασία συζήτησης επί ενός αντικειμένου που έχει επισημανθεί, ονοματιστεί που είναι «αυτό εκεί» για το οποίο, όμως, δεν μπορεί να πει ουσιαστικά τίποτα, αφού αποκρύπτονται όλα τα δεδομένα.
Αν δεν συναντηθεί η σκέψη των μαθητών με νέα στοιχεία, με διαφορετικές ιδέες, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.
Από την εποχή της παπαγαλίας των περίφημων αρχαιοελληνικών ρητών που έμπαιναν ως θέματα στις εισαγωγικές εξετάσεις: «νους υγιής εν σώματι υγιή», «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» κ.λπ, περάσαμε σε πιο εξελιγμένες μορφές παρουσίασης των ίδιων ιδεών. Επί της ουσίας, τίποτε δεν άλλαξε. Η βασιλεία της κοινοτοπίας δεν έπεσε ακόμα.
Παντού στο αναλυτικό πρόγραμμα γίνεται λόγος για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Οι μαθητές όμως, εντέλει, μετατρέπονται σε μικρούς ενήλικες που το μόνο που μπορούν να προτάξουν ως εναλλακτική είναι το όνειρο (όπως είδαμε, δια στόματός τους). Το δεδομένο, αυτό που οι αισθήσεις ή ο κοινός νους έχει δείξει ως αληθινό, μπορεί να είναι και ψεύτικο. Και αυτό που τα παιδιά θα ήταν δημιουργικό να διδάσκονταν είναι αυτή η πλάνη.
Επαναλαμβάνοντας, μάλιστα με την ίδια διατύπωση, και ταυτόχρονα ανασυνθέτοντας τις θέσεις των θεμάτων της Έκθεσης, θα είχαμε το παρακάτω κείμενο, το οποίο αναδεικνύει με εύγλωττο τρόπο τον κοινό νου.
Στην κρίσιμη εποχή που ζούμε, εποχή τεχνολογικού θριάμβου το άτομο κινδυνεύει να χάσει την ανθρωπιά του. Προβλήματα και κίνδυνοι παραμονεύουν παντού. Πανανθρώπινες αξίες, ο σεβασμός, η ανθρωπιά, η αρωγή στους συνανθρώπους μας κινδυνεύουν να χαθούν. Ο άνθρωπος μπορεί να υπερπηδήσει τα εμπόδια, να αξιοποιήσει προς όφελός του τις τεχνολογικές εξελίξεις, να επικοινωνεί ελεύθερα με τους άλλους. Ο άνθρωπος μπορεί, όταν αξιοποιήσει τη γνώση της Ιστορίας, να δείξει ανοχή, κατανόηση και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους διαφορετικών εθνών. Στόχος η πρόοδος, η εξέλιξη της κοινωνίας, η ευημερία της ανθρωπότητας.
Είμαστε πλέον στην εποχή της πληροφόρησης, στην κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας. Μπροστά μας ανοίγεται ο διάλογος των πολιτισμών. Δεν υπάρχει πλέον καμιά κοινωνική αναγκαιότητα να μεταχειρίζονται κάποιοι τα ανθρώπινα όντα ως μηχανικά στοιχεία στην παραγωγική διαδικασία. Σε μια κοινωνία ελευθερίας και ελεύθερης επικοινωνίας, η εγγενής στην ανθρώπινη φύση δημιουργική παρόρμηση θα πραγματώσει τον εαυτό της.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από τις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ στο
οποίο περιγράφει πώς έγραψε το πρώτο του έργο, τον Πρώτο Λόγο, εν έτει 1749:
«Εκείνο το καλοκαίρι, το 1749, η ζέστη ήταν αφόρητη [...]. Μια μέρα που είχα πάρει το Mercure de France και περπατούσα ξεφυλλίζοντάς το, είδα το θέμα που έδινε η Ακαδημία της Ντιζόν για το βραβείο του επόμενου χρόνου: Η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών συνέβαλε στη διαφθορά ή στη βελτίωση των ηθών;».
Ποιος θα περίμενε το 1750, μέσα στην καρδιά του γαλλικού διαφωτισμού να προταθεί μια άλλη άποψη αντίθετη στον κοινό νου της εποχής; Κι όμως, ο Ρουσσώ το κάνει διατυπώνοντας μιαν αντίθετη άποψη, αντίθετη στην πίστη των ανθρώπων της εποχής του. Ασκεί κριτική στην κοινωνία του 18ου αιώνα. Η πρόοδος του πολιτισμού συγκροτεί απατηλή φαινομενικότητα, έγραψε.
Η πράξη επηρεάζεται από τις κυρίαρχες ιδέες, στάσεις, αντιλήψεις. Αν στη διάρκεια της ιστορίας βρέθηκαν ορισμένοι να ασκήσουν κριτική στις κυρίαρχες παραδοχές δεν σημαίνει ότι αυτό μπορεί να γίνει εύκολα, πόσο μάλλον από τους μαθητές. Ο Ρουσσώ διατύπωσε την «προσωπική του άποψη», χαράζοντας νέους δρόμους στον πολιτικό στοχασμό και, κατά Γκράμσι, συμβάλλοντας στην «επαναστατική» δράση. Ακόμα είναι ζητούμενο, όμως, να ασκηθούν όχι μόνον οι μαθητές για να πράξουν αυτό ακριβώς αλλά και οι δάσκαλοί τους…

Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο επιστημονικό συνέδριο: Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 30 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 2007, Συνεδρία: Δοκιμάζοντας γκραμσιανές έννοιες στην ελληνική εμπειρία.
http://hdl.handle.net/123456789/631




Επίτομος Μεσαιωνική Ιστορία


υπό
Χρήστου Γ. Πανταζίδου

Από του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών προς χρήσιν της γυμνασιακής νεολαίας

Εν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ν.Γ.Κεφαλίδου, 1911


Επίτομος Μεσαιωνική Ιστορία


Περίληψη σε γραπτό λόγο



Διδακτική δοκιμή
Κυριακή Αδαλόγλου




α΄ Παρουσίαση

Στη διδακτική δοκιμή προτείνονται κατευθύνσεις, για να οδηγηθεί ο μαθητής σε μια περίληψη που θα αποδίδει με αποτελεσματικό τρόπο τα κύρια σημεία και την οργάνωση του κειμένου από το οποίο προέρχεται. Για το λόγο αυτό προτάσσεται το θεωρητικό μέρος που

εξετάζει τη σχέση της περίληψης με τις σημειώσεις, με τους πλαγιότιτλους των ενοτήτων ενός κειμένου και με το διάγραμμα του κειμένου

συζητά ποιο είναι το κατάλληλο ύφος για την περίληψη, ποια η σημασία της επιλογής ενεργητικής ή παθητικής σύνταξης, ποιο ρόλο παίζουν οι διαρθρωτικές λέξεις και οι λέξεις - κλειδιά του αρχικού κειμένου κτλ.




Τα ιδεώδη των σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων!


Είδηση βόμβα !!!
Βιβλίον ἀποκαλύπτει τά ὄργια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων!



ΛΙΓΕΣ ἡμέρες πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τοΛονδίνου κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο βόμβα γιὰ τὰ «παρασκήνια» τοῦ «κορυφαίου» αὐτοῦ θε-σμοῦ, ἀπὸ πρώην βρεταννὸ ὀλυμπιονίκη τῆς κωπηλασίας, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει μέρος στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τοῦ 2004 στὴν Ἀθήνα. Ὁ ἐν λόγῳ ἀθλητὴς στὸ βιβλίο του περιγράφει μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀδιάσειστα στοιχεῖα τὸ τι ἔγινε στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τῆς Ἀθήνας καὶ δὲν ἔγινε γνωστὸ στὸν πολὺ κόσμο. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀποκαλύπτει: «Ὁ τόπος διαμονῆς τῶν ἀθλη-τῶν ἦταν ἕνα τεράστιο πάρτι ὅπου, ὅταν ἐρχόταν τὸ ἀπόγευμα, ὅλοι ἔπιναν, μεθοῦσαν καὶ ἔκαναν σὲξ μέχρι τὰξημερώματα, εἰδικὰ ἂν δὲν εἶχαν κάτι νὰ κάνουν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Τὸ Χωριὸ  εἶχε παντοῦ μηχανήματα ὅπου μοίραζαν δωρεὰν προφυ-λακτικὰ διὰ πᾶσα χρήση»!καὶ συνεχίζει ὁ συγγραφέας ἀθλητὴς πὼς τὰ πράγματα ἦταν τόσο ἐκτροχιασμένα ποὺ «Ἀρκετοὶ ἐκ τῶν συναθλητῶν μου δὲν ἄντεχαν ὅλο αὐτὸ τὸ συνεχὲς πάρτι μέχρι πρωΐας κι ἔφευγαν ἀπὸ τὸ Χωριό, προτιμώντας νὰ πληρώσουν ἀπὸ τὴ τσέπη τους καὶ νὰ μείνουν σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο ἐκτός τοῦ χώρου, ὅπου θὰ εἶχαν τὴν ἡσυχία τους»! Ἰδοὺ λοιπὸν οἱ «εὐγενεῖς» θεσμοὶ, ποὺ ἀνασύρθηκαν ἀπὸ τὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας, γιὰ νὰ μᾶς ξανασυνδέσουν μὲ τὸ προχριστιανικὸ ἐφιαλτικὸ εἰδωλολατρικὸ παρελ-θόν! Ἰδοὺ οἱ «ἀξίες», ποὺ προωθεῖ τὸ «ὀλυμπιακὸ ἰδεῶδες»! Ἰδοὺ ποῦ πῆγαν τὰ δισεκατομμύρια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στὶς ἠλίθιες τελετὲς-δεήσεις πρὸς τοὺς δαιμονικοὺς «θεοὺς» Δία καὶ Ἀπόλλωνα, στὶς «μίζες» τῶν ἐπιτηδείων καὶ στὰ ἀτέλειωτα σεξουαλικὰ ὄργια! Κανένας δὲ μιλάει γιὰ τὸ μέγα σκάνδαλο τῶν 50.000.000.000, εὐρὼ ποὺ χρεωθήκαμε γιὰ νὰ «τελεσθοῦν» οἱὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν κύρια αἰτία καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς σημερινῆς δεινῆς μας οἰκονομικῆς κρίσεως! Πνίγηκε κυριολεκτικὰ ἡ φωνὴ πληθώρας πνευματικῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὄχι στὴν παρωδία τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων! Ἡ ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ θρησκεία (μέρος τῆς ὁποίας ἦταν οἱ ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες) εἶχε ὁδηγήσει τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ στὸν τάφο. Τώρα γίνεται προσπάθεια γιὰ τὴν ἀνασύστασή της, μὲ στόχο νὰ ὁδηγήσει καὶ τὸν νέο Ἑλληνισμὸ στὸν τάφο! Κάνουμε μήπως λάθος;

 
Πηγή:
Ὀρθόδοξος Τύπος • 27 Ἰουλίου 2012, φ. 1937










Το Αιγαίο δεν είναι «ελληνικό» είναι η Ελλάδα


του
Καλόμαλου Θανάση

Τετράδια: πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής (42), 69-71. (1998)


Το Αιγαίο δεν είναι «ελληνικό» είναι η Ελλάδα


Καλοκαιρινό λεύκωμα 2012..


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ
ΛΕΥΚΩΜΑ
2012



Εδώ γράφουμε τα πάντα…

Τι έψαξα στον «φιλόλογο»
και τι βρήκα ή δεν βρήκα,
τι μου άρεσε και τι όχι,
τι θα ήθελα να έχει και είχε ή δεν είχε
τι μου έμεινε από τα αναγνώσματά μου και τι όχι…


(το συγκεκριμένο τραγούδι ήτο από τα αγαπημένα μου το 1995, όταν και ήμουν ακόμη φοιτητής)


ΑΦΗΣΤΕ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ
Στον Φιλόλογο Ερμή
σε σένα, σε όποιον αγαπάτε.

Οι εντυπώσεις σας είναι οι μοναδικές…



ΤΟ «ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ» ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ


Της
 ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*



Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν κρίθηκε μονάχα στα πεδία των μαχών αλλά και στην προσπάθεια προσεταιρισμού της ελληνικής κοινωνίας, επακόλουθο της οποίας υπήρξαν οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, που αποτέλεσαν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του εμφυλίου πολέμου9. Οι μετατοπίσεις αυτές επηρέασαν σημαντικά την ελληνική ύπαιθρο και μακροπρόθεσμα είχαν σημαντικές οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις. Στο πλαίσιο αυτών των μετακινήσεων, ο πόλεμος στις αρχές του 1948 μεταφέρθηκε σ’ ένα καινούριο πεδίο αναμέτρησης, αυτό της μεταγωγής σημαντικού αριθμού παιδιών. Η ελληνική κυβέρνηση, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, υπέβαλε αγωγή στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια, με την οποία κατήγγελλε

 «ότι Ελληνόπουλα μετακινούνται διά της βίας από τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κρατούνται στις χώρες αυτές. Πράκτορες του ‘‘Στρατηγού’’ Μάρκου έχουν αρχίσει απογραφή παιδιών, ηλικίας 3 έως 14 ετών, στη Βόρεια Ελλάδα».

Ο στόχος αυτών των ενεργειών ήταν:
(α) να τρομοκρατήσουν τις ελληνικές οικογένειες ώστε να βοηθήσουν τους αντάρτες,
(β) να εκπαιδεύσουν τα παιδιά με την κομμουνιστική ιδεολογία,
(γ) να καταστρέψουν την ελληνική φυλή αποξενώνοντας τα Ελληνόπουλα και
(δ) να αποδιοργανώσουν τη γεωργική παραγωγή, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες να φύγουν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις για να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Όπως τονιζόταν στο τέλος της αγωγής, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση το σχέδιο και η εκτέλεσή του συνιστούσαν το έγκλημα της γενοκτονίας.
Η είδηση της αγωγής που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια, αναπαράχθηκε αμέσως στις αθηναϊκές εφημερίδες και στις 29 Φεβρουαρίου, που συμπτωματικά έτυχε να είναι η Διεθνής μέρα υπέρ του παιδιού, η Καθημερινή δημοσίευσε ότι οι συμμορίτες απάγουν τα παιδιά ηλικίας 3-14 ετών στην περιφέρεια Καστοριάς, με σκοπό να τα οδηγήσουν στη Ρωσία για να καταστούν καλοί κομμουνιστές. Η χρονική στιγμή δημοσίευσης της είδησης επέδρασε καταλυτικά στον τρόπο αντιμετώπισης του μέτρου των ανταρτών από τον Τύπο, την κυβέρνηση και γενικότερα τους πολίτες, καθώς ο ΟΗΕ εγκαινίαζε την ίδια μέρα παγκόσμιο έρανο για τη σωτηρία των παιδιών, καλώντας όλα τα έθνη σε παγκόσμια σταυροφορία. Η βασίλισσα Φρειδερίκη κηρύττοντας την έναρξη του εράνου, απηύθυνε έκκληση από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών να συνδράμουν όλοι στο δύσκολο εγχείρημα των Ηνωμένων Εθνών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» και ο αντάρτικος Τύπος δεν άργησαν να επιβεβαιώσουν την είδηση. Στις 3 Μαρτίου από το ραδιόφωνο ανακοινώθηκε η μετακίνηση παιδιών στην περιοχή της Καστοριάς, ενώ την ίδια μέρα το Δελτίο Ειδήσεων του Δημοκρατικού Στρατού δημοσίευσε την απόφαση των λαϊκών συμβουλίων της Ελεύθερης Ελλάδας, μετά από διαβουλεύσεις με τους γονείς, να αποστείλουν τα ελληνόπουλα στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Οι χώρες που θα φιλοξενούσαν τα παιδιά ήταν η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, ενώ ήδη, από 59 χωριά δύο επαρχιών – χωρίς να διευκρινίζεται ποιων – είχαν σταλεί 4784 παιδιά ηλικίας 3-13 ετών. Αναφερόταν ακόμη, ότι για κάθε 25 παιδιά αντιστοιχούσε μια δασκάλα-παιδαγωγός που εκλεγόταν σε συνέλευση των γονέων. Πέρα από την επιβεβαίωση της είδησης, η ανακοίνωση παρείχε και μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι στόχος ήταν μεν η διάσωση των παιδιών από τις στερήσεις και τις κακουχίες, αλλά με το μέτρο αυτό οι γονείς μπορούσαν απερίσπαστα και απρόσκοπτα να συμμετάσχουν «στην πολεμική προσπάθεια για τη συντριβή του μοναρχοφασισμού»16. Αυτό θα αποτελούσε αργότερα ένα από τα επιχειρήματα της δεξιάς, ότι δηλαδή οι κομμουνιστές ανάγκασαν τους γονείς των εκπατρισμένων παιδιών να ταυτίσουν την τύχη τους με το ΔΣΕ και να αγωνιστούν μαζί του για να τα σώσουν.
Στις 8 Μαρτίου, το ίδιο έντυπο, δημοσίευσε μια εκτενή ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1948 και τίτλο «Για να σωθούν από τη λύσσα των μοναρχοφασιστών τα παιδάκια». Η ΠΔΚ ανακοίνωνε ότι φιλανθρωπικές οργανώσεις των λαϊκοδημοκρατικών χωρών αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις χιλιάδων γονιών και κηδεμόνων για να περιθάλψουν και να προστατεύσουν την ελληνική παιδική νεολαία από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.

«Λαϊκές και άλλες οργανώσεις πρόνοιας και προστασίας του παιδιού της Ελεύθερης Ελλάδας, καθώς και χιλιάδες γονείς και κηδεμόνες, απευθύνθηκαν προ καιρού με εκκλήσεις στις φιλανθρωπικές οργανώσεις των Λαϊκοδημοκρατικών χωρών και ζήτησαν απ’ αυτές να περιθάλψουν και να προστατέψουν την ελληνική παιδική νεολαία που κινδύνευε από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.
Οι φιλανθρωπικές και οργανώσεις προστασίας της παιδικής ηλικίας, καθώς και διάφορες οργανώσεις της νεολαίας των χωρών αυτών, με εξαιρετική χαρά και ευχαρίστηση αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις αυτές και ανέλαβαν να περιθάλψουν τα ελληνόπουλα, για όσο διάστημα θα χρειαστεί.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, βλέποντας πως με την καταστροφική πολιτική που από το 1945 εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές, με τις συνεχείς καταστροφές και λεηλασίες που συστηματικά εφάρμοζε και εφαρμόζει ο μοναρχοφασισμός, σε βάρος του λαού και της περιουσίας του, ελαττώθηκαν οι δυνατότητες ανάλογης διατροφής που έχει ανάγκη η παιδική ηλικία. Με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες απ’ αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της, να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά, στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια, αποφάσισε να κάνει αποδεκτές τις αιτήσεις των λαϊκών οργανώσεων και των γονιών και να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών, μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας θα επιτρέψουν την επιστροφή τους.
Η ψευτοκυβέρνηση της Αθήνας και οι πάτρωνές της, σηκώνουν καπνούς συκοφαντίας, για να σκεπάσουν τις συνεχείς ήττες και διαλύσεις μονάδων του στρατού τους, που υφίσταται από τις επιχειρήσεις του Δ.Σ.Ε., ιδίως τις τελευταίες μέρες στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Ήπειρο. Απάντηση στις συκοφαντίες της δίνουν τα ευχαριστήρια τηλεγραφήματα που κατά εκατοντάδες κατακλύζουν τη Δημοκρατική κυβέρνηση, απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας, ελεύθερης και σκλαβωμένης».

Η ανακοίνωση εξηγούσε διεξοδικά τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης αυτής, χωρίς να δίνονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο ή συγκεκριμένα περιστατικά. Είναι φανερό ότι η μετακίνηση παιδιών από το Δημοκρατικό Στρατό είχε αρχίσει καιρό πριν την καταγγελία της κυβέρνησης των Αθηνών, χωρίς όμως να αναφέρεται οτιδήποτε από τον αντάρτικο Τύπο και το ραδιόφωνο. Έτσι, η ακριβής χρονική στιγμή έναρξης της πρακτικής από τους κομμουνιστές παραμένει απροσδιόριστη. Τα μέσα ενημέρωσης των ανταρτών επιβεβαίωσαν το γεγονός όταν οι κατηγορίες της κυβέρνησης τα ανάγκασαν να το πράξουν. Σύμφωνα με έκθεση της UNSCOB οι μετακινήσεις είχαν αρχίσει ήδη από τον Ιανουάριο του 1948, αλλά εντατικοποιήθηκαν το Μάρτιο του ίδιου έτους. Σε ραδιογράφημα που στάλθηκε από το Βουνό στις 30 Ιανουαρίου προς τους εκπροσώπους της ΠΔΚ στο Βελιγράδι, δίνονταν οδηγίες στον «Σπύρο» (δηλαδή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ΚΚΕ στη Γιουγκοσλαβία Πέτρο Ρούσσο) να υποβάλει το ερώτημα κατά πόσον η Γιουγκοσλαβία μπορούσε να βοηθήσει μικρά παιδιά που υπέφεραν από την πείνα και άλλες κακουχίες, ενώ λίγες μέρες αργότερα, με νέο ραδιογράφημα ο Μάρκος Βαφειάδης πληροφορούσε το «Διόνυσο» (Γιάννη Ιωαννίδη) ότι οι προετοιμασίες για την εκκένωση εξελίσσονταν ικανοποιητικά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια του 2ου συνεδρίου του Πατριωτικού Μετώπου στη Σόφια η ελληνική αντιπροσωπία είχε θέσει το ζήτημα αποστολής στη Βουλγαρία 1.000 παιδιών, αριθμός που μετά την άφιξη των πρώτων ομάδων ζητήθηκε ν’ αυξηθεί στα 3-4.000 παιδιά.
Η αναφορά στην ανακοίνωση της ΠΔΚ για την «τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης» παρέπεμπε στη συνάντηση που είχε η βασίλισσα την προηγούμενη μέρα, στις 6 Μαρτίου, με τους υπουργούς Στρατιωτικών και Κοινωνικής Πρόνοιας και τον υφυπουργό Εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης είχε αποφασιστεί η συγκέντρωση των απειλουμένων Ελληνοπαίδων από τις κυβερνητικές δυνάμεις και η άμεση μεταφορά τους από τις επισφαλείς περιοχές σε «Σταθμούς Ασφαλείας» αρχικά και αργότερα στις παιδοπόλεις.
Όπως άφηνε να εννοηθεί η ανακοίνωση, η πρωτοβουλία για τη μεταγωγή των παιδιών ανήκε στα λαϊκά συμβούλια και στους γονείς της Ελεύθερης Ελλάδας. Με τις μαρτυρίες που έχουμε σήμερα όμως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πρωτοβουλία στην πραγματικότητα ανήκε στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία είχε έρθει από πριν σε συνεννοήσεις με τις λαϊκές δημοκρατίες που θα φιλοξενούσαν τα παιδιά. Στελέχη του ΚΚΕ συγκάλεσαν συνελεύσεις γονέων για να τους πείσουν ότι η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές ήταν ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας τους:

«Η συγκέντρωση και αποστολή των παιδιών στο εξωτερικό οργανώθηκε με τον εξής τρόπο: Τα όργανα της Αυτοδιοίκησης κατά περιοχή με την καθοδήγηση κυβερνητικών αντιπροσώπων της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (Π.Δ.Κ.) περιέρχονταν τα χωριά και εξηγούσαν στους κατοίκους την απόφαση και τις ενέργειες της Π.Δ.Κ. να στείλει τα παιδιά στις λαϊκές δημοκρατίες. Γύρω από το θέμα γινόταν συζήτηση ώστε οι γονείς ελεύθερα και αβίαστα να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αποφασίζουν αν θα στείλουν ή όχι τα παιδιά τους έξω. Φυσικά το πρόβλημα δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν εύκολο για τους ίδιους τους γονείς να πάρουν μια τέτοια απόφαση.  Χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις, οικογενειακές διαβουλεύσεις και συνεννοήσεις. Άλλος απ’ την οικογένεια ήθελε, άλλος δεν ήθελε. Άλλος έλειπε και έπρεπε να του ζητήσουν τη γνώμη.
Πάνω απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, τους δισταγμούς να αποχωριστούν οι άνθρωποι τα παιδιά τους, δέσποζε, αδυσώπητη και σκληρή η ανάγκη να σωθούν τα παιδιά από τη δυστυχία, το φόβο και την αβεβαιότητα, που τους πολιορκούσε».

Τα στελέχη του Κόμματος έπρεπε να δώσουν πρώτοι το καλό παράδειγμα. Ο Κώστας Πλίκας από το Ζιάκα, κομμουνιστής από το 1937 και μέλος του ΚΚΕ, περιγράφει:

 «…πήρε το Κόμμα απόφαση, από παραπάνω, κι εμείς εφαρμόσαμε. Εγώ το παιδί τριών χρονών είχε. Και με λέν’: ‘‘Αν δεν βάλεις το παιδί να φύγει το δικό σου, δεν πάνε και τ’ άλλα’’. [Να δώσω] το παράδειγμα. Τριών χρονών παιδί! Και λέω μπρος. Πρώτο το δικό μου. Τους στέλνω το παιδί, μικρό. Μετά δέχτηκαν κι οι άλλοι…».
Την ευθύνη για τη συγκέντρωση των παιδιών είχαν τα εκλεγμένα όργανα της λαϊκής εξουσίας στις ελεύθερες περιοχές. Λίγο αργότερα, το Μάιο του 1948, ιδρύθηκε η «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ) η οποία ανέλαβε την επίβλεψη και το συντονισμό της όλης επιχείρησης. Η οργάνωση ήταν υπεύθυνη για τη συγκέντρωση, μεταφορά, εγκατάσταση και οργάνωση της ζωής των παιδιών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τον πλήρη έλεγχο της ΕΒΟΠ είχε η ηγεσία του ΚΚΕ.
Η επιβεβαίωση ήρθε και από τις ανατολικές χώρες. Το γιουγκοσλαβικό πρακτορείο ειδήσεων Tanjug ανήγγειλε ότι στο συνέδριο των κομμουνιστικών νεολαίων των βαλκανικών κρατών, που έλαβε χώρα στο Βελιγράδι στις αρχές Μαρτίου, μετά από εισήγηση του έλληνα αντιπροσώπου αποφασίστηκε όπως 12.000 Ελληνόπαιδες, που διέμεναν στις περιοχές που ελέγχονταν από το Δημοκρατικό Στρατό, να φιλοξενούνταν και να συνέχιζαν τις σπουδές τους σε διάφορα βαλκανικά κράτη μέχρι το πέρας των εχθροπραξιών στην Ελλάδα. Εφημερίδες του Βελιγραδίου, της Σόφιας και της Βουδαπέστης χαιρέτισαν το γεγονός, ενώ ο Ούγγρος υφυπουργός Εξωτερικών και Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι η χώρα του προσέφερε άσυλο σε μικρό αριθμό Ελληνοπαίδων.
Τα ραδιόφωνα της Αλβανίας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας μετέδιδαν πως η φιλοξενία των παιδιών ήταν ανθρωπιστική πράξη και στόχευε στη διάσωσή τους από τον πόλεμο και το λιμό. Το αλβανικά μέσα, ισχυρίζονταν ότι οι Ελληνόπαιδες εισήλθαν αυτοβούλως στο αλβανικό έδαφος για να αποφύγουν τη φασιστική τρομοκρατία της κυβέρνησης των Αθηνών, ενώ διατείνονταν ακόμη ότι ο θόρυβος δημιουργείτο εσκεμμένα από Έλληνες δημοσιογράφους, ως αντιπερισπασμό για την κάλυψη των ενεργειών των Ελληνικών Εθνικών Δυνάμεων εις βάρος της ακεραιότητας της Αλβανίας33. Λίγες μέρες αργότερα, από ραδιοσταθμό των Τιράνων, ανακοινώθηκε η ίδρυση δύο παιδικών εστιών για τη στέγαση 300 παιδιών ενώ αναμένονταν ακόμη 60. Μέχρι τις αρχές Απριλίου στη χώρα είχαν αφιχθεί 2000 παιδιά, ενώ τον ίδιο αριθμό αποφάσισε να δεχθεί στην Τσεχοσλοβακία ο ελληνοτσεχοσλοβακικός σύνδεσμος.
Η χρονική στιγμή που λήφθηκε η απόφαση για τη μετακίνηση παιδιών ενδεχομένως να μην ήταν τυχαία. Το 1948 υπήρξε η πιο κρίσιμη χρονιά στην εμφύλια αναμέτρηση, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο36. Ο εμφύλιος είχε μπει στην τελική του φάση και ανάμεσα στους στόχους του ΚΚΕ για το έτος ήταν ο διπλασιασμός της δύναμης του ΔΣΕ. Χρόνιο και βασικό πρόβλημα του Δημοκρατικού Στρατού ήταν η δημιουργία εφεδρειών, αφού η μη έγκαιρη συνειδητοποίηση του ρόλου και της αναγκαιότητας ύπαρξης τους αλλά και οι λανθασμένοι χειρισμοί που ακολούθησαν αποδείχτηκαν μοιραίοι για την έκβαση του πολέμου. Αν και η μεγάλη ευκαιρία του 1946 για δημιουργία στρατηγικών εφεδρειών των 40.000 περίπου μαχητών – πριν ακόμη ο κυβερνητικός στρατός ολοκληρώσει τη μεταφορά του ορεινού πληθυσμού – πήγε χαμένη, υπήρχαν ακόμη δυνατότητες για δημιουργία μικρότερων εφεδρειών. Στα πλαίσια αυτών των δυνατοτήτων εντασσόταν ο νόμος υπ’ αριθμό 7 που έλαβε ο Δημοκρατικός Στρατός στις 10 Φεβρουαρίου 1948 για την επιστράτευση γυναικών. Οι γυναίκες πιστευόταν ότι μπορούσαν να δώσουν μερική λύση στο πρόβλημα του έμψυχου δυναμικού. Ο συγκεκριμένος νόμος έδωσε την ευκαιρία στο εχθρικό στρατόπεδο να ομιλεί για βίαιη απαγωγή παιδιών με σκοπό την αποδέσμευση των γυναικών από οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση και την πλήρη αφοσίωσή τους στον ΔΣΕ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τελείως άστοχος: στην αντάρτικη εφημερίδα Εξόρμηση, στις 15 Μαρτίου, δημοσιευόταν η ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών για τη μεταφορά των παιδιών και στην ίδια σελίδα μια μάνα φαινόταν να δηλώνει:

 «έχω τέσσερα παιδιά. Θα τα στείλω όλα. Και θα πάω να πολεμήσω κι εγώ με το ΔΣΕ».

Η εφαρμογή πάντως του υπ’ αριθμό 7 νόμου υπήρξε αρκετά αποτελεσματική αφού μέσα στο 1948 η γυναίκα έγινε βασικό συστατικό στοιχείο του Δημοκρατικού Στρατού.
Λίγες μέρες αργότερα, η Εξόρμηση, στο φύλλο της 1ης Απριλίου, ανέφερε πως  

«ζώα και κάρρα γεμάτα παιδάκια, ολόκληρες φάλαγγες από μικρά παιδιά βαδίζουν προς διάφορες κατευθύνσεις.  Μερικά περπατούν. Άλλα είναι πάνω στα ζώα. Οι ίδιες οι μάνες συνόδεψαν τα παιδιά τους σε μεγάλη απόσταση. Τ’ αποχαιρέτισαν μ’ ένα δάκρυ μητρικού πόνου και μ’ ένα απέραντο μίσος ενάντια στους αγγλοαμερικανούς καταχτητές και τους μοναρχοφασίστες, που δεν τις άφησαν να χαρούν τα παιδιά τους».

Τα τότε μικρά παιδιά περιγράφουν αυτή την πορεία ως την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής τους. Το πέρασμα στο Γράμμο ήταν πολύ δύσκολο: τα παιδιά, ξυπόλυτα, δε μπορούσαν να περπατήσουν στο ανώμαλο και δύσβατο έδαφος των βουνών και οι γυναίκες αναγκάζονταν να τα κουβαλούν. Τη μέρα οι ομάδες προσπαθούσαν να κρυφτούν σε δασωμένες περιοχές για να ξεκινήσουν και πάλι με τη δύση του ήλιου την πορεία τους. Άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και όποτε κρινόταν αναγκαίο και τμήματα του ΔΣΕ συνόδευαν τις φάλαγγες μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Το δύσκολο ταξίδι και το κρύο άφηναν εμφανή τα σημάδια τους: όταν έφταναν στις χώρες υποδοχής τα παιδιά έκλαιγαν, ήταν φοβισμένα, ακάθαρτα, με κουρελιασμένα ρούχα και οι γυναίκες ήταν γεμάτες μώλωπες, υπήρχαν όμως και παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η πλειοψηφία των παιδιών προερχόταν από τις βόρειες επαρχίες της χώρας, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις είχαν πάρει μεγαλύτερη έκταση και ένταση αλλά και γιατί η μεταφορά στο εξωτερικό ήταν πιο εύκολη, καθώς οι περιοχές αυτές ήταν κοντά στα σύνορα τα οποία ελέγχονταν από το ΔΣΕ. Σε μικρότερη κλίμακα μετακινήθηκαν παιδιά από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη.
Ο αριθμός των παιδιών που μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες είναι ανέφικτο να οριστεί με ακρίβεια και ποικίλλει αναλόγως με την πηγή, ενώ η συνεχής κινητικότητα των παιδιών είχε ως αποτέλεσμα η ίδια πηγή να δίνει διαφορετικούς αριθμούς σε διαφορετικό χρόνο. Ο αριθμός γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις, ενδεικτικό της αβεβαιότητας, της σύγχυσης αλλά και της υπερβολής που επικράτησε τον πρώτο καιρό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες του εξωτερικού. Αρχικά, οι εφημερίδες, με βάση πληροφορίες του ραδιοφωνικού σταθμού των ανταρτών, δημοσίευσαν ότι ο αριθμός των παιδιών που θα μετακινούνταν ανερχόταν στις 7.000, ενώ αργότερα η ίδια πηγή ανέβασε τον αριθμό στις 50.000, για να φτάσει τελικά στον αριθμό των 80.000 παιδιών. Ο Γεώργιος Μανούκας, πρώην Γενικός Επιθεωρητής του «παιδομαζώματος», υποστήριξε αργότερα ότι το σχέδιο προέβλεπε τη μεταγωγή 50.000 παιδιών.
Ο Ερυθρός Σταυρός, στα τέλη Νοεμβρίου, αποκάλυψε ότι περισσότερα από 28.000 παιδιά απεστάλησαν από τους κομμουνιστές στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση 11.000 παιδιά βρίσκονταν στη Γιουγκοσλαβία, 6.600 στη Βουλγαρία, 3.800 στη Ρουμανία, 3.000 στην Ουγγαρία, 2.200 στην Τσεχοσλοβακία και 2.000 στην Αλβανία. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, ο ΔΣΕ «απήγαγε» 12.941 παιδιά χωρίς τους γονείς τους και 721 με τους γονείς τους, ενώ 12.248 διέσχισαν τα σύνορα με τις οικογένειές τους. Το Φθινόπωρο του 1950, σύμφωνα με το Βασίλη Μπαρτζιώτα, το σύνολο των παιδιών στις κομμουνιστικές χώρες – συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Γερμανίας – εκτός της Γιουγκοσλαβίας ανερχόταν στις 17.092.
Από την πλευρά του, το ΚΚΕ διαφωνεί με τον αριθμό των 28.000 και υποστηρίζει ότι τα παιδιά που μετατοπίστηκαν φτάνουν τις 25.000. Είναι πάντως γενικά αποδεκτό πως ο κύριος όγκος των παιδιών μετακινήθηκε στο διάστημα των εννέα μηνών και το «παιδομάζωμα» προς τα τέλη του 1948 περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Οι μεταγωγές συνεχίστηκαν αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα μέχρι το τέλος της εμφύλιας αναμέτρησης.
Στο ερώτημα αν το «παιδομάζωμα» αποτελούσε μια απλή αρπαγή αθώων παιδιών ή μια καλά μελετημένη πολιτική επιχείρηση με προπαγανδιστική προεργασία και ευρεία προοπτική, η ελληνική κυβέρνηση συνηγορούσε σαφέστατα υπέρ του δεύτερου. Πεποίθηση της Αθήνας ήταν πως οι αντάρτες, με την απαγωγή και κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στόχευαν στην αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών της χώρας. Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι το «παιδομάζωμα» διενεργείτο βάσει συστηματικού σχεδίου με σκοπό την εξόντωση της νεολαίας, όπως προέκυπτε από τις εκθέσεις των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Μακεδονίας56. Εκτός όμως από τον παραλληλισμό με το γενιτσαρισμό της σουλτανικής Τουρκίας, το «παιδομάζωμα» παρομοιάστηκε και εξισώθηκε και με τα ναζιστικά εγκλήματα, των οποίων οι οδυνηρές συνέπειες ήταν ακόμη νωπές στις μνήμες των λαών. Η μέθοδος αυτή αποτελούσε «την χειροτέραν μορφήν της πολιτικής κτηνωδίας», αποκάλυπτε τον ηθικό θάνατο των συμμοριτών και γύριζε τη χώρα εκατοντάδες χρόνια πίσω.
Οι στόχοι των ελλήνων κομμουνιστών πολλοί, σύμφωνα με τους αντιπάλους. Καταρχάς το μέτρο αποσκοπούσε στο «φυλετικό και πολιτιστικό εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού». Ο κίνδυνος αφελληνισμού των παιδιών και ο εκσλαβισμός τους, αποτέλεσε επαναλαμβανόμενο μοτίβο στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων. Το «παιδομάζωμα» παρουσιάστηκε ως επινόηση της σλαβικής ηγεσίας του διεθνούς κομμουνισμού, που επιτελέσθηκε με πρωτοφανή ευσυνειδησία των συμμοριτών του ΚΚΕ.
Η εξήγηση πως οι αντάρτες χρησιμοποίησαν τα παιδιά ως ένα είδος εχεγγύου προς άσκηση πιέσεως στους γονείς για να συνδράμουν στον αγώνα του ΔΣΕ φαίνεται να είναι πιο πειστική από την πρώτη κατηγορία. Ο Χρήστος Κυριαζόπουλος ή Κυριαζόφσκι, Σλαβομακεδόνας πολιτικός πρόσφυγας, υποστηρίζει ότι «η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ υπολόγιζε με την ‘‘εκκένωση’’ να λύσει ως ένα βαθμό το πιεστικό πρόβλημα των εφεδρειών του ΔΣΕ, επειδή η μεταγωγή των παιδιών αναμενόταν να  απελευθερώσει τους γονείς από τη φροντίδα των και να διευκολύνει την κατάταξή τους στις μονάδες του ΔΣΕ». Λύση στο πρόβλημα θα έδιναν και τα ίδια τα παιδιά, αφού η δεξιά ισχυριζόταν ότι το «παιδομάζωμα» απέβλεπε στη δημιουργία μάχιμων εφεδρικών ομάδων έτοιμων να ενταχθούν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι κατηγορίες αυτές δεν ήταν αβάσιμες. Μαρτυρίες μαχητών του ΔΣΕ επιβεβαιώνουν ότι πράγματι συγκεντρώθηκαν παιδιά ηλικίας 14-16 ετών τα οποία εκπαιδεύτηκαν είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό και στη συνέχεια πήραν μέρος σε μάχες, γεγονός που καταγράφηκε και στην έκθεση της UNSCOB της 5ης Μαΐου 1949 στην οποία αναφερόταν ότι τα παιδιά μόλις φτάσουν την ηλικία των 16 ετών επιστρέφουν στην Ελλάδα από τις χώρες που φιλοξενούνται για να ενταχθούν στις τάξεις του ΔΣΕ. Υπήρχαν και οι περιπτώσεις, πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες ανταρτών, που τα παιδιά δεν στάλθηκαν καθόλου στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά μετά τη συγκέντρωση τους έγινε διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτά που ήταν κατάλληλα για μάχιμη δράση και σε αυτά που θα στέλνονταν στις βόρειες χώρες.
Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η οπτική από την οποία εξετάζουν το ζήτημα της επιστράτευσης των παιδιών κάποια στελέχη του ΔΣΕ:

«Έτσι το πρόβλημα της αύξησης των μαχητικών δυνάμεων του στρατού μας παρέμενε οξύτατο. Όταν το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) του ΔΣΕ αναγκάστηκε να βρει νέους μαχητές ανάμεσα στα παιδιά που είχαν βγει στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ήταν ένα αναγκαίο κακό. Το ‘‘δίκαιο’’ της επανάστασης δικαιώνει εκείνη την ενέργεια».

Οι παραδοχές αυτές δεν αφήνουν αμφιβολίες για τις ευθύνες της ΠΔΚ και σαφώς υπονομεύουν εν μέρει την αξιοπιστία του βασικού επιχειρήματος της, ότι δηλαδή απομάκρυνε τα παιδιά από την Ελλάδα για να τα σώσει από τον πόλεμο. Δεν πιστεύω ωστόσο ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως αποκλειστικός στόχος της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν να δημιουργήσει ένα έμπιστο εφεδρικό δυναμικό ανάμεσα στα ελληνόπουλα που διαπαιδαγωγούνταν στις όμορες χώρες κάτω από τη δική της καθοδήγηση.
Ακόμη, η ελληνική κυβέρνηση κατηγορούσε την ΠΔΚ πως με την επιχείρηση απομακρύνσεως των παιδιών στόχευε στην αποδυνάμωση των ακριτικών περιοχών, στην εξάρθρωση των καλλιεργειών – στο βαθμό που αυτές εξαρτιόνταν από τα μικρά παιδιά – με απώτερη συνέπεια την οικονομική δυσπραγία αυτών των περιοχών, στην τρομοκράτηση των κατοίκων της υπαίθρου και στην κάμψη του ηθικού τους, αλλά και στην κατάδειξη της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να προσφέρει τη στοιχειώδη προστασία στην παιδική ηλικία, σε αντίθεση με τη Ρωσία και τους δορυφόρους της, αίροντας έτσι την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην κυβέρνησή τους.
Στην αντίπερα όχθη, οι λόγοι που επέβαλαν την εφαρμογή του μέτρου σύμφωνα με την αριστερά, ήταν αρκετά διαφορετικοί. Πρώτα πρώτα τίθετο θέμα προστασίας των παιδιών των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και των πολιτικών στελεχών του ΚΚΕ. Η ερήμωση της υπαίθρου και τα συνεπακόλουθα επισιτιστικά προβλήματα είχαν ως συνέπεια τα παιδιά να υποφέρουν από τις στερήσεις και την πείνα. Εκτός όμως από τη διατροφή, δύσκολη ήταν και η παροχή ειδικής περίθαλψης και φροντίδας που είχε ανάγκη η παιδική ηλικία. Η γενίκευση των βομβαρδισμών του εθνικού στρατού και η γειτνίαση με τις ζώνες επιχειρήσεων εμπεριείχαν πολλούς κινδύνους και τα παιδιά έπρεπε επειγόντως να μετακινηθούν από τις εκτεθειμένες στον εμφύλιο περιοχές. Τελευταίο επιχείρημα, αλλά όχι αμελητέο, ήταν η διαταγή της Φρειδερίκης να μεταφερθούν τα παιδιά των παραμεθόριων περιοχών στις παιδοπόλεις που ίδρυσε ο Έρανος Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, μόνη λύση για τη σωτηρία των απροστάτευτων από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της καμένης γης παιδιών ήταν η μεταγωγή τους εκτός ελληνικών συνόρων, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μέτρο φιλανθρωπικής άμυνας.
Οι αντάρτες παρουσίασαν το «παιδομάζωμα» ως εκούσια χειρονομία του ελληνικού λαού, ο οποίος παρέδιδε οικειοθελώς τα παιδιά του για να τα προστατεύσει από τους διάφορους κινδύνους. Η μεταφορά των παιδιών δεν έγινε μόνο με τη συγκατάθεση αλλά και με την πρωτοβουλία των γονέων. Υποστήριζαν ότι μετακινούσαν «όλα τα παιδιά των ανταρτοκρατουμένων περιοχών, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων των οικογενειών τους», επιθυμώντας έτσι να δείξουν ότι μέριμνά τους ήταν η διάσωση όλων των παιδιών της Ελλάδας ανεξαρτήτως των φρονημάτων της οικογένειας τους, καταδεικνύοντας παράλληλα την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να παρέχει προστασία ακόμη και στους υποστηρικτές της, παρόλο που στις μέρες μας διατυπώνεται η θέση πως οι γονείς των παιδιών αυτών στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ή μέλη Δημοκρατικών Οργανώσεων.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως ακόμα και από συγγραφείς της αριστεράς είναι αποδεκτό ότι έγιναν και βίαιες μετακινήσεις παιδιών. Αυτές οι υπερβολές, οι αυστηρότητες και οι ακρότητες στην εφαρμογή του μέτρου «το έδειχναν ‘‘γενιτσαρικό’’, ενώ έπρεπε να είναι μόνο προαιρετικό» και παρείχαν στους αντιπάλους ισχυρά προπαγανδιστικά όπλα. Τα περιστατικά ακούσιας μεταφοράς παιδιών χαρακτηρίζονται ως εξαιρέσεις και δε μπορούν να κρίνουν την αναγκαιότητα και ορθότητα του μέτρου. Η κακή εφαρμογή της διαταγής σε κάποιες περιπτώσεις θεωρείται αναμενόμενη ή και φυσιολογική όταν πρόκειται για έναν αριθμό της τάξης των 25.000-28.000 παιδιών αλλά και γιατί οι μετακινήσεις πραγματοποιήθηκαν σε περίοδο εμφύλιου σπαραγμού και αποδίδεται κυρίως στην αδυναμία της ανώτατης διοίκησης του ΔΣΕ να ελέγξει το σύνολο των μαχητών του.

Απόσπασμα από την ομώνυμη
μεταπτυχιακή αυτής εργασίαν
στο ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Πάνδημος - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Παντείου Πανεπιστημίου