Όπως οι κόρακες επί πτωμάτων



Όπως οι κόρακες επί πτωμάτων

Του Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη

Φιλολόγου

«ΤΗΝ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ, ΘΕΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΣ, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗ, ΠΙΚΡΕΣ ΠΟΥ ΔΩΚΕ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΙΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΕΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΚΑΤΩ ΠΑΛΙΚΑΡΙΩΝ, ΣΤΟΥΣ ΣΚΥΛΟΥΣ ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΦΑΝΕ ΤΑ ΚΟΡΜΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΡΝΙΑ ΟΛΟΥΘΕ» (ΟΜΗΡΟΥ, ΙΛΙΑΣ, 1-5, ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ)

Τα όρνεα συνήθως πετούν χαμηλά στον αέρα, ωσάν οσμώνται τον θάνατο, ακόμα και πριν αυτός επέλθει. Το ψυχορραγέν θύμα, αισθανόμενο το μοιραίο τέλος του, βλέπει αυτά να πετούν άνωθέν του, αλλά μη δυνάμενο ν' αντιδράσει, γιατί η ζωή χάνεται από μέσα του ολοένα και πιο πολύ, αφίεται παραδομένο και στο τέλος καθίσταται βορά τους, να το ξεσχίσουν, να το ξεκοκαλίσουν κυριολεκτικώς. Το δράμα του είναι οι τελευταίες ώρες αγωνίας του, εκεί που αδύναμο όντας, προσδοκά τον θάνατο σαν λύτρωση. Από μακριά δε, αν δει κανείς αυτά τα όρνεα του θανάτου να ίπτανται χαμηλά, με ασφάλεια γνωρίζει ότι κάπου εκεί υπάρχει και το ψοφίμι.


Οι διδάσκαλοι της ντροπής



Οι διδάσκαλοι της ντροπής

Του Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη

Φιλολόγου

«ΑΙΔΟΥ Σ' ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΝ ΟΥΚ ΑΙΣΧΥΝΘΗΣΗ» (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΝΑ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΝΤΡΑΠΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ) ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Στην αρχή του παρελθόντος Ιουλίου, άρχισε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων για αναπληρωτές και ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς. Διερχόμενος κανείς έξω από οποιοδήποτε γραφείο ή διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την εν λόγω περίοδο και επί δεκαημέρω, ήθελε να δει κατά εκατοντάδες αδιόριστους στοιβαγμένους και καθηλωμένους επί πεζοδρομίων και εγκλεισμένους εντός των χώρων των δημοσίων υπηρεσιών. Οι ανυποψίαστοι περαστικοί που ρωτούσαν την αιτία της μαζώξεως στο τέλος με συγκατάβαση κουνούσαν το κεφάλι, σιγομουρμουρίζοντας με οίκτο την λέξη «αδιόριστοι». Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, ενθυμούμενοι και μιμούμενοι τον Πτωχοπρόδρομο, εκείνον τον δύστυχο Βυζαντινό λόγιο που θα προτιμούσε αντί για δάσκαλος να γινόταν φούρναρης ή τσαγκάρης, από μέσα τους θα καταριούνταν τα χρόνια που κατασπατάλησαν στα θρανία: «Ανάθεμα τα γράμματα Χριστέ και οπού τα θέλει».


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ



ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ


(προτύπωση του νέου άρθρου του φιλολόγου ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ)
Τῷ Δαυΐδ.


ΜΗ ΠΑΡΑΖΗΛΟΥ ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν· 2 ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται. 3 ἔλπισον ἐπὶ Κύριον καὶ ποίει χρηστότητα καὶ κατασκήνου τὴν γῆν, καὶ ποιμανθήσῃ ἐπὶ τῷ πλούτῳ αὐτῆς. 4 κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καὶ δώσει σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου. 5 ἀποκάλυψον πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει 6 καὶ ἐξοίσει ὡς φῶς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὸ κρῖμά σου ὡς μεσημβρίαν. 7 ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καὶ ἱκέτευσον αὐτόν· μὴ παραζήλου ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ ποιοῦντι παρανομίαν. 8 παῦσαι ἀπὸ ὀργῆς καὶ ἐγκατάλιπε θυμόν, μὴ παραζήλου ὥστε πονηρεύεσθαι· 9 ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν Κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσι γῆν. 10 καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὕρῃς· 11 οἱ δὲ πραεῖς κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατατρυφήσουσιν ἐπὶ πλήθει εἰρήνης. 


Διαφημιστείτε εδώ







Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας να διαφημιστείτε στον ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΕΡΜΗ

Διαφημιστείτε στον ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΕΡΜΗ και προβάλετε την επιχείρησή σας στοχευμένα στο κοινό σας! Το site διαθέτει θέσεις για online διαφήμιση με βάση τα πρότυπα του IAB και μπορεί να φιλοξενήσει οποιασδήποτε μορφής Banner (απλό ή Rich Media) καθώς και διαφημίσεις κειμένου (text Ads)



Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας (Μέρος Δ')



Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας  (Μέρος Δ')

Ὅταν συνεπλήρωσε τὴν περιγραφὴν τῆς ὀπτασίας αὐτοῦ, ὁ δυστυχὴς φίλος μου, ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῶν ἐκείνων τῶν συγ­κινήσεων, ἃς ὑπέστη ἐνώπιον αὐτῆς κατὰ τὴν παρελθοῦσαν νύκτα, ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀδρανὴς καὶ ἄφωνος ἐπὶ τῆς θέσεώς του, ὡς ἄνθρωπος ἀποκαμὼν κ’ ἐξηντλημένος ἐξ ὑπερβολικῆς κοπώσεως. Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς μαραμμένης αὐτοῦ μορφῆς δὲν ἐπεκάθητο πλέον τώρα ἡ ἀγρία, ἡ ἀνησυχαστικὴ ἐκείνη θλῖψις. Ἡ ἀνακοίνωσις τῆς συμφορᾶς τὸν ἀνεκούφισεν. Ἡ γλυ­κεῖα ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ μεσιτευούσης παρθένου τὸν ἐπαρηγόρησεν. Ὁ πυρετὸς τῶν νεύρων του ἐλώφησεν˙ μόνον οἱ ὀφθαλμοί του διετέλουν ἀκόμη ἐκστατικῶς ὑψωμένοι Ἀλλ’ ἡ ἔκστασις αὕτη ἦτον ἔκστασις ἀνθρώπου ἐσωτερικῶς κ’ ἐν κατανύξει προσευχομένου, οὐχὶ ψυχῆς ἐπτοημένης καὶ τρε­μούσης πρὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς φαντασμάτων. Μία μυστηριώ­δης, ἀλλ’ ὑπερκόσμιος ἡδονὴ ἐδάνειζεν, ἔλεγες, εἰς τὸ βλέμμα του, τὴν ὑπερβολικὴν ἐκείνην λάμψιν.


Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας (Μέρος Γ')




Ὁ Πασχάλης, κατ’ ἀρχάς, κατέβαλλε πᾶσαν προσπάθειαν, ὅπως καταστήσῃ τοὐλάχιστον τὰς ἑσπέρας ἡμῶν εὐχαρίστους. Ἐν τῷ σπουδαστηρίῳ αὐτοῦ εἶχεν, ἐπιμελῶς κατατεταγμένην, μικρὰν ἀλλ’ ἐκλεκτὴν συλλογὴν ὀρυκτῶν καὶ μετάλ­λων. Κατεγίνετο λοιπὸν ὥρας ὁλοκλήρους ἐξηγῶν μοι προθύμως τὰς αἰτίας τῶν λαμπροτάτων αὐτῶν χρωμάτων, τὰς ἀφορμὰς τῶν παραδόξων σχημάτων, τοὺς μαγνητικοὺς ἢ ἠλεκτρικοὺς λόγους τῆς διαθέσεως τῶν κρυστάλλων ἑνὸς ἑκάστου, τὴν χημικὴν σύνθεσιν, τὴν φυσικὴν τάξιν καὶ πάσας τὰς λοιπὰς αὐτῶν ἰδιότητας, μετ’ ἀπαραμίλλου εὐχερείας καὶ χάριτος, ὅπως συνδυασθῇ κἂν ἐνταῦθα, ὡς ἔλεγε, τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου. Ἀλλ’ ὅσον συνεπληροῦντο τὰ μαθήματα ταῦτα, καὶ ἐξηντλοῦντο πλεῖστα συνομιλίας θέματα, ὁ δὲ καιρὸς ἐξηκολούθει χειροτερεύων, τόσον ὁ Πασχάλης ἀπέβαλλε, καθὼς εἶπον, τὴν εὐκινησίαν καὶ φαιδρότητα τοῦ πνεύματος.

Προφανῶς ἡ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ καὶ σκοτεινὴ ἐκείνη ἀτμοσφαῖρα ἐπηρέαζε τὰ νεῦρα αὐτοῦ περισσότερον τῶν ἐμῶν, καὶ περισσότερον παρ’ ὅ,τι τὸ πρῶτον ὑπέθεσα. Διότι ἀπό τινος ὄχι μόνον διὰ τὰς μεταλλευτικὰς αὐτοῦ ἀσκήσεις δὲν ἐξήρχετο, ἀλλὰ καὶ παρεδόθη ἀνεπιφυλάκτως πλέον εἰς ἓν εἶδος σκυθρωπότητος καὶ μελαγχολίας τόσον σιωπηλῆς, ὥστε ἤρχισε νὰ μ’ ἀνησυχῇ. Ἡ οἰκοδέσποινά του μοὶ παρίστα τὸ πρᾶγμα ὡς σύνηθες αὐτῷ, καὶ μὲ διεβεβαίου ὅτι θὰ τοῦ περάσῃ εὐθὺς ὡς ὁ καιρὸς βελτιωθῇ. Ἐν τούτοις ἡ κακοκαιρία ἐξηκολούθει, ἡ βροχὴ ἔπιπτεν ἀμείλικτος. Ὁ Πασχάλης ἐφαίνετο πάσχων ἐκ φοβερῶν ἀϋπνιῶν καὶ ἠγείρετο τὴν ἐπιοῦσαν καὶ τῆς ἡσυχωτέρας νυκτός, ἔτι μάλ­λον καταπεπτωκώς, ἔτι μᾶλλον ἀπηλπισμένος, παρ’ ὅτι ἦτο τὴν πρωΐαν τῆς προτεραίας! Πολλάκις προσεπάθησα νὰ τὸν ἀπασχολήσω ὡς καὶ πρότερον, δι’ ἀνεκδότων, διηγήσεων ἢ ἐπιστημονικῶν ζητημάτων, ἀλλ’ εἰς μάτην τώρα πλέον! Ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐνόμιζες προσέχοντα μετὰ μεγίστης ἐντάσεως, ἐκεῖ ἐφωρᾶτο ὅτι ἐρρέμβαζεν ἀφῃρημένος ἐκ σκέψεων καὶ φαντασιῶν, περὶ ὧν ἀπέφευγε νὰ ὁμιλήσῃ.

Μίαν ψυχράν, ἀλλ’ ὁπωσοῦν ἀτάραχον ἑσπέραν, μετὰ τὸ δεῖπνον, ἀφοῦ ἐστυπώσαμεν ἐπιμελῶς καὶ τὰς τελευταίας χαραγματίας τῶν παραθύρων διὰ χαρτίου παλαιῶν ἐφημερί­δων, ἐκαθήμεθα κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ δωμάτιόν του, ἐκεῖνος μὲ τὸν καστανὸν θυσανωτὸν κοιτωνίτην του ῥεμβάζων ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἐγὼ παρὰ τὴν θερμάστραν καὶ πλη­σίον τῆς λυχνίας, φυλλομετρῶν τὴν νέαν ἔκδοσιν τῆς Γεωλο­γίας τοῦ Carl Vogt καὶ σκεπτόμενος πόσον θὰ μ’ ἐπιπλήξῃ ὁ ἐν Γοττίγγῃ ἰατρὸς μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς σημερινῆς πρὸς αὐτὸν ἐπι­στολῆς μου. Ἐκεῖ ἐνθυμήθην, ἀγνοῶ διὰ τίνος συνειρμοῦ ἰδεῶν, τὸ παλαιὸν τοῦ Πασχάλη πάθος πρὸς τὴν θυγατέρα τῆς πλύστρας του ἐν Ἀθήναις, καὶ ἠπόρησα πρὸς ἐμαυτόν, πῶς δὲν μοὶ ἐπῆλθε μέχρι τοῦδε νὰ τοῦ ὁμιλήσω περὶ τούτου. Ὄχι διότι ὑπώπτευον ὅτι ὁ ἀτυχὴς ἐκεῖνος ἔρως ἠμποροῦσε νὰ ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὴν παροῦσαν τοῦ νέου κατάστασιν, ὄχι˙ ἀλλὰ διότι ἦτο καταλληλότατον θέμα νὰ ἀστεϊσθῶμεν, νὰ γελάσωμεν, νὰ φαιδρυνθῶμεν ὀλίγον. Ἐν τούτοις μ’ ἐπαραξένευσε συγχρόνως καὶ τὸ ὅτι αὐτὸς ὁ Πασχάλης δὲν μοὶ ἀνέ­φερε μέχρι τοῦδε τίποτε περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου, οὐδ’ ἐν αὐταῖς ταῖς ἀρχαιοτέραις ἐπιστολαῖς τοῦ. Οὐχ ἧττον χωρὶς νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τῶν εἰκόνων τοῦ ἀνὰ χεῖράς μου βιβλίου:

«Ὡς τόσο», εἶπον, «Πασχάλη, δὲν μοῦ εἶπες τίποτε πλέον περὶ Εὐλαλίας...»

«Ἂς πᾷ στ’ ἀνάθεμα!» διέκοψεν ἐκεῖνος πρὸς ἔκπληξίν μου, ἀνατιναχθεὶς ἐπὶ τῆς θέσεώς του, καὶ παραιτήσας τὸν ἐρυθρὸν τοῦ κοιτωνίτου θύσανον, μεθ’ οὗ ἐνησχολεῖτο συνήθως ὁσά­κις ἐρρέμβαζεν. Ἔπειτα, ὡς ἄνθρωπος συνερχόμενος ἐκ βαθέος ὀνείρου, προσηλώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εὑρεῖς ἐπὶ τῶν ἐδικῶν μου, «Πῶς!» ἀνέκραξε. «Ποῦ σοῦ ἦλθε καὶ σὲ εἰς τὸν νοῦν αὐτὴ ἡ παλῃό...!»

«Δὲν ἠξεύρω», εἶπον ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρύψω τὴν ἔκπληξίν μου. «Περιεργάζομαι ἐδῶ τὰς παλαιοντολογικὰς εἰκόνας τοῦ βιβλίου. Πόσον εἰδεχθῆ καὶ τερατώδη ἦσαν τὰ ὄντα τ’ ἀπολαύσαντα τὴν παρθενικὴν τῆς Δημιουργίας καλλονήν, τὸ πρῶ­τον τῆς Φύσεως σφρῖγος, πρὶν ἢ προφθάσῃ νὰ τὰ χαρῇ ἡ εὐ­γενὴς τοῦ ἀνθρώπου καρδία, δι’ ἣν καὶ μόνην ἦσαν προωρισμένα!»

Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ τὴν ταραχήν μου, ὅταν, ὑψώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ βιβλίου, ὅπως ὑποδεχθῶ τὴν καθυ­στεροῦσαν ἀπάντησίν του, εἶδον τὸν Πασχάλην! Ἡ στάσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἡ θέσις τῶν χειρῶν, ἡ ὠχρότης τοῦ προ­σώπου, ἡ πελιδνότης τῶν χειλέων, καὶ πρὸ πάντων ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν παρίστανον ἀβοήθητον ἄνθρωπον, ὅστις πληγεὶς ἐξαίφνης θανασίμως, καὶ ὑπὸ τὸ κράτος διατελῶν τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ δέους, ἀμηχανεῖ πῶς νὰ προλάβῃ δεύτερον θανατηφόρον κτύπον!

«Μὴ χτυπᾷς!» ἀνέκραξε μετὰ μακρὰν ἀγωνίαν. «Μὴ χτυπᾷς αὐτὴν τὴν χορδήν!» καὶ ἡ φωνή του εἶχεν ἐκραγῆ οὕτως, ὡς ἐὰν ἀπεσύρθη αἴφνης ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ του ἡ σιδηρᾶ χείρ, ἥτις τὸν ἔπνιγεν! Τὸ βιβλίον ἔπεσεν ἀνεπαισθήτως ἀπὸ τῆς χειρός μου˙ ἀφῆκα τεταραγμένος τὴν θέσιν μου, καὶ προσελθὼν ἐκάθησα παρ’ αὐτῷ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου. Καὶ λαβὼν τὴν πυρέσσουσαν αὐτοῦ δεξιὰν ἐντὸς τῶν χειρῶν μου:

«Ἀδελφέ, Πασχάλη, μ’ ἐκπλήττεις!» τῷ εἶπον τρυφερᾷ τῇ φωνῇ. «Τί ἔχεις;»

«Πονῶ! Πονῶ αὐτοῦ ὅπου μ’ ἔγγισες, σκληρέ! Ἀπάνθρωπε! Τί μὲ τὸ λέγεις ἐν παραβολαῖς; Τάχα δὲν εἶναι φανερόν; Δὲν τὸ ξεύρω; Τὸ ξεύρω! Ὅπως ἡ νεόπλαστος Δημιουργία, οὕτως ἦτον ἡ καρδία μου: πλήρης παρθένου καλλονῆς, πλή­ρης ἀκμῆς καὶ σφρίγους. Ἀλλὰ ποῖος τ’ ἀπήλαυσε; Ποῖος τὰ ἐχάρη; Τὸ βδελυρόν, τὸ τερατῶδες ἐκεῖνο πλάσμα! Καὶ μήπως ἤξευρε νὰ τὰ ἐκτιμήσῃ; Ὄχι! Ἐνετρύφησε κτηνωδῶς ἐντὸς τῶν τρυφερωτάτων συγκινήσεων, τῶν θειοτάτων αἰσθημάτων τῆς καρδίας μου καί, ὅταν ἐχορτάσθη, τὴν ἐμίανε μὲ τὸ δηλητήριόν της, τὴν ἐβορβόρωσε μὲ τὴν διαγωγήν της! Ἐκυλίσθη ἐπ’ αὐτῆς ὡς ἀκάθαρτος χοῖρος! Τὴν ἐξουθένωσε! Τὴν κατέστησεν ἀνάξιον ἐνδιαίτημα τοῦ εὐγενοῦς, τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ὑψηλοῦ, δι’ ἃ ἦτο προωρισμένη!»

«Ἀλλά, δι’ ὄνομα Θεοῦ!» εἶπον ἐμβρόντητος ἐγώ, «περὶ τίνος τὰ λέγεις ὅλα ταῦτα; Περὶ τῆς Εὐλαλίας; Θὰ ἔβαζα τὴν κε­φαλήν μου ὅτι ἡ παλαιὰ ἐκείνη ἱστορία παρῆλθε πλέον ἀνε­πιστρεπτί!»

«Ὤ!» εἶπεν ἐκεῖνος μετά τινα δισταγμόν. Ἡ παλαιὰ ἱστορία παρῆλθεν ἀλλ’ αἱ συνέπειαι παρέμειναν!...» καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐπρόφερε μετὰ τοσαύτης ἀ­πελπιστικῆς θλίψεως, ὥστε δὲν ἀμφέβαλλον πλέον, ὅτι αἰτία τῆς τωρινῆς αὐτοῦ καταστάσεως ἦτον ἡ ἐρωτικὴ ἐκείνη δυστυχία. Ἀλλὰ πῶς! Ἡ καταστροφὴ εἶχε συμβῆ πολὺ πρὶν ἢ ἀνα­χωρήσῃ διὰ Γερμανίαν, καί, ὅσον τρομερὸς καὶ ἂν ὑπῆρξεν ὁ κλονισμὸς τῆς καρδίας αὐτοῦ, ὁ Πασχάλης τὸν ὑπέστη μετὰ γενναιότητος καὶ ἀξιοπρεπείας θαυμαστῆς, καθ’ ὃν χρόνον ἡ πληγή του ἦτον ἀκόμη πρόσφατος. Πρὸς τοῦτο, εἶναι ἀληθές, συνετέλεσα κ’ ἐγὼ οὐκ ὀλίγον, συνηθίσας αὐτὸν νὰ περιφρονῇ τὸ ποταπὸν καὶ ἀνάξιον ἐκεῖνο γύναιον, πρὸ πάντων διότι ἐνόμιζον, ὅτι τοιουτοτρόπως θὰ τὸν ἔκαμνον ν’ ἀνάκυψῃ ταχύτερον ἀπὸ τῆς ψυχικῆς ἐκείνης καταπτώσεως καὶ ἀθυμίας, εἰς ἣν ἡ πρώτη ὁρμὴ τῆς συμφο­ρᾶς τὸν εἶχε κατακρημνίσει. Τὸ ἐνόμιζον, καὶ τὸ κατώρθωσα. Διότι ὁ Πασχάλης ὄχι μόνον κύριος ἑαυτοῦ ἐγένετο, μετ’ οὐ πολύ, ἀλλὰ καὶ ὅταν κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του προπέμπων αὐτὸν ἐπὶ τοῦ ἀτμοπλοίου, τὸν ἠρώτησα ἀστεϊζόμενος, ἐν τῷ μέσῳ τῶν παραγγελιῶν αὐτοῦ: «Τί δὲ ἀφίνεις διὰ τὴν λεγά­μενην ὀπίσω;» «Τὴν περιφρόνησίν μου», εἶπεν ἐκεῖνος, πικρῶς καὶ χλευαστικῶς γελάσας. Ἡ περιφρόνησις αὕτη μοὶ παρουσιάζετο σήμερον εἰς μέγιστον ηὐξημένη βαθμόν. Καὶ ὅμως ἡ ἠθική του κατάπτωσις καὶ ἀπελπισία, ὄχι μόνον δὲν ἐξουδετεροῦτο ὑπ’ αὐτῆς, ἀλλ’ ἦτο τώρα τόσον μεγάλη, τόσον ἀσύγκριτος πρὸς τὴν πρώτην ἐκείνην, ὥστε, μέχρι πρὸ μιᾶς στιγμῆς, οὔτε νὰ φαντασθῶ θὰ ἠδυνάμην, ὅτι ὁ νῦν Πασχά­λης εἶχε σχέσιν τινὰ πρὸς τὸν ἄλλοτε˙ ἦτον ἡ ἐντεταμένη συ­νέχεια τοῦ ἄλλοτε. Καὶ τίς ἦτον ἡ ἀφορμὴ τῆς ἐντάσεως ταύ­της; Καὶ ὁποῖαί τινες εἶναι αἱ παραμείνασαι συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας; Μήπως ὁ Πασχά­λης δὲν ἐξηγέρθη ἐκ τῆς, ἐφ’ ἧς ὠλίσθησεν, ἰλύος, τόσον ἁγνὸς καὶ καθαρός, ὅσον τὸν ἤλπιζον; Μήπως ἐν τῷ προώρῳ ἐκείνῳ ἔρωτι δὲν διετέλεσε τόσον σώφρων, ὅσον τὸν ἐνόμιζον; Ἀόριστοι, φοβεραὶ ὑπόνοιαι ἐξῆπτον τὴν ταραχὴν τῆς φαντασίας μου διάττουσαι ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην, εἰς τοὺς σκο­τεινοὺς μυχοὺς τοῦ ἐγκεφάλου μου!

Ἐν τούτοις ὁ Πασχάλης ἐσίγα, ταπεινὸς καὶ ἐξουθενημένος, ὡς ὁ ἐλεεινότερος κατάδικος τοῦ κόσμου. Πικρά τις μετάνοια ἐζωγραφεῖτο τόσον εὐφραδῶς ἐπὶ τῶν χαρακτήρων τοῦ προ­σώπου του, ἐλάλει τόσον ἐκφραστικῶς διὰ τῶν δακρυοπληθῶν ὀφθαλμῶν του, ὥστε ἡ θέα του συνεκίνει βαθέως τὴν καρδίαν μου.

«Πασχάλη», τῷ εἶπον ἐπὶ τέλους, καὶ δὲν ἠξεύρω διατὶ ἔτρεμεν ἡ φωνή μου, «ἀδελφὲ Πασχάλη, μήπως μοῦ ἀπέκρυψες τίποτε ἀπὸ τὴν ἱστορίαν σου; Διατὶ μὲ κάμνεις αὐτὸ τὸ ἄδικον; Τί μυστικὸν εἶχον ἐγὼ ποτὲ καὶ δὲν σοῦ τὸ ἐνεπιστεύθην ἀνεπιφυλάκτως ὁλόκληρον; Καὶ πῶς θέλεις νὰ μετάσχω τοῦ πόνου σου, νὰ λάβω τὸ ἀνῆκόν μοι μέρος ἐξ αὐτοῦ, ἐν ὅσῳ δὲν τὸν γνωρίζω; Ἔλα, μὴν εἶσαι τόσον ἐγωϊστικὸς ἐν ταῖς δυστυχίαις, ἐνῷ εἶσαι τόσον μεταδοτικὸς τῶν εὐτυχιῶν σου! Ὁρίστε; Ἄλλως θὰ ὑποθέσω, ὅτι οὐδὲ τῆς χαρᾶς σου μετέσχον μέχρι τοῦδε πάσης, καθὼς ἐδικαιούμην ὡς φίλος, ὡς ἀδελ­φός σου. Διότι ἡμεῖς πλέον πρὸ πολλοῦ εἴμεθα ἀδελφοί. Δὲν εἴμεθα, Πασχάλη;»

Ὁ Πασχάλης κατ’ ἀρχὰς ἐφάνη ἐνδοιάζων, ἀλλὰ συγκινηθεὶς κατόπιν ἐκ τῶν λόγων ἐρρίφθη μετὰ λυγμῶν καὶ δακρύων περὶ τὸν τράχηλόν μου. Τὸν ἔσφιγξα περιπαθῶς εἰς τὴν ἀγκάλην μου, καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐκλαίομεν σιωπηλῶς. Ἐπὶ τέλους ἀποσπασθεὶς καὶ ἀναπνεύσας:

«Ὢ συγγνώμην! Συγγνώμην, διὰ τὴν μικροψυχίαν μου!» εἶπεν. «Τόσον καιρὸν ἠγωνιζόμην νὰ σ’ ἑλκύσω πλησίον μου˙ τόσον καιρὸν σὲ προσεδόκουν νὰ ἔλθῃς, μόνον καὶ μόνον διὰ τοῦτο: νὰ σοῦ ἀνοίξω τὴν καρδίαν μου, νὰ ἰδῇς τὴν αἱμάσσουσαν πληγήν της. Καὶ εἶχον τόσον θάρρος, τόσην ἐμπιστοσύνην, ἐν ὅσῳ δὲν σὲ ἔβλεπον. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦλθες, ποὺ σ’ ἔχω καθ’ ἑκάστην πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, δὲν ἠξεύρω τί μὲ κάμνει τόσον δειλόν, τόσον μικρόψυχον! Ἴσως ἡ ἐκ τῆς κακοκαιρίας ἐπιταθεῖσα νευρικότης, ἀλλ’ ἴσως ἴσως τὸ μέγεθος τῆς ἐνοχῆς μου!... Καὶ ὅμως, ἄλλον πνευματικὸν δὲν ἔχω ἐδῶ πέρα. Πρέπει νὰ γενῇς πνευματικός μου. Τίς ἠξεύρει; Αὔριον ἴσως θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ πλέον. Βλέπεις τὰς δυνάμεις μου πῶς ὑποχωροῦν καὶ φθίνουν ὑπὸ τὸ καταπληκτικὸν τῆς συμφορᾶς μου βάρος. Δῶσέ μου συγχώρησιν. Μία ἀκατάσχετος ἐπιθυ­μία μὲ κυριεύει, ἐπιθυμία ἀναπαύσεως καὶ ἡσυχίας. Εἶμαι κου­ρασμένος, εἶμαι κατάκοπος πλέον. Ποθῶ ὕπνον, ὕπνον, ὕπνον. Ἀλλὰ τὸν ὕπνον πρὸ πολλοῦ δὲν τὸν ἐγεύθην. Οἱ ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ ἡσυχάζουν˙ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἀναπαύονται˙ μόνον ἐγώ, μόνον ἐγὼ δὲν εἰμπορῶ νὰ κοιμηθῶ! Ἀπορεῖς. Ἐκπλήττεσαι. Δὲν θαυμάζω. Ἄκουσε καὶ κρίνε».

Καὶ κλίνας τὴν κεφαλήν, ὡς ἐὰν προσεπάθει νὰ συγκέντρωσῃ τὰς ἀναμνήσεις του, ἐσιώπησεν ἐφ’ ἱκανὴν ὥραν. Ἔπειτα, χωρὶς νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς ἐμέ:

«Ἐνθυμεῖσαι», εἶπε, «πόσην πικρίαν καὶ χολὴν ἔφερον ἐντὸς τῶν στηθῶν μου ἀπερχόμενος ἐξ Ἀθηνῶν;»

«Μάλιστα», εἶπον ἐγώ, «ἐνθυμοῦμαι ὅτι δὲν εἶχες καταπραϋνθῆ ὅλως δι’ ὅλου, ἀλλ’ ὅμως...»

«Γνωρίζεις», διέκοψεν ἐκεῖνος, «ὅτι ὑπὸ τὰ στέρνα μου δὲν ἔπαλλε πλέον ἡ τολμηρά, ἡ εὔελπις τοῦ νεανίου καρδία, ἀλλ’ ἓν ποδοπατημένον σκύβαλον, ἓν αἱματόφυρτον ῥάκος, μόλις καὶ μετὰ βίας διασωθὲν ἐκ τῶν ῥυπαρῶν ὀνύχων μιᾶς ὑαίνης».

«Αὐτὰ εἶναι αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ τῶν σημερινῶν σου ἐκ­φράσεων», εἶπον ἐγώ. Τὸ κατ’ ἐμέ, οὔτε τότε, οὔτε τώρα πα­ραδέχομαι ὅτι ἡ διαγωγὴ μιᾶς προστύχου γυναικὸς εἰμπορεῖ νὰ παραβλάψῃ τὴν ἀξίαν μιᾶς σώφρονος καρδίας».

«Δὲν ἠξεύρω πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτό!» εἶπεν ὁ Πασχάλης σκε­πτικός. «Ἀλλὰ ἀδάμαντες καὶ μαργαρῖται, ὅταν παρατεθοῦν ἅπαξ εἰς τοὺς χοίρους, καὶ μασηθοῦν καὶ ποδοκυλισθοῦν ὑπ’ αὐτῶν, γίνονται ἀκατάλληλοι πλέον νὰ κοσμήσουν καὶ τὴν μετριωτέραν κεφαλήν, πολὺ ὀλιγώτερον νὰ ὑψωθοῦν μέχρι τοῦ διαδήματος μιᾶς βασιλίσσης».

«Καὶ δὲν τοὺς πλύνω», εἶπον ἐγὼ γελάσας, «νὰ γίνουν πάλιν καθὼς πρῶτα;»

«Ὠχώ!» εἶπεν ὁ Πασχάλης αὐστηρῶς. «Νὰ πλύνῃς τοὺς φυσικοὺς καὶ νὰ τοὺς καθαρίσῃς. Ἀλλὰ τοὺς ἠθικούς; Ἀλλὰ τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς διαλογισμούς, τὰ μόνα κειμήλια τῆς καρδίας; Ἀλλὰ τὸν ἠθικὸν αὐτὸν ῥύπον μὲ ποῖον ὀξύ, μὲ ποῖον σάπωνα θὰ τὸν πλύνῃς, παρακαλῶ; Νὰ μὴ τὰ κυλίσῃς ἅπαξ εἰς τὸν βόρβορον, νὰ μὴ τὰ κηλιδώσης! Τὰ ἐκύλισες; Αἱ κηλῖδες των εἶναι ἀνεξίτηλοι!»

«Ἐν τούτοις», προσέθηκεν εἶτα μεταπεσὼν αἰφνιδίως εἰς λίαν θλιβερὸν τόνον, «τώρα πλέον δὲν πρόκειται περὶ τούτου! Ἐνθυμεῖσαι τὰς πρώτας ἐπιστολάς μου ἐκ Freiburg;

«Μάλιστα», εἶπον ἐγώ, «τὰς ἐνθυμοῦμαι».

«Ἤσουν ἀκόμη ἐν Ἀθήναις καὶ δὲν ἐγνώριζες τὰ τῆς Γερμα­νίας. Σοὶ περιέγραφον τὴν προσήνειαν τῶν καθηγητῶν, τὴν στοργήν των πρὸς τοὺς φοιτητάς, τὴν φιλοξενίαν αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀλλοδαπούς, ἰδίᾳ τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας συμπάθειαν. Εὑρίσκεις ὅτι σοὶ ἔγραφον ὑπερβολάς;»

«Ὄχι. Ἀπεναντίας».

«Μεταξὺ τῶν καλῶν ἐκείνων ἀνθρώπων, ὅσοι μὲ ἠγάπησαν ἰδιαζόντως», εἶπεν ὁ Πασχάλης, ταπεινώσας τὸ βλέμμα, «ἦτον, ἄριστος πάντων, ὁ καθηγητὴς Μ., ἄνθρωπος μοναδικὸς εἰς τὴν ἐπιστήμην του».

«Ναί», εἶπον ἐγώ. «Μοὶ ἔγραψες περὶ αὐτοῦ. Ἐνθυμοῦμαι τ’ ὄνομά του».

«Σοὶ ἔγραψα τὰς ἀρετάς του, τὴν ἀξίαν του, καὶ ὅλα τ’ ἀνεκτίμητ’ ἀγαθά, δι’ ὧν ἐπροίκισε τὴν ἐπιστήμην. Ἓν ἀγαθόν, τὸ τιμαλφέστατον πάντων, τὸ ὁποῖον ἐκόσμει τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ὁλόκληρον τὴν Φράϊβουργ δὲν σοὶ τὸ ἀνέφερον ποτέ. Ποτὲ δὲν σοὶ ἔγραψα πὼς εἶχε μίαν θυγατέρα».

«Ὄχι!» εἶπον ἐγώ, ἀνακαθήσας τεταραγμένος. «Τὸ τελευταῖον ποὺ μοῦ ἔγραφες ἦτον ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ ἀπώλεσε τὴν σύζυγόν του. Δὲν ἦτο νομίζω;»

«Μάλιστα. Κ’ ἐνῷ ἡ ἀπώλεια ἐκείνη ἔκλεισε τὸν φιλόξενον αὐτοῦ οἶκον εἰς τοὺς λοιποὺς συμμαθητάς μου, ἐγὼ ἐγινόμην πάντοτε δεκτός, εἰμπορῶ νὰ εἴπω ἐφιλοξενούμην, ἐγκαρδιώτερον παρὰ ποτέ. Ἡ μοναξία τοῦ γέροντος, πρὸ πάντων κατὰ τὰς χειμερινὰς νύκτας, καθ’ ἃς δὲν ἠμπόρει νὰ ἐξέλθῃ, τὸν ἔκα­μνε νὰ συμπαθῇ μᾶλλον πρὸς ἐμέ, διὰ τὴν ἐδικήν μου».

«Ἀλλ’ ὁ γέρων εἶχε τὰ τέκνα του», εἶπον ἐγώ, «εἶχε τὴν κό­ρην του. Δὲν εἶχε;»

«Μάλιστα. Εἶχε τὴν Κλάραν. Ἀλλὰ γνωρίζεις τί θὰ εἰπῇ γέρων καθηγητής, ἰδίᾳ Γερμανός. Ἡ Κλάρα ἦτο τὸ μόνον του τέκνον. Νέα, θερμή, ζωηρὰ — ἴσως ὀλίγον ἐξημμένη ἐκ γνώσεων καὶ ἀναγνώσεων — ἀλλὰ πλήρης μουσικῆς καὶ ποιήσεως, πλή­ρης φαντασίας καὶ αἰσθημάτων. Ὁ γέρων φυσικὰ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος πρὸς πᾶν ὅ,τι δὲν ἦτον ἐπιστήμη του. Ἐγώ, μὲ τὴν τόσον ἐνωρὶς ἀπογοητευμένην καρδίαν, μὲ τὴν πτεροκομμένην πλέον φαντασίαν, καὶ μόνον μὲ τὸν ψυχρὸν νοῦν, προσηλωμένον ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἐπιστήμην, ἐταίριαζα μὲ αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶμαι βέβαιος. Τὴν ἐξαιρετικὴν ἐκείνην προτίμησιν ἐκ μέρους αὐτοῦ τὴν ὤφειλον εἰς τὴν ἀγάπην μου πρὸς τὴν ἐπιστήμην, ἀλλὰ ἴσως καὶ εἰς τὴν ἐφεκτικότητά μου, ὡς πρὸς τὴν θυγατέρα του. Κατὰ τοῦτο διέφερον πάντων τῶν ἄλλων. Διότι ἡ Κλάρα ἦτον ἐξαίσιας καλλονῆς νέα, καὶ ἦτον ἡ χαϊδευμένη τῆς πό­λεως. Ἡ ἑτοιμότης τοῦ πνεύματος, ἡ ἀφέλεια τῆς καρδίας αὐτῆς συνήρπαζον ὁμολογουμένως πάντας, ὅσοι τὴν ἐγνώριζον. Ἴσως ἦτον ὀλίγον φιλάρεσκος. Ἀλλ’ ὄχι ἐκ φύσεως. Βεβαίως ὄχι! Αἱ ἀμέριστοι φιλοφρονήσεις, αἱ ἀδιάκοποι κολακεῖαι, ἦτον ἑπόμενον νὰ τὴν ἐπάρουν ὀλίγον! Ἔπειτα καὶ τὸ ἤξιζε˙ καὶ τῆς ἐπήγαινεν. Ὁσάκις εἶχον καθ’ αὐτὸ ἑσπερίδα εἰς τὸν οἶκόν των, κανένας δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰς προσκεκλημένας τοῦ καθηγητοῦ˙ ἀλλὰ πάντες ἐπολιόρκουν τὴν Κλάραν, πάν­τες ἡμιλλῶντο τίς πρῶτος νὰ ἐξασφαλίσῃ εἰς ἑαυτὸν ἔστω καὶ μιᾶς στιγμῆς εὔνοιαν. Ἐν τούτοις ἐκείνη ἐξήρχετο ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους ἐκείνας πολιορκίας μετὰ θαυμαστῆς δεξιότητος πάντοτε νικηφόρος καὶ θριαμβεύουσα, ἀλλὰ καὶ πάντοτε θελκτικωτέρα, ἐρασμιωτέρα παρὰ πρότερον. Ἐγὼ διηρχόμην συνήθως ὅλον τὸν καιρὸν τῆς συναναστρο­φῆς μετὰ τῶν γερόντων˙ οὔτε ἔπαιξα, οὔτε ἐχόρευσά ποτε μετ’ αὐτῆς. Ἀλλὰ εἶχον μίαν ἐσωτερικὴν εὐχαρίστησιν, ὅταν τὴν ἔβλεπον εὐδοκιμοῦσαν, λατρευομένην. Εἶχον ἓν εἶδος ὑπερηφανείας: ἦτον ὁ θησαυρὸς τοῦ οἴκου, ὅστις μ’ ἐτίμα διὰ τῆς ἐμπιστοσύνης του. Καὶ ὅμως οἱ Γερμανοὶ συμφοιτηταί μου μ’ ἐζήλευον. Εἷς ἐξ αὐτῶν, στενώτερός μου φίλος, μοὶ τ’ ὡμολόγησεν: Τὸ ἰδανικὸν τῆς Κλάρας, εἶπε, δὲν εἶναι ‘ματία γυαλιά˙ φρύδια σκουλιά˙ μοῦτρα πατάτα’. Αὐτὰ ἐννοεῖται τοὺς τὰ εἶπεν ἐκείνη μὲ τὴν ποίησίν των, ὅταν καὶ ὅπως ἔπρεπεν, ὥστε νὰ μὴ προσβληθῇ κανεὶς τῶν. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ὑπέβλεπον τὴν πρὸς τὸν πατέρα τῆς Κλάρας προσκόλλησίν μου. Ἐξ αὐτῆς ἐσυμπέραινον ὅτι εἴμεθα μὲ τὴν νέαν πολὺ οἰκειότεροι, παρ’ ὅτι ἐφαινόμεθα. Ἐν τούτοις ἡ Κλάρα ποτὲ δὲν ἐφέρθη πρὸς ἐμὲ οὔτε ἐρωτοτρόπως, οὔτε φιλαρέσκως, οὔτε ἐπιδεικτικῶς, ὅπως πρὸς ἐκείνους. Τοῦτο ἦτο φυσικόν. Ἀφοῦ ἐγὼ ἤμην πάντοτε σοβαρός, πάντοτε ἐφεκτι­κός, μοὶ προσεφέρετο κ’ ἐκείνη μὲ σπουδαιότερον τρόπον καὶ πλείονα μετριοφροσύνην. Ἐφαίνετο ὅτι μ’ ἐτιμοῦσεν. Καὶ τοῦτο μ’ ἔκαμνε τόσον εὐτυχῆ, τόσον εὐτυχῆ, ὅσον εὐτυχὴς ἠμποροῦσα νὰ γίνω πλέον ἐγώ, ὕστερον ἀπὸ ὅ,τι ἔπαθα. Ἀργότερα, πολὺ ἀργότερα, μ’ ἐξάφνισε. Μ’ ἔδωκε μίαν ὑποψίαν, μίαν νύξιν˙ πολὺ ψηλαφητὴν νύξιν.

»Εἰς τὸ θέατρον εἶχε παρασταθῇ ὁ Πετῶν Ὁλλανδὸς τοῦ Βάγνερ. Ὁ ὑποκριθεὶς τὸ πρόσωπον τοῦτο ἠθοποιὸς ἐπαρουσιάσθη, ὡς συνήθως, μαυροφορεμένος, μὲ μαῦρα μάτια, μαῦρα μαλλιὰ καὶ γένεια, ἀλλὰ μὲ τέτοιο κόψιμον καὶ τόσον ὠχρὸς καὶ μελαγχολικός, ὥστε πολλοὶ ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπον ἐμὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, δὲν ἠξεύρω πῶς ἔτυχε λόγος, καὶ ἡ Κλάρα μοὶ τὸ εἶπεν...»

«Ἀλλὰ τί σὲ εἶπε;» τὸν ἠρώτησα ἐγὼ σιγήσαντα αἴφνης.

«Ὅτι εἶναι τὸ ἰδανικὸν τῆς φαντασίας της, ὁ πόθος τῆς καρδίας της...»

«Τί πρᾶγμα;» ἠρώτησα πάλιν ἐγώ, ἀφοῦ τὸν ἐπερίμενα εἰς μάτην νὰ ἐξακολούθησῃ. Ὁ Πασχάλης ἐκοκκίνισεν αἴφνης, ὡς πταῖσαν παιδίον, καὶ μὲ μαργωμένην γλῶσσαν:

«Ὁ Ὁλλανδός!» εἶπεν. «Ὁ Πετῶν Ὁλλανδός!»

«Εἶναι τὸ ἰδανικὸν ὅλων τῶν Γερμανίδων», εἶπον ἐγώ, προ­σποιηθεὶς ὅτι δὲν παρετήρησα τὴν σύγχυσίν του».

«Ναί», εἶπεν ἐκεῖνος ἐνθαρρυνθείς. «Μάλιστα τῶν ξανθῶν. Τὸ ἤκουσα ἀπὸ τόσας ἄλλας πρωτύτερα καὶ δὲν μοῦ ἀποφάνη. Ἐν τούτοις ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον τὸ εἶπεν ἡ Κλάρα, αἱ περιστάσεις, ἐν αἷς τὸ εἶπε, δὲν ἄφηναν ἀμφιβολίαν. Ἀπὸ τὴν σύγχυσίν της ἡ καϋμένη δὲν ἠμπόρεσε νὰ ’πῇ ἄλλο τί­ποτε. Καὶ ’μένα μὲ ἦλθε, ’σὰν ἀποπληξία».

«Καὶ διατί πάλε τόσον ψοφοδεής;» εἶπον ἐγὼ γελάσας. Ἀλλ’ ἐκεῖνος εὐρύνας αἴφνης τοὺς ὀφθαλμούς:

«Δὲν τὸ καταλαμβάνεις διατί;» εἶπεν. «Ἡ νέα ἤθελεν ἀγάπην!» Καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐπρόφερε περιβλέψας μυ­στηριωδῶς καὶ χαμηλώσας τὴν φωνήν, ὡς ἐὰν ἐφοβεῖτο μὴ τὸν ἀκούσουν οἱ τοῖχοι.

«Ἔ, καὶ σὰν ἤθελεν;» εἶπον ἐγὼ μειδιάσας ἐλαφρῶς.

«Καὶ σὰν ἤθελε;» ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος, ἐκπεπληγμένος διὰ τὴν ἐλαφρότητα μεθ’ ἧς ἐπελαμβανόμην τοῦ θέματος.

«Ναί!» εἶπον ἐγώ. «Σὰν ἤθελεν ἀγάπην, ἐσὺ ποῦ ἦσο;»

«Ἐγὼ ἤμην ἐκεῖ», ἀπήντησεν ἐκεῖνος τότε αὐστηρῶς καὶ τραχέως. «Ἀλλ’ ἐγὼ τί ἀγάπην εἶχον νὰ τῇ προσφέρω; Τ’ ἀποπλύματα τῆς πλύστρας μου; Σοῦ λέγω, ἦτον ἡ βασί­λισσα τῶν κορασίδων, ἦτο τὸ ἄξιον ἀντικείμενον τῆς λα­τρείας ὅλου τοῦ κόσμου. Εἶσαι περίεργος! Ἀνοίγεται ἐνω­πιόν μου μία καρδία, ἓν ἄχραντον δοχεῖον τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλεις νὰ τὸ πληρώσω μὲ τ’ ἀποφάγια τῶν χοίρων;»

Τότε πρῶτον ἐννόησα κυρίως διατί ὁ Πασχάλης ἐν ἀρχῇ παρέβαλε τὰ ἐμπαιχθέντα αἰσθήματά του μὲ τοὺς πρὸ τῶν χοίρων μαργαρίτας. Ἀλλὰ δὲν εὗρον τί νὰ τῷ ἀποκριθῶ εὐθὺς ἀμέσως, καὶ ἐκεῖνος ἐξηκολούθησεν ἐπὶ πρᾳοτέρου τόνου:

«Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισα νὰ πηγαίνω σπανιώτερον εἰς τὴν οἰκίαν των, μ’ ὅλα τὰ φιλόφρονα παράπονα τῶν γονέων. Καὶ ὅταν ἐπήγαινα, ἐφρόντιζα νὰ τὴν ἀποφεύγω ἐπιμελῶς. Ἐν ὅσῳ ἔζη ἡ μήτηρ της, τὸ πρᾶγμα δὲν ἦτο πολὺ δύσκολον. Προσκεκλημένοι ἦσαν πολλοί, καὶ καθὼς ἦσαν θαυμασταί της, προσεπάθουν παντὶ σθένει νὰ τὴν ἀπα­σχολήσουν μεταξύ των. Ἀλλ’ ὅταν ἡ κυρία Μ. ἀπέθανεν, ἤλλαξαν αἴφνης τὰ πράγματα. Ἡ οἰκία ἐκενώθη, ἐκλείσθη. Μία πτωχὴ ἀπωτάτη τοῦ καθηγητοῦ συγγενής, ἡ μόνη ἐπιζῶσα ἔτι, προσελήφθη ὡς τροφός, ἢ μᾶλλον σύντροφος τῆς Κλάρας. Ἀλλ’ ἡ Κλάρα δὲν ἦτο πλέον ἡ φαιδρὰ καὶ ζωηρὰ καὶ τολμηρὰ ἐκείνη κόρη, πρὸς ἐπίβλεψιν τῆς ὁποίας ἐκρίνετο ἄλλοτε ἀνεπαρκὴς ὁ ἄγρυπνος τῆς μητρὸς ὀφθαλμός. Ἡ Κλάρα ἔγινε διὰ μιᾶς σκεπτική, μελαγχολική, ἐπιφυλακτική, ζυγίζουσα καὶ τὴν ἐλαχίστην συλλαβήν, πρὶν ἢ τὴν προφέρῃ.

»Εὐθὺς μετὰ τὸν θάνατον τῆς μητρός της ἐδοκίμασα νὰ δια­κόψω τὰς ἐπισκέψεις μου τὰς ἑσπερινάς. Ἀλλ’ ὁ γέρων κα­θηγητὴς παρεπονέθη μίαν ἡμέραν, ποὺ ἔγγισε τὰ σπλάγχνα μου. Τώρα ποὺ εἶμαι ἔρημος κι ὠρφανεμμένος, εἶπε, δὲν ται­ριάζει νὰ μ’ ἀφήσῃς καὶ σύ, ὅστις γνωρίζεις κάλλιον παντὸς ἄλλου τί θὰ εἰπῇ μοναξία. Ἐπήγαινα λοιπὸν πρῶτα σπα­νίως, ἔπειτα συχνότερα. Ἀλλὰ πάντοτε ἀποφεύγων πᾶσαν εὐκαιρίαν, καθ’ ἣν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὑρεθῶ κατὰ μόνας μετὰ τῆς Κλάρας. Τὸ αὐτὸ νομίζω ἔπραττε κ’ ἐκείνη. Ἀκόμη κ’ ἐνώπιον τοῦ πατρός της δὲν μοὶ ὡμίλει ὅπως πρότερον. Ἀλλ’ ἐκάθητο κατὰ τὰς χειμερινὰς νύκτας ἀπέναντι ἡμῶν ὥρας ὁλοκλήρους ἄφωνος, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ ἀνὰ χεῖρας αὐτῆς ἐργόχειρον, ἀλλὰ τὴν ἀκοὴν ἐντεταμένην καὶ μετ’ ἐνδια­φέροντος παρακολουθοῦσαν τὰ ξηρὰ καὶ ψυχρὰ τῶν συνο­μιλιῶν μας θέματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲ θὰ ἔκαμνεν ἄλλοτε.

»Ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐκείνου φανεροῦ ὑπαινιγμοῦ περὶ τοῦ Πετῶντος Ὁλλανδοῦ, οὔτε λέξιν ἀντηλλάξαμεν νο­μίζω ἰδιαιτέρως. Καὶ ἦτο καιρός, καθ’ ὃν ἐπίστευσα τὸ πρᾶ­γμα λησμονημένον. Ἐπίστευσα ὅτι εἶχον παρεξηγήσει τοὺς λόγους της. Ἐν τούτοις ἡ αἰφνιδία ἐκείνη μεταβολὴ εἰς τὸν βίον τῆς Κλάρας, τ’ ἀπαρηγόρητα δάκρυα ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῆς μητρὸς αὐτῆς ἔβλαψαν σπουδαίως τὴν ὑγείαν τοῦ κορασίου.

»Ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς κ’ ἐπάγωσαν τὰ νερά, καὶ ἤρχισεν ὁ κόσμος νὰ παγοδρομῇ μὲ τὰς παγολισθίδας εἰς τοὺς πόδας, τόσον ὁ ἰατρὸς ὅσον καὶ ὁ πατὴρ αὐτῆς, τῇ ἐπέβαλον τὴν παγοδρομίαν, ἄσκησιν πολὺ ἀγαπητὴν εἰς αὐτὴν ἄλλοτε. Ἀλλὰ τὸ πένθος ἦτο πρόσφατον, ἡ ἀηδία της πρὸς τὴν παραμικρὰν διασκέδασιν μεγάλη˙ ἐπὶ πολλὰς ἑβδομάδας δὲν ἐφάνη ἐπὶ τοῦ πάγου. Ἐγὼ —ἐνθυμεῖσαι ὅτι σοὶ τὸ ἔγραφον — εἶχον ἀρχίσει νὰ παγοδρομῶ ἀπὸ τοῦ παρελθόντος χειμῶνος. Ἡ ὑγεία μου ἀπῄτει τὴν ἐν καθαρῷ ἀέρι γύμνασιν. Τὸν δεύτερον ἐκεῖ­νον χειμῶνα ἤμην ἀκόμη πρωτόπειρος˙ ἐγυμναζόμην εἰς μίαν ἀπόκεντρον γωνίαν. Ἡ ἔκτασις τοῦ πάγου ἦτο μεγίστη, ἤλ­πιζα νὰ μείνω ἀπαρατήρητος. Ἀλλὰ τὴν πρώτην φοράν ποὺ κατεπείσθη ἡ Κλάρα νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν πάγον, τὴν πρώτην στιγμὴν μὲ ἀνεκάλυψε. Καὶ ὅταν μὲ ἀνεκάλυψε, δὲν ἔλειψε πλέον ἀπὸ τὴν γωνίαν ἐκείνην. Ὄχι τάχα πὼς ἔμεινεν ἐκεῖ εὐθὺς ἀμέσως μαζί μου. Ἀλλὰ μόλις ἔκαμνεν ἕνα γύρον ἐπὶ τοῦ πάγου, κ’ ἐπέστρεφε πάλιν εἰς τὴν γωνίαν μου. Οἱ γνώριμοί της ἔσπευσαν ἐννοεῖται πάλιν νὰ τῆς ὑποδέσουν τὰς παγολισθίδας, νὰ τῆς γενοῦν καβαλιέροι, νὰ συμπαγοδρομήσουν, ἀλλὰ δὲν ἐδέχθη τίποτε. Ἐγὼ ἐπαιδευόμην νὰ μάθω τὰ μεγάλα τοξοειδῆ βήματα. Ξεύρεις πόσον δύσκολα εἶναι, πόσον ἐπικίνδυνα. Ἔπεφτα λοιπὸν πολὺ συχνὰ ἐπὶ τοῦ πά­γου εἰς τὴν μακρινὴν ἐκείνην γωνίαν. Ἀλλὰ μόλις ἔπεφτα, καὶ ἡ Κλάρα — θαρρεῖς ἐπαραμόνευεν ἀόρατος ἐκεῖ πλησίον — ἤρχετο νὰ μὲ ἰδῇ μὴν ἐκτύπησα, νὰ μὲ βοηθήσῃ νὰ ξαναρχίσω. Ἐπὶ τέλους, ‘‘Μὴν εἶσαι τόσον ἀκατάδεκτος’’ μὲ εἶπεν, ‘‘δὲν θὰ τὰ μάθῃς ποτὲ μοναχός σου. Ἔλα νὰ τὰ δοκιμάσωμεν μαζί’’. Τοιουτοτρόπως ἠρχίσαμεν νὰ παγοδρομῶμεν χέρι χέρι».

«Φαντάζομαι τοὺς ἄλλους φοιτητάς», εἶπον ἐγώ.

«Οἱ ἄλλοι φοιτηταί, καταλαμβάνεις!» εἶπεν ἐκεῖνος μετά τινος περιφιλαυτίας. «Ὅταν εἶδον τὴν ἀπροκάλυπτον ταύτην προτίμησιν, ἐδάγκασαν τὰ χείλη των καὶ ἀπεσύρθησαν ὡς εἰκός, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου. Ὑπῆρξε Κυριακή, καθ’ ἣν ἐμείναμεν τρεῖς ὥρας ἐπὶ τοῦ πάγου. Τὰ ἄλλα κοράσια εἶχον κάθε στιγμὴν καὶ νέον καβαλιέρον. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν προσεφέρετο πλέον νὰ τρέξῃ μὲ τὴν Κλάραν. Τὸ πρᾶγμα ἦτο φανερόν. Τὸ ἔκαμναν ἐξ αἰτίας μου. Διὰ νὰ τὴν προσβάλλουν. Καὶ ἐκείνης μὲν δὲν τῆς ἔμελλε δι’ ὅλου. Ἀλλ’ ἐγὼ τόσῳ περισσότερον ἤμην τώρα ὑποχρεωμένος νὰ μὴ τὴν ἀφήσω χωρὶς καβαλιέρον. Ἔπειτα, μὲ ὅλην τὴν ἀπώλειαν τῶν χρωμάτων καὶ τῆς ζωηρότητός της, ἡ Κλάρα ἦτον ἡ ὡραιότερα, ἡ χαριεστέρα παγοδρόμος. Ἐκεῖνο δὲν ἦτο πλέον παγοδρομία ποὺ ἐκάμναμεν ἡμεῖς. Ἦτο ἡ πτῆσις διὰ τοῦ ἀέρος, διὰ τοῦ κενοῦ. Τόσον ἐλαφρά! Τόσον ταχεῖα!...»

Καὶ διακοπεὶς ἐπὶ μικρὸν ὁ Πασχάλης, καὶ τρίψας διὰ τῆς ὠχρᾶς αὐτοῦ χειρὸς τὸ προεξέχον μέτωπόν του, ὡς ἐὰν προσεπάθει νὰ ἀναθερμάνῃ τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ, «Ὅταν ὁ πάγος ἦτο νέος καὶ διαυγὴς ὡς κάτοπτρον», εἶπε, «καὶ ἀντηνακλῶντο ἐν αὐτῷ, τόσον πλησίον ἀλλήλων, πετῶσαι αἱ μορφαί μας, κ’ ἐφαίνετο εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ τὸ γλαυκὸν τοῦ οὐρανοῦ χρῶμα, καὶ ἔβλεπον τὰ λευκά του νέφη ὀπισθοχωροῦντα ὑπὸ τοὺς πόδας μου, μετὰ τῆς ταχύτητος τῆς πτήσεως ἡμῶν, δὲν ἠξεύρω πῶς ἐφούσκωνε πάλιν τὸ στῆθός μου κ’ ἐθερμαίνετο καὶ ἀνεπτεροῦτο ἡ φαντασία μου! Ἐνόμιζον ὅτι ἐφερόμην μετέωρος, ὕπερθεν τῶν νεφῶν, ὕπερθεν τοῦ στερεώματος, ἐφερόμην ὑπὸ τὰς πτέρυγας οὐρανίου Χε­ρουβείμ, μὲ πτῆσιν τόσον ταχεῖαν, τόσον ἡδονικήν, ὥστε αἱ αἰσθήσεις μου συνήθως ἐμέθυον ἐκ τῆς ἡδονῆς, ἰλιγγίων ἐκ τοῦ τάχους, ἐσκοτίζοντο, ἐλιποθύμουν, μ’ ἐγκατέλειπον! Καὶ μόνον ἡ ψυχή μου ἐξηκολούθει τότε νὰ πετᾷ, ὡς ἐν ὀνείρῳ, νὰ πετᾷ μετὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐπάνω, ἐπάνω, ἐπάνω, μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Ὑψίστου! Ἐκεῖ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀπλέτου φωτός, ἐκεῖ ἐν τῷ μέσῳ τῶν θυμιώντων καὶ ψαλλόντων ἀγγέλων, ἐκεῖ μοὶ ἐφαίνετο, ὅτι ἔπιπτον γονυκλινὴς πρὸ τῶν βαθμίδων τοῦ θρόνου του, καὶ παρεκάλουν μετὰ δακρύων τὸν Θεὸν νὰ μὲ παιδεύσῃ ὅσον σκληρότερον ἀξίζω, ἀλλὰ νὰ μὲ δώσῃ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μὲ τὰ ἀμεταχείριστα αἰσθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον, ἀξίαν τῆς Κλάρας, ἀξίαν τῆς καλλονῆς καὶ τῶν ἀρετῶν τῆς Κλάρας! Ἀλλ’ ἐκεῖ, ἐφθάνομεν αἴφνης εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πάγου, εἰς τὴν ἀπόκεντρον γωνίαν, κ’ ἐσταματῶμεν ν’ ἀναπνεύσωμεν. Καὶ πάντοτε, πάν­τοτε πρὶν εἰσακουσθῇ ἡ δέησίς μου, διεκόπτετο τὸ ὄνειρον, ἔληγεν ἡ πτῆσις».

Καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐτόνισεν ὁ Πασχάλης μετὰ τοιαύτης ψυχικῆς ἀγανακτήσεως, ὡς ἐὰν ἦτο βέβαιος ὅτι ἡ πραγματοποίησις τῶν δεήσεών του ἀπετύγχανεν ἑκάστοτε μόνον καὶ μόνον διότι ἐτελείωνεν ἡ ἔκτασις τοῦ πάγου, πρὶν φθάσωσιν εἰς τὰ ὦτα τοῦ Θεοῦ οἱ πόθοι τῆς ψυχῆς του.

«Ὁσάκις ἐσταματῶμεν», ἐξηκολούθησε μεθ’ ἱκανὴν ὥραν, «ἡ Κλάρα μὲ ἠρώτα περὶ τῆς νήσου μας. Ἐπεθύμει νὰ τῇ περι­γράφω τὰς σκηνὰς τοῦ ἐθνικοῦ ἡμῶν βίου. Πρὸ πάντων ὅμως τῇ ἤρεσε νὰ ἀκούῃ παρ’ ἐμοῦ τὰς περιπετείας τῆς ζωῆς μου. Νὰ τῇ διηγῶμαι τὰς στερήσεις, τὰς κακοπαθείας, τὰς δυσκο­λίας καὶ τὰ προσκόμματα, καθ’ ὧν εἶχον νὰ παλαίσω, μέχρις ὅτου κατορθώσω νὰ ἐξασφαλίσω τὴν ἐκπαιδευσίν μου. Αὐτὰ τὰ ἤθελε μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας˙ τὰ ἤκουε μὲ μεγίστην προσοχήν, κ’ ἐστέναζε διὰ τὰς ταλαιπωρίας μου, καὶ τῆς ἤρχοντο συνεχῶς τὰ δάκρυα... Ἔπειτα τὰ σχέδια καὶ τὰς ἐλπίδας μου διὰ τὸ μέλλον: τί θὰ γίνω˙ ποῦ θ’ ἀποκατασταθῶ καὶ πότε˙ κ’ εὐτυχεῖς, εὐτυχεῖς, ὅσοι μὲ περιμένουν, ὅσοι θὰ μ’ ἐπανίδουν μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ποτέ, ποτὲ πλέον δὲν θὰ μ’ ἀπο­χωρισθοῦν... Καί… Τί θέλεις νὰ σοῦ λέγω λεπτομερείας σπαρασσούσας τὴν καρδίαν μου!

»Ἀπὸ τῆς πρώτης ἐκείνης ὁμολογίας περὶ τοῦ Πετῶντος Ὁλλανδοῦ, εἶναι ἀληθές, ποτὲ δὲν μοὶ εἶπε τίποτε τόσον φανερά. Καὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖνο ἦτο κυρίως ἀποτέλεσμα τῆς παιδικῆς αὐτῆς ἀφελείας, τῆς εὐθύτητος καὶ ἀνυποκρισίας της, διὰ τὸ ὁποῖον τώρα ἐσωτερικῶς ἐντρέπετο καὶ μετενόει. Ἀλλά τί τὰ θέλεις. Αἱ συνεχεῖς αὐτῆς μεταπτώσεις ἀπὸ ζωηρότητος εἰς ῥεμβασμούς, ἀπὸ χαρᾶς εἰς θλῖψιν, ἀπὸ γέλωτος εἰς δάκρυα, χωρὶς ἀφορμήν, χωρὶς αἰτίαν, ἔπειτα ἡ ἀλλαγὴ τῶν χρωμάτων, ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ συγκεκομμέναι φράσεις, οἱ ἡμιπνιγμένοι στεναγμοί... Τὸ πρᾶγμα ἦτο φανερόν. Ἡ κόρη μὲ ἠγάπα... Τὸ ἤξευρα˙ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου...»

«Λοιπὸν καὶ σύ...;» ἠρώτησα φειστικῶς, ὅταν ὁ Πασχάλης συνῆλθεν ἐκ τῆς συγκινήσεως, ἣν ἡ ἐξομολόγησις αὕτη τῷ ἐπροξένει.

Ἐπὶ πολλὴν ὥραν δὲν ἀπήντησεν. Ἔπειτα ὑψώσας τοὺς δακρυβρέκτους ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν οὐρανόν, «Ὤ!» εἶπε μετ’ ἀπεριγράπτου πόνου. «Ἐρωτᾷ ἐάν!... Ἐάν ποτε Χριστιανὸς ἠγάπησε τὴν ψυχικὴν αὐτοῦ σωτηρίαν, ἠγάπησα ἐγὼ τὴν Κλάραν!...»

«Ὅσῳ μᾶλλον τὴν ἐγνώριζον», ἐξηκολούθησεν εἶτα, χαμηλώσας τό τε βλέμμα καὶ τὴν φωνήν, «τόσῳ πλείονα προτερήματα ἀνεκάλυπτον ἐν αὐτῇ, τόσῳ βαθυτέραν ἀγάπην ἐν ἐμοί! Ἀλλ’ ὅσῳ μᾶλλον ὑψοῦτο κ’ ἐμεγαλύνετο ἐκείνη εἰς τὴν ὑπόληψίν μου, τόσῳ μεγαλυτέρα ἦτο ἡ διαφορὰ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ περιτρίμματος ἐκείνου μέχρι τοῦ ὁποίου ἐταπείνωσα τὸν ἔρωτά μου, τόσῳ μᾶλλον εὐτελὴς καὶ ἀνάξιος ἐφαινόμην ἐγὼ ἐνώπιον τῆς Κλάρας τώρα. Φοβοῦμαι ὅτι δὲν εἰμπορεῖς νὰ ἐννοήσῃς τὴν θέσιν μου ἐκείνην, ὅπως καὶ ἂν σοῦ τὴν περιγράψω. Φαντάσου ἕνα ἔρωτα θερμὸν ὡσὰν τὸν ἥλιον, φωτεινὸν ὡσὰν τὸν ἥλιον, ἄσπιλον ὡσὰν τὸν ἥλιον, τὸν ἥλιον τῆς πρώτης, τῆς παρθένου Δη­μιουργίας. Ἔ, ὁ ἥλιος αὐτὸς δὲν ἀνέτελλεν ἐπὶ παρθένου γῆς, ἀνυπομόνου καὶ σφριγώσης, ὅπως ἀναδώσῃ τὸν πρῶτον πλοῦτον τῆς βλαστήσεως αὐτῆς ἀνάλογον καὶ ἰσοδύναμον πρὸς τὴν εὐεργετικὴν ἐπιρροὴν τοῦ φωτὸς καὶ τῆς θερμότητος ἣν ἐδέχετο. Ἡ καρδία, ἐφ’ ἧς ὁ ἔρως τῆς Κλάρας ἠκτινοβόλει, ἦτο χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ἐρημωμένη διὰ παντός! Ἐθερμαίνετο, ναί. Ἀλλὰ οὕτως, ὥστε νὰ αἰσθάνεται μετὰ βαθείας καυστηρᾶς θλίψεως, ὅτι ἐὰν δὲν εἶχε δενδροτομηθῇ, δὲν εἶχεν ἀποξηρανθῇ, θὰ ἤκμαζε τώρα ὡς ὁ μᾶλλον εὐώδης, ὁ μᾶλλον ἀνθηρὸς παράδεισος αἰσθημάτων. Ἐφωτίζετο, ναί. Ἀλλὰ —καὶ τοῦτο ἦτο τὸ χειρότερον — μόνον καὶ μόνον ὅπως βλέπῃ καὶ παραβάλλῃ τὴν γυμνότητα, τὴν ἀσχημίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν της, πρὸς τὸν πλοῦτον καὶ τὸ κάλλος, καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς καρδίας τῆς Κλάρας! Ὤ, διατί ἐστάθην τόσον τρελλός, τόσον ἀνόητος! Διατί ν’ ἀσωτεύσω καὶ ἐξευτελίσω τοὺς θησαυροὺς τῆς νεαρᾶς καρ­δίας μου; Τί καρδία! Τόσον εὐαίσθητος! Τόσον πλουσία! Ἀλλὰ καὶ τόσον ἄπειρος, τόσον ἀπρονόητος! Δὲν διεχειρίσθη περιεσκεμμένως τὴν δαψίλειαν τῶν αἰσθημάτων, δι’ ὧν ὁ Θεὸς τὴν ἐπροίκισεν! Ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἐν αὐτῇ ἀγάπης τὴν ἐπίεζεν, ἡ πλημμύρα τὴν ἐστενοχώρει! Εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐκχειλίσῃ, νὰ ἐλαφρυνθῇ. Καὶ ὅταν προῆλθεν ἐνώπιον τῆς ἡ πρόστυχος ἐκείνη κόρη, δὲν ἠρώτησε, δὲν ἐσκέφθη νὰ κάμῃ οἰκονομίαν. Οἰκονομίαν! Καὶ ἦτο δυνατόν; Ἐπίστευεν ὅτι ἠγαπᾶτο. Ὅσῳ περισσότερα ἔδιδε, τόσα περισσότερα θὰ ἐλάμβανεν. Καὶ μετήγγισα λοιπὸν ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῶν αἰσθημάτων εἰς τὴν εὐτελῆ της καρδίαν, εἰς τὸ ἀνάξιον, τὸ ῥυπαρὸν ἐκεῖνο σκεῦος, διὰ νὰ λάβω... ἀτιμίαν, ἐξουθένωσιν. Ἐθεοποίησα τὴν ταπείνωσιν, ἐλάτρευσα τὴν ἀσχημίαν! Τώρα τί ὑψηλὸν νὰ σκεφθῶ πλέον διὰ τὴν Κλάραν, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐξηυτέλισα προσκεφθεὶς δι’ ἐκείνην; Τί ὡραῖον, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ προησχημίσθη συγχρωτισθὲν μετ’ ἐκείνης; Οὐδέν, οὐδὲν μοὶ ὑπελείφθη πλέον ἢ ἱερόν, ἢ ὅσιον, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐβεβηλώθη προαφιερωθὲν εἰς ἐκείνην!... Τὴν δὲ Κλάραν τὴν ἠγάπων — Ὤ, τὴν ἠγάπων — τὴν ἐλάτρευον, ὅπως τὸν Θεόν μου! Καὶ διὰ τοῦτο ἴσα ἴσα δὲν ἠμποροῦσα ν’ ἀσεβήσω πρὸς αὐτήν, νὰ τὴν προσβάλω. Οὐδ’ εἰς τὸν ἀπώτερον φίλον του δὲν προσφέρει κανεὶς ἄνθη πεταλορροήσαντα καὶ ποδοπατηθέντα. Εἰς τοὺς Θεοὺς ὅμως, εἰς τοὺς Θεοὺς προσφέρουσι μόνον τὰς ἀπαρχάς, τὰς τελείας, μόνον τὰ ἐκλεκτὰ καὶ ἀνέπαφα. Πῶς ἠμποροῦσα λοιπὸν ἐγὼ νὰ προσφέρω εἰς τὴν Κλάραν καρδίαν μεταχειρισμένην, αἰσθήματα τετριμμένα; Νὰ δεχθῶ ἀγάπην ὁμοίαν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσφέρω ὡς ἀν­τάλλαγμα τ’ ἀποφάγια, τὰ ἀποπλύματα τῆς...»

Καὶ ὁ Πασχάλης μὲ ἠτένισε προκλητικῶς καὶ ἀποτόμως, περιμένων τὴν ἀπάντησίν μου. Ἐγνώριζον ὅτι ὁ ἐμπαιχθεὶς καὶ τοῦτ’ αὐτὸ βεβηλωθεὶς ἐκεῖνος ἔρως του, ὅσον σφοδρὸς καὶ φλογερὸς ἦτο, τόσον ἦτον ἁγνὸς καὶ εἰλικρινής. Ἐγνώ­ριζον τὴν χρηστοήθειαν αὐτοῦ, καὶ κἄποτε καὶ τὸν ἐπείραζον διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς σεμνότητός του. Ἀλλ’ ἡ ἀποκαλυπτο­μένη σήμερον ἐνώπιόν μου πρωτοφανὴς ἠθικὴ αὐστηρότης, οἱ περὶ ἐμοῦ φόβοι του, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῶ νὰ ἐννοήσω τὴν ἐνώπιον τῆς Κλάρας θέσιν του ὅπως καὶ ἂν μοὶ τὴν παρίστα, μ’ ἔκαμαν, ἀγνοῶ πῶς, νὰ αἰσχυνθῶ αὐτὸς ἐμαυτόν, νὰ μὴ γνωρίζω τί ν’ ἀποκριθῶ. Τὸ πρᾶγμα ἦλθεν ἄλλως τε τόσον ἀνελπίστως. Ὅταν, ἀποφασίσας νὰ μοὶ ἀνοίξῃ τὴν καρδίαν του, ἤρχισε προοιμιαζόμενος μετὰ τόσης θλίψεως, τόσης ἀπελπισίας, ἡτοιμάσθην ν’ ἀκούσω εὐθὺς ἀμέ­σως φρικτόν τι, καταπληκτικόν τι. Εἶχον λησμονήσει πρὸς στι­γμὴν τὸν χαρακτῆρα του. Πρὸς ἠθικὴν τοῦ Πασχάλη παραχόρδισιν δὲν ἐχρειάζοντο πολλὰ πράγματα. Συγκρούσεις αἰ­σθημάτων, ὅσον ἀσήμαντοι καὶ ἂν ἦσαν κατὰ τὰς ἰδέας ἡμῶν τῶν ἄλλων, ἐπροξένουν ἀνέκαθεν τρομερὰν ἀναστάτωσιν ἐν τῇ ἐδικῇ του ψυχῇ. Καὶ ναὶ μέν, ὅπως συμβαίνει εἰς πολλὰς νευρικὰς κράσεις, ἡ ἔξαψις τῷ ἐπήρχετο ἀστραπηδόν, ὡς δι’ ἠλεκτρικοῦ σπινθῆρος, ἀλλὰ παρ’ αὐτῷ ἡ ἐκπυρσοκρότησις δὲν ἐπηκολούθει στιγμιαία, ἡ συγκίνησις δὲν παρήρχετο, ὡς ἀποτέλεσμα κενοῦ καὶ ἀσκόπου πυροτεχνήματος.

Ἔπειτα, τίποτε τοιοῦτον δὲν κατηυνάζετο ἐν αὐτῷ διὰ τοῦ χρόνου˙ ἀπ’ ἐναντίας ἐπετείνετο. Ἀλλ’ ἐπετείνετο ὑπούλως καὶ ἀοράτως ἀνακυκλούμενον εἰς τὴν διάνοιάν του, καὶ ἰσχυροποιούμενον πρὸ πάντων ὑπὸ τῆς ἰδιαζούσης αὐτῷ διαλε­κτικῆς περὶ τὸ σκέπτεσθαι μεθόδου. Οὕτως ὥστε κυρίως οὐ­δεὶς ἠδύνατο νὰ προΐδῃ τὸ τελικὸν ἀποτέλεσμα δυσαρμονίας τινὸς αἰσθημάτων τοῦ Πασχάλη, μόνον ἐπὶ τῆς κοινῆς βασι­ζόμενος ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Ἐννοεῖται λοιπὸν τὸ εἶδος τῆς ἀμηχανίας εἰς ὃ μὲ περιήγαγεν ἡ ἀπροσδόκητος ἐκείνη τροπὴ μετὰ τῆς ἰδιαζούσης διαλεκτικῆς του. Τὰ ἐπιχειρήματα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του δὲν ἦσαν γέννημα τῆς στιγμαίας συγκι­νήσεως. Ὁ Πασχάλης ἐπανελάμβανεν ἔτι ἅπαξ διὰ ζώσης φωνῆς ὅ,τι μυριάκις ἴσως ἐζύγισε καὶ ἀνελογίσθη σιγηλὸς καὶ καθ’ ἑαυτόν. Περὶ τούτου ἔπρεπε νὰ εἶμαι βέβαιος. Ἐὰν ἐφαίνοντό πως ἐλλιπῆ, ἐὰν τὰ ἐξέφερε πάντοτε ἐνδεδυμένα συγκεκριμένας μορφάς, τοῦτο προήρχετο ἴσα ἴσα ἐκ τοῦ ὅτι ἐλάμ­βανε σποραδικῶς καὶ κατ’ ἐκλογὴν ἐκ μιᾶς πολὺ λογικωτέρας καὶ τελειοτέρας συλλογιστικῆς ἁλύσεως μόνον ἐκείνους τοὺς κρίκους, δι’ ὧν ἐνόμιζεν ὅτι θὰ καθίστα τὴν θέσιν του καταληπτὴν εἰς ἐμὲ εὐχερέστερον. Περιττὸν νὰ εἴπω, ὅτι δὲν τὸ κατώρθωσεν ὅσον ἐπεθύμει. Οὐδὲ διέλαθε τοῦτο τὸν Πασχάλην. Διότι ὅταν εἶδεν εἰς πόσην ἀμηχανίαν μὲ περιήγαγον οἱ λόγοι του, δὲν ἐπερίμενε πλέον νὰ τῷ ἀπαντήσω, ἀλλὰ χαμηλώσας πάλιν τὴν φωνὴν καὶ τοὺς ὀφθαλμούς:

«Ἀπηρνούμην», εἶπε, «τὴν γλυκυτέραν, τὴν ἀϋλοτέραν εὐδαιμονίαν, ἣν θνητὸς ἠδύνατο νὰ ὀνειρευθῇ ποτὲ ἐν τῷ κόσμῳ˙ ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ἀφοῦ δὲν ἤμην ἄξιος, δὲν εἶχον στέγην νὰ ὑποδεχθῶ τὸν Θεόν μου, ἔπρεπε νὰ ἐκχωρήσω τῆς ὁδοῦ του. Ἔπρεπε ν’ ἀποφύγω τὴν συναναστροφὴν τῆς Κλάρας. Ἠξεύρεις τὴν δύναμιν τῆς βουλήσεώς μου. Μῆνας ὁλοκλήρους δὲν ἐπάτησα εἰς τὴν οἰκίαν των˙ δὲν τὴν εἶδον. Ὁ γέρων παρεπονέθη ἐπανειλημ­μένως, ὡς ἦτον ἑπόμενον, ἀλλὰ — τὸ λέγω μετ’ αἰσχύνης — κατέ­φυγα εἰς ψεύδη. Καὶ πότε μὲ τὴν μίαν, πότε μὲ τὴν ἄλλην πρόφασιν, τὸν ἀπέφευγον, μέχρις ὅτου βαρυνθεὶς μὲ παρήτησε, καὶ δὲν μοὶ ὡμίλει πλέον. Ἡ δυστυχία μου τώρα ἦτο φοβερά. Ἡ ὁδὸς ἡ ἄγουσα πρὸς τὴν Κλάραν ἐκλείσθη ὑπὸ τῆς ἰδίας μου χειρὸς κ’ ἐκλείσθη διὰ παντός! Τὸ τί ὑπέφερα κατὰ τὸ μακρὸν ἐκεῖνο διάστημα εἶναι ἀπερίγραπτον. Εἶχον ἐπιβάλει εἰς τὴν βούλησίν μου περισσότερον παρ’ ὅ,τι ἡ σταθερότης αὐτῆς ἐπεδέχετο. Εἶχον ὑποβάλει ἐμαυτὸν εἰς θυσίαν ὑπεράνθρωπον ἀνωτέραν παντὸς ἡρωϊ­σμοῦ. Μίαν ἡμέραν λαμβάνω αἴφνης ἓν γράμμα. Τὸ ἐπερίμενον˙ ἦτον ἀπὸ τὴν Κλάραν».

Καὶ ὁ Πασχάλης ἔθηκε τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς καρδίας διὰ νὰ μοὶ δείξῃ ἴσως ποῦ εὑρίσκεται τὸ γράμμα ἐκεῖνο, ἀλλ’ ἴσως καὶ διὰ νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τὴν θέσιν του. Ἔπειτα λαβὼν τὴν συγκοπεῖσαν ἀναπνοήν του:

«Δὲν ἔλεγε τίποτε μέσα!» εἶπε. «Τίποτε! Οὔτε ὅσα μὲ εἶπε κατὰ τὸν πρῶτον ἐκεῖνον ὑπαινιγμόν, μὲ τὸν Πετῶντα Ὁλλανδὸν τοῦ Βάγνερ. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀνεγίνωσκον πολλά, παρὰ πολλά... Αἱ λέξεις ἦσαν ποτισμέναι μὲ δάκρυα˙ διὰ τὴν μητέρα της τάχα, τὴν νεκράν της μητέρα. Τὴν ἐπόθει, μοὶ ἔγραφεν. Ἐπόθει νὰ ἑνωθῇ μετ’ αὐτῆς, εἰς τὸν οὐρανόν! Ἐπὶ γῆς δὲν εἶχε κανένα φίλον. Ἀφ’ ὅτου ἔπαυσε νὰ μὲ βλέπῃ κ’ ἐμέ, κανένα. Ἥνωσα τὰ δάκρυά μου μὲ τὰ ἐδικά της, ἐπὶ τῆς ἐπιστολῆς ἐκείνης˙ ἔκλαυσα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀλλὰ δὲν ἀπήντησα. Ἔγραψα, δὲν σὲ λέγω, ἔγραψα μίαν ἀπάντησιν, ἀλλὰ τὴν ἔκαυσα. Ἔπειτα ἔγραψα μίαν ἄλλην καὶ τὴν ἐπῆ­γα εἰς τὸ ταχυδρομεῖον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐκρατήθην, δὲν τὴν ἔρριψα εἰς τὸ κιβώτιον. Τὴν ἐξέσχισα. Εἶχον ἕνα τρομερὸν κεφαλόπονον ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Τὸ ἐσπέ­ρας περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐβγῆκα νὰ πάρω ὀλίγον ἀέρα. Ἤμην ὡσὰν τρελλός, ἀλλ’ ὅμως ἐσκέφθην καὶ δὲν ἐπῆγα εἰς τὸν κοινὸν περίπατον. Ἦτο πιθανὸν νὰ συναντηθῶμεν. Ἐξῆλθον ἔξω τῆς πόλεως, ἐπῆρα ἕνα ἔρημον δρόμον˙ δὲν ἤξευρα καλὰ καλὰ ποῦ ἐπήγαινα. Ἐκεῖ, νομίζεις, ἦτο μία μυστικὴ ἀνταπόκρισις, μία ὑπερφυσικὴ συνεννόησις τῶν καρδιῶν! Μ’ ἐκυρίευσεν ἕνας φλογερός, ἕνας ἀκατάσχετος πόθος νὰ ἰδῶ τὴν Κλάραν, νὰ τὴν ἰδῶ κἂν ἅπαξ ἔτι, καὶ ὕστερα ν’ ἀπο­θάνω. Ἦτον ἀδύνατον νὰ προχωρήσω. Κάλλιον νὰ ἐπέστρεφον ὀπίσω! Ἀλλ’ ὄχι, ὁ νοῦς ἐνίκησεν, ἡ βούλησις ἐθριάμβευσεν ἐκ νέου. Ἐξηκολούθησα τὸν δρόμον μου. Ἀλλὰ μόλις ἔκαμα πέντε βήματα, καὶ ἰδοὺ ἡ Κλάρα ἐμπρός μου! Ἡ Κλά­ρα˙ ὄχι, τὸ φάσμα της, ἡ σκιά της! Τόσον ἦτον ὠχρά! Τόσον παρηλλαγμένη! Πῶς εὑρέθη ἐκεῖ; Καὶ διατί; Δὲν γνω­ρίζω. Ἀλλά, ἀπὸ τότε νομίζω, μοῦ ἐπανέρχεται ὁ σφοδρὸς ἐκεῖνος πόθος, ἀπαράλλακτα καθὼς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ὁσάκις μὲ κυριεύσῃ, ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, ὅπου καὶ ἂν εὑρεθῶ — φρικιῶ, ἐνῷ σοὶ τὸ λέγω — ἡ Κλάρα παρουσιάζεται ἐμπρός μου! Ἡ Κλάρα˙ ὄχι, τὸ φάσμα της, ἡ ψυχή της!... Ἐν τούτοις ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ἦτον ἡ Κλάρα. Δὲν ἐπρόφθασα νὰ τὴν ἰδῶ, καὶ τὴν εἶχον λιπόθυμον˙ εἰς τὰς ἀγκάλας μου!...»

«Πολλὴν ὥραν δὲν ἐμείναμεν μαζί», ἐπανήρχισε λέγων ὁ Πα­σχάλης, ἀφηρημένος ἔτι ἐκ τῶν σκέψεων, εἰς ἃς αἱ ἀναμνήσεις ἐκεῖναι τὸν ἐβύθισαν. «Ὄχι, δὲν ἐμείναμεν πολλὴν ὥραν. Καὶ ὅμως, ὅταν ἐσκέφθημεν περὶ ἐπιστροφῆς εἰς τὰ ἴδια, ἦτον ἀργά, πολὺ ἀργά! Εἶχεν ἀνατείλει πρὸ πολλοῦ ἡ σελήνη, χωρὶς νὰ τὴν παρατηρήσωμεν. Εἴχομεν εἰσέλθει εἰς τὸ πλησίον δάσος, κ’ ἐκαθήμεθα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ κορμοῦ ἑνὸς ἀποκοπέντος δένδρου, πλησίον τοῦ μικροῦ καταρράκτου, εἰς τὴν ἄκραν τοῦ λειβαδίου. Ὅταν ἠγέρθην καὶ περιεσκόπησα εἰς τ’ ὁμιχλῶδες τῆς σελήνης φῶς, διέκρινα ἐν ἀποστάσει τὸ μελανὸν ἀνάστημα ἑνὸς ἀτόμου, τὸ ὁποῖον μᾶς παρεμόνευεν ἐκεῖ, ὡς ἀκίνητος σκιά˙ μᾶς εἶχε παραμονεύσει καθ’ ὅλον τὸ διάστημα, καὶ ὡς σκιὰ σιγαλὴ μᾶς παρηκολούθησε μέχρι τῆς πόλεως. Ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὴν πρώτην φωτισμένην ὁδόν, μᾶς ἐπλησίασε καὶ ἀπέ­σπασε τὸν βραχίονα τῆς Κλάρας ἀπὸ τοῦ ἐδικοῦ μου. Ἦτον ἡ συγγενής, ἡ σύντροφος τῆς Κλάρας. Τότε ἐννόησα, ὅτι ἡ κόρη δὲν εἶχεν ἐξέλθει μόνη.... ὅτι...»

Καὶ ὁ Πασχάλης, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ καθίστατο βαθμηδὸν ἀσθενὴς καὶ ἀσθενεστέρα, ἐσιώπησεν ἐνταῦθα, ὡς σιωπᾷ τὸ ἀσθενὲς παιδίον ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἱστορίας του, ἡδέως ἀποκοιμώμενον. Ὁ Πασχάλης δὲν ἀπεκοιμήθη, ἀλλ’ ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν, οἱ ἐλαφροὶ σπα­σμοὶ τῶν μυῶν τοῦ προσώπου, αἱ ἀνεπαίσθητοι συστολαὶ καὶ διαστολαὶ τῶν χειλέων αὐτοῦ, ἐμαρτύρουν προδήλως, ὅτι αἱ γλυκεῖαι συγκινήσεις τῆς συναντήσεως ἐκείνης, παρήλαυνον ἔτι ἅπαξ πρὸ τῆς θλιβερᾶς αὐτοῦ ψυχῆς, ὡς ἐν ἡδυτάτῳ ὀνείρῳ.

«Ἤμην ὁ εὐδαιμονέστατος ἄνθρωπος!» εἶπεν εἶτα, βαθέως ἀναστενάξας. «Ὁ εὐδαιμονέστατος καὶ συγχρόνως ὁ ἀθλιώτατος!... Ἐν ὅσῳ εἶχον τὴν Κλάραν παρ’ ἐμοί, ἐν ὅσῳ τὴν ἔβλεπον, τὴν ἤκουον, ἤμην κυριευμένος ἀπὸ ἓν εἶδος γλυκείας μέθης, μαγικῆς ἐκστάσεως. ᾘσθανόμην ἐμαυτὸν ἀλλότριον τοῦ κόσμου, ὑπεράνω τοῦ κόσμου. Δὲν ἐσκεπτόμην τοὺς διέποντας αὐτὸν ἠθικοὺς νόμους. Δὲν ἐφρόντιζα. Ἀλλ’ ὅταν ἀπεχωρίσθημεν, ὅταν εὑρέθην εἰς τὸ δωμάτιόν μου κατὰ μόνας, τότε ἐσυλλογίσθην τί ἔπραξα, καί μοὶ ἐφάνη ὅτι, ὀνειρευθεὶς ἐν τῷ φωτὶ τοῦ Παραδείσου, ἀφυπνιζόμην ἐν τῇ σκοτίᾳ τῆς Κολάσεως. Ἕκαστον φίλημα ἐπὶ τῶν χειλέων τῆς παρθένου μοὶ παρίστατο τώρα ὡς φρικτὴ ἱεροσυλία. Καὶ μόνη ἡ ἀνάμνησις τῆς περιπτύξεως αὐτῆς μὲ ἀπετέφρωνεν, ὡς ἡ φλὸξ τὸ ἀπεξηραμένον φρύγανον! Ἦτον, ὡς ἐὰν ἐβεβήλωσα τ’ ἅγια, ἐμόλυνα τὰ ἱερά! Ἐγώ, ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος! Πῶς θὰ μ’ ἐμυσάττετο ἡ ἁγνὴ ἐκείνη κόρη, ἐὰν ἐγνώριζε μὲ τί ἄνθρωπον ἔχει νὰ κάμῃ! Καὶ ποῦ ἔμεινε λοιπὸν ἡ ἀνδρική μου ἀπόφασις νὰ μὴ ἀσεβήσω εἰς τὴν Κλάραν; Καὶ ποῦ ἔμεινεν ἡ ἠθική; Πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ! Πρέπει νὰ τῇ ἀποκαλύψω: ὁ Ἔρως, ὃν νομίζει πρωτογενῆ καὶ πρωτότυπον, εἶναι βε­βιασμένη ἀντιγραφή, εἶναι ἡ ἠχὼ μόνον τοῦ ἀληθινοῦ, ὅστις ἐσπαταλήθη ὅπου δὲν ἔπρεπε! Καὶ ἐκάθησα λοιπόν, καὶ ἔγραψα μίαν ἐπιστολήν, μίαν μακρὰν ἐπιστολήν. Καὶ τῇ τὰ εἶπον. Καὶ τῇ εἶπον τὸ διατί, καὶ τῇ ἔδωκα νὰ καταλάβῃ ὅτι ἄνθρωπος ὡς ἐγώ, οὐχὶ ἀγάπης ἦτον ἄξιος ἐκ μέρους τῆς, ἀλλὰ περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς. Ἀλλ’ ὅταν ἐσφράγισα τὴν ἐπιστολήν, ἐνθυμήθην ὅτι ἐλησμόνησα τὴν ψυχικὴν τῆς Κλάρας ἀγαθότητα, τὴν ἐπιείκειαν καὶ ἀνεξικακίαν τῆς ἀ­πείρου, τῆς παιδικῆς αὐτῆς καρδίας. Καὶ ἐσκέφθην ὅτι μεθ’ ὅσα καὶ ἂν κατηγόρησα τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἡ Κλάρα θὰ μὲ συγχωρήσῃ. Χάριν τοῦ πρὸς ἐμὲ ἔρωτός της θὰ μὲ συγχω­ρήσῃ. Καὶ ἂν μὲ συνεχώρει, ὤ, ἂν μὲ συνεχώρει! Α­νάθεμα τὴν στιγμὴν ποὺ μοῦ ἐπῆλθεν ἡ ἀπάνθρωπος ἰδέα! Ἐσυλλογίσθην ὅτι ἂν μὲ συνεχώρει, ἂν ἐξηκολούθει νὰ μὲ ἀγαπᾷ ἐν γνώσει τῆς ἠθικῆς ἐκείνης ταπεινώσεώς μου, θὰ ἐγίνετο μέτοχος αὐτῆς, θὰ ἐξηυτελίζετο καὶ αὐτὴ ἡ ἰδία. Καὶ τότε τὸ ἰδανικὸν ἐκεῖνο ὕψος, ἐφ’ οὗ μέχρι τοῦδε τόσον εὐλαβῶς προσητένιζον, τὸ ἀντικείμενον τῆς λατρείας μου, θὰ ἐξέλειπεν. Ὁ πρὸς αὐτὴν ἔρως μου θὰ ἐμειοῦτο! Καὶ ἐξέσχισα τὴν ἐπιστολήν! Καὶ τὴν ἔκαυσα!!»

Ὁ Πασχάλης ἔφριξε πρὸ τοῦ ἤχου τῆς ἰδίας αὐτοῦ φωνῆς. Ἡ δεξιὰ αὐτοῦ ἐτινάχθη σπασμωδικῶς πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ἐὰν ἐξετέλει τώρα τὴν σωτήριον ἐκείνην κίνησιν, ἣν παρέλειψε νὰ ἐκτελέσῃ, ὅταν ἐλάμβανε τὴν ἐπιστολὴν μὲ σκοπὸν νὰ τὴν καταστρέψῃ.

«Ἡ ἡμέρα ἤρχιζε νὰ χαράζῃ», ἐξηκολούθησεν ὁ Πασχάλης, μετ’ ἀγρίας πικρότητος ἔν τε τοῖς λόγοις καὶ τῇ ἐκφράσει τῆς φυσιογνωμίας αὐτοῦ. «Οἱ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκοιμῶντο ἔτι. Καὶ εἰς τὰς ὁδοὺς ἀκόμη ἐβασίλευεν ἄκρα ἡσυχία. Μόνον παρ’ ἐμοὶ ἐπεκράτει ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀναστάτωσις. Ταραχὴ καὶ ἀναστάτωσις ἐν τῇ ψυχῇ μου. Ἀναστάτωσις καὶ ταραχὴ ἐν τῷ δωματίῳ μου. Ὁ ἐν ἐμοὶ ἠθικὸς ἄνθρωπος μ’ ἐμίσησε, μὲ ἀπεστράφη, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ συζήση μετ’ ἐμοῦ, ἐζήτει τὸ διαζύγιόν του. Ἐγὼ ἤμην ἔνοχος, δὲν ἠδυνάμην νὰ τὸ ἀρνη­θῶ. Καί, ὡς ἐὰν προπαρεσκεύαζον τὰ τῆς ἀναχωρήσεως ἐκεί­νου, ἐσύναξα τὰ βιβλία μου, ἔδεσα τὰ πράγματά μου, ἐκάρφωσα τὰ κιβώτιά μου. Καὶ πρὶν ἢ προφθάσῃ νὰ ἑτοιμασθῇ τὸ πρόγευμά μου, ἐγὼ ἀνεχώρουν ἐκ Φράϊβουργ διὰ παντός.

»Τὰ διαθρυληθέντα σχέδια τοῦ Βίσμαρκ ὡς πρὸς τὴν Κλαουσθάλειον Ἀκαδημίαν, ἔκαμαν πολλοὺς φοιτητὰς τῆς μεταλλευ­τικῆς νὰ σπεύσουν ἐνταῦθα, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀρξαμένου ἤδη ἐξαμήνου. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐχρησίμευσεν ὅπως καλύψῃ τὴν ἀληθῆ αἰτίαν τῆς κατεσπευσμένης καὶ ἀπροσδοκήτου ἀναχω­ρήσεως, ἢ μᾶλλον ἀποδράσεώς μου, ἐκ Φράϊβουργ. Ἐνθυμεῖσαι ὅτι σοὶ ἔγραψα ἐντεῦθεν χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς, καὶ σοὶ εἶπον ὅτι ἡ ἐπικειμένη μετάθεσις τῆς Ἀκαδημίας προὐκάλεσε τὴν ἐπίσπευσιν τῆς ἀφίξεώς μου εἰς Κλάουσθαλ. Τοῦτο ἦτο κυρίως ὁ ἀσθενέστερος, ὁ καταχρηστικὸς λόγος. Ὁ καθ’ αὐτὸ καὶ κύριος λόγος, τὸν ἐννοεῖς τώρα, ἦτον ἡ ἄρσις τῆς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἠθικοῦ μου ἀνθρώπου διχονοίας, ἦτον ἡ ἀπόφασις νὰ σώσω τὴν Κλάραν... Ὤ, τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπανθρώπου σωτηρίας!...

»Ἀναχωρῶν ἐκ Φράϊβουργ, ἀνέθηκα εἰς ἕνα τῶν ἐπιστατῶν τοῦ Πανεπιστημίου ἐγγράφως νὰ τακτοποίησῃ καὶ νὰ μοὶ πέμψῃ τ’ ἀπολυτήρια ἐνδεικτικά μου εἰς Κλάουσθαλ. Ὅταν μετὰ δεκαπέντε ἡμέρας ἔλαβον ἐνταῦθα τὸν φάκελλον τοῦ Πανεπιστημίου, εὗρον ἐν αὐτῷ καὶ μίαν ἐπιστολὴν πρὸς ἐμὲ ἐπιγεγραμμένην, ἀλλ’ ἀνατεθειμένην εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Πανεπι­στημίου νὰ μοὶ τὴν διευθύνουν, ὡς ἀγνώστου οὔσης τῆς δια­μονῆς μου. Τὸ γράψιμον μοὶ ἦτον ὅλως δι’ ὅλου ἄγνωστον. Ἐν τούτοις, ὡσὰν νὰ τὸ προεῖδεν ἡ καρδία μου, τὸ γράμμα δὲν ἦτο ξένον! Προήρχετο παρὰ τῆς κυρίας Β., τῆς συγγενοῦς τῆς Κλάρας. Ἡ κυρία Β. μοὶ ἀνεμίμνησκεν τὴν δι’ αὐτῆς διοργανωθεῖσαν ἑσπερινὴν ἐκείνην συνάντησίν μου μετὰ τῆς Κλάρας˙ μοὶ ἐξέθετε τοὺς σπουδαίους λόγους, δι’ οὕς, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ καθηγητοῦ, εἶχε προβῆ εἰς τὸ ἀπονενοημένον ἐκεῖνο διάβημα. Κατηρᾶτο τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἔβλαψε τὴν κόρην, ἀντὶ νὰ τὴν ὠφελήσῃ, καὶ μ’ ἐξώρκιζεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν συνείδησίν μου , νὰ καύσω τὴν ἐπιστολήν της, ἀλλὰ νὰ σπεύσω νὰ παρηγορήσω τὴν Κλάραν, ἐὰν δὲν θέλω νὰ γίνω ὁ φονεὺς τῆς ἀθωοτέρας ὑπάρξεως τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιστολὴ ἦτο γεγραμμένη ἐν βίᾳ καὶ μὲ τρόπον ἐμφαίνοντα μεγίστην ψυχικὴν ταραχὴν τῆς γραφούσης. Ἦτο χρονολογημένη πρὸ δέκα ἡμερῶν! Αἱ ἐν Φράϊβουργ ἀρχαὶ τοῦ Πανεπιστημίου, διὰ νὰ ἀποφύγουν διπλοῦς κόπους, ὡς φαίνεται, ἀνέβαλον τὴν ἀποστολήν της, μέχρις ὅτου ἡτοιμάσθησαν τὰ ἐνδεικτικά μου. Ἀπήντησα αὐτοστιγμεὶ καὶ ἀπ’ εὐθείας εἰς τὴν Κλάραν. Τῇ ἐζήτησα μετὰ δακρύων συγγνώμην διὰ τὴν ἄνανδρον ἀπόδρασίν μου˙ τὴν ἐξικέτευσα νὰ μοὶ γράψῃ. Τῇ ὑπεσχέθην νὰ ἐπιστρέψω. Ἀλλ’ ἦτο πολὺ ἀργὰ πλέον. Εἶχεν ἀποθάνει!!! Μετὰ δύο τρεῖς ἡμέρας ἔλαβον αὐτὸ τὸ γράμμα... Εἶναι τοῦ πατρός της». Καὶ πνιγόμενος ὑπὸ τῶν δακρύων του ἀπεκλείδωσε τὸ συρτάριον μικρὰς παρακειμένης τραπέζης, καὶ λαβὼν τὴν ἐπιστολὴν ἤρξατο νὰ τὴν ἀναγινώσκῃ μετὰ φωνῆς τρεμούσης καὶ συγκεκομμένης:




«Ἀγαπητέ μοι Πασχάλη!

»Ἐκτελῶ θλιβερὸν καθῆκον, γράφων ὑμῖν ἐγώ, ὅπως σᾶς ἀναγγείλω τὴν εἰς χεῖράς μου ἄφιξιν τῆς ἐπιστολῆς, ἣν τόσον φιλόφρων ἐγράψατε πρὸς τὴν πτωχήν μου Κλάραν. Ἀνέλπιστον κακὸν ἠθέλησε νὰ ἀπορφανώση ἐμὲ τοῦ μόνου στηρί­γματος τῶν ἀσθενῶν γηρατείων, κ’ ἐστέρησεν ὑμᾶς μιᾶς φίλης, ἥτις, εἶμαι βέβαιος, θὰ ἐθεώρει εὐτυχίαν της ν’ ἀποκριθῇ εἰς τὸ γράμμα σας. Σᾶς παρακαλῶ ἑνώσατε μετὰ τῶν ἐμῶν τὰς ὑμε­τέρας πρὸς τὸν Ὕψιστον προσευχάς, ὑπέρ...»




Σφοδροὶ ὀλολυγμοὶ ἀπέπνιξαν τὴν φωνήν του˙ μεγάλα δα­κρυα κατεπλημμύρησαν τοὺς ὀφθαλμούς. Συνεκάλυψε τὸ πρό­σωπον διὰ τῶν χειρῶν, κλαίων πικρῶς καὶ ὀδυρόμενος.

«Καὶ εἶμ’ ἐγὼ ὁ ἀσυνείδητος», ἀνωλόλυζεν ἐν τῷ μέσῳ τῶν κλαυθμῶν του, «ἐγὼ ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἀπορφανώσας τὸν δυστυχῆ πατέρα, ὁ στερήσας αὐτὸν τοῦ μόνου στηρίγματος τῶν ἀσθενῶν γηρατείων του! Εἶμ’ ἐγὼ ὁ ἐναγής, ὁ μαράνας διὰ τοῦ δηλητηρίου τῆς καρδίας αὐτοῦ τὸν τρυφερὸν τῆς ἁγνότητος κρῖνον! Εἶμ’ ἐγὼ ὁ βέβηλος, ὁ σβύσας διὰ τῆς νοσηρᾶς αὐτοῦ πνοῆς τὴν ἱερὰν λυχνίαν τῆς Ἑστιάδος, τοῦ θείου ἔρωτος! Ἐγὼ εἶμαι ὁ αἴτιος, ἐγὼ ὁ αὐτουργὸς τοῦ θανάτου τῆς Κλάρας! Ὤ, Θεέ μου, Θεέ μου! Πῶς ὑπέφερες, πῶς ἠνέχθης ν’ ἀποθάνῃ ἐκείνη καὶ νὰ ζῶ ἐγώ, ὁ ἄθλιος καὶ ἐλεεινός, ὁ ἐξώλης καὶ προώλης! Νὰ καταστραφῇ ἡ ζωὴ τῆς ζωῆς, καὶ νὰ ζῶ ἐγὼ τοῦ ὁποίου χίλια ἔτη δὲν θὰ ἦσαν ἄξια μιᾶς στιγμῆς τῆς ζωῆς τῆς Κλάρας!» καὶ κλαίων καὶ ὀδυρόμενος μετ’ ἐξάλλου παραφορᾶς, ὁ τα­λαίπωρος, ἐκτύπα τὸ στῆθος καὶ ἀπέσπα τὴν κόμην του!

Ἡ καταστροφὴ ἦτο τῷ ὄντι φοβερά. Ἡ ἀπελπισία δικαία. Πᾶσα παρηγορία θ’ ἀπέβαινεν ἄσκοπος καὶ ματαία. Ἄλλως τε δὲν εἶχε καὶ τὴν ἀπαιτουμένην ἡσυχίαν πνεύματος. Ἡ ἱστορία συνεκίνησε βαθέως τὴν καρδίαν μου, ἡ δὲ κατάστασις τοῦ Πασχάλη θὰ ἐκίνει καὶ τοὺς λίθους αὐτοὺς εἰς δάκρυα. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐξηκολούθησ’ ἐλέγχων αὐτὸς ἑαυτὸν μετ’ ἀπελπιστικῆς πικρίας, ἐπικαλούμενος διὰ τρυφερωτάτων ἐπι­θέτων τὴν νεκρὰν αὐτοῦ φίλην, ἐξαιτούμενος συγγνώμην δι’ ἐκφράσεων τόσον συγκινητικῶν, μετὰ καρδίας τόσον συντετριμμένης, ὥστε θὰ ἐκίνει εἰς οἶκτον καὶ τὸν μᾶλλον ἀνηλεῆ καὶ ἀμείλικτον κριτήν, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ δικασθῇ τοῦτ’ αὐτὸ ἐπὶ πραγματικῷ φόνῳ.

Μετά τινας ματαίας προσπαθείας, ὅπως τὸν καθησυχάσω, δὲν ἠξεύρω πῶς περιῆλθεν ἡ χείρ μου ἐπὶ τῆς ἐπιστολῆς, ἣν εἶχεν ἀφήσει νὰ πέσῃ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου. Τὴν ἔλαβον καὶ τὴν ἀνέγνωσα κατ’ ἐμαυτόν. Τὴν ἀνέγνωσα ἅπαξ, τὴν ἀνέγνωσα δίς, καὶ ὅσον τὴν ἀνεγίνωσκον, τόσον ἰσχυροτέρα ἐγίνετο μία ἀμυδρὰ κατ’ ἀρχὰς ὑπόνοια, μία κρυφὴ τῆς καρδίας μου ἐλπίς. Ἴσως δὲν ἀπωλέσθη ἀκόμη τὸ πᾶν, ἴσως δὲν ἀπωλέσθη τί­ποτε! Ἐὰν ἐννοῶ καλῶς τὴν ἐπιστολὴν ταύτην, ἀπολύτως τίποτε!

«Πασχάλη, ἀδελφὲ Πασχάλη», εἶπον μετ’ ἐπανειλημμένης ἐπιμονῆς, «ἀπήντησες εἰς αὐτὸ τὸ γράμμα; Ἠρώτησας ἀπό τί ἀπέθανεν ἡ Κλάρα; Μετέβης εἰς Φράϊβουργ;»

«Πῶς νὰ μεταβῶ ἢ νὰ γράψω», εἶπεν ἐκεῖνος μετὰ πολύ, «χωρὶς νὰ προξενήσω μίαν νέαν καταστροφήν! Πῶς νὰ παρου­σιασθῶ, ἢ νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν δυστυχῆ ἐκεῖνον γέροντα, χωρὶς νὰ τῷ εἴπω τὴν ἀλήθειαν; Καὶ πῶς νὰ τῷ εἴπω τὴν ἀλήθειαν ἐφ’ ὅσον ἡ πληγή του εἶναι τόσον πρόσφατος; Νὰ τῷ εἰπῶ ὅτι φονεὺς τοῦ τέκνου του εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐκλογῆς του, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐμπιστοσύνης του; Αὐτὸ θὰ τὸν ἐφόνευε, χωρὶς ἄλλο θὰ τὸν ἐφόνευεν!»

Ἡ ἐλπίς μου ἐκείνη ἐκρατύνθη τώρα μέχρι βεβαιότητος. Ὁ Πασχάλης κατεστρατηγήθη! Κατεστρατηγήθη ὑπὸ τοῦ διλημματικοῦ τῆς ἐπιστολῆς ὕφους! Καθήσας ὅλως δι’ ὅλου παρ’ αὐτῷ καὶ πλησιάσας τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς ὀφθαλμούς του, «Πασχάλη», τῷ εἶπον ἐπιτιμητικῶς, «μὴν κάμνῃς ὡσὰν παιδί. Ἀνάγνωσε τὴν ἐπιστολὴν ἀκόμη μίαν φοράν. Αὐτὴ δὲν λέγει τίποτε περὶ θανάτου τῆς Κλάρας».

«Πῶς δὲν λέγει», ἀνέκραξεν ἐκεῖνος, ἀντιληφθεὶς τοῦ ἑτέρου ἄκρου τῆς ἐπιστολῆς, καὶ θεὶς τὸν λιχανὸν ἐπὶ τῆς τελευταίας γραμμῆς. «Πῶς δὲν λέγει! Δὲν βλέπεις; ‘‘Ἑνώσατε μετὰ τῶν ἐμῶν, τὰς ὑμετέρας πρὸς τὸν Ὕψιστον προσευχὰς ὑπὲρ αὐτῆς! ’’»

«Πρὸς τὸν Θεὸν συμπροσευχόμεθα», εἶπον ἐγὼ ἀπαθῶς καὶ σπουδαίως, «ὄχι μόνον ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τῶν ζώντων. Οἱ κλαυθμοί σου μ’ ἐμπόδισαν πρὸ μικροῦ ν’ ἀκούσω τὸ τέλος τοῦ γράμματος. Ἐὰν δὲν τὸ ἀνεγίνωσκον μόνος, θὰ εὑρισκόμην εἰς τὴν αὐτὴν μετὰ σοῦ ἀπάτην. Καὶ σύ, ὁσάκις τὸ ἀναγινώσκεις, εἶμαι βέβαιος, παραφέρεσαι ὑπὸ τῆς θλίψεώς σου, τόσον ὥστε δὲν σκέπτεσαι δι’ ὅλου τὸ περίτεχνον καὶ διλημματικὸν τῶν τε λέξεων καὶ τῶν φράσεων τοῦ γέροντος καθηγητοῦ. Διότι ἀληθῶς περίτεχνον καὶ διλημματικὸν εἶναι τὸ γράμμα καὶ ὄχι μόνον περὶ θανάτου δὲν λέγει τίποτε, ἀλλ’ οὐδὲ περὶ ἀρρωστίας. Διὰ τὸ πρῶτον εἶναι πολὺ ἀσθενές˙ διὰ τὸ δεύτερον πολὺ μεγαλοποιημένον. Τοιοῦτόν τι δὲν περιμένει κανεὶς ἀπὸ ἕνα καθηγητήν, ὅσον σχολαστικὸς καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι εἶναι. Διότι ἰδέ. Κακὸν δὲν θὰ εἰπῇ πάντοτε Θάνατος. Ὁ Θάνατος δὲν εἶναι μάλιστα ποτὲ ἀνέλπιστον κακόν. Ἔπειτα τοῦτο ἢ ἐκεῖνο ‘‘ἠθέλησε νὰ μ’ ἀπορφανώσῃ’’, γερμανιστὶ λεγόμενον, δὲν σημαίνει πάντοτε ὅτι καὶ μὲ ἀπωρφάνωσε τῷ ὄντι. Πολλὰς φορὰς σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ἐδοκίμασεν, ἀλλὰ προελήφθη, ὅπως καὶ εἰς τὴν γλῶσσάν μας. Ἔπειτα, προκειμένου περὶ θανόντος, δὲν λέγομεν προσεύχεσθε ὑπὲρ αὐτοῦ τόσον, ὅσον λέγομεν προσεύχεσθε ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ. Διατί λοιπὸν νὰ ἀποδώσωμεν τὴν χειροτέραν μόνον σημασίαν εἰς τὰς λέξεις τοῦ καθηγητοῦ; Διατί νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ὁμιλεῖ περὶ θανάτου, ἢ ἔστω περὶ ἀσθενείας τῆς Κλάρας;»

Ὁ Πασχάλης ἥρπασε τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τῆς χειρός μου.

«Ὄχι! Ὄχι!» ἐξηκολούθησα ἐγὼ μετὰ ζήλου. «Σκοπός του δὲν ἦτο νὰ σὲ εἰπῇ οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὸ ἄλλο. Σκοπός του ἦτον νὰ σὲ εἰπῇ τρίτον τι. Καὶ νὰ σοὶ τὸ εἴπῃ τόσον δισήμως, τόσον διλημματικῶς, ὥστε νὰ παύσῃς τὰς μετὰ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ σχέσεις ἐνωρίτερον, παρ’ ὅτι θὰ ἔκαμνεν, ἐὰν ἤθελε σοὶ τὸ ἀπαιτήσῃ ἁπλῶς καὶ εἰλικρινῶς. Καὶ τὸν σκοπὸν τοῦτον τὸν ἐπέτυχε πληρέστατα καὶ στρατηγικώτατα».

Ὁ Πασχάλης κρατῶν τὴν ἐπιστολὴν πρὸ τοῦ φωτὸς τῆς λυχνίας διὰ τῶν σπασμωδικῶς τρεμουσῶν χειρῶν του, περιῆγεν ἐπ’ αὐτῆς τὸ βλέμμα τῶν ἐκπεπληγμένων ὀφθαλμῶν τό­σον ὀξύ, τόσον ἐταστικόν, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο ν’ ἀνακάλυψῃ τὰ λεγόμενά μου ὑποκάτωθεν τῶν ψηφίων τοῦ καθηγητοῦ, ἢ ἐν αὐτῇ τῇ ὑφῇ τοῦ χάρτου κεκρυμμένα.

«Ἀλλὰ ποῦ εἶναι λοιπὸν αὐτό;» ἀνέκραξεν ἐπὶ τέλους ἀνυ­πομονῶν. «Ποῦ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγεις;» καὶ χωρὶς νὰ σήκωσῃ τοὺς ὀφθαλμούς, περιέφερε τὸν δάκτυλον ἐπὶ τῶν γραμμῶν, ὡς ἀναγινῶσκον παιδίον.

«Δὲν τὸ ηὗρες ἀκόμη;» εἶπον ἐγὼ ἐγερθείς. «Φέρ’ ἐδῶ τὴν ἐπιστολήν». Καὶ ἀποσπάσας τὴν ἐπιστολὴν διὰ βίας ἀπὸ τῶν χειρῶν του:

«Ἄκουσε», τῷ εἶπον, «‘‘Ἐκτελῶ θλιβερὸν καθῆκον, γράφων ὑμῖν ἐγώ, ὅπως σᾶς ἀναγγείλω τὴν εἰς χεῖράς μου ἄφιξιν τῆς ἐπιστο­λῆς... σας... πρὸς τὴν... Κλάραν!’’. Τουτέστιν: ‘‘Σᾶς ἀναγγέλω μετὰ θλίψεως, (καὶ ἀδιάφορον ἂν καὶ πρὸς θλῖψιν σας) ὅτι τὰς ἐπιστολάς σας τὰς ἀναγιγνώσκω ἐγώ. Διότι τὰ πατρικά μου καθήκοντα μοὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἀπα­γορεύσω τὴν ἄφιξιν αὐτῶν μέχρι τῶν χειρῶν τῆς θυγατρός μου, ἥτις ἐφάνη τόσον πτωχὴ τῷ πνεύματι, ὥστε νὰ ξεμυα­λισθῇ ἀπὸ ἕνα ἁπλοῦν φοιτητάκον’’».

Ὁ Πασχάλης ἐτινάχθη, ὡς ἄνθρωπος ἐξαφνισθεὶς ἐν τῷ ὀνείρῳ του, ὑπὸ σφοδροῦ τινος κρότου.

«Ἄκουσε, παρακάτω», εἶπον ἐγὼ ἀδιαφόρως. «‘‘Ἀνέλπιστον κακὸν ἠθέλησε ν’ ἀπορφανώσῃ ἐμὲ’’ κτλ. καὶ ‘‘ἐστέρησεν ὑμᾶς’’ κτλ. ‘‘εἰς τὸ γράμμα σας’’ κτλ. μέχρι τέλους. Θέλει νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ ἄριστος μαθητής μου Πασχάλης, φωραθεὶς ἀπελπίστως κακός, ἐδοκίμασεν (ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε) νὰ μὲ στερήσῃ τὸ τέκνον μου, μεταφέρων αὐτό, ἔστω καὶ ὡς σύζυγόν του, εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ κόσμου, ἐνῷ γνωρίζει ὅτι ἐγὼ ἄλλο στήριγμα τῶν ἀσθενῶν μου γηρατείων δὲν ἔχω. Διὰ τούτου ὅμως ὁ ἐραστής, ὁ κακὸς Πα­σχάλης, ἐστέρησεν ἑαυτὸν τοῦ δικαιώματος νὰ εἶναι φίλος κἂν τῆς Κλάρας, διὰ τὴν ὁποίαν, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, ἀπαντήσεις εἰς ἐπιστολάς του, (ἐὰν ἐξηκολούθει νὰ εἶναι καλὸς) θὰ ἦσαν εὐτύχημα, κατὰ τὰς θλιβερὰς ὥρας τῆς ὀρφανείας τῆς˙ θὰ ἦσαν παρηγορία, μόνη ἐναπολειφθεῖσα δι’ αὐτὴν ἐπὶ τῆς γῆς. Τώρα ποὺ στερεῖται τῆς παρηγορίας σας, εὔχεσθε κἂν μετ’ ἐμοῦ νὰ τὴν παρηγορήσῃ ὁ Ὕψιστος».

Ἡ ἑρμηνεία αὕτη τῆς ἐπιστολῆς τοῦ κυρίου Μ. ἐνεποίησεν ἐπὶ τοῦ Πασχάλη, ἀμέσως ἐξ ἀρχῆς, ἐκπληκτικὴν ἐντύπωσιν. Ἡ ταραχή του, ὅταν ἐννόησε ποῦ ἔτεινον αἱ ὑπόνοιαί μου, ἦτον ἀληθῶς μεγάλη. Διὰ τῆς τρεμούσης χειρός του ἀντείχετο νευρικῶς τοῦ ἑτέρου ἄκρου τῆς ἐπιστολῆς, καὶ μὲ ἀνησύχους ὀφθαλμοὺς παρετήρει ἐναλλὰξ τὰ γράμματα καὶ τὸ προ­σωπόν μου. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἀπέσυρεν ἀνεπαισθήτως τὴν χεῖρά του, ἀπέστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς, ἀπεσύρθη. Καὶ ὅταν ἐτελείωσα τὴν ἐξήγησιν, ἐξεπλάγην, εὑρὼν αὐτὸν ἀνακείμενον ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἀδιάφορον καὶ μηδαμῶς προσέχοντα εἰς τοὺς λόγους μου. Τοῦτο δὲν ἦτο τὸ παρ’ ἐμοῦ προσδοκηθὲν ἀποτέλεσμα. Ἐν τούτοις μετὰ προσπεποιημένου πλέον ζήλου ἐξηκολούθησα ὑποστηρίζων τὴν ἑρμηνείαν μου. Ἡ σιωπὴ τῆς κυρίας Β. μετὰ τὴν μόνην της ἐπιστολήν, ἡ προ­τροπή της πρὸς τὸν Πασχάλην νὰ καύσῃ τὴν ἐπιστολὴν ἐκείνην μοὶ παρεῖχε δυνατὸν ἐπιχείρημα. Χωρὶς ἄλλο, ἔλεγον, ἡ γυνὴ αὕτη δὲν εὑρίσκεται πλέον παρὰ τῇ Κλάρα, δὲν δια­τελεῖ ζῶσα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ καθηγητοῦ. Ἡ σύμπραξις, ἡ πα­ρουσία τῆς κατὰ τὴν ἑσπερινὴν ἐκείνην συνέντευξιν, ἀνακαλυφθεῖσα, τὶς οἶδέ πως, εἰς τὸν αὐστηρὸν πατέρα, προεκάλεσε τὴν ἀποβολήν της. Ἄλλως θὰ ἔγραφε, θὰ ἔγραφεν ἔστω καὶ ὅπως ἀναγγείλῃ τὸν θάνατον τῆς Κλάρας. Καὶ τελευτῶν, «Βλέπεις», εἶπον, «Πασχάλη, τί κακὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ προκατάληψις; Σ’ ἐκράτησε τόσον καιρὸν ἀπατημένον. Σ’ ἐβασάνισε διὰ τίποτε. Σὲ κατεδίκασεν εἰς σιωπὴν καὶ ἀδράνειαν βε­βαίως πρὸς μεγάλην θλῖψιν τῆς Κλάρας».

Ὁ Πασχάλης ὕψωσεν ἡσύχως τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ παρετήρησε μετ’ οἴκτου ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, καὶ διαστείλας τὰ χείλη μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας:

«Ἔγινες δά», εἶπε, «δεινὸς φιλόλογος! Εἰς τόσον μικρὸν διάστημα! Δεινὸς ἑρμηνευτής! Βλέπεις, αὐτὸ τὸ ἔχει ἡ Γοττίγγη. Σὲ συγχαίρω! Ἐν τούτοις ἐπιφύλαξε τὴν σοφίαν σου. Θὰ σὲ χρειασθῇ νὰ παρεξηγῇς — ἤθελον νὰ εἴπω ἐξηγῇς — τοὺς κλασ­σικοὺς εἰς τὰ παιδάρια». Ἀλλὰ μετὰ μικρὸν κρεμάσας πάλιν τὴν κεφαλὴν μετ’ ἀπελπισίας: «Ἂχ φίλε μου! Φίλε μου!» εἶπεν. «Προ­σπαθεῖς νὰ παρηγόρησῃς μίαν ἀγρίαν, ἀπαρηγόρητον θλῖψιν˙ τὸ ξεύρω. Ὁ πρὸς ἐμὲ οἶκτός σου σὲ κάμνει νὰ καταφύγῃς εἰς ὅλα τὰ πιθανὰ ἐπιχειρήματα. Ἐὰν ἐγνώριζες τὸν πα­τέρα τῆς Κλάρας, ὅπως ἐγώ, ἐὰν εἶχες ἀναγνώσει τὴν ἐπιστολὴν τῆς Β., ἐὰν ἤξευρες πρὸ πάντων τὴν συγκοινωνίαν τῆς ψυχῆς μου... Ἐὰν τὴν ἤξευρες ταύτην, εἶμαι βέβαιος, δὲν θ’ ἀμφέβαλλες».

«Συγκοινωνίαν μετὰ τινός;» εἶπον ἐγώ, παραξενευθεὶς ἐκ τοῦ τρόπου του.

«Μετὰ τῆς Κλάρας», ἀπήντησεν ἐκεῖνος μυστηριωδῶς, «μετὰ τῆς ψυχῆς τῆς Κλάρας! Σοὶ εἶπον πῶς μοῦ συνέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τῆς συναντήσεώς μας. Πῶς μ’ ἐκυρίευσεν ἕνας ἄγριος, ἀκράτητος πόθος νὰ τὴν ἰδῶ, καὶ πῶς εὑρέθη αἴφνης ἐνώπιόν μου, εἰς ἕνα τόπον, ὅπου ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἐπερίμενα. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης μοῦ συνέβη τόσες φορὲς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Δὲν σὲ λέγω πὼς λησμονῶ ποτὲ τὴν Κλάραν, ἀλλ’ ὅταν ὁ καιρὸς χαλάσῃ καὶ ὑγρανθῇ ὁ ἀήρ, καὶ σκοτεινιάσ’ ἡ ἀτμοσφαῖρα, καὶ μὲ καταλάβ’ ἡ μελαγχολία μου, τότε δὲν εἰμπορῶ νὰ σκεφθῶ τίποτε, τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν Κλάραν. Ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅλην τὴν νύκτα, τίποτε. Καὶ κα­θὼς ἀναπολῶ εἰς τὴν μνήμην μου ὅλα τὰ περιστατικὰ τοῦ ἔρωτός μας, ἔξαφνα μὲ κυριεύει ὁ πόθος ἐκεῖνος νὰ τὴν ἰδῶ, ὅπως ἦτο κατὰ τὸ ἕν, ἢ κατὰ τὸ ἄλλο, καὶ — δὲν θὰ τὸ πιστεύσῃς — ὅπως τὴν φαντασθῶ ἔτσι μοὶ παρουσιάζεται! Ἐψές, εἶδες τί φοβερὴ νύκτα, τί ἀγριότης ἀνέμων, τί ἀναστάτωσις στοιχείων! Αὐταὶ εἶναι αἱ χειρότεραί μου νύκτες. Οἱ μυκηθμοὶ τῶν ἀνέμων, οἱ γογγυσμοὶ τῶν δένδρων, οἱ τριγμοὶ τῶν παραθύρων ἐκπτοοῦσι τὴν καρδίαν μου, ἐξορίζουν τὸν ὕπνον μου, ἐκσοβοῦν τὴν ψυχήν μου, ὡς ἔλαφον πανταχόθεν κυνηγουμένην˙ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν ἐπανέρχονται τὰ γεγονότα τῆς θλιβερᾶς ταύτης ἱστορίας εἰς τὴν μνήμην μου, ἡ ψυχή μου ἐλαύνεται πρὸς αὐτά, ἐλαύνεται ἀφειδῶς καὶ ἀμειλίκτως, ἐλαύνεται ὡς ὑφ’ ὑλακτούντων κυνῶν, πλαταγουσῶν μαστίγων, ἕως οὗ διαδράμῃ πάντα, ἅπαξ καὶ δὶς καὶ τρίς, οὐχὶ κατὰ σειράν, ἀλλ’ ἀτάκτως, ὅπως ἐκσοβηθῇ καὶ πρὸς ὅπου ἐκσοβηθῇ, ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς καθ’ ἣν ἐξηυτελίσθην ἐνώπιον τοῦ προστύχου ἐκείνου γυναίου, μέχρι τῆς τελευταίας, καθ’ ἣν ἐφόνευσα τὸν ἄγγελον τῆς ἀγά­πης! Ἔτσι καὶ ἐψὲς τὴν νύκτα. Ἔφθασα μέχρι τοῦ σημείου τούτου, κεκοπιακὼς κ’ ἐξηντλημένος, μὲ τὴν φοβεράν, τὴν ἀμείλικτον συναίσθησιν, ὅτι εἶμαι ὁ πλέον ἐναγής, ὁ πλέον ἀλιτήριος τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ, ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἄσπιλος μορφὴ τῆς Κλάρας, ὡς ἀστὴρ ἀνατέλ­λων! Πόσον συμπαθής! Πόσον ἀνεξίκακος! Πόσον οἰκτείρμων! Εἰμπορεῖ νὰ μὴ μ’ ἐσυγχώρησε; Ποτέ! Βεβαίως δὲν μοῦ μνησικακεῖ. Βεβαίως δέεται ὑπὲρ ἐμοῦ, δέεται ὅπως ἐξιλεώσῃ τὸν κριτήν μου, τὸν Πλάστην μου! Ἐκεῖ μ’ ἐκυρίευσεν αἴφνης ὁ φλογερὸς ἐκεῖνος πόθος νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ τὴν ἰδῶ μὲ τὰ μάτια μου ὅτι τὸ κάμνει». Καί, σεισθεὶς ὑπὸ ἰσχυρᾶς φρικιάσεως: «Ὅπως τὴν ἐπόθησα», εἶπε, μετὰ τρεμούσης, ὑποκώφου φωνῆς, «ὅπως τὴν ἐπόθησα, ἔτσι μ’ ἐφάνη, ἔτσι παρουσιάσθη ἐνώπιόν μου: ἐντὸς τοῦ κυανοῦ οὐρανοῦ˙ ὑπὸ τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ Παρα­δείσου, μὲ τὴν λευκὴν τῶν ἀγγέλων στολήν, μὲ τὴν ξανθήν της κόμην χυμένην ἐπὶ τῶν νώτων, μὲ τὴν χρυσῆν τῆς χάρπαν πρὸ τῶν μικρῶν χειρῶν της. Τί φρικιᾷς τοιουτοτρόπως; Σοῦ δίδω μόνον μίαν ἀμυδρὰν ἰδέαν! Διότι τοὺς γαλανούς της ὀφθαλμούς, τὸ κατανυκτικόν της βλέμμα πῶς νὰ σοῦ τὸ περι­γράψω; Ἔπειτα τοὺς ἤχους τῆς χάρπας, τὴν μουσικὴν τῆς φωνῆς της. Τί ταράττεσαι; Τί τρέμεις τοιουτοτρόπως; Ὤ! Ἐὰν ἠξιώνεσο νὰ τὴν ἰδῇς, ὡς ἐγώ, ἐὰν τὴν ἔβλεπες μίαν φορὰν τί θὰ ἔκαμνες, ἀφοῦ σὲ τὸ λέγω μόνον καὶ συγκινεῖσαι τόσον;»

Ἡ περιγραφὴ αὕτη ἔσεισεν ἐκ θεμελίων τὴν καρδίαν μου. Ἀνὰ πᾶσαν του λέξιν, παγερὰ φρικίασις διέτρεχε τὰ νεῦρά μου. Τὴν ὀπτασίαν τοῦ δυστυχοῦς τὴν εἶδον ἐγὼ πρό τινων ἐβομάδων μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς μου! Τὴν εἶδον ἐν τῷ κυανῷ, ἐν τῷ στρογγύλῳ θαλάμῳ τοῦ φρενοκομείου τῆς Γοττίγγης! Τώρα μοῦ διηνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί. Ἡ παράφρων ἦτο θῦμα ἐρωτικῆς ἀπελπισίας, μοὶ εἶπον. Ἦτον ἐκ τοῦ Δουκά­του τῆς Βάδης! Νομίζω μάλιστα ὅτι ἤκουσα καὶ τὸ ὄνομα Μ., σιγηλῇ τῇ φωνῇ καὶ μετ’ οἴκτου προφερθὲν ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ μου. Ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς τῆς Κλάρας. Τί ἀπίστευτος σύμπτωσις! Τί ἀνέλπιστος συγκυρία! Καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ δυστυχοῦς πατρός, κ’ ἐκείνη ἐννοεῖται τώρα καλλίτερα. Ἡ κόρη του δὲν ἦτο νεκρά, ἀλλ’ ἦτο πολὺ πλέον ἢ ἀσθενῆς! Καὶ διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔγραφεν ὁ γέρων τόσον περικεκαλυμμένως, δηλοποιῶν δυστύχημα, ἧττον μὲν θανάτου, ἀλλὰ πολὺ φοβερόν, ἢ ὥστε νὰ ὀνομασθῇ, πολὺ ἀπελπιστικώτερον, ἢ ὥστε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀσθένεια.

Κ’ ἐνῷ προσεπάθουν νὰ ἀποκρύψω τὴν καθ’ αὐτὸ αἰτίαν τῆς ταραχῆς μου, ἀφίνων τὸν Πασχάλην εἰς μίαν πλάνην, ἥτις ἀναμφιβόλως τῷ ἦτο σωτηριωδεστέρα τῆς ἀληθείας, ἐθαύμαζον κατ’ ἰδίαν πῶς ἠμπόρεσε νὰ μὲ διαλάθῃ μέχρι τοῦδε ὁ σύνδεσμος, ὁ συνέχων τὴν ἐν τῷ φρενοκομείῳ τῆς Γοττίγγης δυστυχίαν μὲ τὴν οὖσαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου! Ἀλλ’ οὕτω συμβαίνει συνήθως, ὁσάκις ζητοῦμεν ν’ ἀποκαλύψωμεν ὡς ἀλήθειαν, οὐχὶ τὸ τί ἐστιν, ἀλλὰ τὸ ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν.

(συνεχίζεται...)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ


Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας (Μέρος Β')


Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας  (Μέρος Β')

«Ἡτοιμάσθην ν’ ἀναχωρήσω σήμερον, κύριε καθηγητά. Ποῦ μὲ συμβουλεύετε νὰ πάγω;» ἠρώτησα τὸν ἰατρόν, ὕστε­ρον ἀφοῦ κατέγραψεν εἰς τὸ σημειωματάριόν του τὸ εὐχάριστον συμπέρασμα τῆς στηθοσκοπήσεώς μου.

«Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἐπὶ τοῦ Hartz! Δὲν μεταβάλλω γνώμην. ‘‘ Ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’», εἶπεν ὁ γέρων, καὶ τὸ εἶπεν, ὡς ἐὰν συνδιεσκέπτετο ἐν πνεύματι μετά τινος Ὁμηρικοῦ Ἀσκληπιάδου. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς ἐμέ: «Τὰ ὄρη τοῦ Χάρτς δὲν ἀπέ­χουν πολὺ ἀπ’ ἐδῶ, καὶ αὐτὸς εἶναι», εἶπε, «κυρίως ὁ λόγος τοῦ καλοῦ κλίματος καὶ τῶν ὡραίων περιχώρων, ἀλλὰ συγχρό­νως καὶ τῶν δριμυτάτων ἐνίοτε καὶ βλαβερῶν εἰς τοὺς ξένους χειμώνων μας. Διὰ τοῦτο λέγω ‘‘ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’».

«Ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦν σου, νεανία μου!» ἐπρόσθεσεν ἔπειτα, σείσας τὸν λιχανόν. «Μὲ τὸν νοῦν σου! Σ’ ἐπιτρέπω ν’ ἀναβῇς ὅσον ὑψηλὰ δύνασαι εἰς τὸν αἰγλήεντα Παρνασσόν, ὄχι ὅμως καὶ εἰς τὰς νεφελοσκεπεῖς κορυφὰς τοῦ ἡμετέρου Χάρτς. Ἐπ’ αὐτῶν ἰοστεφεῖς Μούσας καὶ ἀκτινοβόλον Ἀπόλλωνα δὲν θὰ εὕρῃς. Ἀλλὰ Στρίγγλας μόνον καὶ Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα τὰ μεσαιωνικὰ δαιμόνια, τὰ ἐμπνεύσαντα εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν κλασσικόν, τὸν ὁμηρικώτατον ἡμῶν Goethe, τὸ ψυχρὸν καὶ σκοτεινὸν ἐκεῖνο μέρος τοῦ Faust, τὸ ὁποῖον κάλλιον νὰ μὴ τὸ ἔγραφεν!»


Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας (Μέρος Α')



Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας  (Μέρος Α')

Ἐσπούδαζον κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἐν Γοττίγγῃ, μικρᾷ τοῦ Ἀννοβέρου πόλει, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἀφανὴς καὶ ἀσήμαντος ὑπὸ πᾶσαν ἄλλην ἔποψιν, τόσον περιφανὴς καὶ ἔνδοξος εἶναι διὰ τὴν Αὐγουσταίαν αὐτῆς Ἀκαδημίαν. Διότι εἰς τὸ πνευματικὸν στερέωμα ταύτης ἀνέτειλαν ἄλλοτε καὶ σελαγίζουσιν ἔτι καὶ σήμερον, οἱ τηλαυγέστεροι ἀστέρες τῆς γερμανικῆς ἐπιστήμης.

Τὸν πρῶτον ἐν Γερμανίᾳ χειμῶνά μου τὸν εἶχον διέλθει ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος, καὶ ὅμως πάντοτε ῥιγῶν καὶ χουχουλίζων. Καὶ παρακαλῶ τὸν Ἀθηναῖον ἀναγνώστην μου νὰ μὴ μὲ περιγελάσῃ διὰ τὴν ἐξομολόγησιν. Ἂς ἐπιφυλάξῃ τὸ ἀττικὸν ἅλας ὅπως ἁλατίσῃ τὰς εὐφυολογίας του, ὅταν δοθῇ καὶ εἰς αὐτὸν ἡ εὐχάριστος εὐκαιρία νὰ ζήσῃ, ἔστω καὶ ἐπί τινας ἑβδομάδας, ἐν θερμοκρασία 32°, λέγω τριάκοντα δύο βαθμῶν Ῥεωμύρου, οὐχὶ ὑπέρ, παρακαλῶ, ἀλλ’ ὑπὸ τὸ μηδενικόν˙ νὰ ἰδῇ τὴν ὑγρασίαν τοῦ ἀέρος ἐπικαθημένην ἐπὶ τῶν ὑέλων καὶ τῶν μεταλλίνων ἐλασμάτων τῆς οἰκίας εἰς παχέα στρώματα θαυμαστῶν μυριοσχήμων ἀποκρυσταλλώσεων˙ ν’ ἀκούσῃ τὴν χιόνα τρίζουσαν ὑπὸ τὰ βήματά του, ὡς ἐὰν συνίστατο ἐκ σκληρῶν αἰχμηρῶν ἠχηρῶν ῥινισμάτων χαλύβδου˙ νὰ παχνισθῇ καθ’ ὅλον του τὸ σῶμα ὡς μυλωθρὸς ἀλευρωμένος ὑπὸ τῆς ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων αὐτοῦ παγωνούσης ἀδήλου του διαπνοῆς˙ νὰ ἰδῇ τὰ ἀπὸ τοῦ μύστακος αὐτοῦ κρεμάμενα κρύσταλλα, λαμβάνοντα τὸ σχῆμα καὶ τὰς διαστάσεις, ἃς ἔσχον κατὰ τὸν παρελθόντα χειμῶνα ἐν Ἀθήναις αἱ ὑπὸ τῶν νεροχυτῶν καὶ τῶν ἀκροκεράμων κρεμασθεῖσαι ῥαβδοκρύσταλλοι, καὶ τότε ἂς ἔλθῃ νὰ τὰ ’ποῦμεν.


Η ΧΩΡΑ ΣΕ «ΚΑΤΟΧΗ»





Ἡ Κατοχή! Μιὰ ἀπαίσια περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ἡ χώρα στέναζε φριχτὰ κάτω ἀπὸ τὸ σιδερένιο πέλμα ἀδίστακτου βάρβαρου κατακτητῆ. Γιὰ τοὺς μεγαλύτερους στὴν ἡλικία ἀποτελεῖ ἕναν ἐφιάλτη.

Δὲν ἦταν ἡ πρώτη οὔτε ἡ μόνη. Ὁ τόπος πέρασε ἀπὸ πολλὲς κατοχές. Ἡ φρικιαστικότερη ἦταν ἀναμφιβόλως αὐτὴ τῶν 400 χρόνων σκλαβιᾶς.

Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπίστευτα τραγικὲς κατοχὲς προξένησε ἀμέτρητες καταστροφὲς στὸν τόπο, καμία ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ ὑποδουλώσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ. Γιατί;

Διότι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ βρισκόταν πάντοτε κάτω ἀπὸ ἄλλου εἴ­δους κατοχή, εὐεργετικὴ κατοχή. Πά­νω ἀπὸ 3.000 χρόνια διαρκεῖ αὐτὴ ἡ κατοχὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπει στοὺς ἐπίδοξους κατακτητὲς νὰ κυριεύσουν ἔδαφος πνευματικὸ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο.

Γι᾿ αὐτὴ τὴν παράδοξη κατοχὴ θὰ κάνουμε λόγο στὸ κείμενό μας τοῦτο.

Κατὰ τὸν πλέον τέλειο τρόπο παρουσιάστηκε αὐτὴ ἡ «κατοχὴ» σ’ ἕνα λόγο τοῦ κορυφαίου ρήτορα ὅλων τῶν αἰώνων, τοῦ Δημοσθένη, 4 αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ. Εἶπε:


Απολείπειν ο θεός Αντώνιον









Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.