Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Β’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
                 
(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ)

Οι θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή δια την παιδείαν είναι μια σύνθεσις των παιδαγωγικών θεωριών όλων των στοχαστών της περιόδου, ήτοι του Μοισιόδακα, του Ψαλίδα, του Φιλιππίδη, του Κωνσταντά. Η ελληνική σκέψις κατ’ αυτόν πρέπει πρώτα να περάση μιαν διαδικασίαν μαθητείας προς αφομοίωσιν της σκέψης των άλλων λαών. Οι Έλληνες δεν είναι υποχρεωμένοι ν’ αρχίσουν απ’ το μηδέν, αφ’ ού μπορούν να χρησιμοποιήσουν την σοφίαν και τις ανακαλύψεις των άλλων. Δυο είναι λοιπόν οι πηγές της αναδιαπαιδαγώγησης των Ελλήνων: α) οι σύγχρονοι ευρωπαίοι λόγιοι, επιστήμονες και φιλόσοφοι και β) ο ελληνικός πολιτισμός.
Η φιλοσοφική του θεωρία δια την παιδείαν βασίζεται εις τον εξής συλλογισμόν:
α) μεγάλο κατόρθωμα αποτελεί η επίτευξις της ελευθερίας αλλά μεγαλύτερον ακόμα αποτελεί η διατήρησίς της
β) οι Έλληνες στοχαστές είναι ανίκανοι να διαμορφώσουν τους απαιτουμένους παιδαγωγικούς στόχους, αφ’ ού βρίσκονται εις σύγχυσιν όσον αφορά τας βασικάς αρχάς.
γ) μόνον η συνεπής επεξεργασία του νοήματος τεσσάρων βασικών αρχών της πολιτικής θεωρίας, η ευτυχία, η αρετή, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, μπορούν να βγάζουν απ’ το αδιέξοδο κάθε φορά τους πίπτοντας εις αυτό. Δια να επιτευχθούν δε αυτές οι βασικές αρχές απαιτείται μετριοπάθεια. Η μετριοπάθεια εκδηλώνεται:
·       στην επιδίωξιν της ευχαρίστησης
·       στον σεβασμόν στην ισότητα
·       στο πνεύμα συνεργασίας.
Για την γλώσσα λοιπόν εμφορούμενος απ’ τα ανωτέρω, πιστεύει ούτε στην των βαρβάρων γλώσσα, ούτε εις την αρχαίαν, αλλά εις μίαν νέαν γλώσσαν ενός νέου έθνους, η οποία θα αποτελή και την κληρονόμο της πλουσίας προγόνου της. Αυτήν θα την καταλαβαίνη ο λαός αλλά δεν θα προκαλή και την αντίδρασιν των μορφωμένων τάξεων. Η μέση όδός, ένας συμβιβασμός, δεν κράτησε για πολύ.
Ειδικότερα στην γλωσσικήν διαμάχη ο Κοραής μπήκε τω 1805 στον πρόλογον ενός βιβλίου του. Στις δύο μερίδες, των «δημοτικιστών», «χυδαϊστών» και των αρχαϊστών αυτός προέβαλεν την «μέσην οδόν». Εκδίδει και υπομνηματίζει αρχαίου συγγραφείς, μελετά την νέαν γλώσσαν, την οποίαν και σωστά την βλέπει ως την τελευταίαν φάσιν μίας και της αυτής γλώσσης από την αρχαιότητα ως τις μέρες του.
Η κλασσική του παίδευσις, η πείρα της ζωής και αι φιλελεύθεραι, δημοκρατικαί του ιδέαι τον οδηγούν στην μεσότητα, η οποία και του δημιουργεί μιαν πνευματικήν ισορροπίαν. Η μέση όδός είναι λύσις δημοκρατική. Η απαμάκρυνσις εκ της «κοινής» είναι τυραννικόν αλλά και το χυδαίζειν δημαγωγικόν. Εν τω μέσω των «ολιγαρχικών» και «οχλοκρατικών», τάσσεται η καλώς νοουμένη δημοκρατία. Όλα τα μέλη του έθνους δέον να μετέχουν στην γλώσσα με δημοκρατικήν ισότητα.
Στην πράξιν, βάσις της γραφομένης γλώσσης είναι η ομιλουμένη, αλλά τα έθνη τότε μόνον μπορούν να ονομάζονται φωτισμένα «όταν φέρωσι την γλώσσαν αυτών εις τελειότηταν». Τούτο θα γίνη με τον καλλωπισμόν της ομιλουμένης. Εις το β’ μέρος του «Διαλόγου» του ο Σολωμός κι αυτός γι’ αυτήν την γλωσσικήν καλλιέργεια ομιλεί. Εκείνος όμως αποζητά ένα βάθος και πλάτος εσωτερικόν, εν ώ ο Κοραής, ως γραμματικός προκρίνει τον εξωτερικόν, γραμματικόν στολισμόν, αποκαταστάσεις λέξεων εις του αρχικούς, όσον γίνεται, τύπους.
Ηυρέθη περισσότερον κοντά εις την κοινήν γλώσσαν δια τούτο και επολεμήθη υπο των αρχαϊστών. Απάνω εις την κοραϊκήν γλώσσα εμορφώθη η «καθαρεύουσα» των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους. Αλλά κι αυτή δεν ήτο πραγματική λύσις. Είχεν βάσιν της μιαν τεχνητή γραμματικήν. Και οι λόγιοι του ελευθερωμένου κράτους εγκατέλειψαν σταδιακώς τις μετριοπαθείς αρχές του Κοραή και επέστρεψαν στον αρχαϊσμόν.

(συνεχίζεται)


Νέαι Θήβαι


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«χρέος των αρχηγών,
είναι να φροντίζωσι δια
την ζωήν των άλλων, κι ‘όχι
δια την ιδικήν των»
(Πελοπίδας)

Η Θήβα κάποτε ηυρέθη εις καθεστώς ανάλογον με το σύγχρονον τυραννικόν. Χάριν εις την προδοσίαν του Λεοντιάδου, οι Λακεδαιμόνιοι κατώρθωσαν να καταλάβουσι το φρούριον του Κάδμου, της ακροπόλεως των Θηβών, το οποίον και την υπεράσπιζεν και ούτως κατέλαβον την πόλιν, την οποίαν και εκράτησαν υπό την κατοχήν των. Έκριναν όμως, όπως πας ξένος κατακτητής, πως καλύτερα θα εκυβέρνουν τους υποδούλους Θηβαίους, αν εμεταχειρίζοντο δια τον σκοπόν τούτον, ωρισμένους εντόπιους προδότας, οι οποίοι και θα ήσαν πρόθυμοι να τους υπηρετούν. Ένας τέτοιος φυσικά, ήτο εκείνος που τους επρόδωσεν την πατρίδαν του, ο Λεοντιάδης.
Οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να εύρουν καταλληλότερον άτομο απ’ αυτόν. Εις αυτόν λοιπόν και τους συνεργάτες του ανέθεσαν την εξουσίαν, κι αυτός χάριν της βοηθείας των ξένων δυνάμεων, εκυβέρνα με αυθαιρεσίαν και τρομοκρατίαν. Πολλοί τότε Θηβαίοι, που δεν ανέχονταν την Σπαρτιατική κατοχή, την τυραννία του Λεοντιάδου και το ξεπούλημα της πατρίδος των εις τους ξένους, υπέμενον τα δεινά με θλίψιν και πάντοτε ανέμενον τον ηγέτην εκείνον, ο οποίος θα τους ελύτρωνε απ’ τα δεινά.
Αυτός ο ηγέτης επρόκειτο να είναι ο Πελοπίδας. Νέος ακόμη όντας, ένα όνειρον είχε. Να ελευθερώση την πατρίδαν του από την ξένην κατοχή και τους συμπολίτες του απ’ την τυραννία. «Είναι αισχρόν» έλεγε «να αδιαφορή ο πολίτης δια την πατρίδαν του, όταν την ντροπιάζουνε οι ξένοι». Και ως εκ θαύματος, πρώτος είπεν εκείνο που πολλούς αιώνες μετά έμελλε να τραγουδήση ο Ρήγας με καημό: «προτιμώτερος ένας θάνατος δοξασμένος, από μιαν άτιμη ζωήν».
Η σύγχρονη αυθαιρεσία, έχοντας δίπλα της τις δυνάμεις της ξένης κατοχής, δεν έχει να φοβηθή από την ύπαρξιν τέτοιων ηγετών, με φλόγα να καίη ντός των πύρινη, ως αυτής της φλόγας της πατρίδος. Γενεές πλέον εγαλουχήθησαν στείρες και αποκομμένες πο κάθε τι το εθνικόν. Η τυραννία και αι ξένες δυνάμεις, η ντόπια δωσίλογη εξουσία με την ξένην τρομοκρατία, ωργάνωσαν καλά αυτήν την φορά την κατοχή των. Ήσαν προετοιμασμένοι από καιρό. Ποιος πλέον θεωρεί, ότι η ηρωική θυσία της ζωής για την πατρίδα είναι μια πράξις αξιοθαύμαστη ή ότι επι τέλους μια φορά κανείς πεθαίνει και η ζωή δεν είναι το μόνον αγαθό που έχει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο; Απεναντίας μας εμποτίσθη η ιδέα, κυκλοφορεί πλέον στο αίμα μας, πως το μόνο που έχουμε είναι ανάγκες και συμφέροντα και μπροστά σ’ αυτά, στην επιβίωσι δεν υπάρχουν, δεν χωρούν ιδεαλισμοί. Η ύλη επικράτησεν, ή μάλλον ο υλιστικός τρόπος σκέψης και ζωής επεβλήθη πρωτύτερα από τον σωματικο εξανδραποδισμό και τον προετοίμασε τόσο καλά, ώστε τώρα να φαντάζη φυσικόν γεγονός και επακόλουθο.
Ο Πελοπίδας ετοίμαζε την εξόρμησίν του δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος του κι αυτός πολύν καιρόν. Αφ’ ού ωργάνωσεν την επιχείρησίν του πολύ καλά, έκανε την επίθεσίν που σχεδίαζε και στο τέλος κέρδισε διπλή νίκη. Και την ξένην κατοχήν έκδιωξε των Σπαρτιατών και την ελευθερίαν ξανάδωσε στους συμπολίτες του από την τυραννία του Λεοντιάδου. Έδειξεν τον δρόμον.
Αυτός είναι ο σωστός σχεδιασμός. Πρίν γίνη η επίθεσις του έθνους προς τους ξένους δυνάστες και της εσωτερικής αυτών κάστας των, απαιτείται οργάνωσις. Να επιβληθή σιγά σιγά η επιστροφή εις τας παραδοσιακάς αξίας του γένους, η διδαχή του ιδεαλιστικού πνεύματος και να ενστερνισθώμεν ιδανικά και αξίες κλασσικές και να απομακρυνθώμεν από την ύλη. Όποιος δε με υλιστικές απόψεις και τρόπον σκέψης συνεχίζει να τις κηρύττη και να τις εγκολπώνεται, να γίνεται αποσυνάγωγος, να απομακρύνεται ως επικίνδυνος, να τον κάνουν όλοι πέρα και να διαπομπέυεται. Έτσι σιγά σιγά και οι εντολοδόχοι των ξένων κέντρων θα φοβούνται την παρασιώπησιν των ιδεαλιστικών και αέναων αξιών. Και όλα ταύτα μέχρις ότου γαλουχηθεί η νέα γενιά, η ηρωική, η γενιά του Πελοπίδα.


Ο ελεύθερος

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Πρωί, πρωί μιαν καθαρά Δευτέρα
Χιλιάδες αετοί σηκωθήκαν ψηλά
Μες τον αγέρα.
Ήταν πλούσιοι, φτιαχτοί, πολύχρωμοι,
Γεμάτοι θράσος, χλιδή
Και τόλμη.
Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν
Ό,τι θέλουν,
Καθώς άλλοι τους προστάζαν
Τι να κάνουν για να παίζουν.
Ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο τον φωτεινό,
Μα κάτω τους τραβούσαν
Στης γής τον καημό.
Ένας σπάγκος τους τραβούσε κάτω,
Εκεί που κείτονταν αδύναμο
Ένα παιδί μονάχο.
……
Μια ηλιαχτίδα πέρασε φανταχερή,
Ζωηρή και ρώτησε τους πλουμιστούς,
Πώς βλέπουν την ζωή.
Είμαστε όμορφοι και πλούσιοι
Της είπαν,
Μα ότι ένας σπάγκος τους τραβούσε
Κάτω, αυτό της το κρύψαν.
Κι ανέβηκε πιο ψηλά της λευτεριάς
Η λιακτίδα
Σ’ έναν μονάχο αετό που δεν έδειχνε
Για τους άλλους ίχνος ζήλια.
Ήτανε φτωχός, μ’ ένα απλό χαρτί
Δίχως σκουλαρίκια και φρουφρούδια,
Μα και δίχως σπάγκο,
Να του περιορίζη την ζωή.
……
Ήρθε απόγευμα, ο άέρας κόπασε
Και για τους αφεντάδες των αετών
Η γιορτή τέλειωσε.
Τα’ αστέρια σαν πρόβαλλαν
Στον ουρανό,
Όλοι οι αετοί κείτονταν στο πατάρι
Το κλειστό.
Μόνο εκείνος ο αγέρωχος συνέχιζε
Να πετά,
Εκεί πέρα στ’ άστρα, μοναχικά
Μα κι ελεύθερα γεμάτος με χαρά.

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=wm9qxVmdJTM&feature=fvsr





Η θεώρηση των πραγμάτων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Και δια το ανώμαλον της γής
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)

413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των  περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΜΗΝ ΤΟΥ Ν.Ε. ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ) (1770-1820)

Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ τω 1761 μεταφράζει το έργον ενός ιταλού φιλοσόφου και εμπράκτως αντιμετωπίζει το ζήτημα και μιλά δια έν «κοινόν ύφος», όπερ καταλλήλως καλλιεργημένον, είναι και το μόνον αρμόδιον δια κάθε ύλην. Αυτήν την περίοδον παρατηρείται αύξησις των πνευματικών ενδιαφερόντων, υπάρχει κίνησις ιδεών και μία ολοένα αυξανόμενη κίνησις βιβλίων, πράγματα που κάνουν επιτακτικήν κι επίκαιρον την λύσιν του γλωσσικού, ήτοι με ποίο γλωσσικόν όργανον θα επέλθη ο φωτισμός του γένους;
Ο Ευγένιος Βούλγαρης λέγει ρητώς πως το αρμόδιον όργανον είναι η αρχαία. Ο Μοισιόδαξ, ως είδομεν προέβαλλεν το «κοινόν ύφος». Τω 1789 στο Βουκουρέστι μέσω αλληλογραφίας τινός δυο εξεχόντων προσωπικοτήτων της περιοχής και της εποχής έχομεν την πρώτην διένεξιν. Πρόκειται δια την αλληλογραφίαν του Λάμπρου Φωτιάδη σχολάρχου της ακαδημίας της πόλης, όστις είναι αρχαιστής και του Δημητρίου Καταρτζή μεγάλου λογοθέτου, ανωτέρου δικαστικού, όστις είναι δημοτικιστής. Η διαμάχη για τρείς δεκαετίες (1790-1820) εφεξής θα οξυνθή.
Ο Καταρτζής λαμβάνει θέσεις ριζικές και σαφείς στο έργον του, και δή εις ένα με μακροσκελέστατον  τίτλον (Σχέδιον……), ένθα και λέγει ότι «η ρωμαίϊκια γλώσσα» είναι καλύτερη σε όλα απ’ όλες τις άλλες γλώσσες κι ότι η καλλιέργεια της και η συγγραφή βιβλίων σ’ αυτήν αποτελεί γενική και ολική αγωγή του έθνους. Δια τούτο έγραψεν μίαν γραμματικήν της αρχαίας εις τα νεοελληνικά, μίαν γραμματικήν, την πρώτην, της νέας ελληνικής και νεοελληνική στιχουργική. Έγραψεν εις λαικήν γλώσσα, όπως ωμιλείτο εις τους κύκλους της Πόλης, χωρίς κανέναν συμβιβασμόν προς την λόγιαν παράδοσιν, με ύφος ιδιότυπον και προσωπικόν αλλά και με σύστημα και με επιμονή. Ύστερα ηναγκάσθη εις μίαν γλώσσαν «αιρετήν» αντί για «φυσικήν», κατόπιν πιέσεων αν και δήλωσεν ότι τούτο δεν τον πείραζε, αφ’ ού σκοπός του ήτο να ωφελήση το γένος. Και τούτο μπορούσε να το κάνη με όποιον τρόπο ήτο δυνατόν. Τω 1791 εκδίδει μιαν γραμματικήν της απλής καθαρευούσης.
Εκ του κύκλου του Καταρτζή, ξεπηδούν ο Ρήγας και οι Δημητριείς, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης. Ο πρώτος έχει το προοδευτικόν βλέμμα του δασκάλου  του Καταρτζή πάνω του, εν ώ οι δεύτεροι με το έργον των «Γεωγραφία Νεωτερική» κάνουν εμφανήν την επίδρασιν εκείνου πάνω τους και στην γλώσσα και στην ορθολογιστικήν και ρεαλιστικήν αντιμετώπισιν των προβλημάτων.
Τω 1805 κυκλοφορεί η «Γραμματική της Αιολοδωρικής» του Αθ. Χριστόπουλου, ο οποίος επηρεασθείς κι αυτός εκ του κύκλου του Καταρτζή τάσσεται με τους οπαδούς της δημοτικής. Η θεωρία του είναι ότι η νέα γλώσσα είναι απόγονος των διλέκτων της αρχαίας αιολικής και δωρικής και άρα έχει την ίδιαν ευγένειαν με την αττικήν, θεωρία σαφώς σφαλερή, αντιεπιστημονική, τονώνουσα ωστόσο τας τάξεις των «δημοτικιστών». Η νέα γλώσσα την εποχήν εκείνη δεν καλείται δημοτική αλλά αιολοδωρική, νεοελληνική, ρωμαίϊκια ή κοινόν ύφος. Τω 1811 κυκλοφορεί το «Όνειρον», μάλλον νόθον έργον του Χριστόπουλου, αλλά τυπωθέν υπο του κύκλου του, μαζί με τα λυρικά, έργον σατυρίζον πιο πολύ τας θεωρίας του Κοραή. Πρόκειται δια έναν διάλογον ανάμεσα στον συγγραφέα και δυό γυναίκες άσκημες και φτιασιδωμένες, που αντιπροσωπεύουν την μιξοβάρβαρην γλώσσαν και την ορθογραφίαν.
Την ίδιαν εποχήν έχουμε κι άλλα λογοτεχνικά, σατιρικά έργα εντασσόμενα στις οξείες γλωσσικές διαμάχες της προεπαναστατικής αυτής τριακονταετίας με τα πιο διάσημα αυτά του «Λογιότατου Ταξιδιώτη» του Βηλαρά και «Τα Κορακίστικα» (1813) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού.
Δίπλα στους Χριστόπουλο και Βηλαρά εμφανίζεται ο λόγιος από τα Γιάννενα Αθ. Ψαλίδας. Σπουδάσας αυτός ιατρικήν, φιλοσοφίαν, μαθηματικά και πειραματικήν φυσικήν στην αλλοδαπήν, απ’ όπου και τω 1795 εν Βιέννη ευρισκόμενος εδημοσίευσεν τα «Καλοκινήματα», ίνα ελέγξη την «Λογικήν» του Βούλγαρη, τω 1796 γίνεται αρχιδιδάσκαλος στην σχολήν των Ιωαννίνων, ένθα απέκτησεν αφοσιωμένους μαθητάς και ακτινοβολία. Ο Βηλαράς είναι μεγάλος φίλος του και του αφιερώνει την «Ρωμαίϊκη Γλώσσα» του, εν ώ ο Ψαλίδας εφαρμόζει σε μερικά απ’ τα γραπτά του το ορθογραφικόν σύστημα του φίλου του. Αλληλογραφούν μαζί, ενώ ο Ψαλίδας συμμερίζεται τις ιδέες του Βηλαρά. Τω 1821 σχεδιάζουν να εκδώσουν μαζί ένα βιβλιαράκι με τις επιστολές τους, όπου μέσα αναπτύσσσουν τις ιδέες τους για το γλωσσικόν, ως συνέχεια της «ρωμαίϊκης γλώσσας».

(συνεχίζεται)


Η υπεροψία της σκληρότητος

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

“quae gignuntur statim
Vieta et mollia, non
Matura mox fiunt sed putria”

Ο Ρωμαίος τραγικός ποιητής Πακούβιος (220-130 π.Χ) απεσύρθη σε μεγάλη ηλικίαν στον Τάραντα. Εκεί τον επεσκέφθη ο κατά 50 χρόνια νεώτερός του ποιητής Άκκιος, ο νέος αστήρ της τραγικής ποιήσεως της εποχής του και του διάβασε την τραγωδίαν του «Ατρέας», πολύ φημισμένη στην αρχαιότητα. Στην παρατήρησι του γέρου Πακούβιου, ότι του φαινόταν «κάπως τραχιά και στυφά» τα λόγια του έργου, δηλαδή σκληρά και ξινά, ώστε να δημιουργούν αποστροφή κι όχι γλυκύτητα κι εσωτερική αγαλλίασι, εκείνος γεμάτος έπαρσι και αλαζονεία του απήντησε, ότι «τα φρούτα που είναι μαλακά απ’ την αρχή, αργότερα σαπίζουν».
Ita est” inquit Accius, “ut dicis”. «Έτσι είναι, είπε ο Άκκιος, όπως τα λές». “Neque id me sane paenitet”. «Ούτε γι’ αυτό βέβαια εγώ μετανοώ». Quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda”. «Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και στυφοί, ύστερα γίνονται γλυκοί και ευχάριστοι». Ιδού η αιτία της όποιας ανθρώπινης σκληρότητος. Θεωρεί ο άνθρωπος, ότι δίχως ν’ αγαπά, με το να είναι αδίστακτος και αποτρόπαιος, σκληρόκαρδος και μισητός στους πάντες, κερδίζει. Λέγει ο ανόητος μέσα στην ψυχή του: «ας μείνω σκληρός, να μην πονέσω εγώ κι ας πονώ με την συμπεριφορά μου τους άλλους. Σημασία έχει, να χαλυβδώσω εμαυτόν ούτως, ώστε ουδέποτε να μην κλάψω, να μην δακρύσω». Για να το κατορθώση αυτό καθιστά τον εαυτόν του τέρας σκληράδας. Πρίν συμβή ο,τιδήποτε, έχει προνοήσει να συμβαίνη το κακό στους άλλους, ώστε αυτός να μένη αλώβητος.
Αυτό όμως δεν λέγεται ανθρώπινη φύσις. Ο άνθρωπος έχει και καρδιά, συναίσθημα. Δεν μπορεί αυτήν την καρδιά, να την αφήση να σκληρύνη τόσο, ώστε σαν πέτρα πια να μην χτυπά. Μ ε την σκέτη λογική και ορθοφροσύνη, δίχως ίχνος συναισθήματος δεν οδηγούμεθα πουθενά. Όταν ήταν φοιτητής ο Σολωμός στην Ιταλία, νεαρός και άπειρος, έδιδε έμφασιν στην επεξεργασία από την λογική ακόμη και των πιο συναισθηματικών στίχων του Δάντη. Τούτο ηνάγκασε τον γέρο δάσκαλό του Μόντι να ειπή εις τον εικοσάχρονον Ζακυθινόν σχεδόν οργισμένος: «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσον, πρέπει και να αισθάνεται, να αισθάνεται, ακούς;»
Η φωνή του εχάθη. Όλες οι παλιές φωνές, που μετέδιδαν την θέρμη της αγάπης, την φωτιά της γλυκύτητος, το μειδίαμα της ψυχής εχάθησαν. Η εποχή έγινε σκληρή, διότι σκλήρυναν οι άνθρωποι. Το σπουδαιότερον δε και σημαντικότερον και συνάμα απελπιστικόν, αυτό που αναίσχυντα λένε. «Ούτε βεβαίως μετανοιώνω γι’ αυτό».


Το αληθές της ουτοπίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«το του νόμου έργον, τας βελτίστας
φύσεις αναγκάσαι ιδείν τε το αγαθόν
και επειδάν ικανώς ιδώσι, μη
επιτρέπειν αυτοίς μη μετέχειν
των παρ’ εκείνοις τοις άλλοις
πόνων»
(Πλάτων, πολιτεία, 519 b-d)

Στο ερώτημα «τι είναι αλήθεια;» η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έδωσε απάντησι. Αλήθεια είναι «η απόλυτη συμφωνία της σκέψης με το αντικείμενόν της». Με το πνεύμα αυτό, η αλήθεια είναι κρίσις, σκέψις μέσα στον ανθρώπινο νού. Δεν είναι εξωτερική πραγματικότητα, αλλά σκέψις δια την πραγματικότητα. Το ότι ζούμε σε μίαν φαύλην πολιτεία, τούτο δεν κάνει αληθινό ότι αυτή είναι η πολιτεία. Η πολιτεία, ένα έθνος είναι αληθινό διότι υπάρχει στην σκέψι μας. Το πνεύμα μας το διδάξανε –η φιλοσοφία και η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πολύ συνέβαλαν σ’ αυτό- να θεωρή αληθές την πολιτεία που είναι βασισμένη στο Δίκαιο, στους Νόμους, πράγμα ταυτόσημο με την ευτυχίαν. Διότι η δικαιοσύνη είναι ευτυχία.
Και τι ορίζει ο Νόμος της αληθινής πολιτείας, αυτής που κρίνοντας έπρεπε να υπάρχη και δεν υπάρχη τώρα, που ζούμε σ’ ένα φάντασμα αυτής, σε μιαν σκιά της δυστυχισμένοι; Ο Νόμος ορίζει, ότι το πάν, το όλον δέον να υπάρχη προς όφελος των πάντων, όλων των μερών. Η ουσία του Νόμου είναι ότι τίποτα σε μια πολιτεία ανθρώπων δεν γίνεται, ίνα εξυπηρετήση το συμφέρον μόνον ολίγων, το όφελος ατόμων, αλλά αυτός καθορίζει, ότι σπουδαιότερον των πάντων, των πράξεων των πολιτών αυτής είναι αυτές οι πράξεις να γίνονται προς ικανοποίησιν του γενικού συμφέροντος. Ειδάλλως δεν υπάρχει δίκαιον αλλά αδικία, η οποία τότε καταδικάζει μιαν πολιτείαν ανθρώπων στην μαύρη δυστυχία.
Όλοι δε οι ανθρωποι δεν γεννηθήκαμε ίδιοι. Εκ φύσεως μας επιδαψιλεύθη εις τον καθένα κι ένα διαφορετικό χάρισμα, μια διαφορετική αρετή. Αυτήν την αρετήν που κρύβει ο καθένας μέσα του, έχει ιερόν χρέος να την χρησιμοποιήση με σκοπόν την γενικήν, καθολικήν ευημερίαν. Αν δεν το κάνη αυτό, αυτομάτως καθιστά εαυτόν άδικον και τότε ο Νόμος της πολιτείας έχει καθήκον να τον επαναφέρη στην τάξιν με βίαιον τρόπον. Την πιο μεγάλην ευθύνη και βάρος ασφαλώς έχουν, όσοι από την φύσι εξασφάλισαν μεγάλον μέρος αρετής, πολλά χαρίσματα, τουλάχιστον περισσότερα απ’ όσα εδόθησαν σε έναν μέσον άνθρωπον. Αυτόι με αυτά τα χαρίσματα, την πνευματικήν δύναμιν κυρίως, τον ορθόν νού, την δυνατή κρίσιν έχουν την δύναμην να ιδούν το αγαθό, να ανακαλύψουν το φώς, να λυτρωθούν από το σκότος, να το θαυμάσουν, να το εγκολπωθούν και ενστερνισθούν και να το επωφεληθούν και βασιζόμενοι σ’ αυτό να ζήσουν μιαν ευτυχισμένην ζωή.
Τι πρέπει ιδίως αυτοί να πράξουν; Να αδιαφορήσουν για το γύρω τους κακό, το σκοτάδι που πλήττει τους άλλους και να μην ενδιαφερθούν δια το γενικό καλό; Τότε ήθελεν είναι ανάξιοι που τους εδόθη η δύναμις ν’ αντικρύσουν το καλό, αλλά δεν κατενόησαν τις ιδιότητές του. Θα καταντούσαν, αν και γνωρίζοντες το αγαθόν άδικοι στους συμπολίτες τους, πράγμα αντιφατικόν, αφ’ ού το αγαθόν άπαξ και υιοθετηθή δεν μπορεί ποτέ να εκλύει άδικον.
Ο Νόμος ουδόλως νοιάζεται, αν αυτοί, αν και μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι, είναι αναγκασμένοι να κάνουν άλλα. Δεν τον ενδιαφέρει η προκοπή ολίγων, αλλά διαρκώς προσπαθεί να καταστήση την ευτυχίαν συνολικήν υπόθεσιν της πολιτείας. Όσους δεν πείθει στην πράξιν να λειτουργήσουν σαν σύνολον αρμονικόν, τότε ως ελέχθη το κάνη με την βία. Διότι δεν θεωρεί, ότι αδικεί εκείνους, που σαν προικισμένοι από την φύσιν κατάφεραν να έχουν επίγνωσιν του αγαθού αλλά απεναντίας θεωρεί δικαιοσύνη, να τους αναγκάζει αυτήν την γνώσιν των, να την χρησιμοποιούν προς επιμέλειαν και φύλαξιν των υπολοίπων.
Είναι καιρός τώρα, που αυτή η ουσία του Νόμου δεν εφαρμόζεται. Από το αποτέλεσμα της ευημερίας των ολίγων και της δυστυχίας των πολλών, αποδεικνύεται, ότι ο Νόμος της πολιτείας έπαψε ν’ αναγκάζη τους καλύτερους να δαπανούν την αρετή των προς κοινήν ωφέλειαν. Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επαναφορά της ουσίας του Νόμου στην έμπρακτον εφαρμογήν είναι από τα πράγματα επιβεβλημένη, ούτως ώστε η ευτυχία της πολιτείας να μην χαθή οριστικώς. Μπορεί να φαίνεται τούτο ουτοπία, αλλά δεν είναι, είναι αληθές.



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΒ’) (τελευταίον)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μετάνοια, η λύτρωση
και το νέο καθήκον

Πάνω στο κατάστρωμα που σάπιζε κι αυτό, κείτονταν νεκροί οι σύντροφοί του. Ο ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλυωνε, μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν κι η κατάρα ήταν ακόμη ζωντανή μέσα στα μάτια τους. Μα η σελήνη άρχισε να ανεβαίνη στον ουρανό. Το φώς της έπεφτε πάνω στον πνιγερόν ωκεανό. Μπόρεσε τότε να ιδή την ομορφιάν της ζωής και να νοιώση την ευτυχίαν της. Μια πηγή αγάπης, που δεν είχε νοιώσει έως τότε, ανάβρυσε από μέσα του και ασυναίσθητα τα ευλόγησε μέσα απ’ την καρδιά του, όλα εκείνα τα ωραία που έβλεπε. 



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Γ’) (τελευταίον)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι
Τον Κύριον,
Οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού.
(ψαλμός ρκζ,1)

Η κοινωνική διάστασις
της φωνής του θεού.

Ο Δ. Π. Διαμαντόπουλος στο «Λεξικόν βασικών εννοιών» του γράφει: «η συνείδησις είναι το σύνολον των ηθικών κρίσεων, ιδεών και αισθημάτων του ανθρώπου, η δύναμις του πνεύματος, η οποία εκφέρει κρίσεις δια την ηθικήν αξίαν ή απαξίαν των ανθρωπίνων πράξεων. Παράλληλα όμως, υποδεικνύει στον άνθρωπον το καθήκον, καθώς και ποιες πράξεις οφείλει να εκτελή ηθικώς και ποιες ν’ αποφεύγη. Η ηθική συνείδησις στην ουσίαν της είναι ο ηθικός κριτής του ανθρώπου, ο οποίος επιδοκιμάζει τις πράξεις εκείνες που είναι σύμφωνες με τον ηθικόν νόμον και καταδικάζει όσες τον παραβιάζουν».
Σε όλα συμφωνεί ο Σωκράτης. Είπεν όμως, ότι η εσωτερική φωνή του θεού δεν τον ωθεί να κάνη πράξεις ενάρετες αλλά μόνον τον εμποδίζει απ’ το να πράξη ανήθικες. Μέχρι στιγμής. Διότι κι αυτός αναγνωρίζει, ότι πέρα απ’ αυτό, η φωνή του θεού τον υποχρεώνει τω όντι, να επιτελέση ένα δυσβάστακτο καθήκον. Να καθορίζη στους άλλους ποιες πράξεις πρέπει να πράττουν ηθικώς ή μάλλον από ποιες πράξεις οφείλουν να απέχουν. Τούτο είναι η κοινωνική διάστασις της συνειδήσεως.
Συνεχίζει λοιπόν στον «Θεάγη» και λέγει: «κι αν κάποιος φίλος, μου ανακοινώνει κάτι κι εκδηλωθεί η φωνή, αυτό το ίδιο συμβαίνει, αποτρέπει και δεν τον αφήνει, εκείνον τον φίλο να το πράξη». Δηλαδή η φωνή του θεού εντός μας εκδηλώνεται όχι μόνον στα δικά μας πράγματα, αλλά και για ‘κείνα που πράττουν όσοι ζούν κοντά μας. Ας δούμε το παράδειγμα που δίδει. «Και γι’ αυτά θα σας παρουσιάσω μάρτυρες. Γνωρίζετε βέβαια αυτόν εδώ τον Χαρμίδη, τον γιό του Γλαύκωνα, που είναι ωραίος. Αυτός κάποτε τυχαία μου ανακοίνωσε, ότι επρόκειτο να συμμετέχη στον αγώνα σταδίου στη Νεμέα κι αμέσως, όταν αυτός άρχισε να μου λέη, ότι πρόκειται να τρέξη, εκδηλώθηκε η φωνή κι εγώ εμπόδιζα κι αυτόν και του είπα: στο διάστημα που μου μιλούσες, εμφανίστηκε μέσα μου η φωνή του δαιμονίου. Να μην τρέξης».
Ο ωραίος ψυχικά Χαρμίδης δεν είναι τίποτα άλλο παρα ένας πολλά υποσχόμενος, ως προς τα ψυχικά χαρίσματα νέος. Πονούμε όσους πλησίον μας έχουν αθώα κι ευγενή ψυχή, που όμως η απειρία ζωής τους κάνει να είναι απερίσκεπτοι και να ριψοκινδυνεύουν να διαψευσθούν κι έτσι το δηλητήριο της απογοητεύσεως να κατακλύση την ευγενή καρδιά των. Πόσες φορές ένα παιδί δεν ζήτησε απ’ τον πατέρα του και τους γονείς του γενικά, έχοντας εμπιστούνη στους αγαθούς σκοπούς του να ξεκινήση κάτι εφάμιλλον των προσδοκιών του, κι αυτοί το απέτρεψαν για να μην διαψευσθή; Ας θυμηθούμε τον ξακουστόν άσωτον υιόν. Εζήτησε την κληρονομιά που του αναλογούσε για να φύγη στα ξένα, να μεγαλουργήση και να ζήση σύμφωνα με τους δικούς του πόθους, με τις δικές του αρχές, νόμους και κανόνες. Ήθελεν άρα γε να καταστραφή; Όχι βέβαια. Κανείς δεν το θέλει. Λέτε πάλι ο πατέρας να μην προσπάθησε να τον αποτρέψη; Όχι βέβαια. Όμως ο άσωτος θα έκανε το δικό του. Το ίδιο κι ο Χαρμίδης. Τι απάντησε στον Σωκράτη; «Ίσως Σωκράτη, η φωνή του δαιμονίου σου, σου δείχνει, ότι δεν θα νικήσω» είπε. «Εγώ όμως, κι αν ακόμα δεν πρόκειται να νικήσω, θα ωφεληθώ αφ’ ού βέβαια αυτό το διάστημα θα γυμναστώ». Αυτά αφ’ ού είπε συμμετείχε στον αγώνα σταδίου.
Αυτή είναι η αυταπάτη. Όσο κι αν τον αποτρέπουν τον νεαρόν φιλόδοξο και να τον αποθαρρύνουν απ’ το εγχείρημά του, εκείνος νομίζει, ότι ναι μεν μπορεί να μην τα καταφέρη συνολικώς αλλά τουλάχιστον θα ωφεληθή. Ο άσωτος πάλι ναι μεν θα πίστευε, ότι μπορεί να μην μεγαλουργήση, αλλά τουλάχιστον ότι θα επωφεληθή της ελευθερίας του και θα έχη μιαν ζωήν, όπως την θέλει, μακρυά από την «φυλακή» των νόμων του πατέρα του. Είναι άρα γε η φωνή της συνείδησης καταδικασμένη ν’ αποτυγχάνη, όταν αυτή εκδηλώνεται για τους άλλους; Όχι βέβαια πάντα. Καθήκον αυτών που την ακούνε να εκδηλώνεται εντός τους, πικρό και βαρύ, είναι να την κάνουν γνωστή σ’ εκείνον για τον οποίον ηχεί. Μέχρι πότε; Μέχρι ο καθένας να έναι εις θέσιν ν’ ακούση την φωνή που κρύβει μέσα του ο ίδιος και να μην περιμένη από άλλους να τον καθοδηγούν σύμφωνα με την φωνή των.Διότι είπαμε, ότι η συνείδησις είναι συνεπίγνωσις, μια γνώσις κοινή δια όλους κι όλες τις ψυχές που προήλθαν απ’ το φώς του κόσμου των ιδεών.

Μετάνοια, αυτοκριτική
και αναγέννησις, ανάστασις.

«Μετανοείτε» φώναζε μια άλλη φωνή στο μέσον της ερήμου. Η ζωή δίδει αφορμές πολλές. Είναι εμφανές ότι η φωνή της συνειδήσεως δεν εκδηλώνεται, αν και ενυπάρχη, σε όλους εξ αρχής. Στην αρχή οφείλει ο καθείς να στηρίζεται στην φωνή των άλλων. Τούτο μέχρι να εκδηλωθή η δική τους φωνή. Στην αρχή ασθενική και ισχνή, ύστερα δε ολοένα αυξανόμενη σε έντασι μέχρις ότου να εκδηλώνεται και δια τους γύρω του. Μα τι είναι αυτό που δυναμώνει την ενυπάρχουσα εσωτερική φωνή και από άφωνη την καθιστά δυνατή;
Μα τίποτα άλλο παρά η χαλύβδωσις των ηθικών νόμων εσωτερικώς. Η συνεχής αυτοκριτική και μετάνοια δια τα λάθη μας, μας κάνει να γινόμαστε δυνατοί. Η υπακοή σε νόμους και αξίες και η κατασκευή ενός εσωτερικού πλαισίου ορίων και κανόνων μας κάμνει να οδηγούμεθα όχι στα χαμένα, αλλά συντεταγμένα προς κάποιαν κατεύθυνσι. Έρχεται η Τεσσαρακοστή και μετά η μεγάλη εβδομάς. Ας αναλογισθή ο καθείς εντός του, πόσον χαλύβδωσεν την εσωτερικήν του φωνήν ή κατέστη τόσον πωρωμένος, που την έπνιξε και δεν την άφησε ποτέ να μιλήση εντός του. Στο χέρι του είναι ν’ αφήση να εκδηλωθή ξανά. Τότε θα αναζωογονηθή και θα είναι σαν να αναστήθηκε ξανά απ΄τους νεκρούς. Σαν να απελευθέρωσε εντός του όλες εκείνες τις δυνάμεις που τον θέλουν άνθρωπο κι όχι ζώον και κτήνος μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων.
Ο πωρωμένος είναι εκείνος που κατέπνιξεν εντός του τον άνθρωπον, που έκλεισεν τους πώρους του δέρματός του κι έπαψε να αναπνέη και το σώμα του πια νεκρό ζεί μα δεν ζεί. Οι νόμοι, οι κανόνες, οι θείες εντολές είναι γνωστές και είναι εκεί. Ας τις αδράξωμεν και ας αναστηθώμεν επιτέλους. Ας ζητήσωμεν ολόψυχα «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών».
Καλόν κι άγιον πάσχα να έχωμεν




Η πολιτεία των φαύλων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«Αγάθων έφη, τον άρχοντα
Τριών δει μεμνήσθαι.
Πρώτο μεν ότι ανθρώπων άρχει,
Δευτερον ότι
Κατά νόμους άρχει,
Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

Μέσα του 4ου αι. π.Χ. Στον αθηναϊκό πολιτικό στίβο κυριαρχούν οι δημαγωγοί, καθώς και οι καιροσκόποι πολιτικάντηδες, που με τις αλλοπρόσαλλες, ανεύθυνες, εκμαυλιστικές και υστερόβουλες ενέργειές των, έχουν προκαλέσει πολλά δεινά στην Αθήνα κι έχουν καταρρακώσει το κύρος της. Όσοι αγωνίζονται δια την ανόρθωσιν της πολιτείας έρχονται συνεχώς σε αντίθεσιν με την νωθρότητα και την αδιαφορίαν των πολιτών.
Αυτή η νωθρότητα μας έχει καταστρέψει. Πώς προκλήθηκε; Μα από την αδιαφορία δια την διάπραξιν του καθήκοντος. Και ποιο είναι αυτό; Όλοι μας έχουμε ιεράν υποχρέωσι ν’ αποτρέπωμεν τον διπλανό μας από την διάπραξιν παρανομιών. Πολύ περισσότερον όμως έχουμε υποχρέωσιν να εμποδίζωμεν από παρεκτροπές και αδικίες αυτούς που κατέχουν αξιώματα και μάλιστα ηγετικές θέσεις μέσα στην πολιτεία. Ο Δημοσθένης, ένας από εκείνους τους τελευταίους ρωμαντικούς που πολέμισαν την αδιαφορίαν των πολλών κραύγαζεν: «Πρέπει βέβαια όλοι εσείς ν’ αποκλείετε και να εμποδίζετε αυτούς που παρανομούν και κατεξοχήν αυτούς που κατέχουν αξιώματα και αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά. Γιατί εξαιτίας αυτών είναι φυσικό και να βλάπτωνται τα κοινά και η πολιτεία, εάν είναι διεφθαρμένοι και αντίθετα πάρα πολύ να ωφελούνται, εάν είναι ενάρετοι και θέλουν να είναι προσηλωμένοι στους νόμους» (Δημοσθ., Κατά Αριστογείτωνος, Β, 1-3).
Η πολιτεία μπορεί να υποστή ολέθριες καταστροφές, εάν το πηδάλιον του σκάφους της το κατευθύνουν άνθρωποι φαύλοι, δηλαδή τιποτένιοι και πρόστυχοι. Εάν όμως στην ηγεσία της πολιτείας βρίσκονται άνθρωποι δίκαιοι κι ενάρετοι, τότε είναι βέβαιον ότι η πολιτεία αυτή θα προκόψη και θα ευτυχήση. Από τους καρπούς φανερώνεται και η ποιότητα των δένδρων, από τα αποτελέσματα κρίνονται και η ποιότητα των ενεργούντων προσώπων, το ήθος των και η δύναμη της σκέψεώς των, ο νούς των. Ο όλεθρος προήλθε σήμερα διότι οι κατέχοντες τα αξιώματα και πρόστυχοι ήσαν στην ψυχή και στην σκέψι των δεν ευδοκίμησεν το αγαθόν αλλά η τέχνη του εξαπατάν, προκειμένου δια ίδιον όφελος να καρπωθούν τα πλούσια ελέη της νομής της εξουσίας.
Δυο κριτήρια υπάρχουν δια να εξάγονται κάθε φορά τα ανωτέρω. Πρώτον οι άρχοντες δέον να ενθυμούνται ότι άρχουν σύμφωνα με τους νόμους. Το ότι ουδείς τιμωρείται ως υπαίτιος συμφορών, ουδόλως μπορεί έστω κι ως αστείον να θεωρηθή ότι κείται εν ισχύ η το άρχειν δια του νόμου. Δεύτερον δέον να ενθυμούνται οι άρχοντες ότι εξουσιάζουν ανθρώπους κι όχι ζώα. Όταν λοιπόν καταδικάζουν αυτοί των λαό, χάριν της δικής τους ανηθικότητος να ζούν με όσα αυτοί λαμβάνουν εις ολίγας ώρας, τι δηλοί αυτό παρά το ότι αληθώς νομίζουν ότι έχουν υπο την εξουσίαν των κτήνη δίχως ψυχή; Διότι ο καθένας και για να θρέψη ένα κατοικίδιον του τόσα ξοδεύει δια την διατροφήν του, όσα προέρχονται από τον μόχθον λίγων ωρών.Και δεν τα βλέπομεν αυτά; Τα βλέπομεν ασφαλώς θα ειπή κανείς. Αλλά δεν βλέπομεν αυτήν την νωθρότητα πια που μας βαραίνει τα μέλη και δεν μπορούμε να τα κουνήσωμεν, μια νωθρότητα, που ως ήδη ελέχθη προήλθε από την μακροχρόνια αδιαφορία μας δια τα όσα πράττονται γύρω μας, δίπλα μας, δια τας παρανομίας των συμπολιτών μας των οικογενειών μας, που τις αφήνουμε δίχως να τις αποτρέψουμε.
«Όταν ένας ναύτης σ’ ένα πλοίο υποπέση σε κάποιο σφάλμα απ’ εκείνα που συμβαίνουν στα ταξίδια, συνήθως προξενεί μικρήν βλάβην, όταν όμως ο κυβερνήτης παρεκτραπή, προκαλεί κατά κανόνα κοινή ατυχία σε όλους τους ταξιδιώτες» (δημοσθ., ως ανωτέρω). Σωστόν και λογικόν. Μα εις την σύγχρονην φαύλη πολιτεία μας, που όλοι είμεθα ναύτες, και εις το σύγχρονον ταξίδι της ζωής μας, δεν έχει παρεκτραπεί μόνο ένας ναύτης. Οι ναύτες είμεθα γεμάτοι παραπτώματα οι ίδιοι κι έτσι όχι μόνον βλάπτουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλά και ολόκληρο το πλοίο μας και θέτουμε σε κίνδυνον όλο το ταξίδι μας. Έχουμε συνάμα και ξεδιάντροπους κυβερνήτες και περιμένουμε το πλοίο μας που καλείται πολιτεία ύστερα, να κυβερνηθή σωστά.
Επιστροφή στους νόμους και τις αρχές. Να βάλλουμε όλοι μέσα μας κανόνες, που να μην μπορούμε να τους ποδηγετήσωμεν. Έτσι θα νικήσουμε την αδιαφορίαν κι έτσι θα ζητήσωμε δικαίως μετά να φύγουν και τα φαύλα αυτά, ξεδιάντροπα ανθρωπάρια που έχουμε για κυβερνήτες. Αυτοί δεν θα κυβερνούν δια πάντα.




Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΑ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

1798, Σάμουελ Κόλερητζ
και η μπαλάντα του γέρου ναυτικού

Το έτος 1798, ο Άγγλος ποιητής Κόλερητζ συνθέτει την «μπαλάντα του γέρου ναυτικού». Η παραμονή στην πανεπιστημιακή πόλι του Gottingen, διεύρυνε τον πνευματικόν του ορίζοντα σε τέτοιον βαθμόν, ώστε να γίνη ο πιο εμπνευσμένος από την γενιά του άγγλος ερμηνευτής του γερμανικού ρωμαντισμού. Γράφει ο Πολυλάς για την στροφή του ώριμου Σολωμού της κερκυραϊκής περιόδου στην γερμανική φιλοσοφία: «απ’ αυτήν την εποχήν εις την οποίαν απομονώθηκε περισσότερον από την κοινωνία, εκαταγίνετο πάντα θερμότερα εις την τελειοποίησιν των ποιημάτων του και εις την μελέτην της φιλοσοφίας, της οποίας ακολούθησεν την πρόοδον εις τα μεγάλα γερμανικά συγγράμματα κι εξόχως εις τα θεωρητικά του Σχίλλερ, ο οποίος άνοιξεν νέον ορίζοντα της ποιητικής. Ο Σολωμός τα εμελετούσε εις τες ιταλικές μεταφράσεις, όπου του έκαμαν πρόθυμα οι γίλοι του, ως αγάπης ανταποσιν των θησαυρών, τους οποίους αυτός άφθονα τους εχάριζεν εις τον νού και εις την καρδίαν, όσων ευτύχισαν να τον πλησιάσουν».



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Β’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος,
είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων,
ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών,
ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών»
 (ψαλμός λβ’ 13-15)

Αγία Τεσσαρακοστή – η στιγμή
τονώσεως της συνειδήσεως.

Η Τεσσαρακοστή πλησιάζει. Ποίος είναι ο σκοπός της; Μα τίποτα άλλο απ’ το ν’ ακούση ο καθείς την φωνήν της συνειδήσεως του και να την ενισχύση, ώστε εφ’ εξής να την ακούη ολοέν συχνότερα και εντονότερα. Δεν είναι αυτή η φωνή σίγουρα υπαρκτή μόνον σε λίγους κι όχι σε όλους; Ο Σωκράτης εξηγεί στον συνομιλητή του Θεάγη την φωνήν αυτήν και για εμάς είναι καθ’ όλα αποκαλυπτικός.
«Όχι φίλε μου, αλλά σου διαφεύγει τι είναι αυτό, εγώ όμως θα σου εξηγήσω. Υπάρχει κάποιο δαιμόνιο, πνεύμα, φωνή, που από θεϊκή μοίρα, βούλησι, με ακολουθεί, αφ’ ού άρχισε από τότε που ήμουν παιδί» (Πλάτωνος, Θεάγης, 128 b-e). Διαφωτιστικά ήδη ο μεγάλος φιλόσοφος μας λέγει ξεκάθαρα ότι, πρωτίστως η φωνή της συνειδήσεως είναι προϊον θεϊκής βουλήσεως και ο ίδιος ο θεός μας εμφύσησε τούτην εντός ημών αλλά και δευτερευόντως υπάρχει μέσα μας ευθύς εξ αρχής από τότε που ήρθαμε στην ζωήν. Αλλά γιατί ο θεός μας έδωκεν αυτήν την φωνήν εσωτερικώς και μας την προμήθευσεν εξ αρχής; Θα μάθωμεν εντός ολίγου.
«Και αυτό το πνεύμα, είναι κάποια φωνή, η οποία, όταν εκδηλώνεται πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτό που τυχόν πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει να κάνω κάτι». Μέσα σε λίγες προτάσεις όλη η αλήθεια για το τι είναι «συνείδησις», ποιος ο σκοπός υπάρξεώς της, γιατί ο θεός μας την έδωκε και ποιο είναι το σχέδιον Του, αλλά και ποια είναι η ελευθερία του ανθρώπου, το αυτόβουλόν του. Η συνείδησις είναι λοιπόν μια θεϊκή φωνή, η φωνή του θεού. Δεν εκδηλώνεται πάντα. Κοινώς υπάρχουν ίσως και πολλές στιγμές αφωνίας αυτής. Πότε εκδηλώνεται; Πάντως ποτέ δια να μας προτρέψη να κάνωμεν κάτι. Υπάρχουν πλησίον μας άνθρωποι αδύναμοι. Πείνα και εξαθλίωσι βασανίζει τους ανθρώπους. Ουδεμία φωνή δεν θα σου πεί: «Ύπαγε αναίσχυντε και βοήθα τον συνάνθρωπό σου που πεινά και δώστου να φάγη». Υπάρχουν εχθροί μας. Άνθρωποι αδίστακτοι που κάποτε μας έβλαψαν. Υπάρχει περίπτωσις ν’ ακουσθή εντός μας η φωνή και να ειπή: «Πήγαινε να ζητήσης συγχώρεσιν απ’ τον εχθρό σου και συγχώρεσέ τον κι εσύ και ξαναγαπήσου πάλι μ’ αυτόν»; Ποτέ. Εις καμμίαν περίπτωσιν. Γιατί λοιπόν;
Τούτο είναι το αυτόβουλον, η ελευθερία του ανθρώπου. Δεν μας αναγκάζει ο θεός να τον ακολουθήσωμεν, να υπακούσωμεν εις την θέλησίν Του. Δεν μας έκανε δούλους, ίνα υπακούωμεν διαταγάς. Εάν τα παιδιά μας μεγαλώσουν και κάμουν δικιά των οικογένεια, ακόμα τους λέμε μη εκείνο, μη το άλλο; Τους δίδουμε ακόμη εντολές σαν τότε που ήσαν νήπια; Όμως περιμένουμε να ακολουθήσουν όσα καλά τους διδάξαμε με στοργή από μικρά κι αυτά να τα μεταλαμπαδεύσουν και στα δικά τους παιδιά και τότε να λέμε ότι τω όντι μας εσεβάσθησαν.
 Η φωνή της συνειδήσεως απεναντίας όμως υπάρχει με σκοπόν αποτρεπτικόν. «Πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτά που τυχόν πρόκειται να κάμω». Πάμε να κάνωμεν κάτι που είναι ενάντιον σε εκείνην την γνώσιν που γνώριζεν η ψυχή πριν έρθη στον κόσμον, ενάντια σ’ εκείνο που όλες οι ψυχές γνωρίζανε εκεί στο φώς απ’ όπου ήρθανε; Τότε η φωνή θα εκδηλωθή και θα βοά «ΜΗ». Σ’ εκείνον τον «ασυνείδητον» οδηγόν που αναφέραμε στην αρχή, να είσθε σίγουροι, πως η καημένη η φωνή της συνειδήσεως θα εκραύγαζεν συνεχώς, «μη φύγης», «μη φύγης», ώσπου αυτός πνίγοντάς την και μη ακολουθώντας την, ατόνισε, εσίγησεν, ξεψύχησε και αηδιασμένη τον εγκατέλειψεν.

(συνεχίζεται)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ι’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Όταν στα 1823-24, η επανάσταση στην Κρήτη κατεπνίγη από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, χιλιάδες χριστιανοί κατέφυγαν με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο. Ένας Κρητικός πολεμιστής, βρίσκεται με την μνηστή του στην θάλασσα σε ώρα τρικυμίας τη νύχτα. Το καράβι στο οποίο ευρίσκονταν έχει ναυαγήσει και ο Κρητικός προσπαθεί να φθάση στην ακτή. Κολυμπά κρατώντας αγκαλιά με το ένα χέρι την νέα. Κεραυνοί πέφτουν και στο φώς τους προσπαθεί να διακρίνη την ακρογυαλιά. Τα βουνά της στεριάς, προς την οποίαν κατευθύνονται, αντιλαλούν από τους κεραυνούς.



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Α’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Νομοθέτησον με Κύριε, εν τη οδώ σου
Και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία»
(ψαλμός ΚΣΤ)


Είναι νύχτα. Ένα αμάξι τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάπου σ’ ένα απόμερο μέρος μιας κάποιας επαρχίας. Αίφνης, σαν από το πουθενά, μια γυναίκα προβάλλει καταμεσίς του δρόμου, επιστρέφουσα απ’ την δουλειά της, φέρουσα και μερικά αγαθά για τα παιδιά της. Βλέπεις, από τότε που πέθανε ο άντρας της, αυτή ανέλαβε να ζήση και να θρέψη δυο θυγατέρες, μικρά παιδιά. Ο οδηγός δεν πρόλαβε να πατήση τα φρένα. Το σώμα της άτυχης γυναίκας εκσφενδονίσθη μέτρα μακρυά. Τα ψώνια διεσκορπίσθησαν στον δρόμο. Σταματά. Κατεβαίνει απ’ το αμάξι και τρέχει κοντά. Ένα ρυάκι αίματος σχηματίζεται πλησίον της κεφαλής της άτυχης γυναίκας. Ωστόσο ανασαίνει. Αλλά φαίνεται σαν νεκρή. Να την βάλη γρήγορα στο αμάξι. Μα τα καθίσματα είναι καινούργια. Θα λερωθουν. Πώς να την σύρη ως εκεί; Να φέρη το αμάξι κοντά και ίσως στον χώρον των αποσκευών να είναι εντάξει. Μα πάλι για να πάη στην πόλη, στο νοσοκομείο είναι πολλά τα χιλιόμετρα. Θα αργήση. Κι αν στο μεταξύ ξεψυχήση; Ανακρίσεις, δικαστήρια, αυτόφωρα… Πωπω!!! Θα μπλέξη. Και η δικιά του οικογένεια τον περιμένει. Είναι Σάββατο βράδυ. Θα φάνε όλοι μαζύ. Και φεύγει… Να μην μπλέξη. Μακρυά. Ξαναμπαίνει στο αμάξι. Αναπτύσσει ταχύτητα και φεύγει. Ήταν ατύχημα… Και μια ψυχή μένει εκεί στην άσφαλτο. Νύχτα. Ο ασυνείδητος!!! Έφυγε.


Τι είναι η συνείδησις


Ως λέγει και το αληθές της λέξεως, συνείδησις δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια συνεπίγνωσις (συν + οίδα = γνώσις, γνωρίζω). Αυτό δηλαδή που από κοινού, όλοι εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε. Η γνώσις που έχουμε όλοι μας. Ναι αλλά τι γνωρίζομε και από πού; Ο Πλάτων νομίζω λέγει την αλήθεια. Η ψυχή των ανθρώπων, πρίν πετάξη δια τα εγκόσμια, ζεί στην αλήθεια. Στο φώς, στον κόσμο των Ιδεών, στην νήσον των Μακάρων, στην Παράδεισο, όλες οι ψυχές βλέπουν, ζούν και αναπνέουν τον κόσμον της αληθείας, τον κόσμον των Ιδεών, των αληθινών όντων, των υπαρχόντων, έτσι όπως ακριβώς είναι. Ο Κύριος είπεν: 

«εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φώς της ζωής» (Ιωάνν., Η, 12). Ο Ησίοδος πάλι λέγει τα εξής: «Ο θεός τους ώρισεν να ζούν και να κατοικούν, στα πέρατα της γής… και αυτοί μεν κατοικούν έχοντας ξέγνοιαστη καρδιά στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον πολυκύμαντο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες που η πολύκαρπη γή τους χαρίζει γλυκόν καρπόν που ωριμάζει τρείς φορές τον χρόνο» (Έργα και ημέραι, 168-173).

Εκεί στο φώς και στην αληθινώς ευτυχισμένη ζωήν, η ψυχή έλαβεν πνοή και εκεί επιθυμεί να γυρίση. Εκεί στον κόσμον των ιδεών είδε τα πράγματα με το όνομά τους, την αληθινήν υπόστασί των και άρα σαν ήλθε στην ζωή του κόσμου, μπορεί να θόλωσε η ανάμνησις αυτή των αληθινών όντων αλλά ποτε δεν λησμονήθηκε παντελώς. Και αν ακόμα υποπέσωμεν εις δυστυχισμένην ζωήν, γεμάτην κακουχίες, ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα ευτυχισμένα κάποτε χρόνια της παιδικής του ζωής και δεν επιθυμεί σφόδρα να τα ξαναζήση; Δεν θυμόμαστε βέβαια πολλές λεπτομέρειες, αλλά κάτι εικόνες ξεθωριασμένες είναι αρκετές να γεμίσουν την ψυχή με εκείνο το συναίσθημα της απωλεσθείσης ευτυχίας. Στον κόσμον τούτον λοιπόν λέγει ο Πλάτων η ψυχή ενθυμείται κάτι απ’ το φώς, αλλά είναι αναγκασμένη να ζή με τις σκιές πλέον. Είχεν γνώσιν τότε, όπως όλες οι ψυχές των συνανθρώπων, της αληθείας των πραγμάτων, προφανώς του καλού, του αγαθού. Όμως στο σκότος στο οποίο έχει περιπέσει αυτή η γνώσις εξανεμίσθη.

Τώρα έμεινε μια φωνή εντός της, η συνείδησις, που βοά να ξαναδή το φώς. Η θολή αυτή εικόνα, η φωνή εντός μας, που προέρχεται από τα παλιά, είναι κοινής καταγωγής σε όλους μας

(συνεχίζεται)




Η επιστροφή του βασιλιά



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ

-φιλολόγου-



«Μα είναι καιρός οι Αχαιοί
Το δείπνο να ετοιμάσουν,
Όσο που φέγγει, κι έπειτα
Κι αλλιώς θα διασκεδάσουν…
Του τραπεζιού τα δώρα»

(Οδύσσεια)




«Την ώρα εκείνη δίχερο χρυσό, όμορφο ποτήρι, να πάρη ετοιμαζόταν, και να, στο χέρι το’ χε, να πιή κρασί, μήτε έβαζε το θάνατο στο νού του… κι η σαίτα αντίκρυ του πέρασε τη μύτη. Έγειρε δίπλα, του ‘πεσε και το ποτήρι κάτω, κι απ’ τα ρουθούνια ανάβρυσε με μιάς πηχτό το αίμα»(Οδύσσ., χ, 9-18). Ο βασιλιάς που όλοι νομίζανε νεκρό και ρημάξανε το βιός του και το σπιτικό του αντάμα, δίχως να νομίζουνε, ότι ποτέ θε να πληρώσουνε τα κρίματά τους, μόλις είχε επιστρέψει κι άρχιζε η οργή και τιμωρία του.


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ζ’) (τελευταίον)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(1932) (μετά από μία εβδομάδα)
Ένας άνδρας ασχημοντυμένος, σαν ζήτουλας, με μακρυά γένια και μαλλιά, μπήκε αλαφιασμένος μεσ’ το φτηνό πανδοχείο. Προσπαθούσε να ρυθμίση την αναπνοή του απ’ το τρεχαλητό, εν ώ τα μάτια του κοίταζαν ερευνητικά αλλά και μ’ ένα φόβο τον περιβάλλοντα χώρο.
«-Ορίστε ξένε μου. Τί επιθυμείς;»
Η φωνή μιας χονδρής γριάς απ’ τον πάγκο τον επανέφερε.
«-Ό,τι θένε όλοι γριά. Μιαν γυναίκα να περάσω καλά»
Ο απότομος τρόπος του και τα προφερόμενα κάπως βαριά λόγια του αανησύχησαν κάπως την ξενοδόχα, μα συνιθισμένη σε τύπους του λιμανιού, αμέσως μπόρεσε να μετριάση το ξάφνιασμά της και να μην δώση καν σημασία.
«-Έχουμε την καλύτερη. Και φθηνή αφέντη. Πολύ καλή…»
«-Δεν μ’ ενδιαφέρουν όσα λές γριά. Πέσ’ μου μόνο αν την λένε Μαρία ή σινιόρα Μαρία, όπως την λένε πολλοί»
«-Νεςκε αφέντημ. Ετσά την λένε. Λεφτά έχεις;» η γριά έγινε πιο ψυχρή.
«-Έχω. Πόσα θές;»
«-Μία λίρα»
«-Πάρ’ την. Πού είναι;»
«-Πάνω αφέντη. Στο υπερδώμα. Μόλις ανέβεις δεξιά. Χτύπα και μπές»
Οι οδηγίες της τουρκάλας φαφούτας, ήταν απλές και σαφείς. Τις ακολούθησε βιαστικά εν ώ ένοιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον γδύνουν στην κυριολεξία. Για μια στιγμή φοβήθηκε μη και καλέση τους χωροφύλακες. Αλλά δεν έδωσε δεύτερη σημασία. Εξάλλου θα τελείωνε γρήγορα.
Πάνω, μπήκε σ’ έναν βρώμικο διάδρομο, τον οποίον φώτιζε πενιχρά μία λάμπα πετρελαίου, που κρεμόταν στην μέση του μήκους του τοίχου, αριστερά. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μιαν ξύλινη πόρτα. Την πλησίασε. Πρίν την χτυπήση, η ματιά του έπεσε σε μιαν κατσαρίδα, που μόλις έβγαινε από κάτω της. Αρα γε θα τον αναγνώριζε ύστερα από τέσσερα χρόνια; Χτύπησε. Μια απάντηση ακούστηκε από μέσα. Δεν διέκρινε την γλώσσα. Ίσως ήταν ιταλικά. Άνοιξε και μπήκε. Δεν αντίκρυσε τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένα κρεβάτι σιδερένιο, μια παλια ντουλάπα κι ένας καθρέπτης θαμπός στον τοίχο ήταν τα μόνα έπιπλα του δωματίου, το οποίο μύριζε τσιγαρίλα και κλεισούρα. Τα μάτια του πέσαν πάνω της. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε τσιγάρο. Βλέποντάς τον πήδησε πάνω κι έτρεξε να του βγάλη το σακάκι.
Ήταν αυτή. Τα μαλλιά της είχαν σγουρέψει, το πρόσωπό της ήταν βαμμένο οικτρά, μα σίγουρα ήταν αυτή. Το κορμί της λίγο πιο παχουλό, μα τα στήθη της το ίδιο στητά. Και τα μάτια της γεμάτα σπίθες και υγρά. Δεν τα είχε ξαναδεί έτσι.
«Θέλετε απλό ή απ’ όλα;» τον ρώτησε.
Δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του φερόταν σαν πελάτη. Έβγαλε την ρόμπα της κι έπεσε με τα εσώρουχα στο κρεβάτι και περίμνε μπρούμητα. Έβγαλε ένα μαχαίρι απ’ το παντελόνι του κι έπεσε πάνω της. Πρίν βγάλει άχνα της έκοψε το λαιμό και την γύρισε ανάσκελα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να έχη τα μάτια της έντρομα καρφωμένα πάνω του. Όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της. Ποιος ήταν αυτός; Γιατί την σκότωσε; Ήθελε λίγες μέρες ακόμη για να φύγη για την Ελλάδα. Το όνειρό της θα γινότανε πραγματικότητα. Είχε μαζέψει το ποσό που χρειαζότανε. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε στην Αθήνα, κοντά στα μόνα δικά της πρόσωπα, αν και χωμένα σε κάποιον τάφο. Όλοι οι δικοί της είχαν χαθεί. Τα παιδιά της νεκρά. Ο άντρας της σε άγνωστες φυλακές είχε χαθεί για πάντα. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας τώρα; Τι κακό του είχε κάνει;
Η απορία αυτή, της έμεινε για πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό, καθώς τα μάτια της μείνανε ανοιχτά και η καρδιά της έπαυε να χτυπά. Μείνανε έτσι ν’ απορούν μ’ ένα «γιατί;»…
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο πλάι με τα χέρια να κρατάη το κεφάλι. Πώς είχε καταντήσει έτσι εκείνος ο νέος με τις μεγάλες ιδέες, ο σπουδαγμένος, που ζηλεύανε πολλοί στην Σμύρνη; Εκείνος που έτρεχε να καταταγή στον στρατό της πατρίδας του, γεμάτος υπερηφάνεια και γεμάτος ελπίδες για το μέλλον του; Πώς στ’ αλήθεια είχε καταντήσει έτσι; Ελεεϊνός, τρισάθλιος, βρώμικος, αλήτης, χυδαίος, ένα απόβρασμα φονιάς.
Κάποιες φωνές απ την σκάλα έξω και σφυρίχτες της χωροφυλακής στον δρόμο τον έκαναν να κάνη γρήγορα την τελευταίαν πράξη του δράματος. Η γριά, όπως είχε φοβηθεί, είχε φωνάξει τους χωροφύλακες τελικά. Το μαχαίρι μπήχτηκε με ταίδια του τα χέρια στο σημείο της καρδιάς. Καθώς διπλώθηκε κι έπεφτε μπροστά κάτω χαμογέλασε ελαφρά. Το αίμα της ήταν ακόμα πάνω στο μαχαίρι. Την αγαπούσε.
Οι χωροφύλακες, όταν μπήκαν στο δωμάτιο αντίκρυσαν ένα θέαμα κοινό για την καθημερινότητα του λιμανιού της Σμύρνης. Ένας διεστραμμένος είχε δολοφονήσει μιαν πόρνη και μετά αυτοκτόνησε. Τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα το μη κοινό.
Η Σμύρνη συνέχιζε την καθημερινή της ζωή κι ο ήλιος έξω βασίλευε για άλλην μια φορά.

ΤΕΛΟΣ


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Θ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο Θείος έλεγχος της ψυχής

«Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλήν ώρα, Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, Που έτρεμαν και δεν μ’ άφηναν να βγάλω την μιλιά μου. Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου, Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νού μου» [(21) 21-27]. Μπορεί απ’ τα δάκρυα που αναβρύζανε σαν βρύση να τον έκανε να χάση την οπτικήν επαφήν με το θεϊκον πρόσωπον της φεγγαροντυμένης, όμως ένιωθε την ματιά της μέσα του κι ούτε να μιλήση δεν μπορούσε και ήξερε πως είχεν απέναντί του κάποιον που μπορούσε και τον γνώριζε καλά. Ο ίδιος το λέει πως έτσι είναι οι θεοί. Βλέπουν διεισδυτικά ακόμη και μές την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Άρα ιδού ποια ήτο εκείνη η παλαιά γλυκιά ανάμνησι που αρχικά τον βασάνισε! Η μορφή του θείου.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Ακούς εκεί η πόρνη να πηδιέται με τους αλήτες του λιμανιού!»
«-Ηρέμησε ρε συ Ευγένη. Δεν είναι όπως τα λές»
Ο δραπέτης Περικλής Καραμαλέγκος, προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του Ευγένη, καθώς αυτός μόλις είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει στις τάξεις των ιεροδούλων και ήταν έξαλλος. Ο διάλογος γινόταν σε μιαν ελεεινήν ταβέρνα, της οποίας η βρώμα απ’ το κρασί και την τσίκνα ήταν υποφερτή μόνο στα αλάνια, τους κουρελήδες και τους μεθύσους του λιμανιού της Σμύρνης.
«-Και τι να πώ ρε Περικλή; Ύστερα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε και πάθαμε, αυτή να καταντήση μια ελεεινή; Μια τσούλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ σάπιζα στη φυλακή κι αυτή…
«-Αλλάζουν τα πράγματα αδερφέ. Κοίτα πως αλλάξαμε εμείς! Δεν ήμασταν κάποτε νοικοκυραίοι, μορφωμένοι, κάποιοι μέσα στην κοινωνία; Κοίτα φίλε πως καταντήσαμε! Εγώ κουρελής κυνηγημένος κι εσύ βρωμιάρης να ‘χης να πλυθής τρίς μήνες φοβούμενοι κι οι δυό και την σκιά μας. Δραπέτες. Το τελευταίο έσκυψε να του το ψιθυρίση στ’ αυτί. Εκείνη η παντέρμη τι ήθελες να κάμη ε; Μόνη μέσα στους απίστους, δίχως άντρα σαν σε πήρανε οι χωροφυλάκοι;»
«-Παράτα με μωρέ. Εμείς μπήκαμε φυλακή. Εκείνη όμως; Εγω σου λέω πως της αρέσει. Μετά από τότε…»
«-Σώπα δύστυχε και δεν ξέρεις τι λές. Αναγκεμένη είναι η γυναίκα. Και άμα τη βρής και της μιλήσης θα το δής».
«-Σίγουρα θα την βρώ. Μα απ’ εκείνο το γιόμα αυτής της αρέση. Εγώ στο λέω ο Ευγένης…»
Συνέχισαν να πίνουν και να ελεεινολογούν, εν ώ η μέρα μόλις άρχιζε να φωτίζη τα πλοιάρια και τις βάρκες που ταν δεμένες στην προβλήτα της ωραίας Σμύρνης.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Η’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μυστηριακή, θεϊκή «γυναίκα»

Η μυστηριακή γυναίκα κοίταξε προς τ’ αστέρια κι εκείνα παίρνοντας χαρά από το κοίταγμά της, έλαμψαν περισσότερο, αλλά παρά την λαμπρότητά τους, που τα έλουσε, δεν ξεπέρασαν στην λάμχη και το δικό της φώς. Ύστερα, σαν άλλη αναδυομένη Αφροδίτη, που πατούσε τόσον ανάλαφρα πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να ρυτιδιάση το νερό –ως άυλη μορφή που ήταν- ύψωσεν το ανάστημά της, εμφανίστηκε ψηλή κι αέρινη σαν κυπαρίσσι κι άνοιξε την αγκαλιά της ερωτικά αλλά και ταπεινά, για ν’ αγκαλιάση την κτίση. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»[(21),8].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ε’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(περιφερειακές φυλακές Αιδινίου, δέκα χρόνια μετά)

«Νο 22757, φεύγεις κι εσύ αύριο γι’ αλλού. Νο …..»
Η ψυχρή φωνή του δεσμοφύλακα, τον έκανε να ξυπνήση. Αλήθεια ήταν λοιπόν, ότι θα τους μετέφεραν αλλού; Αλλά πού; Ο ισοβίτης, πριν δυο μέρες του είχε πεί, ότι τα λατομεία στο Κιρκούκ ήταν γεμάτα από Έλληνες φυλακισμένους. Εκεί θα τους πήγαιναν! Απ’ εκεί μάλλον δεν θα μπορούσαν να ξαναδούν το φώς του ήλιου. Εκεί ολημερίς θα έσπαγαν πέτρες. «Εκεί είναι η κόλαση». Έτσι είχε πεί ο ισοβίτης. Κι αυτός γνώριζε καλά. Έπρεπε λοιπόν να κάνη κάτι πρίν τον μεταφέρουν. Αν ήθελε να παραμείνη ζωντανός.
Ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στο σανίδι πού ‘χε για προσκεφάλι και βάλθηκε να μελετά διόδους διαφυγής. Όμως σε μια στιγμή ο νούς του θόλωσε και γύρισε πάλι στο παρελθόν. Εκείνο το δειλινό θα έμενε για πάντα στην μνήμη του. Τότε που αφ’ ού άφησε τον κήπο του που ξεχόρτιαζε, ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού κι αφ’ ού πλησίασε το τριών χρονών παιδί, το μαχαίρωσε αφ’ ού του κλεισε το στόμα και δεν έβγαλε άχνα. Έπειτα επέστρεψε στον κήπο και στο ξεχόρτιασμά του.
Η Μαρία έπλενε στην κουζίνα της τα κουζινικά της. Ακόμα θυμάται το ουρλιαχτό της μετα από λίγην ώρα, όταν μάλλον θα αντίκρυσε το παιδάκι μέσ’ τα αίματα, στο κρεβατάκι του. Θύμήθηκε ακόμα και πως το έθαψε σαν σκυλί σε μιάν γωνιά του κήπου, εν ώ πίσω του η Μαρία μοιρολογούσε. Ήταν νύχτα και δεν είχε φεγγάρι.
«-Αλήθεια τι σου έφταιξε το παιδί;» τον είχε ρωτήσει με αναφιλητά. Μα εκείνος ήξερε. Ήταν το μούλικο. Η σπορά εκείνης της βρωμιάς, εκείνου του σούρουπου, τότε που η Σμύρνη καιγόταν. Έπρεπε κι αυτό να έχη την ίδια τύχη με τα δικά του παιδιά. Έτσι έπρεπε να κάνη κι έτσι έκανε. Ακόμα και τώρα δεν αισθανόταν κανέναν οίκτο για εκείνο, την ντροπή του δράματός του, την σπορά εκείνου του βρωμιάρη.
Μα έγνοια σου κι εκείνος δεν είχε καλό τέλος. Χα! Ένα βράδυ πάλι, μπήκε στο σπίτι του αποστράτου ταγματάρχου της τουρκικής εθνοφυλακής Γκερέ Μουσταφά και σαν τον πέτυχε, είχε καιροφυλαχτήσει όχι και λίγο, κοντά στην αποθήκη, στου σπιτιού του την αυλή, τον κοπάνησε στο κεφάλι μ’ ένα ξύλο κι αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ασέλγησε πάνω στο σώμα του. Κι όταν άρχισε να συνέρχεται κι αφ’ ού τον κοίταξε στα μάτια, του είπε το όνομά του και τον έσφαξε, χαράσσοντάς του τον λαιμό. Θυμήθηκε και τι είχαν γράψει οι εφημερίδες για το συμβάν. Θυμήθηκε τους τίτλους τους κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκοτεινό, υγρό κελί του, που δεν το είδε κανείς….
«Διεστραμμένος αφήρεσε την ζωήν αξιοτίμου αποστράτου αξιωματικού του τουρκικού έθνους, προφανώς λόγω διασαλεύσεως των φρένων».
Μα εκείνος ήξερε. Κι αφ’ ού επανήλθε στο τώρα, ξαναβάλθηκε να σχεδιάζη την απόδρασή του.

(συνεχίζεται)