ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1844



Επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Οι ατομικές ελευθερίες

Όπως είδαμε στο Σύνταγμα του '44 γίνεται προσπάθεια να συνδυαστούν η κατοχύρωση της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας με το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 1, 2 Σ ΄44). Προέβλεψε παράλληλα ότι κάθε άλλη θρησκεία είναι ανεκτή και η λατρεία της τελείται ακωλύτως υπό την προστασία των νόμων, απαγορευμένου όμως του προσηλυτισμού και κάθε άλλης επεμβάσεως κατά της κρατούσας θρησκείας.


Το Σύνταγμα του '44 επίσης διακήρυξε την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου (άρθρο 3 Σ ’44). Η ρύθμιση αυτή έγινε δεκτή από τη Συνέλευση της Γ’ Σεπτεμβρίου ως αυτονόητη και με χαρακτηριστική ευκολία. Η άποψη του Ν. Ι. Σαρίπολου είναι αρκετή για τη σημασία της διάταξης, «μια και μόνη είναι η αληθής ισότης, η ενώπιον του νόμου των πάντων ισότης, πάσα δε άλλη, οίον ιδιοκτησίας, πλούτου, φώτων κ.λπ. ουδέν άλλο ή απραγματοποίητος είναι χίμαιρα και ενάντια της ελευθερίας…»
Το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας κατοχυρώνεται επίσης στο Σύνταγμα του '44 (άρθρο 4 Σ ΄44). Από τις συζητήσεις της Συνέλευσης προκύπτει σαφώς ότι κατά τη έννοια της διάταξης αυτής, απαγορευόταν στο νομοθετικό σώμα να εκδώσει νόμο εξορίας και εκτοπίσεως.
Παράλληλα δε με το άρθρο 5 Σ ’44 προβλέπεται ότι κανείς δεν μπορεί να φυλακισθεί ή να περιοριστεί στις κινήσεις του, παρά μόνο σύμφωνα με το νόμο και αφού του κοινοποιηθεί αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα. Μόνη εξαίρεση αυτού του άρθρου αποτελούν τα αυτόφωρα εγκλήματα.
Άλλη μία διάταξη που έγινε δεκτή από τη Συνέλευση, χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις ή προβληματισμό ήταν η διάταξη που επέβαλλε την νομιμότητα των ποινών (άρθρο 6 Σ ΄44).
Το άρθρο 7 του Σ ’44 κατοχυρώνει χωρίς άλλο το δικαίωμα του αναφέρεσθαι.
Ένα ακόμη συνταγματικό δικαίωμα που προστατεύεται και κατοχυρώνεται με το άρθρο 8 του Συντάγματος του ’44 είναι το άσυλο της κατοικίας. Η κατοικία καθενός χαρακτηρίζεται ως άσυλο και απαγορεύεται να διενεργείται παράνομη έρευνα εντός αυτής.
Σημαντικότατη διάταξη του Συντάγματος του ’44 είναι και το άρθρο 9, με το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά η απαγόρευση της δουλείας. Η ελευθερία για κάθε άνθρωπο θεωρήθηκε υποχρεωτική. Έτσι βάσει αυτής της διάταξης απαγορεύεται εντός του ελληνικού χώρου η αγοραπωλησία ανθρώπων, ενώ κάθε δούλος, ανεξαρτήτως γένους ή θρησκείας, καθίσταται ελεύθερος, άπαξ και εισέλθει στον ελληνικό χώρο.
Η Συνέλευση της Γ’ Σεπτεμβρίου του 1844 έκανε ιδιαίτερη μνεία στην ελευθερία του τύπου, η οποία εγκωμιάσθηκε ως «το παλλάδιο της ελευθερίας του πολίτου» και αυτό γιατί είναι απόλυτα σαφές ότι στο επίκεντρο της προστασίας του τύπου βρίσκεται η λειτουργία του να ελέγχει τις απολυταρχικές τάσεις κατά την άσκηση της
εξουσίας. Κάθε άνθρωπος είναι λοιπόν ελεύθερος να δημοσιεύει είτε προφορικώς είτε γραπτώς μέσα από τον τύπο τις σκέψεις του, πάντα υπό την προϋπόθεση της τήρησης των νόμων (άρθρο 10 §1 Σ ’44). Κατοχυρώνεται παράλληλα η ελευθερία του τύπου και η απαγόρευση της λογοκρισίας (άρθρο 10 §2 Σ ’44). Οι υπεύθυνοι συντάκτες, εκδότες και τυπογράφοι εφημερίδων δεν έχουν καμία υποχρέωση για χρηματική προκαταβολή λόγω εγγυήσεως (άρθρο 10 §3 Σ ’44). Τέλος ορίζεται ότι ο εκδότες των εφημερίδων πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες (άρθρο 10 §4 Σ ’44).
Με το άρθρο 11 §1 του Συντάγματος του ΄44 προβλέπεται ότι στη δημοτική εκπαίδευση συντρέχει και το κράτος κατά το μέτρο ανάγκης του κάθε δήμου. Το Σύνταγμα του '44 κατοχύρωσε επίσης και το δικαίωμα του εκάστου να συνιστά εκπαιδευτικά καταστήματα (άρθρο 11 §2 Σ ’44).
Επίσης το Σύνταγμα του '44 πρόβλεψε ότι κανείς δε στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ανάγκη προσηκόντως αποδεδειγμένη και μετά από προηγούμενη αποζημίωση (άρθρο 12 Σ ’44 )

Αυτονόητη ήταν για τη Συνέλευση και η επόμενη διάταξη του άρθρο 13, με την οποία απαγορεύονταν «αἱ βάσανοι και η γενική δήμευση».
Για πρώτη φορά το Σύνταγμα του '44 κατοχύρωσε το απόρρητο των επιστολών (άρθρο 14 Σ ’44).
Για πρώτη φορά εξάλλου κατοχυρωνόταν συνταγματικά η εγγύηση του φυσικού δικαστή (άρθρο 89 Σ ’44) και το ορκωτό σύστημα (άρθρο 92, 93 Σ ’44).
Τέλος ιδιαίτερα σημαντική είναι και η σιωπή του Συντάγματος του ’44, όσον αφορά το ζήτημα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, ενόψει και των διατάξεων του Ποινικού Νόμου, ο οποίος απαγόρευε τη σύσταση ενώσεων προσώπων που αφορούν τις εξωτερικές ή εσωτερικές σχέσεις της επικράτειας για θρησκευτικούς ή άλλους δημόσιους σκοπούς. Σύμφωνα πάντως με το Ν. Ι. Σαρίπολο, από τη σιωπή του Συντάγματος του ΄44 δεν έπεται το συμπέρασμα ότι δεν εγγυάται «το δικαίωμα του συνενούσθαι»
Στο ισχύον Σύνταγμα ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει ρητά ότι οι διατάξεις ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση και τους προσδίδει με τον τρόπο αυτό απολύτως αυστηρό χαρακτήρα. Οι διατάξεις με τον απολύτως αυστηρό λοιπόν χαρακτήρα είναι αυτές που αναφέρονται στην ανθρώπινη αξία (άρθρο 2 § 1 Σ), στην ισότητα (άρθρο 4 § 1, 4, 7 Σ), στην ελευθερία (άρθρο 5 §1, 3 Σ) και στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 § 1). Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων
α, Γενικά
Η προστασία των ατομικών ελευθεριών αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των συνταγματικών θεσμών και ήταν συνυφασμένη με το αίτημα για παραχώρηση Συντάγματος. Είναι προφανής η πολιτική σημασία των συνταγματικών ελευθεριών, ως όριο της εξουσίας του Όθωνα. Το Σύνταγμα του '44 προστάτευε τις ελευθερίες που διακήρυσσαν και τα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου και επιπλέον εισήγαγε διατάξεις που προστάτευαν δικαιώματα για πρώτη φορά.
Οι διατάξεις του Συντάγματος ’44, που κατοχυρώνουν την προστασία των ατομικών ελευθεριών, δεν απηχούν απλώς φιλελεύθερες ιδέες ως προς το περιεχόμενό τους, αλλά παράλληλα υπάρχει και συνείδηση ως προς το νομικό τους χαρακτήρα και τη δεσμευτικότητά τους. Έχει εμπεδωθεί με σαφήνεια η διάκριση μεταξύ συντάγματος και κοινού νόμου. Οι ατομικές ελευθερίες δε συζητούνται ούτε ψηφίζονται ως πολιτικές διακηρύξεις ή κατευθυντήριες διατάξεις, αλλά ως νομικές εγγυήσεις με δεσμευτικό χαρακτήρα ως δικαιώματα .


Ο εκλογικός νόμος

Θα περίμενε κανείς ότι η εξέλιξη μίας απόλυτης μοναρχίας σε συνταγματική θα συνοδευόταν με μία φειδωλή παραχώρηση του εκλογικού δικαιώματος σε μία μικρή ομάδα «εκλεκτών» πολιτών, που θα διακρινόταν από τις υπόλοιπες με βάση κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια. Παρόλα αυτά μαζί με το Σύνταγμα του΄44 θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ ο νέος εκλογικός νόμος, ο δημοκρατικότερος νόμος της Ευρώπης εκείνης της εποχής, ο οποίος προέβλεπε μία μορφή καθολικής ψηφοφορίας, χωρίς να την εισάγει με ολοκληρωμένο τρόπο.
Η ψήφιση του νόμου ολοκληρώθηκε την 15η Μαρτίου 1844. Ο Όθωνας έδωσε στις 18 Μαρτίου εντολή δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ο νόμος δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 7 φύλλο της Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 25η Μαρτίου 1844.
Ο επαναστατικός αυτός εκλογικός νόμος καθιέρωνε την άμεση, μυστική και «οιονεί» ψηφοφορία. Ο εκλογικός νόμος αναγνώριζε στο άρθρο 5 το δικαίωμα του εκλέγειν σε «όλους τους εντός του Βασιλείου γεννηθέντας Έλληνας, ή τους αποκτήσαντας το δικαίωμα του πολίτου κατά τους καθεστώτας Νόμους», οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Οι μόνοι που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, εκτός φυσικά από τις γυναίκες, ήταν όσοι από τους υπηρέτες και τους μαθητευόμενους τεχνίτες δεν είχαν ιδιοκτησία. Στα πρακτικά σημειώθηκε ότι ως ιδιοκτησία νοείται εκτός από την ακίνητη και η κινητή, όταν είναι προσοδοφόρα και φοροτελής. Τα πλοία έγινε δεκτό να λογίζονται ως ακίνητη περιούσία.
Με το άρθρο 34 του εκλογικού νόμου στερούνται το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι οι κληρικοί. Επίσης εξαιρούνται από το δικαίωμα του εκλέγειν οι κατηγορούμενοι που διατελούν σε ανάκριση για κακούργημα, όσοι στερήθηκαν με δικαστική απόφαση το εκλογικό τους δικαίωμα και όσοι στερούνται την ελεύθερη διαχείριση της περιουσίας τους. Τέλος με το άρθρο 28 του εκλογικού νόμου δόθηκε η δυνατότητα σε όσους είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν και βρισκόταν στη φυλακή για χρέη προς το δημόσιο να εξέρχονται, αν το ζητούσαν, τις ημέρες των εκλογών με άδεια για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος.
Ο εκλογικός νόμος πρωτοπορούσε σε σχέση με τους ισχύοντες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, την ίδια εποχή ένας μόνο στους 12 Βρετανούς πολίτες είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία, χάρη στους περιορισμούς της τιμηματικής ψήφου, μόνο 170.000 πολίτες ψήφιζαν σε συνολικό πληθυσμό 32 εκατομμυρίων κατοίκων.

 «Περί του Βασιλέως»

Ο Βασιλιάς είναι το ανώτατο κρατικό όργανο και το Σύνταγμα του ’44 του αναγνωρίζει σημαντικότατες εξουσίες. Κατά το άρθρο 22 ο Βασιλιάς είναι ιερός και απαραβίαστος, σε αντίθεση με τους υπουργούς του που είναι υπεύθυνοι των πράξεών τους.
Το άρθρο 25 του Συντάγματος του ’44 ορίζει ότι ο Βασιλιάς είναι ο ανώτατος άρχοντας του Κράτους. Το άρθρο αυτό τον αναγνωρίζει ως αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων σε ξηρά και θάλασσα και ορίζει ότι ως ανώτατος άρχοντας του κράτους κηρύσσει πόλεμο και συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας και εμπορίας. Όσον αφορά όμως τις συνθήκες εμπορίας τίθεται η ασφαλιστική δικλίδα της συγκατάθεσης της Βουλής και της Γερουσίας, σε περίπτωση που οι συνθήκες αυτές περιέχουν παραχωρήσεις, για τις οποίες απαιτείται προηγούμενος νόμος, ή επιβαρύνουν ατομικώς τους Έλληνες.
Το Σύνταγμα του ’44 διευκρινίζει ότι απαιτείται νόμος για τυχόν παραχώρηση ή ανταλλαγή της χώρας, ενώ ορίζει ότι τα μυστικά άρθρα μίας συνθήκης δεν μπορούν να ανατρέψουν τα φανερά (άρθρο 26).
Ο Βασιλιάς βάσει του άρθρου 27 του Συντάγματος του ’44 απονέμει τους στρατιωτικούς και ναυτικούς βαθμούς και διορίζει ή παύει τους δημοσίους υπαλλήλους. Και εδώ τίθεται όμως ένας περιορισμός με τον οποίο ο Βασιλιάς δεν μπορεί να διορίσει υπάλληλο σε μη νόμιμη θέση.
Ο Βασιλιάς είναι αυτός που κυρώνει και εκδίδει τους νόμους, όπως ορίζεται από το άρθρο 29 του Συντάγματος του ’44.
Παράλληλα ο Βασιλιάς είναι αυτός που χαρίζει, μεταβάλλει και ελαττώνει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, με μόνη εξαίρεση όσα έχουν διαταχθεί για τους Υπουργούς.
Μεταξύ άλλων ο Βασιλιάς έχει δικαίωμα να απονέμει τα κανονισμένα παράσημα σύμφωνα πάντοτε με τις διατάξεις του νόμου. Δεν μπορεί όμως να χορηγεί τίτλους ευγενείας και διακρίσεως, ούτε να αναγνωρίζει τέτοιους τίτλους που έχουν δοθεί σε Έλληνες πολίτες από ξένα κράτη (άρθρο 33 Σ ’44).
Στο άρθρο 35 του Συντάγματος η βασιλική χορηγία προσδιορίζεται από το νόμο.
Το περίφημο δε άρθρο 36 ορίζει ότι μετά την υπογραφή του παρόντος Συντάγματος ο Όθωνας πρέπει να ορκιστεί ενώπιον της Εθνικής Συνέλευσης και περιλαμβάνει το κείμενο του όρκου.

Περί συντάξεως της Πολιτείας

«Βασικές διατάξεις»
α, Μορφή του πολιτεύματος
Το Σύνταγμα του ’44, παρόλο που στα πρακτικά της Γ’ Εθνοσυνέλευσης δηλώνεται ρητά ότι το πολίτευμα της χώρας είναι αντιπροσωπευτικό, καθιέρωνε τη μοναρχική αρχή. Το ανώτατο όργανο του κράτους είναι ο μονάρχης και στο πρόσωπό του αναγνωριζόταν ο φορέας και η πηγή της κρατικής εξουσίας. Χαρακτηριζόταν ως «ιερός» και «απαραβίαστος» (άρθρο 22 Σ ’44), κάτι που τον καθιστούσε κάτι παραπάνω από έναν απλό ανώτατο άρχοντα. Δεν ήταν μόνο ο αρχηγός του κράτους αλλά το κυρίαρχο όργανο του κράτους. Σε αυτό συνάδει και το γεγονός ότι μόνο ο Μονάρχης είχε την εξουσία για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Υπέρ του μονάρχη συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε ζήτημα το οποίο δεν ανήκει ρητώς στην αρμοδιότητα κάποιου άλλου κρατικού οργάνου, αρμόδιος είναι ο Μονάρχης, επειδή ως ανώτατο όργανο του κράτους αποδέχεται μόνο εκείνους τους περιορισμούς της εξουσίας του, που είναι ρητά διατυπωμένοι στο Σύνταγμα. Παράλληλα βέβαια σε μία προσπάθεια να περιορίσει κάπως το μοναρχικό χαρακτήρα του, στο Σύνταγμα του '44 προβλέπεται για πρώτη φορά η διάκριση των εξουσιών και η κατανομή της πολιτικής εξουσίας.
Ως προς τη γενικότερη θέση του Μονάρχη στο συνταγματικό σύστημα της οθωνικής περιόδου, υπήρξε διαφωνία. Ορθότερη άποψη πρέπει να θεωρηθεί η άποψη του Παπαδούκα, σε αντίθεση με αυτή του Ν. Ι. Σαρίπολου, ότι ο «Βασιλεύς βασιλεύει και δεν κυβερνά. Η παραπάνω άποψη αποτελεί βασικό κανόνα της συνταγματικής μοναρχίας, λαμβανομένου υπόψη και του πλέγματος των διαταγμάτων του Συντάγματος. Το αξίωμα όμως αυτό, όπως και πολλές άλλες συνταγματικές διατάξεις, δεν επρόκειτο να τηρηθεί από τον Όθωνα.
Το ισχύον Σύνταγμα ξεκινάει με τα άρθρα που ορίζουν την μορφή του πολιτεύματος της χώρας μας. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 1 Σ το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Το συγκεκριμένο σύστημα βασίζεται στο συνδυασμό των συνταγματικών προτύπων του δημοκρατικού κράτους και του πολιτικά ενεργού πολίτη. Τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού πολιτεύματος είναι τρία: δημοκρατία, προεδρευόμενη και κοινοβουλευτική.
Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο του πολιτεύματος (άρθρο 1 §2 Σ) και όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 1 §3 Σ). Στο ισχύον Σύνταγμα ανώτατο κρατικό όργανο είναι ο λαός υπό στενή έννοια, δηλ. το σύνολο των πολιτών που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Είναι άμεσο κρατικό όργανο, διότι προβλέπεται από το Σύνταγμα, που καθορίζει τη νομική του θέση, αλλά και αυτοτελές, γιατί δεν απαιτείται η σύμπραξη άλλου οργάνου για τη νομική έκφραση της βούλησής του.
Σύνταξη της Πολιτείας

 Γενικά
Το Σύνταγμα του '44 αναγνωρίζει στον βασιλιά ουσιώδεις και εκτεταμένες αρμοδιότητες στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος ο μονάρχης παραμένει το κυρίαρχο πρόσωπο στου τριαδικό δόγμα της εξουσίας, την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Μόνο ένα μέρος της κυρίαρχης τάξης συμμετέχει στη διαχείριση των κοινών.

 Νομοθετική εξουσία
Η Νομοθετική εξουσία, η εξουσία που θέτει τους νόμους, μοιράστηκε ανάμεσα στο Βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία (άρθρο 15 Σ ’44). Ο Βασιλιάς συμμετείχε στην νομοθετική εξουσία είτε άμεσα με την νομοθετική πρωτοβουλία και την κύρωση των νόμων είτε έμμεσα διορίζοντας τα ελεύθερα μέλη της Γερουσίας και διαλύοντας τη Βουλή .
Έτσι το δικαίωμα της προτάσεως νόμων ανήκει στο Βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία (άρθρο 16 Σ ’44). Επίσης όλοι οι νόμοι που αφορούν τους ετήσιους προϋπολογισμούς, τα έσοδα και έξοδα του Κράτους, τη διάθεση της εθνικής περιουσίας, τον ετήσιο προσδιορισμό της Στρατιωτικής και Ναυτικής δυνάμεως, τη Στρατολογία και τη Ναυτολογία εισάγονται πρώτα στη Βουλή προς ψήφιση.
Το άρθρο 17 Σ ’44 ορίζει ότι απαγορεύεται η πρόταση από τη Βουλή ή τη Γερουσία, που θα αφορά στην αύξηση των εξόδων του προϋπολογισμού από μισθοδοσία, σύνταξη ή οποιοδήποτε άλλο όφελος προσώπου.
Παράλληλα ορίζεται με τη διάταξη του άρθρο 18 Σ ’44, ότι σε περίπτωση που μία πρόταση νόμου απορριφθεί «υπό μιας των τριών νομοθετικών δυνάμεων» (το Βασιλιά, τη Βουλή ή τη Γερουσία), τότε η πρόταση αυτή δεν παρουσιάζεται εκ νέου στην ίδια Βουλευτική Σύνοδο.
Η επίσημη ερμηνεία των Νόμων ανήκει στη νομοθετική εξουσία, δηλ. το Βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία, βάσει του άρθρου 19 Σ ’44.

 Εκτελεστική εξουσία
Η εκτελεστική εξουσία, που φροντίζει για την εφαρμογή των νόμων που θέτει η νομοθετική εξουσία, ανήκει αποκλειστικά στον Βασιλιά και ενεργείται από τους υπουργούς, που, σημειωτέον, ο ίδιος ο Βασιλιάς διόριζε και έπαυε ελεύθερα. Τα παραπάνω ορίζονται στο Σύνταγμα του '44 δε τη διάταξη του άρθρο 20 Σ ’44.

 Δικαστική εξουσία
Η δικαστική εξουσία τέλος, αρμόδια στο να λύνει τις διαφορές και να τιμωρεί τα αδικήματα, αποτέλεσε την τρίτη ανεξάρτητη εξουσία στο Σύνταγμα του '44 . Με το άρθρο 21 Σ ’44 ορίζεται ότι η δικαστική εξουσία ενεργείται από τα δικαστήρια και παράλληλα ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα εκτελούνται «εν ονόματι του Βασιλέως». Ένα ολόκληρο τμήμα του Συντάγματος του ’44 υπό τον τίτλο «περί δικαστικής εξουσίας» ρυθμίζει με περαιτέρω διατάξεις την λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Η βασική αντίθεση του Συντάγματος του ΄44 με το ισχύον Σύνταγμα έγκειται στο ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν εκτελούνται στο όνομα κανενός μονάρχη, αλλά στο όνομα του Ελληνικού Λαού.

Αρχή της διάκρισης των εξουσιών
Το Σύνταγμα του '44 λοιπόν καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (λειτουργιών). Ήταν λογικό άλλωστε μια και η διάκριση των λειτουργιών του κράτους απαντάται σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα ως οργανωτική αρχή του πολιτεύματος. Η αρχή είχε ως πρωταρχικό σκοπό της τον περιορισμό του μονάρχη και την παρεμπόδιση της επέμβασής του στο έργο της Βουλής. Απέβλεπε δηλαδή στην προστασία της νομοθετικής εξουσίας, την οποία ταυτόχρονα και περιόριζε. Η διάκριση των εξουσιών στο Σύνταγμα του '44 είναι χαλαρή, μια και όπως είδαμε ο Βασιλιάς, είτε άμεσα είτε έμμεσα, συμμετείχε στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, ασκούσε την εκτελεστική μέσω των υπουργών «του», ενώ οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνταν στο όνομά του.
Στο ισχύον Σύνταγμα η διάκριση των λειτουργιών εξακολουθεί και υπάρχει. Η ενιαία υπόσταση της κρατικής εξουσίας άλλωστε, δεν εμποδίζει τη διάκρισή της σε τρεις μικρότερες εξουσίες, από τις οποίες συναπαρτίζεται και συναποτελείται. Έτσι κατά την κλασσική τριχοτόμηση των εξουσιών και στο Σύνταγμα μετά τη αναθεώρηση του 2001, η ενιαία κρατική εξουσία διακρίνεται σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική.
Κατά το κλασσικό δόγμα της διάκρισης των εξουσιών, η άσκηση κάθε λειτουργίας πρέπει να αναλαμβάνεται από διαφορετική εξουσία και να αποφεύγεται η σύγχυση των εξουσιών, έχοντας υπόψη ότι η λειτουργία αναφέρεται στη μορφή δραστηριότητας της κρατικής οντότητας και η εξουσία αφορά στο όργανο που την ασκεί. Σύμφωνα με τα παραπάνω το ισχύον Σύνταγμα ορίζει ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Η εκτελεστική από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και Η δικαστική από τα δικαστήρια (άρθρο 26 § 1, 2, 3 Σ ).

Πηγή: προπτυχιακή εργασία της
Χασάπη Χρυσούλα-Ειρήνη
www.greeklaws.com















DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him